Οι μαθητές του 5ου γυμνασίου Ρόδου αρθρογραφούν

Οι μαθητές του 5ου γυμνασίου Ρόδου αρθρογραφούν

Οι μαθητές του 5ου γυμνασίου Ρόδου αρθρογραφούν

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 287 ΦΟΡΕΣ

Οι «μικροί» λογοτέχνες μας αποτυπώνουν τις σκέψεις τους

Δυό κείμενα ξεχωριστών μαθητών που σκορπίζουν ποικίλες συναισθηματικές καταστάσεις. Το ένα κείμενο αναφέρεται στο ζόφο και προκαλείται από κάθε αναγκαστικό εκπατρισμό -επίκαιρο όσο ποτέ- μια ιστορία που ο νεώτερος ελληνισμός έχει βιώσει, όπως βέβαια και οι γειτονικοί μας βαλκάνιοι λαοί, μέσα από τη συναισθηματικά φορτισμένη πένα της Κοντέσσας, καθώς οι μνήμες της ηρωίδας της μας πηγαίνουν στην Πόλη, την κοσμοπολίτισσα που κάποτε πνιγόταν από την ξεχωριστή πολυεθνική ποικιλία της.

Πόσο, όμως, πόνο άφησαν πίσω τους όλοι εκείνοι οι εθνικοί καθαρμοί στους λαούς και τους ανθρώπους που τους υπέστησαν. Μοσχοβολάει αγάπη για Πατρίδα το κείμενό της... Ο Γιάννης, με απέριττη γραφή, μέσα από την ιστορία ενός σκύλου, στέκεται με αισιοδοξία απέναντι σε κάθε αύριο της ζωής μας, αφού η ίδια η ζωή από τη φύση της ακτινοβολάει ελπίδα και μόνο ελπίδα.
Αρκεί, βέβαια, να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε το μεγαλείο της που κρύβεται στην απλότητα και μαγεία των φαινομενικά ασήμαντων καθημερινών πραγμάτων...Το κάθε πλάσμα της φύσης, όπως ο Ρούντογκ, είναι σε θέση να μας δώσει ένα άλλο βλέμμα, έναν άλλο πλούτο, για να αντικρίζουμε τον κόσμο μας, το μοναδικό κόσμημά μας!

Συμπαραστάτες σε αυτή την προσπάθεια των παιδιών, βρίσκονται οι καθηγητές Τσιόγκας Γρηγόρης και Καλαούζη Ντίνα τους οποίους για μια ακόμα φορά ευχαριστούμε θερμά.

Αισιόδοξη ιστορία για την Νέα Χρονιά
Ο Ρούντογκ είναι ένας σκύλος. Ένα φοξ-τεριέ για την ακρίβεια. Ένα φοξ-τεριέ το οποίο ο όχι και τόσο φιλόζωος ιδιοκτήτης του είχε διώξει με τις κλωτσιές ακριβώς δύο χρόνια πριν. Από τότε ο Ρούντογκ μισούσε τις πρωτοχρονιές, γιατί πρωτοχρονιά ήταν που βρέθηκε στον δρόμο.

Σκεφτόταν ότι έφερναν απλά άλλους δώδεκα μήνες γεμάτους βάσανα, όπως η καθημερινή αναζήτηση φαγητού στους σκουπιδοτενεκέδες και η συνεχής απόρριψη των ανθρώπων τους οποίους προσπαθούσε να κάνει να τον προσέξουν, βγαίνοντας με κουνιστή ουρά μπροστά τους, όταν τους έβλεπε στον δρόμο. Αυτό βέβαια το τελευταίο, είχε σταματήσει να το κάνει εδώ και αρκετό καιρό. Δεν είχε πια ελπίδες ότι θα ξαναβρεθεί στη ζεστασιά ενός ανθρώπινου σπιτιού. Άλλωστε, τι ελπίδες μπορεί να έχει κανείς την Πρωτοχρονιά;

Εκεί που προχωρούσε ψάχνοντας κάτι για να γεμίσει το στομάχι του, άκουγε συνεχώς τους ανθρώπους γύρω του: «Καλή Χρονιά, καλή Χρονιά!», «Μπα! Καλή θα είναι μόνο για αυτούς!» σκεφτόταν.

