Μεγαλώνοντας στην Παιδούπολη στην Κάλαθο της Ρόδου!

Μεγαλώνοντας στην Παιδούπολη στην Κάλαθο της Ρόδου!

Μεγαλώνοντας στην Παιδούπολη στην Κάλαθο της Ρόδου!

Pοδούλα Λουλουδάκη

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 5414 ΦΟΡΕΣ

Τα ανταρτόπληκτα παιδιά της Φρειδερίκης και η προσωπική ιστορία του κ. Γιώργου Ορφανίδη που από τότε έμεινε για πάντα στη Ρόδο

Το 1947 στη χειρότερη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, η βασίλισσα Φρειδερίκη ίδρυσε τον Έρανο της Βασίλισσας, σύμφωνα με τον οποίο παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές της χώρας μεταφέρονταν σε παιδουπόλεις που είχαν δημιουργηθεί για να «προστατεύουν και να εκπαιδεύουν». Αυτό τουλάχιστον έλεγε η Βασίλισσα που είχε αναλάβει το ρόλο της «μητέρας του έθνους».

Η λειτουργία των Παιδουπόλεων συνεχίστηκε πολλά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, αλλά το 1965 με το θάνατο του βασιλιά Παύλου η Φρειδερίκη παραιτήθηκε από τη συγκεκριμένη δράση και το 1970 οι Συνταγματάρχες με τη σύγκρουση με το Στέμμα έκλεισαν τις περισσότερες.

Στο μεταξύ οι δύο αντίπαλοι του Εμφυλίου χρησιμοποιούσαν τις Παιδουπόλεις για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Από τη μία μεριά η επίσημη εκδοχή υποστήριζε ότι ήταν «χαρούμενες κατασκηνώσεις» στις οποίες γινόταν «παιδοφύλαξη» ανταρτόπληκτων, κι από την άλλη το ΚΚΕ χαρακτήριζε τις Παιδουπόλεις «χιτλερικά στρατόπεδα», ανάλογα μ΄ αυτά του Φράνκο στην Ισπανία.

Δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο! Όπως πάντα η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Είχαν έναν ημιστρατιωτικό χαρακτήρα και σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν πειθήνια άτομα περνώντας τους την ιδεολογία της νικήτριας πλευράς του Εμφυλίου πολέμου. Και μετά η ένταξη των παιδιών στην κοινωνία, που ήταν δύσκολη και το στίγμα έμενε για πάντα, αλλά πιο πολύ έμεινε χαραγμένο στη ψυχή τους!

Ο κ. Γιώργος Ορφανίδης είναι από τα ανταρτόπληκτα παιδιά της Παιδούπολης της Καλάθου 72 ετών σήμερα, μεταφέρθηκε εκεί 11 ετών μαζί με δύο ακόμη αδέλφια του όταν ο πατέρας σκοτώθηκε στον Εμφύλιο και η μητέρα τους πέθανε.

Ο Γιωρίκας δεν έφυγε ποτέ από τη Ρόδο, μέχρι σήμερα παίζει κεμετζέ (ποντιακή λίρα) και θυμάται θύμησες που πονάνε!

Από πού ήρθατε, ποια είναι η ιστορία σας;
Είμαι γεννημένος στη Βέροια το 1942, 16 Αυγούστου από γονείς Ποντίους που ήρθαν στην ανταλλαγή του 1922, που μας έφερε ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος από το Καρς Καυκάσου της Ρωσίας. Από αγροτική οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν βοσκός. Ο πατέρας του είχε κάνει 12 παιδιά και μόνο τα οκτώ είχε καταφέρει να έρθουν στην Ελλάδα. Τα άλλα κατά την ανταλλαγή, στο δρόμο της επιστροφής πέθαναν από το κρύο, τις αρρώστιες, την πείνα και τα εντερικά. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου που ήταν ήδη χήρα, κι είχε δύο παιδιά και έκανε κι εμένα τον Γιωρίκα (Γιώργο), τον Λεωνίδα και τον Νίκο. Ήρθαμε και τα τρία αδέλφια στην Παιδόπολη της Ρόδου. Μέσα στα 700 παιδιά δεν ήταν άλλα τρία αδέλφια, μόνο εμείς.



