Η πείνα και τα εδέσματα της κατοχής

Η πείνα και τα εδέσματα της κατοχής

Η πείνα και τα εδέσματα της κατοχής

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1712 ΦΟΡΕΣ

Όπως τα έζησε ένα Πατινιωτόπουλο

Για τη φετινή εορτή της Επετείου της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων με την Μητέρα Ελλάδα, στις 7 Μαρτίου 2015 διαλέξαμε να ζωντανέψουμε τα γεγονότα, τα βιώματα και τις περιπέτειες των κατοίκων της Πάτμου, κατά την περίοδο της κατοχής και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Πήραμε συνέντευξη από κάποιον συμπατριώτη μας, προχωρημένης ηλικίας, τον καταλληλότερο άνθρωπο, ο οποίος όμως, επειδή πολλά από τα γεγονότα που θα αναφέρει στη συνέντευξή του είναι προσωπικά και οικογενειακά, μας ζήτησε να είναι ανώνυμη και συμφωνήσαμε να αναφέρεται με το παρωνύμιο Αυγουστίνος.

Αυγουστίνος, που την εποχή εκείνη ήταν ένα μικρό Πατινιωτάκι, μας περιγράφει τη ζωή στην Πάτμο την εποχή εκείνη, όπως την έζησε. Μας μιλάει για τη “ζωή χαρισάμενη” από οικονομικής και βιοτικής πλευράς, ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική τάξη, που ανήκε η κάθε οικογένεια, ως προς τη διατροφή, σε ορισμένους υπήρχε και κάποια σχετική άνεση. Αυτό βέβαια, προπολεμικά. Από το 1939 με την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, η προμήθεια τροφίμων γινόταν με ειδικό δελτίο, που στα ιταλικά λεγόταν tessera annonaria. (Δελτίο επισιτισμού).

Eρ. Τί τρώγατε στην Κατοχή, κύριε Αυγουστίνε;
Απ. Το λάδι και το βούτυρο έλειψαν αισθητά. Είχαν αντικατασταθεί από το χοιρινό λίπος, τη γλίνα, το ξύγκι, όπως λεγόταν. Το αλεύρι το χάσικο (το άσπρο δηλαδή), είχε περιοριστεί στα 800 γραμμάρια τη βρομάδα για κάθε άτομο. Το κάθε άτομο της οικογένειας είχε το δικό του ατομικό ψωμί και έπρεπε να το προσέχει, να το φυλάει “ως κόρην οφθαλμού’, που λέμε. Κατανάλωση μια φέτα την ημέρα ή δύο το πολύ για ολόκληρη τη βδομάδα. Μόνο ο πατέρας, λόγω της δουλειάς του, είχε δικαίωμα σε διπλάσια μερίδα. Οι γεωργοί μονάχα, που είχαν τα σταρο-κρίθαρά τους, βολεύονταν μ’ αυτά. Το κάμπιλο (είδος ψιλού αρακά) και το φάβα (κι αυτό κάμπιλο αλεσμένο), οι φακές και τα ροβύθια και μερικά ξεροκούκια είχαν την πρωτεύουσα θέση στο τραπέζι.

Δεν περνάγαμε μόνο με αυτά. Υπήρχαν και άλλα και... πιο επίσημα! Το οραντιστό ή οραζιστό, το σούγλι (αλεύρι βρασμένο με λάδι-αν υπήρχε- ή χωρίς λάδι) και η μπομπότα (το καλαμποκάλευρο, το νταρί). Ακόμα και οι “κάρλοι” (τα καμπούνια) των “κρομυδιών”, και οι πιο τρυφερές “φραγκοφύλλες” (τα πιο χλωρά φύλλα από τις φραγκοσυκιές). Ευτυχώς και οι γλυκοπατάτες, που αλέθονταν και μπαίνανε μέσα στη ζύμη, για να “φτουρίσει”, να πληθάνει δηλαδή, για να βγει πιο μπόλικο το ψωμί. Και για γλυκό; Ας το να πάνε! Ποιός θα μπρόκανε να προωτογλύψει το μισοκαμένο και πιο νόστιμο “κατατάι” (το κατακάθι) από το σούγκλι ή τη μπομπότα, που κολλούσε στον πάτο του τσουκαλιού, που καμιά φορά περιείχε και... λίγη (αν βρισκόταν) ζάχαρη!