Ξαφνικά, είδε μπροστά του ένα τεράστιο, στολισμένο πλουσιόσπιτο. Έτρεξε αμέσως στον κάδο απέναντι γιατί ήξερε ότι αυτά τα σημεία είναι γεμάτα «θησαυρούς». Και πράγματι, ο κάδος ήταν γεμάτος μισοφαγωμένες γαλοπούλες και ψωμί.

Για μία ακόμη φορά ο Ρούντογκ σκέφτηκε τι παράξενα πλάσματα είναι οι άνθρωποι, και πώς γίνεται να πετούν εκεί μέσα τα φαγητά τους, όταν πριν από μερικά λεπτά ένα ταλαιπωρημένο παιδί στα φανάρια ζητούσε λίγο από αυτό το αλλόκοτο και άχρηστο -για αυτόν- πράγμα, το χρήμα, για να πάρει κάτι να φάει.

Με γεμάτη την κοιλιά του, όλα φαίνονταν πιο «φωτεινά». Βρέθηκε έξω από ένα εστιατόριο το οποίο είχε αναμμένη μία άλλη αλλόκοτη και άχρηστη (για αυτόν) ανθρώπινη εφεύρεση, την τηλεόραση. Μιας και δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, την πρωτοχρονιά τι καλό να κάνει κανείς, έκατσε στα πίσω πόδια του και άρχισε να παρακολουθεί το φωτεινό κουτί…

Αρχικά είδε ανθρώπους να δίνουν τρόφιμα σε άλλους, πολύ φτωχοντυμένους, ενώ ακούγονταν λέξεις όπως «φιλανθρωπία» και «ελεημοσύνη». Ένιωσε ένα τσίμπημα χαράς γιατί θυμήθηκε το παιδάκι στα φανάρια. Στη συνέχεια, όμως, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο ενδιαφέροντα.

Ακούστηκαν οι λέξεις «φιλοζωία» και «αδέσποτα ζώα» και φάνηκαν εικόνες με ανθρώπους που μάζευαν σκύλους και γάτες από τους δρόμους. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο…
Τη στιγμή που η τηλεόραση μιλούσε για την έξοδο της χώρας από την κρίση, ο Ρούντογκ κουνούσε την ουρά στους περαστικούς, γεμάτος με ευωδιαστές ελπίδες για τη νέα χρονιά…
Γιάννης Βογιατζής
Γ΄ Τάξη

Από πατέρα Έλληνα και από μητέρα Τουρκάλα. Μα από πατρίδα καμιά!
Λέγομαι Τζεμίλ Μουστακίδη και είμαι δώδεκα χρόνων. Αν και αρκετά νεαρή έχω ζήσει πολλά άσχημα πράγματα και γεγονότα στη ζωή μου, που ίσως θα φάνταζαν απίστευτα σε κάποια παιδιά της ηλικίας μου. Αυτά όλα όμως, άρχισαν μια σκοτεινή νύχτα.

Έβρεχε μέρες ατελείωτες, θυμάμαι, πράγμα που μου φάνηκε παράξενο, γιατί στην Πόλη δεν είχαμε συνηθίσει και πολύ τόσο μουντό καιρό. Η μητέρα μου ήταν για μέρες σκεπτική, λες και περίμενε να συμβεί κάτι, ενώ ο πατέρας κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μια παράξενη ησυχία αλλά και ανησυχία επικρατούσε στο σπίτι μας. Ώσπου ξάφνου...

Χτυπήματα ακούσαμε στην πόρτα μας, βαριά χτυπήματα. Ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλα της μητέρας. Εγώ πήγα και άνοιξα. «Ο κύριος Μουστακίδης;», με ρώτησε ένας άνθρωπος με μπλε σκούρο παντελόνι και σακάκι. «Ένα λεπτό», του είπα και φώναξα τον πατέρα. Αυτό ήταν.

