Βιλλανόβα Ρόδου-Μύρα-Καστελλόριζο: Πορεία απλών Ελλήνων, μέσα στο χώρο της Μικράς Ασίας και τον χρόνο της Μικρασιατικής τραγωδίας…

Βιλλανόβα Ρόδου-Μύρα-Καστελλόριζο: Πορεία απλών Ελλήνων, μέσα στο χώρο της Μικράς Ασίας και τον χρόνο της Μικρασιατικής τραγωδίας…

Βιλλανόβα Ρόδου-Μύρα-Καστελλόριζο: Πορεία απλών Ελλήνων, μέσα στο χώρο της Μικράς Ασίας και τον χρόνο της Μικρασιατικής τραγωδίας…

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 4423 ΦΟΡΕΣ

Πορεία απλών Ελλήνων, μέσα στο χώρο της Μικράς Ασίας και τον χρόνο της Μικρασιατικής τραγωδίας…

Μια μοναδική ιστορική έρευνα και αναδρομή για την Βιλλανόβα της Ρόδου (το σημερινό Παραδείσι), τα Μύρα Λυκίας και το Καστελλόριζο, μέσα από το πρίσμα προσωπικών οικογενειακών ιστοριών και εξιστορήσεων πραγματοποίησε με αφορμή το συγκεκριμένο πόνημα η φιλόλογος, επιχειρηματίας και δημοτική σύμβουλος Ευαγγελία Παναή.

Διαβάστε αναλυτικά ολόκληρη την ιστορική αναδρομή:

Νομίζω πως αυτός θα ήταν ο καλλίτερος επεξηγηματικός υπότιτλος, που δίνει και το στίγμα του θέματος, στο οποίο θα αναφερθώ.

Για την παρούσα εργασία στηρίχτηκα κυρίως πάνω στις μαρτυρίες που μου έδωσαν όσο ζούσαν:

α) ο πάππους μου Στέργος Γιαννίκης του Θεοδώρου και της Δέσποινας Μπέλλου που γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο των Μύρων της Λυκίας, την ημέρα της χάρης του Αγίου στις 6-12-1912 και πέθανε στο Παραδείσι στις 7-4-1997,

β) ο πρώτος ξάδερφος του πάππου μου και πρωταγωνιστής της ιστορίας
στο δεύτερο μέρος της παρούσης εργασίας Γεώργιος Σκουφρής του Δημητρίου και της Κατερίνας Γιαννίκη, που γεννήθηκε το 1900 στη Βιλλανόβα (σημερινό Παραδείσι) Ρόδου, όπου και απέθανε υπεραιωνόβιος το 2001, και

γ) φυσικά άντλησα διάφορα στοιχεία από αφηγήσεις και συνομιλίες με αρκετούς συγχωριανούς μου από το Παραδείσι, που οι οικογένειες τους κατά καιρούς έζησαν και εργάσθηκαν σε διάφορα σημεία της Μικράς Ασίας π.χ:

α) Κατίνα Κατσανάκη το γένος Κλεόβουλου Μπέλλου της οποίας ο πάππους ήταν ο Αναστάσης Μπέλλος, ο οικογενειάρχης της τρίτης οικογένειας των Βιλλανοβιατών στα Μύρα,

β) Μοσχούλα Ζερβού το γένος Χατζηδημητρίου, με καταγωγή από το Καστελλόριζο, της οποίας η πατρική οικογένεια και η ίδια κατοικούσαν και εργάζονταν στον Φοίνικα, μέχρι τον ξεριζωμό του 1922, οπότε ήρθαν πρόσφυγες στη Βιλλανόβα,

γ)Μανώλης Μυλωνάς του Μιχαήλ, η πατρική οικογένεια του οποίου ήταν από την Βιλλανόβα αλλά κατοικούσαν και εργάζονταν στον Φοίνικα, έως την επιδημία της γρίπης «Σπανιόλα» από την οποία πέθαναν οι γονείς του Μιχάλη Μυλωνά στον Φοίνικα και τα δύο ορφανά- ο Μιχάλης και η αδερφή του – ήρθαν το 1919 με την βοήθεια χωριανών στην Βιλλανόβα, όπου τα μεγάλωσε η γιαγιά τους η Σοφκιά (Σοφία) γεγονός στο οποίο και οφείλουν το παρατσούκλι: «της Σοφκιάς», κ.λ.π.