Γιατί ήρθατε στην Παιδόπολη της Ρόδου, τι έγινε με τους γονείς σας;
Ο πατέρας μου ο Βασίλειος Ορφανίδης υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, απελύθη και τον επιστρατεύσανε στον Αλβανικό πόλεμο και ξαναγύρισε νικητής ρίχνοντας τους Ιταλούς στη θάλασσα. Νικητής και χαρούμενος, αλλά με πολλά κρυοπαγήματα στα χέρια και στα πόδια, να στα λέει και να σταθεί η τρίχα σου. Οι μύτες τους που τρέχανε νερό γινόταν πάγος, η κατουριά τους το ίδιο, αλλά ήρθε η νίκη και ξεχάστηκαν όλα.

Κατόπιν τρίτωσε το κακό τον πήραν στον Εμφύλιο. Το βράδυ εκείνο του είπανε «Βασιλ, κρύφτ, θα έρταν οι Αντάρτ και παίρνεσε και λέει και αυτός «εμέν θα παίρνε, εγώ έχω πέντε παιδιά»! Και όμως ο πόλεμος δεν λογάριαζε παιδιά όπως και τώρα γίνεται, κι εγώ παιδάκι εκείνο το χειμωνιάτικο βραδινό δεν θα το ξεχάσω όσα χρόνια να ζω. Ήμουν 6 χρονών, ήρθαν και τον σηκώσανε από το κρεβάτι και τον πήραν. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Ήρθε για καλύτερα στην Ελλάδα και φώναζε «Η Ελλάδα ζει, η Ελλάς ζει» για αυτό μας βγάλανε λαζούς και βρήκε μια ζωή πολέμους. Φόρεσε τρεις φορές το χακί και σε μια μάχη εσκοτώθη το 1947 στο Βέρμιο Βέροιας.

Τι απογίνατε εσείς;
Μείναμε ορφανά από πατέρα πέντε παιδιά. Μας έπιασε ο πόλεμος ό,τι μας έσπειρε ο πατέρας μας. Η μάνα μας η Σοφία μας έβαλε κάτω από τις φτερούγες της, το στήριγμά μας. ‘Όταν επήρα χαμπάρι ερωτούσα: «Μάνα μέρεν ο πατέρας μου»; Τον έψαχνα στα καφενεία, έτρεξα μέσα στα χιόνια στα υψώματα του Βερμίου. Τίποτες, αυτό βάστιξε καιρό. Μ΄ έδινε η μάνα μου δυό βόδια και μια γελάδα και τα βόσκιζα τα καημένα στο λιβάδι με τους άλλους χωριανούς, ώσπου ήρθε και τελείωσε ο πόλεμος και μου λέει η μάνα μου «Γιωρίκα θα πας σχολείο»!

Μια στενοχώρια άλλο πράμα εγώ. Είπε η δασκάλα «όποιος μιλάει τα ποντιακά θα τον σκοτώσω στο ξύλο μ΄ αυτή τη βέργα…». Βλέπω εγώ τη βέργα «μάνα» λέω και πηδώ από το παράθυρο έξω. Πήρα από φόβο το σχολείο ώσπου ήρθε η ώρα και άνοιξαν τα ιδρύματα της βασιλικής πρόνοιας ή Παιδουπόλεις και ο θείος μου το 1950 μας έγραψε τα τρία αδέλφια τρόφιμους, μαζί με άλλα παιδιά του χωριού. Μέχρι να προσαρμοστώ, να μάθω ελληνικά δυσκολεύτηκα. Αφού πέρασαν τρία χρόνια και παίζαμε και ποδόσφαιρο και κάναμε ομάδες, η μάνα μας αρρώστησε και πέθανε το 1953.