Γλυκίσματα πια; Τα ξερά σύκα, μερικές σταφίδες και τα χαρούπια (τα παστέλια μας της εποχής εκείνης). “Χαρούπια τρώμε το πρωί, χαρούπια και το βράδυ, κι α(ν) μάσε λείψουνε κι αυτά είμαστε για τον Άδη”, ήταν το θλιβερό τραγουδάκι μας.

Ερ. Τόσο πολλά ωραία και ακριβά γλυκίσματα;
Απ. Αμέ, κυρία Μουλιάτη! Τί νομίζετε; Σαν αριστοκράτες και καλοπερασάκηδες που ήμαστε, είχαμε και άλλα “γλυκοπαρασκευάσματα” και πιο ακριβά! Οι χαρουπόπιτες (αντί για μπακλαβάδες, γαλακτομπούρεκα και μπουρέκια και καμιά γλυκοπατάτα), όπως και η μπομπότα στον νταβά (το ταψί), κατά τον ίδιο τρόπο με τη χαρουπόπιτα. Είχαμε και άλλα, “ξηρούς καρπούς”. Εκτός από τα ξερά σύκα ήσαν και οι λιμπούνοι και τα “καστανάκια” οι ρίζες (τα κρομμυδάκια κάτω από τα τριφύλια), καβουρντισμένα, αντί για αμύγδαλα ή καρύδια ή φυστίκια!

Ερ. Για “δεύτερο” πιάτο τι είχατε;
Απ. “Δεύτερο”; Τί λέτε, κυρία μου; Ένα ήταν και το “πρώτο” και το “δεύτερο”. Χορταράκια. Τα πρόβατα, τα κατσίκια κι οι αγελάδες κάναν συνέχεια αγωγές και μηνύσεις στους ανθρώπους (!), γιατί δεν τους αφήνανε χορταράκια να φάνε. Ορισμένοι και ορισμένες δεν μάζευαν τα χόρτα μέσα σε καλάθι. Τα τσουβαλάκια χωρούσαν περισσότερα χόρτα από το καλάθι. Ο Αυγουστίνος έχει πείρα απ’ αυτά, γιατί μάζευε και ο ίδιος χόρτα. Συρίδες, ραδίκια, μαρούλες, γαλαστρούφια, γαλατσουρίδες, πικροράδικα, στοιβοράδικα (μικρά πικρά ραδικάκια που φυτρώνουν ανάμεσα στα κλαδάκια, στους μίσχους, της αστοιβής) λάπαθα, γαϊδουράγκαθα (τρυφερά αγκάθια) και λίγες καρναμίδες (κάρδαμα).

Το τσουβαλάκι ήταν κοντά! ΟΙ άνθρωποι πρωί, μεσημέρι και βράδυ τρώγανε χόρτα για συμπλήρωμα. Χόρτα πρωί, χόρτα βράδυ, χόρτα και μεσημέρι, ώχου κακό που το ‘παθε της Πάτινος τ’ ασκέρι! Άλλα θλιβερό-παραπονιάρικο-τραγουδάκι.

Ερ.: Σαν τι άλλο μπορούσατε να έχετε για συμπλήρωμα του φαγητού σας;
Απ. Τί άλλο; Δεν τάπαταμε, κυρία Μουλιάτη;

Ερ.: Τί είπαμε, κύριε Αυγουστίνε;
Απ. Δεν είπαμε πως όσοι είχανε την τύχη να έχουν φυτέψει και κρομμύδια σε κάποιο κηπαράκι τους, βράζανε και τους “κάρλους” - “τα καμπούνια” των κρομμυδιών, αυτά που βγάζουν στην κορυφή τους τους σπόρους. Οσοι είχαν κοντά τους και φραγκοσυκιές βράζανε και τις τρυφερές “φραγκο-φύλλες”. Τα φαντάζεσαι αυτά, κυρία Μουλιάτη;

Ερ.: Από καφέ, πώς τα βολεύανε, τουλάχιστο οι μεγάλοι;
Απ.: Καφές; ...αν τονέ’ βρεις, νίψου, πιάστονε! Μεγάλος καημός ο καφές για τις γυναίκες και το τσιγάρο για τους άντρες! Κριθάρι και κουκουνάρες των χαρουπιών, καμιά φορά και λίγα ροβύθια καβουρντισμένα σαν τον καφέ! Τσιγάρα και καπνό;... Ξερή καβαλίνα και βουδιά! Μεγάλος καημός, κυρία μου! Κλαίμε, Χριστέ μου, για ψωμί και δεύτερο για λάδι και τρίτο διά τον καφέ, που πίνομε κριθάρι! Κι άλλο... κλαψιάρικο τραγουδάκι της εποχής!