Επίσης, συμπλήρωσα και διασταύρωσα τις προφορικές μαρτυρίες που είχα υπ’ όψιν μου, με στοιχεία που βρήκα στα βιβλία: α) «Η Μικρά Ασία των Δωδεκανησίων, Τεκμήρια Πολιτικής-Κοινωνικής ιστορίας και πολιτισμού», του Κυριάκου Μιχ. Χονδρού, Ρόδος 2009 και, β) ‘’Άγιος Νικόλαος Μύρων Λυκίας’’ του Απόστολου Μ. Τζαφερόπουλου, εκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη, 1990.

Τρεις οικογένειες από τη Βιλλανόβα Ρόδου (όπως λεγόταν τότε το Παραδείσι), μετανάστευσαν για λόγους εργασίας στα Μύρα της Λυκίας στην Μικρά Ασία γύρω στο 1900.

Ήταν οι οικογένειες των α)Δημήτρη Σκουφρή και Κατερίνας Γιαννίκη, β)του Θεοδωρή Γιαννίκη και Δέσποινας Μπέλλου και γ)του Αναστάση και της Τσαμπίκας Μπέλλου, που συνδέονταν μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς.

Παρόλο που στο χωριό τους ήταν σχετικά ευκατάστατες αγροτικές οικογένειες, όμως αποφάσισαν να φύγουν από την Βιλλανόβα διότι οι κλήροι τους ήταν μικροί και διάσπαρτοι, μια που οι Τούρκοι κατείχαν τότε τα καλλίτερα πεδινά κτήματα στη Βιλλανόβα οπότε δεν άφηναν περιθώρια για σωστή αγροτική εκμετάλλευση και οικονομική απόδοση και πήγαν στα Μύρα της Λυκίας, εκεί όπου έζησε, υπήρξε επίσκοπος τον 4ο μ.Χ αιώνα και μέχρι σήμερα υπάρχει η εκκλησία του Άγιου Νικολάου, διότι υπήρχαν μεγάλες και γόνιμες εκτάσεις για καλλιέργεια ,που άνηκαν σε εύπορες οικογένειες Καστελλοριζιών, από τους οποίους και τις ενοικίαζαν για να τις καλλιεργούν.

Ορίστε πώς θυμόταν αυτή την ομαδική συγγενική μετανάστευση ο πάππους μου Στέργος Γιαννίκης σε μια συνομιλία μας που μαγνητοφώνησα στις 7-3-1996:

-Στέργος: Ο πατέρας μου κι η μάνα μου επήαν ως μετανάστες, και επήραν……
-Ευαγγελία: Ποιά χρονιά επήγανε; Μήπως ξέρεις; Εσύ ήσουν αγέννητος πάντως….
-Στέργος: Ε, φυσικά!!
-Ευαγγελία: Κι ο αδερφός σου, αγέννητος ήτανε κι εκείνος όταν επήγαν;
-Στέργος: Αγέννητος. Αγέννητος.
-Ευαγγελία: Για πες μου, τι έκαμαν οι γονείς σου όταν επήγαν στη Μικρά Ασία;
-Στέργος: Όταν επήγαν, η μητέρα μου, επήρεν τον αδερφόντης, τον Ναστάση του Μπέλλου. Ο πατέρας μου, επήρεν τον γαμπρόν του το Σκουφρή το γέρο (=εννοεί τον Δημήτρη Σκουφρή ,πατέρα του Γιώργου). Και ήβρεν dους και περβόλια, και τους δύο (=εννοεί ότι ο πατέρας του Θεόδωρος Γιαννίκης βρήκε περιβόλια προς ενοικίαση, για τις συγγενικές τους οικογένειες, του Αναστάση Μπέλλου και του Δημήτρη Σκουφρή). Ναι! Εμείς εμέναμε στου Αγίου……..