Ήρθε διαταγή έπειτα ν΄ ανοίξει η Παιδόπολη Καλάθου Ρόδου και να πάμε τα ανταρτόπληκτα παιδιά. Μας βάλανε στο τραίνο από τη Θεσσαλονίκη, φτάσαμε στον Πειραιά 400 ανταρτόπληκτα και 300 σεισμόπληκτα και με το πλοίο «Αιγαίο» μας έφεραν στη Ρόδο.
Οι Ομαδάρχες μας (9 Μούσες) στην Παιδόπολη με την αρχηγό μας στο κέντρο (καθιστή) κ. Τούλα Αρβανίτη
Οι Ομαδάρχες μας (9 Μούσες) στην Παιδόπολη με την αρχηγό μας στο κέντρο (καθιστή) κ. Τούλα Αρβανίτη

Πόσο χρονών ήσασταν όταν ήρθατε στην Παιδόπολη της Καλάθου;
Εγώ στα 11, ο αδελφός μου ο Λεωνίδας στα 7 με 8 και ο Νίκος 6 χρονών. Ήμουν ο μεγάλος ο προστάτης τους, εγώ τους συμβούλευα να είναι καλά παιδιά να μην κάνουνε αταξίες για να μας αγαπάνε.

Επτακόσια παιδιά, τόσα πολλά ήταν στην Παιδόπολη;
Όταν πήγαμε εμείς το 1953 με 1954 ήμασταν μαζί με 300 παιδιά από τους σεισμούς της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου που μεταφέρθηκαν για ένα διάστημα μέχρι να αντιμετωπιστούν οι ζημιές στα νησιά τους και να γυρίσουν πίσω. Εγώ έλεγα στ΄ αδέλφια μου: θα βρούμε ένα ζεστό φαί, έναν καλό ύπνο… Είχαμε καλούς δασκάλους και καλές ομαδάρχισσες, διαλεκτές. Μας αγαπούσαν σαν παιδιά τους. Η κάθε ομαδάρχισσα είχε στην επίβλεψή της 25 παιδιά.
Το τέως Βασιλικό Ζεύγος μας επισκεπτόταν συχνά για να μας εμψυχώσει
Το τέως Βασιλικό Ζεύγος μας επισκεπτόταν συχνά για να μας εμψυχώσει

Πώς περνούσε η μέρα σας;
Σαν στρατιωτάκια. Το πρωί χτυπούσε η καμπάνα και σηκωνόμασταν στις επτά. Πλενόμασταν και κάναμε γραμμές για να πάμε στο πρωινό ρόφημα. Η υπεύθυνη η Τζένη Βαλιανάτου, αρχηγός της κοινότητας είχε μια σφυρίχτρα και εμείς σαν πρόβατα πηγαίναμε στο μαντρί, αγόρια και κορίτσια. Φορούσαμε μπλε από 3 χρονών το μικρότερο μέχρι 16 το μεγαλύτερο. Τα μικρά μένανε αλλού οι μεγαλύτεροι αλλού. Είμαι συγκινημένος τώρα μου ρχεται να κλάψω που θυμάμαι εκείνα τα χρόνια. Ήταν καλό το πρωινό, το ρόφημα γάλα, μαρμελάδες με βούτυρο και τρώγαμε όσο θέλαμε για να χορτάσουμε. Ήταν οι πολέμοι, ήταν ο εμφύλιος, πήραν τον πατέρα μου, ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό. Είμαι συγκινημένος, τα ΄χω χαμένα…