Ερ. Από ψάρια πιστεύω να μην υπήρχε έλλειψη.
Απ. : Ψάρια; Ε, καλά που ήτονε οι τράτες και οι γρίποι, η σμαρίδα και το γουπί. Πρώτης κατηγορίας μόνο... οι αφεντάδες! Κάποιοι -πιο τυχεροί- που είχαν καμιά βαρκούλα και πηγαίνανε στο “περιφάνι” (το πυροφανί) τρώγανε και κανένα μεγαλύτερο ψάρι, κανένα καλαμάρι και καμιά σουπιά.

Ερ. Για πρωινό τί παίρνατε;
Απ. Για τσάι ρωτάτε για το πρωινό; Ε! Καλά! Τί ρωτάτε τότε, κυρία Σμαράγδα μας; Πού να βρεθεί; Καλά που ήτανε η φασκομηλιά (αλισφακιά) και ο δεντρολίβανος. Δε λέτε που κάποιο διάστημα, δεν είχαμε δει ούτε λάδι για τέσσερις μήνες! Η επικοινωνία με τα γύρω νησιά, έξω από τα Δωδεκάνησα, ήταν απαγορευμένη. Κυρίως η Σάμος, η οποία θα μπορούσε να μας προμηθεύει κάποια τρόφιμα και προ πάντων ελιές και λαδάκι. Ήτονε επικράτεια ελληνική. Εξωτερικό. Χωρίς διαβατήριο και άδεια δεν μπορούσες να κουνήσεις ρούπι. Μερικοί τολμηροί, που είχανε και βάρκα, διακινδυνεύανε και κάποια απόπειρα “κόντρα-μπάντου” μαύρης αγοράς, να πούμε!

Ο πατέρας μου και ένας θείος μου, που είχε μια βαρκούλα, τα καταφέρνανε. Κανονίζανε να φεύγουνε νύχτα, κρυφά απότους καραμπινιέρους, από το “Κοσολάτο”, αφού είχανε προηγούμενα συνεννοηθεί με μένα -τον εντεκάχρονο τότε-, ποια βραδιά και ποιά ώρα περίπου θα γυρίζανε πίσω, να φυλάω “καραούλι”, στην ίδια θέση, για να κουβαλήσουμε στα σπίτια μας την πραμάτεια, που θα φέρνανε από τη Σάμο.

Με φαντάζεσαι, κυρία Μουλιάτη μου, με κοντό παντελονάκι τη νύχτα, Αμμουδίτη στο Κοσολάτο;
Οι προμήθειες, βέβαια, δεν ήταν και πολλές, αλλά “στην ανυδριά όμως, καλό ειν’ και το χαλάζι”, όπως λέμε. Λίγο λάδι -απαραίτητο- μερικά σύκα ξερά και σταφίδες, χαρούπια και πορτοκάλια. Κι αυτά με δυσκολία, γιατί οι σαμιώτες δεν δέχονταν σαν συνάλλαγμα με ιταλικά φράγκα κι έτσι η συναλλαγή γινόταν “τράμπα”, με ανταλλαγή, δηλαδή, άλλων προϊόντων.

Και επειδή δεν υπήρχαν ανάλογα προϊόντα που να παράγει το δικό μας νησί, βρέθηκε μια άλλη λύση, όχι όμως και τόσο ευχάριστη. Βάλαμε χέρι στην προίκα της δύσμοιρης της μάνας. Ότι θεωρήθηκε πως δεν ήταν, και μάλιστα για τη δύσκολη εποχή αυτή, τόσο απαραίτητο για το νοικοκυριό, θυσιάστηκε στο βωμό... της κοιλιάς!

πως πιατικά ή φλινζάνια ή ποτήρια ή κουταλο-μαχαιρο-πήρουνα, οι λάμπες-αντίκες του πετρελαίου, οι πορσελάνινοι χρωματιστοί μαστραπάδες, ο μύλος του “κρεάτου” τί χρειαζόταν; Πιο νόστιμο ήταν το κρέας με τα κόκαλα, κι αυτό “νίψου πιάστο”, το μυλαράκι του πιπεριού, ο μύλος του καφέ; Να ξέρατε, κυρίε Σμαράγδα μου, με τί πόνο ψυχής παρακολουθούσα κι εγώ αυτή την ιλαροτραγωδία, του ξεπουλήματος!