-Ευαγγελία: Ε, καλά…..είχεν περβόλια έτοιμα, με δέντρα μέσα;
-Στέργος: Όχι! Μόνον το δικό μμας ήτο…..
-Ευαγγελία: Ααχά…..
-Στέργος: Εβώ έλεα πού’ταν σαράντα στρέμματα, μα με λέει ο Γιώργος ο Σκουφρής….λε.’’Όχι, εκατό’’λε’’ήτα.’’ και μάλιστα είχε μμέσα τα μνημόργια, το σκολείο, ο ηγούμενος, ο ηγούμενος ελέγουνταν Κύριλλος Ρωμάνος. Τότε…..
-Ευαγγελία: Εκεί, μέσα στο μοναστήρι του Άη Νικόλα;
-Στέργος: Ναι! Από κάτω ήτανε αποθήκη…..
-Ευαγγελία: Το μοναστήρι;
-Στέργος: Όχι στο μοναστήρι…..Στο ηγουμενείον ‘που πάνω. Εκεί εσυνεδριάζαν ο Τούρκος με το δικό μας…

Θεόδωρος Γ. Γιαννίκης

Δέσποινα Σ. Μπέλλου

Δημήτρης Σκουφρής και Κατερίνα Γιαννίκη (δεκαετία 1920)

Λέει σχετικά ο Γιώργης Σκουφρής σε μια αφήγησή του που μαγνητοφώνησα
στις 8-5-1991 για το πώς πήραν την απόφαση για αυτή την μετανάστευση οι τρεις
οικογένειες:

-Γιώργης: Δυό χρονών επήαμε στη Μικρά Ασία…..Επήαμε στα Μύρα της Λυκίας, εκεί στο Καστελλόριζο, τριανταπέντε μίλλgια μέσα, εκεί που ’ναιν ο Άις Νικόλαος.
-Ευαγγελία: Και γιατί επήγατε εκεί;
-Γιώργης: Ε, να, όππως παν στην Αμερικήν τώρα, επηαίνναν τότε στην Τουρκία,
όλοι οι νησκιώτες, κοντά, επααίνναν, εδουλεύγαν, κι έρκουνταν. Ο πατέρας μου, ο
πάππους σσου….. επααίνναν……
-Ευαγγελία: Τι δουλειάν έκαμνεν ο πατέρας σου;
-Γιώργης: Γεωργός! Περβόλλια, κηππούλλια…. Απ’όλα! Τομάτες, καρπούζες και δέντρα εφύτευγεν, εμπούλλιαζε……
-Ευαγγελία: Εδώ δεν είχατε δικά σας χωράφια να τα καλλιεργήσετε;
-Γιώργης: Ε, είχαμε….Μα εκεί, είναι, στα Μύρα, τρεις ώρες ο κάμπος τα μέσα-όξω, και δυό ώρες τα πάνω-κάτω, η θάλασσα ‘που ‘μπρος κι είναιν το πιο μικρό χωράφι μέσα στον κάμπον όλdον να το γυρίζεις, είναιν των Τούρκων.

Τα Μύρα εγοράσαν δα οι Καστελλοριζιοί κι ήμασταν κι εμείς τρεις φαμίλιες, εμείς, (εννοεί την πατρική του οικογένεια, του Δημήτρη Σκουφρή) κι ο πάρμπας ο Θεορής (εννοεί τον προπάππου μου Θεόδωρο Γιαννίκη) κι ο Ναστάσης ο Μπέλλος:

Οι άλλoι όλdοι ήτανε Καστελλοριζιοί. Είχαν τότες τα καράβgια, τα καΐκια, τις μπρατσέρες, κι είχαν χρήματα, εγοράσαν περβόλgια, κι ήταν τα Μύρα όλον Καστελλοριζιοί. Κι ο κάμπος όλος, το πιο μικρό χωράφιν είναι τριανταπέντε στρέμματα, είναι εβδομήντα, ογδόντα, εκατό, διακόσια στρέμματα και δεν μπάεις να γυρίζεις χωράφκια.

Εδώ (εννοεί στη Βιλλανόβα) εγυρίζαμε, είχαμε, δεκαεφτά χωράφκια, κι εβώ οχτώ, κοντά εικοσιπέντε-εικοσιέξι χωράφκια εγυρίζαμεν κάθε μμέρα, ‘α πάεις ‘α ποτίσεις ‘α πάεις ‘α γουμαρgιάσεις (=να μαζέψεις και να ετοιμάσεις τα αγροτικά προϊόντα για την αγορά), ‘α πάεις στο άλλον να κουβαλήσεις, ‘α πάεις, ουου!….εκεί, να, δωνά που ‘ναιν το περβόλιν, είναι εβδομήντα στρέμματα, το μάγγανο, και έχεις άλοον και γυρίζει, και ποτίζεις.