Με τη σφυρίχτρα που έδινε ρυθμό πηγαίναμε στο σχολείο. Μας έδιναν δεκατιανό, το μεσημέρι πάλι φαγητό, πέντε φορές τρώγαμε. Πηγαίναμε εκκλησία, στην εκκλησία της Καλάθου κάθε Κυριακή, 300 με 400 παιδιά. Όταν πρωτοπήγα στην Παιδόπολη εγώ από Πόντιος άλλαξα γλώσσα και δεν μπορούσα να συνεννοηθώ! Ήμουν σαν τυφλός. Άλλα μου έλεγαν και άλλα καταλάβαινα. Στη γενική καθαριότητα του θαλάμου μου λένε μια φορά «έ, εσύ μικρέ φέρε το φαράσι και τη σκούπα». Στα ποντιακά το φαράσι το λένε «πέλι» και τη σκούπα «φορκάλι». Από τύχη τους τα πήγα σωστά, από διαίσθηση.

Τι άλλο κάνατε στην Παιδούπολη;
Στην Παιδούπολη σκουπίζαμε, τρώγαμε, παίζαμε μπάλα και μαθαίναμε γράμματα.

Τραγούδια σας μάθαιναν; Τι τραγούδια;
(Τραγουδάει) «Εμπρός Ελλήνων Παιδιά, τον Βούλγαρο χτυπάτε και δώστε τους φωτιά»… (Τραγουδάει). «Παιδόπολις παιδόπολις εσέν΄ και ταρασία (τα βουνά σου) πόχεις παιδόπα έμορφα και είν’ απ’ τη Μακεδονία». Ανταρτόπληκτα δηλαδή.

Ποιους ανθρώπους θυμάστε, ποιοι σας φρόντιζαν;
Η Ειρήνη Τσαβαρή ήταν νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και ερχόταν με τον Μητροπολίτη Σπυρίδωνα. Το 1953-1963 έδιναν αγάπη και συμπόνια στα ορφανά. Δέκα χρόνια την έζησα ως επισκέπτρια μαζί με τον Λάζαρο Τηλιακό και με τον Μητροπολίτη μας τότε τον Σπυρίδωνα. Κάθε Κυριακή έρχονταν μας έβλεπαν και μας εξύψωναν το ηθικό. Και τότε και η Γεωργαντέλη δεν έλειψε από καμιά εκδήλωση της Παιδόπολης. Κάναμε θεατρικά σκετς… Ο δάσκαλός μας ο διευθυντής μας ήταν ο Τριαντάφυλλος Καμπούρης και διευθύντρια της Παιδόπολης ήταν η Τούλα Αρβανίτου.

Η βασίλισσα Φρειδερίκη ερχόταν να σας δει;
Ερχόταν τακτικά η βασίλισσα. Έκλαιγε, έβλεπε τα παιδιά που δεν είχαν πατέρα και κάποια δεν είχαν και μάνα. Εμένα ο βασιλιάς Παύλος με φώναξε και με ρώτησε πως περνάω εκεί κι αν είμαι ευχαριστημένος, αν έχω κάποιο παράπονο. Του είπα «εγώ θέλω μαλλιά, δεν θέλω να με κουρεύετε…»! Συμφώνησε αμέσως. Φώναξε τον κουρέα και του είπε «δεν θα κουρεύεις γουλί τα παιδιά, να τους αφήνεις και λίγα μαλλιά». Αυτοί μας κούρευαν γουλί για τις ψείρες.

Τον ελεύθερό σας χρόνο πώς τον περνούσατε, τι σας άρεσε να κάνετε;
Η ζωή των αγοριών ήταν όλο ποδόσφαιρο. Έρχονταν στον παιδότοπο και έπαιζαν μαζί μας οι ομάδες των χωριών. Τους φιλοξενούσανε οι άνθρωποι της Παιδόπολης και τους έδιναν και μπακλαβά. Ήταν ένα οργανωμένο ίδρυμα η Παιδόπολη, είχε τα πάντα και τα παιδιά δεν έκλαιγαν που έλειπαν από τις μαμάδες τους. Και τα κορίτσια έπαιζαν βόλεϊ και ξεχνιόντουσαν κι αυτά.