Ερ.: Και καλά όλο αυτό το διάστημα έτσι περνούσατε;
Απ.: Έτσι, κυρία Μουλιάτη. Πείνα και των γονέων, όπως λέγαμε τότε. Να βλέπατε παιδάκια από έξι χρονώ και πάνω να ζητιανεύουν σε κάποια σπίτια, που νόμιζαν πώς θα είχαν, λίγο ψωμάκι! Και ο Αυγουστίνος, που έχετε μπροστά σας, κι αυτός ζητιάνεψε και μάλιστα δύο φορές. Αμέ, τί νομίζετε; Αυτός θα γλίτωνε από τέτοια τιμητική δραστηριότητα; Την πρώτη φορά για μια γλυκοπατάτα, έστω και “κρότσο”. “Κρότσο ή κρότσι λέγαμε μια πολύ αδύνατη γλυκοπατάτα γεμάτη χοντρές ίνες, που ήταν αδύνατο να τις μασήσει ή να τις καταπιεί κάποιος χωρίς να πνιγεί.

Δεν ξέρω αν το λένε έτσι και σε κάποιο άλλο μέρος). Και την άλλη φορά σ’ ένα φούρνο για ένα κουλούρι ή λίγο ψωμάκι για τα τέσσερα μικρότερα αδερφάκια του! Και να σας πω και κάτι απίστευτο και ευτράπελο; Εκεί που σήμερα είναι τα διάφορα μαγαζιά, στη βορεινή μεριά της πλάζας, σύμπλεα με το διόροφο πρώην ξενοδοχείο του Αηβάζη, που τον πρώτο όροφο έχει σήμερα, το Βδοκάκι του μακαρίτη του Χαραλαμπιού του Μικέλη, και που παλιά ήτανε μπακάλικο του γερο-Μανόλη του Κοκόλη (του Κρητικού) και αργότερα το αγόρασε ο μακαρίτης ο Στεφανής ο Μπαχάς, είχε κάνει τον όροφο αποθήκη γεμάτο χαρούπια.

Για να αερίζονται τα χαρούπια είχε αφήσει όλα τα παράθυρα ανοιχτά. Εμείς τα πιτσιρίκια, ξέροντας πως εκεί μέσα ήσαν χαρούπια, (τα “παστέλια” της εποχής μας) ξερογλυφόμαστε από κάτω και ονευρόμαστε να είχαμε, λέει, ένα μακρύ κοντάρι που να φτάνει σε κάποιο από τα παράθυρα και να ‘χει στην άκρη του ένα μαγνήτη, που να πιάνει τα χαρούπια και να τα τραβάμε κάτω! Γιατί γελάτε, κυρία Σμαράγδα; Δε σας λέω, πως εσείς τα θεωρείτε αυτά παραμύθια. Αλλά η παροιμία, που λέει “η πενία τέχνας κατεργάζεται” θα μπορούσε να λέει πως και “η πείνα τέχνας καταργάζεται”!

Απάντηση δική μου: Απίστευτο!..
Απάντηση του ερωτώμενου: Απίστευτο, κυρία; Απίστευτο και φρικτό είναι αυτό που θα ακούσετε τώρα! Είδα συνομήλικό μου παιδί μέσα στα χωράφια του μακαρίτη του Δημήτρατου, κοντά στη λίμνη του Χοχλακά, να ξεριζώνει με τα χέρια, τα χόρτα που λέγαμε σιρίδες (κάτι σαν τα ραδίκια) και να τα τρώει άπλυτα και μάλιστα μαζί και με χώματα. Τί έχετε να πείτε; Αναγκάστηκα μάλιστα να του αρπάξω μερικά από το στόμα του! Το πιστεύετε; Θέλετε και μια άλλη περίπτωση;

Ένα καλοκαίρι περπατούσαμε με συνομήλικο φίλο μου στον Κάμπο, στο δρόμο που είναι δίπλα στο εξωχικό της μακαρίτισσας της Άννας (Ουρανίας) Κεφάλα-Βιτέλη. Ξαφνικά τον βλέπω να σκύβει και να πιάνει από χάμω μια ρόγα από σταφύλι. Δεν πρόφτασα να την αρπάξω. Την κατάπιε. Ο θεός να τον έχει αναπάψει γιατί έχει πεθάνει πριν από τρία χρόνια. Γιατί με κοιτάτε έτσι; Δεν με πιστεύετε; Δεν σας ικανοποιεί ο όρκος που σας έδωσα στην ψυχή των γονιών μου; Δεν σας έχω πει πως πολλά από όσα θα ακούσετε θα σας φανούνε παραμύθια;