Και έχει και περβόλgια που ‘χουν και δέντρα, έχει και ‘π’ όξω χωράφκια ‘α πιάσεις των Τουρκώ ‘α’ θθέλεις κι άλλdο χωράφιν πιάννεις, με το ννοίκιο, είναι όλον Τούρκικον ο κάμπος.

-Ευαγγελία: Όταν επήγατε εσείς εκεί πέρα, αγοράσατε χωράφια, ή τα νοικιάσατε;
-Γιώργης: Όχι! Εδουλεύγαμεν…στον Αι Νικόλα είν’εκατό στρέμματα …..[……]. Κι εμείς εδίνναμεν μμια λίρα χρυσή το χρόνο….
-Ευαγγελία: Πρώτος ποιός επήε; Ο Θοδωρής ο Γιαννίκης ή ο πατέρας σσου;
-Γιώργης: Ε, μαζίν επήαμε θθαρρώ. Κοντά ήτα. Δηλαδή, έστω και να πήαμεν εμείς μπρος, ήρτε γρήγορα. Κι ο Χατζηκωσταντής, ο Μπέλλdος. Ναι……
-Ευαγγελία: Είχεν κα, σπίτι εκεί έτοιμο ή το χτίσατε εσείς; Ππώς ήταν;
-Γιώργης: Όχι! Περβόλια είχεν και πιάννεις το περβόλιν κι έχει το σπίτι. Ένα σπίτι, τσα, με την καμάρα όππως είναι, και με δυό παρτιμέντα, στο περβόλιν…. Και κάθεται μέσα………… εκηππουρεύγαμε…….. μποστάνια, σέληνα…….. τα σέληνα, είναι τα μεγαλύτερα, εικοσιπέντε οκκάδες. Τόσο δα, είκοσι, δεκαπέντε, μέχρι εικοσιπέντε οκκάδες,……τόσο δα και τόσο δα…….. η γης είναι δυνατή…….είναι στα Μύρα ο κάμπος έτσι, ίσα πάνω, εδώ είν’ο ποταμός, ναι, η θάλασσα είναιν ‘που μπρος.

Εδώ είναιν τέσσερις δρόμοι, οι λαγκωννιές, αλλά είναι ατσακόπετρα αυτά τα βουνά: ο Ταύρος. Τρείς ώρες αυτά. ‘Εν κάμνεις φράχτη! (εννοεί ότι είναι απάνεμο). Βάλλdεις τον καππέλλdο σσου χάμαι, κι ‘εν τον κουννάει ο προβέντζας! Η νοτιά πάει ετσά! Έν έχει μέρος να περάσεις……. Πάεις γύρου-γύρου, τρεις ώρες! ‘Που πίσω είν’ ο Φοίνικας. Και απού ‘δω η λαγγωννιά αυτήν είναιν τέσσερις ώρες, και έχει βουνά σαν το Φιλλdέριμο, είναι χαμηλά κι είναι χώμα με………ενώ αυτόν ο Ταύρος είναι όλον ατσακόπετρα , τόσα δα κλαδάκια έχει……’εν έχει πεύκους τίποτι…….είναι ξερό. Ενώ εκεί έχει πεύκους δεκαπέντε μέτρα, πεύκους, και αρντακλιές, σαν την καμάραν του σπιτιού η
αρντακλιά!

Καθεμμιά……..τσα, με τα κόκκινα, κλαδgιά, και βgάλλου γερανόβεργες ‘που κειά ‘που την αρντακλιά, στύλλdους δηλαδή, εφτά-οχτώ μέτρα τόσους δα, κόκκινους (εννοεί: γερανόβεργα ήταν το ένα μέρος από το γεράνι, τον πιο πρωτόγονο αντλητικό μηχανισμό). Και δάση! Δηλαδή, ‘α πάεις στο βουνόν, ‘εν εβλέπεις απού τα δάση τον κάμπο…….

Κι άμμα κάμει πλημμύρα, α ΄που κει δα έρκεται στον ποταμό εδώ στα Μύρα και ‘πλώννει τρεις ώρες στον κάμπο και περνά μισήν ημέρα. Έτσι ένα μέτρος νερό, και λούννει τον κάμπον όλdον και πάει στη
θάλασσα και είναι η γη δυνατή θέλω να σε πω.