Δεν θυμάμαι πολλά μετά. Μόνο τα κλάματα του μπαμπά και της μαμάς. Πολύ σύντομα μου ανακοίνωσαν πως εγώ και ο μπαμπάς έπρεπε να φύγουμε το ταχύτερο από την Πόλη. Οι Έλληνες όλοι γύριζαν πίσω στην πατρίδα. Η μητέρα μου, όμως, ως Τουρκάλα θα έπρεπε να μείνει πίσω...Εγώ δεν κατάλαβα. Μα έπρεπε να αφήσω την μητέρα μου πίσω; Εμένα η πατρίδα μου ήταν η Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόλαβα καν να εκφράσω και να εκλογικεύσω τις σκέψεις μου.

Ως τα χαράματα φτιάχναμε γρήγορα τα μπαούλα, που θα παίρναμε, και πήγαμε όλοι μαζί στον σταθμό του τρένου. Υπήρχε μια περίεργη αμηχανία, ξέροντας πως αυτά ήταν τα τελευταία μας λεπτά πια σαν οικογένεια στην Πόλη. Εγώ και ο πατέρας έπρεπε να επιβιβαστούμε. Κοίταξα την μητέρα. Βούρκωσα! Έβλεπα την θλίψη στα μάτια της. Το ένιωθα πως οι μεγάλοι πόνοι έρχονται αργότερα, τότε που πολλαπλασιάζονται αφόρητα, καθώς ο άλλος, ο δικός σου απουσιάζει!

̶ «Θα έρθω κι εγώ, λίγο αργότερα, έτσι;»
̶ Πότε, την ρώτησα, πότε;

Με αγκάλιασε και με φίλησε στο μέτωπο. Αυτό το στερνό φιλί της μάνας μου έδειξε όλη της την αγάπη. Μου έδωσε μια τσάντα. «Αυτό θα το ανοίξεις μόλις φτάσεις στην Ελλάδα και θα με θυμάσαι», είπε και με αγκάλιασε. Αφού αποχαιρέτησε και τον πατέρα επιβιβαστήκαμε.

Πολλές ώρες ταξίδι. Μονότονες και καταθλιπτικές. Δεν μ' ένοιαζε πού πηγαίναμε. Δεν μ' ένοιαζε τίποτα για το μέλλον. Μόνο το πίσω, το παρελθόν μ' ένοιαζε πια. Οι μυρωδιές, ο ήλιος, τα χρώματα, ο αέρας, η θάλασσα της Πόλης, ο κόσμος της. Αυτά που μ' ένοιαζαν ήταν η μητέρα και η Πόλη...η δική μας Πόλη!

Φτάσαμε, τελικά στο χωριό της γιαγιάς. Ανοίγω με αγωνία το δώρο μου. Φακελάκια είχε μέσα. Ναι, τα αναγνωρίζω! Δυόσμος, θυμάρι, ρίγανη και κανέλλα, πολλή κανέλλα από το σπίτι μας.

Αυτή είμαι! Η Τζεμίλ Μουστακίδη, δώδεκα χρόνων. Από πατέρα Έλληνα και από μητέρα Τούρκα. Μα από πατρίδα καμιά!
Ζορπαλά Κοντέσα
Γ΄Τάξη
5ο Γυμνάσιο Ρόδου

Διαβάστε ακόμη

Δύο μέλη από τη Ρόδο στο Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εκμισθωτών Θαλασσίων Μέσων Αναψυχής

Εγκρίθηκε η σήμανση για την επέκταση του πεζοδρόμου

Εξήντα αιτήσεις κατατέθηκαν για το σύστημα τηλεφροντίδας μοναχικών ηλικιωμένων

Στη Σαουδική Αραβία ταξιδεύουν τρία προϊόντα του Νοτίου Αιγαίου για να εκπροσωπήσουν την Περιφέρεια

Αύριο η συνεδρίαση της Διακομματικής Επιτροπής των Ευρωεκλογών στη Ρόδο

Με τον πατέρα του 10χρονου που κατήγγειλε τον αρχαιοφύλακα στη Νίσυρο συναντήθηκε ο Στέφανος Κασσελάκης

Δύο διαμερίσματα στην Αθήνα παραχωρεί η περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου στον Σύλλογο Καρκινοπαθών Δωδεκανήσου

Νέος Περιφερειακός Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης της Περιφέρειας Ν. Αιγαίου ο δικηγόρος Ρόδου, Στέφανος Καψάλης