Για ένα διάστημα η πείνα βολεύτηκε. Ο καιρός όμως περνούσε και ο πόλεμος συνεχιζότανε καθώς και οι συνέπειές του. Τώρα προστέθηκε και ο κίνδυνος της ανακάλυψης των... λαθρεμπόρων μας. Έγινε γνωστό στις Αρχές πώς κάποοι πατριώτες έφευγαν τις νύχτες κρυφά, με βάρκες για την Τουρκία και από κει για τη Μέση Ανατολή, ίσως γιατί φοβήθηκαν την επέλαση των Γερμανών ή για κάποια αντιφασιστικά-”δημοκρατικά” τους φρονήματα! Εντάθηκε η παρακολούθηση στις ακτές και στις παραλίες του νησιού. Γίνηκαν γνωστά και κάποια ονόματα:

Από τη Σκάλα, η οικογένεια Γαζή, μαζί και ο γιος της ο Λούκας. Η οικογένεια του γιατρού του Νίκου του Τηλιακού, η οικογένεια του Θανάση του Παναγιωτόπουλου, που είχε εγκατασταθεί τότε από τη Λέρο στο νησί μας, οι γιοί του Παπα-Σεραφείμ Μικέλη, ο Πέτρος, που πνίγηκε αργότερα με το ναυαγισμένο ιταλικό πλοίο Fiume, ο Νικόλας, που μετά την επιστροφή του από την Παλαιστίνη έγινε Παπά-Νικόλας, το Γιαννιό του Στασιού (Πέντες), ο Μανώλης του Γαζάου, (Μεταξάς), ο Μανώλης ο Ευγενικός, ο Δημήτρης ο Λάζος, ο Χρυσόστομος του Λάζαρου του Κοκκώνη από τις Λεύκες, ο Αγαπητός ο Βαρκάδος, και από τη Χώρα ο Κυριάκος ο Βάμβακος, οι αδελφοί Αλέξαντρος,

Αρίσταρχος και Θωμάς Υψηλάντη, ο Γιώργος του Σταύρου και του Κρικρή, ο Νικόλας ο Νικηταράς, ο πατέρας του πρώην Ηγουμένου Αντίπα Νικηταρά, ο Δημήτρης ο Ντούντας, ο Σαμψών ο Παπαδέλιας, ο Σταύρος ο Τριανταφύλλου, ο Αντώνης ο Γονιδάκης και άλλοι, που δεν τους θυμάμαι και τους οποιόυς προσπάθησαν, χωρίς αποτέλεσμα, να κυνηγήσουν οι Ιταλοί. Και ένας μοναχός από το Μεγάλο Μοναστήρι, για την Ικαριά στην αρχή, και στη συνέχεια για τη Σάμο.

Κι έτσι ο πατέρας μου και ο θείος μου, όντας και οικογενειάρχες, σταμάτησαν να παριστάνουν τους κοντραμπατζήδες, από το φόβο μήπως πέσουν σε κάποια παγίδα των Ιταλών και τραβούν τα μαλλιά τους, που κι αυτά είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Αρκετοί απ’ αυτούς τους φυγάδες κατατάχθηκαν στον Ελληνικό Στρατό της Μέσης Ανατολής και πολέμησαν ακόμη και στο Ρίμινι της Ιταλίας.

Εδώ σταματήσαμε τη συνέντευξη, η οποία πιθανώς, να συνεχιστεί αργότερα, ώστε να ενημερωθείτε εκτενέστερα για τα κατορθώματα των ιταλογερμανών στα χρόνια του πολέμου και της κατοχής.

Της Σμαράγδης Μουλιάτη από τα Πατμιακά Χρονικά

Διαβάστε ακόμη

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (Γ' Μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (β' μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου

Η Ρόδος, ο Γρίβας και ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου

Δωδεκάνησα: Η Ενσωμάτωση, η ημερομηνία που δεν άλλαξε και μια προσωπική μαρτυρία

Η ιστορία της Αρχαγγελίτισσας Παρασκευής Γιακουμάκη: Στη Στράτα του Προφήτη Ηλία

Σελίδες Ιστορίας: Ο δρόμος των Παθών με τα γλυπτά, ο Σταυρός του Φιλερήμου και η κατάληψη της Μονής στις 20 Σεπτεμβρίου 1947

Τήλος: Οι πρώτοι γάμοι ομοφύλων το 2008, όπως τους έζησαν 3 από τους πρωταγωνιστές τους