Αναστάσης και Τσαμπίκα Μπέλλου


Και συμπληρωματικά γι’αυτό, για την αφθονία των υδάτων και τον πλούτο των εδαφών και των προϊόντων, λέει η αφήγηση του πάππου μου:

- Στέργος: Εκεί, το καλοκαίρι τρέχουν τα ποτάμια. Βλέπεις στο Μαρμαρά δω να που στοιβάζουνται τα χιόνια; Δεν τρέχουν οι ποταμοί. Έπειτα αρκινούν και κατεβαίνουν τα νερά…
-Ευαγγελία: Λειώνουν τα χιόνια…
-Στέργος: Ναι! Μάλιστα, κοκλάνους (=κέφαλους)… Πα, πα, πα! Είχαμεν κάτι, έναν παυτόν, αχιουβάδες (=όστρακα), ήταν, να! Έτσι το σκέδιον dους, να έτσι… (σημ. δική μου: δείχνει με τα χέρια το σχήμα του) κι έννοιεν κι εσφάλαν (=άνοιγε και έκλεινε). Μισό κιλό κρέας! Α!

Η μετανάστευση για λόγους εργασίας από την Βιλλανόβα αλλά και από τα άλλα χωριά της Ρόδου προς διάφορα μέρη της κοντινής Μικράς Ασίας, ήταν κατά την Τουρκοκρατία κάτι συνηθισμένο και πράγματι υπάρχουν τα στοιχεία και για άλλες οικογένειες Βιλλανοβιατών που εργάστηκαν στον Φοίνικα και αλλού.

Εξάλλου οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις Ρόδου-απέναντι Μικρασιατικών περιοχών ήταν τεκμηριωμένα ευρύτατες και καθημερινές καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έως και την Ιταλική κατοχή το 1912, μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Υπάρχουν πάρα πολλές προφορικές μαρτυρίες για το εμπόριο ή την ανταλλαγή διαφόρων αγροτικών προϊόντων (άχυρο, αυγά, κοπριές, κλπ), νωπών ή παστών προϊόντων αλιείας (κόκλανους (=κέφαλους), βούρους, λακέρdες σε βαρέλια) καθώς και ζώων ή γεωργικών εργαλείων (βόδια, άλετρα, κλπ)

Από τις αφηγήσεις διάφορων συγχωριανών ξεχωρίζω τυχαία και παραθέτω ενδεικτικά αποσπάσματα από την αφήγηση του -μακαρίτη πλέον- πάππου μου, Στέργου Γιαννίκη σε μια συνομιλία που είχαμε στις 7-3-1996.

-Ευαγγελία: Οι Τούρκοι τι εκάνανε; Με την βοσκή ασχολούνταν;
-Στέργος: Τσοπάννηδες, ειδών-ειδών….. Περgούρgια, αυτά…. τέθκια…. Α…όπως εμείς.
-Ευαγγελία: Μάλιστα.
-Στέργος: Εκάμναν τυριά…. Αφού εφέρναν κοπριές εδώ κι επουλούσαν με τον καζοτενεκκέ… της μάντρας…
-Ευαγγελία: Μάλιστα. Τον πάππου σσου τον Γιαννίκη τον επρόφτασες εσύ;
-Στέργος: Όχι, όχι….
-Ευαγγελία: Αυτόν που λέαν ότι ήταν εργατικός, ότι ήταν σαν υπεράνθρωπος.
-Στέργος: Όχι, όχι.
-Ευαγγελία: Θυμάσαι όμως καμμιάν ιστορίαν που να την εδιηγούνταν, που να την έκουσες εσύ;
-Στέργος: Η ιστορία είναι ότι, όταν ήταν ε στο πηγάδι, λέει, να σε πεί «Φέρε πέτραν!» η πέτρα έμπρεπεν να ‘ναι στο χέριν dου! Μ’εννόησες; Ήταν υπεράνθρωπος.
-Ευαγγελία: Ναι.
-Στέργος: Αφού, επήε στην Ανατολήν που ‘θελε μια γαϊδ… γάδαρον κι ‘εν εβγαίνναν τα μαδιά του, κι έφηκεν τον πατέρα μμου ενέχυρο. (γελάει)
- Ευαγγελία: Για να ξαναγυρίσει πάλε πίσω, ε;
-Στέργος: Του σκοτωμού δουλgειές… Ήταν υπεράνθρωπος καλέ αυτός…

………………………………………………………………………………..