Προσευχόσασταν συχνά, πολλές φορές την ημέρα;
Στο σχολείο το πρωί προσευχή, στο φαγητό το μεσημέρι, προσευχή πριν τον ύπνο, προσευχή το απόγευμα πριν τη μελέτη. Έμαθα να ψάλλω από το πολύ που πήγαινα στην εκκλησία. Και τις Κυριακές πρωινό ξύπνημα. Και παίζαμε πατριωτικά θεατρικά σκετς: το Σούλι, την 25 Μαρτίου, της 28η Οκτωβρίου…

Συνεχίσατε το σχολείο, είχατε αυτή τη δυνατότητα;
Όταν έβγαλα το δημοτικό έδωσα εξετάσεις στον Αρχάγγελο για το Γυμνάσιο. Μας πήγαιναν με το τζιπ της Παιδόπολης. Σου μάθαιναν και τέχνη και μετά μπορούσες να φύγεις. Είχαμε θαλάμους που κοιμόντουσαν εκεί μέσα οι μαστόροι, κυρίως τους έφερναν από τη Μακεδονία για να μας εκπαιδεύσουν. Εμείς τα χτίσαμε τα κτήρια. Όταν η Ρόδος δεν είχε ακόμα κανένα τριώροφο κτήριο η Παιδόπολη της Καλάθου ήταν τριώροφο κτήριο.
Η Παιδόπολις της Ρόδου στην Κάλαθο
Η Παιδόπολις της Ρόδου στην Κάλαθο

Τι τέχνες μαθαίνατε;
Υπήρχε μέσα ξυλουργείο, σιδηρουργείο. Μαραγκός, σιδεράς, μηχανικός αυτοκινήτων, δενδροκόμος που έμαθα εγώ. Εγώ όλο μπάλα έπαιζα, δεν με τραβούσαν τα γράμματα. Αν δεν ήταν η Ρόδος μας η όμορφη θα ήμουν ένα μηδενικό. Εδώ είδα πολλά πράγματα, κι έγινα άνθρωπος.

Πότε έπρεπε να φύγετε από την Παιδόπολη;
Κάποτε έπρεπε να γίνει κι αυτό, στα 16 με 17. Εγώ είχα έρθει από το βουνό. Δεν είχα μάνα, δεν είχα πατέρα, άνθρωπο να με προστατεύσει, ένα θείο είχα. Όταν έγινα 16 μου έδωσαν μια κουβέρτα κι άντε στο καλό μου είπανε. Να είσαι καλό παιδί, να βγεις στην κοινωνία. Θυμάμαι την Τούλα Αρβανίτη που μου είπε «Κάθε αρχή και τέλος. Ο ήλιος ανατέλλει, ο ήλιος δύει. Ο άνθρωπος γεννιέται, ο άνθρωπος πεθαίνει». Ένας αποχωρισμός (τραγουδάει) «να, να, να αδέλφια μας χρυσά, να, να, να να κλαίγουμε σαν αδέλφια». Ήμουνα δεμένος μαζί τους, σαν στρατιωτάκια μικρά. Ποδόσφαιρο παίζαμε, τέχνες μαθαίναμε, και τώρα «φύγε»… Πήρα μια κουβέρτα και μια καλαμποκομηχανή για να αλέθω το καλαμπόκι που μου δώρισαν και πήγα στην Κάλαθο. Γύρισα στη Βέροια, στο χωριό Πατρίς Ευβοίας και έμεινα μία εβδομάδα στο σπίτι της αδελφής μου. Όταν έφευγα από την Παιδόπολη έκλαιγα και σε μια εβδομάδα γύρισα στη Ρόδο. Η μπάλα μ΄ έβγαλε εδώ άξιο, η μπάλα μ΄ έσωσε.

Πηγαίνατε πάλι ή προσπαθήσατε να κόψετε την επαφή;
Πήγαινα στην Παιδόπολη κι έβλεπα τ΄ αδέλφια μου που μεγάλωναν κι αυτά και μάθαιναν τέχνες. Ξεκίνησε ο τουρισμός και πήγα και δούλεψα σερβιτόρος. Ήταν σαν Αμερική η Ρόδος. Κάποτε γνώρισα τη γυναίκα μου κι έκανα δυό παιδιά.