-Στέργος: Εβώ ήμουν… Αφού σε λέω, αφού ήρταμεν απού το Καστελλόριζον κι εφορτώσαμεν, εφορτώσαν αρκάτσια…
-Ευαγγελία: Τι εφορτώσαν;
-Στέργος: Αρκάτσια μεγάλα, αυτά…
-Ευαγγελία: Τι είναι αυτά τα πράματα;
-Στέργος: Κατσίκια, αλλdά είναι… αρκάτσια λέγουνται, τι να σε πω; Του βουνού αυτά…
-Ευαγγελία: Αγριοκάτσικα ε; Σαν αγριοκάτσικα;
-Στέργος: Ναι, ναι, ναι… και μες το πλοίο, μας ενοχλούσανε, που εκοιμούμασταν πάνω στο κατάστρωμμα.

Αρχίζει έτσι να αναπτύσσεται ένας ολόκληρος ιστός γνωριμιών και σχέσεων, ανάμεσα σ’αυτές τις οικογένειες από την Βιλλανόβα από την μια μεριά και το Καστελλόριζο που έτσι κι αλλιώς ήταν κοντά, και τους Καστελλοριζιούς είτε αυτοί ήταν γαιοκτήμονες και κάτοικοι των Μύρων, είτε καϊξήδες που έκαναν καθημερινά δρομολόγια από το νησί στην ηπειρωτική χώρα, είτε κάτοικοι του νησιού. Έτσι, η σχέση των Βιλλανοβιατών με το νησί του Καστελλορίζου και τους ανθρώπους του, στην κρίσιμη εκείνη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, με τις ταραγμένες ιστορικές στιγμές που περνούσε θα αποβεί κατά κάποιο τρόπο μοιραία στην εξέλιξη των ζωών τους.

Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της αφήγησης του πάππου μου, για τις
σχέσεις των τριών Βιλλανοβιάτικων οικογενειών με το Καστελλόριζο.

-Στέργος:……..Εστείλαν έναν άθρωπο……..
-Ευαγγελία: Ποιος; Ο Σκουφρής κι ο πατέρας σσου;(=Θεόδωρος Γιαννίκης)
-Στέργος: Ναι!………
-Ευαγγελία: Ε, ποιόν άνθρωπο επληρώσαν;
-Στέργος: Του δώσαν κάποιον και τον λένε: «Πήγαιννε στο Καστελλόριζο και ειδοποίησε ότι θα’ρτουν να κάμουν αποβίβαση!»
-Ευαγγελία: Ποιοι θα κάμουν απόβαση;
-Στέργος: Ε, οι Γερμανοί…. Και εκεί το Καστελλdόριζο ήτα γαλλικό πρι….. Γαλλική αποικία………………….
-Ευαγγελία: Επήγεν αυτός ο άνθρωπος; Ειδοποίησε;
-Στέργος: Επήγεν! Κι ήταν ο κόσμος όξω στο δρόμον κι ήυαν έτοιμοι να χτυπήσουσιν…… τις βάρκες….. Μάλιστα έναν καράβιν, εβυθήστην όταν το χτυπήσασιν.
-Ευαγγελία: Οι Γερμανοί το χτυπήσανε;
-Στέργος: Ναι! Μάλιστα το γάλας το θθυμούμαι, μίλτς, ήρταν και εζητούσαν μμας γάλας.
-Ευαγγελία: Οι Γερμανοί…..
-Στέργος: Οι Γερμανοί…..’κόμα θθυμούμαι τα….. το λέγανε μίλτς, μίλτς δεν λέγεται; Εκεί είχεν αεροδρόμιο……
-Ευαγγελία: Που;Στα Μύρα;
-Στέργος: Ναι. Όχι αεροδρόμιο, έρκουντα (εννοεί τα αεροπλάνα)…..
-Ευαγγελία: Έτσι, σαν διάδρομος, αεροδιάδρομος, ε;
-Στέργος: Ναι…

Οι μαρτυρίες, τόσο του Γιώργου Σκουφρή όσον και του Στέργου Γιαννίκη πιστοποιούν τις στενές σχέσεις που είχε το Καστελλόριζο με ολόκληρη την περιοχή των Μύρων, τον τρόπο ζωής των κατοίκων της περιοχής και τον αντίκτυπο που είχε σε αυτούς κάθε τι που συνέβαινε στο νησί.

Τριανταμία χρυσές λίρες ήταν το ετήσιο ενοίκιο για εκατό στρέμματα χωράφι στον Άι Νικόλα. Τα χωράφια αυτά ήταν εφοδιασμένα και με σπίτια διώροφα με καμάρα, διέθεταν μάγγανο για την άρδευση τους και ήταν πολύ γόνιμα.

Λέει ο Γιώργος Σκουφρής στην πρώτη μαγνητοφώνηση 8/5/1991:
«…Ητα’ τσα, ‘που δώ, τα Μύρα, και που ‘δω και τη Βάρη τσα καρσίν (=εννοεί ενδεικτικά όση απόσταση υπάρχει από το Παραδείσι μέχρι τη Βάρη) ήταν του Κώστα του Αντώνογλου το περιβόλι, εβδομήντα στρέμματα, του Κώστα του Αντώνογλου... Ήταν ο Χατζηκωσταντής πρώτα (εννοεί την άλλη συγγενική οικογένεια του Αναστάση Μπέλλου που είχε γιο τον Χατζή-Κωσταντή Μπέλλο) κι εφύασιν κι ύστερα επήαμεν εμείς. Και έχει σπίτι και μάγγανο και ένα μπαρκόνι ετσά, εφτά-οχτώ μέτρα, δgυό μουνουρgιές σαν τους απλατάνους του Κουφά εκοντεύγα και μπαρκόνι, και κανναπέδες γύρου-γύρου το μπαρκόνι και το μάγγανο δgυό μέτρα ψηλά και έβγαινε με το τούμπον το νερό κι έρκουντα στο μπαρκόνι σαν σουντρουβάνι (=σαν συντριβάνι) κι έρκουνταν το νερόν και ‘που κεί επήαιννε στη
χαούζα (=δεξαμενή)...

Καλλιεργούσαν μποστάνια, όλων των ειδών τα λαχανικά και τα προϊόντα τους τα μετέφεραν στο Καστελλόριζο καθημερινά με τα καΐκια. Ταυτόχρονα, από το Καστελλόριζο έφερναν υφάσματα, καπνό και ό,τι άλλο εμπορεύονταν τότε από κάθε μέρος του κόσμου οι Καστελλοριζιοί, καθώς επίσης και μπαρούτι και όπλα.

Και συνεχίζει ο Γιώργος Σκουφρής ενδεικτικά για τις σχέσεις Μύρων -Καστελλορίζου:
-Γιώργης:… Ήταν ο πατέρας μου φυλακή στην Αττάλεια.
-Ευαγγελία: Φυλακή! Γιατί ήτανε φυλακή;
-Γιώργης: Είχεν έναν αξιωματικό, Ριτζέπ Εφέντης τον ελέανε… αυτός ήτανε αξιωματικός της βάρδιας στη θάλασσα, ήταν αυτός, κι επαίζαν με τον πατέρα μμου το βράδυ - φίλοι να πούμε - στου Βαγγέλη του Πίττα το καφενείο - Καστελλοριζιός ο Βαγγέλης - κι επαίζαν να πούμε εξήντα-έξι, να πιούν καφέ, κάθε βράδυ. Είχαμε μπρατσέρα λοιπόν και καπιτάνιο μέσα και ναύτη, ναύτες δgυό, κι επαίρναν το ξένον πράμα και το δικό μμας (=εννοεί τα αγροτικά προϊόντα) κι εβgάλλdαμεν κι εμείς λεφτά να πούμε κι επλερώνναμεν τον καπιτάνιο αλλdά εβgάλλdαμεν και κέρδος: εβάλλαμεν ξένα γουμάρια (=φορτία), κι όποτε ‘εν είχαμεν πολλή δουλιά κι ήταν λλία, επήαιννεν κι ο πατέρας μου μαζί με τη μπρατσέρα. Όποτε ‘εν επάαιννεν κι είχε δουλειά, εστέλλdαν τα οχταράκια, τις λίρες, τα κοσαράκια, τα μεζίττια μέσα στα σακκούλλια αυτά, τα έφερνεν ο καπιτάνιος.