Η Παιδόπολη πόσα χρόνια έμεινε ανοιχτή, τι έγιναν τα άλλα παιδιά;
Έμεινε ανοιχτή μέχρι το 1970 και λειτούργησε ως ορφανοτροφείο πια. Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών γύρισαν πίσω στα χωριά τους, ο καθένας με την τύχη του. Αλλά εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι κανένα παιδί της Παιδόπολης δεν έγινε αλήτης. Μας έδειχναν με το δάχτυλο, ήμασταν καλοί και άξιοι.

Μεγαλώνοντας στην Παιδούπολη στην Κάλαθο της Ρόδου!

Βλέπετε κανένα από εκείνα τα παιδιά σήμερα;
Πολλοί έρχονται τα καλοκαίρια και με βρίσκουν. Πολλά παιδιά και κλαίμε μαζί. Τι τραβάω κι εγώ που τα θυμάμαι όλα απ΄ την αρχή… Φτου κι απ΄ την αρχή με τον καθένα που έρχεται και με βρίσκει. Η Ρόδος δεν έχει βγει απ΄ το μυαλό τους, νοσταλγούνε να ρθουνε. Κι εγώ μπορεί να ήμουν στην Αμερική, στη Γερμανία, αλλά γνωρίστηκα με τα παιδιά του ποδοσφαίρου, παντρεύτηκα την Ελένη… Θέλω να πω για τη μάνα μου. «Χαρά σε κείνα τα όμματα που θα ζούνε και θα έλεπνε τα παιδειαμ΄»… έτσι είπε η μάνα μου πριν ξεψυχήσει και πεθάνει. Το τέλος της μάνας συνέβη 4 Σεπτεμβρίου του 1953. Κυριακή απεβίωσε, πρωινές ώρες.

Κι εσείς ο Γιωρίκας έκτοτε τον πόνο σας τον ξεχνάτε με τον κεμεντζέ (ποντιακή λίρα)!
Σαρανταπέντε χρόνια κεμετζέ, μόνος μου έμαθα. «Πάπον προς πάπον μετεσέν έρχουμες και πάμε…. Όταν παντρευόμαστε σε γάμο, σε φαγοπότι μ΄ εσένα λίρα που παίζεις χορεύουμε και γλεντάμε. Και στον τάφο μας επάνω εσύ μοιρολογάς μας, εσύ είσαι το βάσανο, εσύ είσαι και η χαρά μας και λες και κλαις και χαίρεσαι...»...

Διαβάστε ακόμη

Γιάννης Παππάς: «Οι Eυρωεκλογές δεν είναι επίδειξη επαναστατικής γυμναστικής»

Νίκος Παντελής: Ο κωμικός από τη Ρόδο, είναι το πιο «φρέσκο» πρόσωπο της ελληνικής stand-up σκηνής

Αυξημένοι οι ατμοσφαιρικοί ρύποι στο κέντρο της Ρόδου το καλοκαίρι

Άφησε την Αδελαΐδα για να μεγαλώσει την οικογένειά της στη Λαχανιά

Όλγα Κεφαλογιάννη: Το 2024 θα είναι ακόμα μία εξαιρετική χρονιά για τον ελληνικό Tουρισμό

Γ. Χατζής: Πρέπει να καθίσουμε όλοι σε ένα τραπέζι και να συνθέσουμε ένα εθνικό σχέδιο υποδομών

Αντώνης Ζερβός: Ξεκίνησε ως «παιχνίδι» και κατέληξε ως στοίχημα με τον εαυτό μου

Ο ελληνικός Τουρισμός χρειάζεται εθνικό σχέδιο για να διατηρηθεί στην κορυφή, δηλώνει ο Γιάννης Ρέτσος