-Ευαγγελία: Πού τα στέλλdατε τα πράματα αυτά; Στο Καστελλόριζο;
-Γιώργης: Στο Καστελλdόριζο. Κειά, νεφέρνει (=αναφέρει), λέει λοιπόν ο αξιωματικός, λε «Δημήτρη φέρμε (=φέρε μου) καπνό για μας, εφτά οκκάδες». Κι έφερνε λοιπό…. Ένας καμηλλgιάρης ήταν στον αποκλεισμό, πριν να πάρει η Γαλλία (εννοεί το Καστελλόριζο) ήταν ο Λακερδής, ένας μεγάλος κι εδιεύθυνεν το Καστελλόριζο και έκαμεν αποκλεισμόν, κι ήτα μέσα ο Κοράκ Χασάνης, μέσα, κι
ήταν όξω ο φτωχός αυτός στα Μύρα…

Όππως ε ννα γουμαριάσουμε (=να ετοιμάσουμε τα αγροτικά προϊόντα για πώληση), έκουά τον κι έλεε: «Δημήτρη φέρ’με δυό βαρελλdάκια παρούττι.» ‘Α το πουλήσει πιον έθελε; για το κυνήγιν το
‘θελεν;…και πάλαι την άλλη φορά…..

Λέει τον κι ο Μουχαράμας, ένας αράπης, παραγγέλλει ‘που τον καπιτάνιο εφτά σφαίρες ‘α το φέρει… Είχεν ο πατέρας μου τα δυό βαρελλάκια παρούττι κι ο καπιτάνιος τις εφτά σφαίρες…..

Κάθε φορά που το Καστελλόριζο βρισκόταν σε αναβρασμό, αυτό είχε αμέσως επίπτωση στη ζωή των κατοίκων των Μύρων και της ευρύτερης περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια στιγμή χρειάστηκε κατά τη διάρκεια του γερμανικού βομβαρδισμού να κρυφτούν τα γυναικόπαιδα μέσα σε κενούς τάφους των Μύρων για να μην τους συλλάβουν οι Τούρκοι και τους σκοτώσουν όπως θυμόταν ο παππούς μου, που τότε ήταν μικρό παιδί κι έκλαιγε, κινδυνεύοντας να τους προδώσει όλους με το κλάμα του και απεγνωσμένα η μάνα του προσπάθησε να τον κάμει να σωπάσει:

-Στέργος: …Επήασιν καράβια στο Μμαρμαρά και οι Τούρκοι εβάλα φυλακή όλους, μεσ’ στις εκκλησίες…. εάν κάμουν αποβίβαση, οι Τούρκοι θα μας επιτεθούσιν. Κι εκλειδώσαν μμας, εκλειδώσαν τους όλους στις εκκλησίες μέσα (=εννοεί αν έκαναν απόβαση οι Γάλλοι ή οι σύμμαχοι. Γι αυτό οι Τούρκοι κρατούσαν σε ομηρία τους Έλληνες στις εκκλησίες.)
-Ευαγγελία: Ποια χρονιά ήταν αυτά πάππου;
-Στέργος: Ε, στον Ευρωπαϊκόν πόλεμο….. τα καράβgια αυτά επήαν ε στο Μμαρμαρά για να κάμουν αποβίβασην, αλλά δεν εκάμανε… Και μας το είπαν ύστερα οι Τούρκοι…. Εβώ, η μητέρα μου η σσυχχωρεμένη, και η Τσαμπίκα, (=η σύζυγος του Αναστάση Μπέλλου) εμπήκαμε στο Ηγουμενείον ‘που κάτω. Κι έκλαια εγώ, και λε: «Σσώπα, πρε!»
-Ευαγγελία: Ποιός σε τα ‘λεγε; Η μαμά σου;
- Στέργος: Ναι! Η Τσαμπίκα η άλλdη, του Σκουφρή, με το γέρο, επήγαν αλλού. Σου λέει:’α ‘πομείνει από την κάθε οικογένειαν ένας. Βρε ανόητες γυναίκες όταν εξολοθρεύγουνταν οι άλλοι, εσένα ‘α σε φήννουν εθέλαν; Ε….αυτό ήταν!
Στέργος Γιαννίκης 7-3-1996

Ο Δημήτρης Σκουφρής σε προχωρημένη ηλικία (καθιστός στο κέντρο), με άλλους βρακάδες του Παραδεισίου, τη δεκαετία του 1950

Και μέσα από αυτό το πλέγμα ανθρώπων αξίζει να δούμε σαν ένα χαρακτιριστικό παράδειγμα τις περιπέτειες της οικογένειας Σκουφρή και κυρίως του μικρότερου γιου της, του Γιώργη, σαν μια μικρή ψηφίδα των ταραγμένων εποχών που τότε έζησε ο ελληνισμός.

Ο Γιώργης Σκουφρής όπως ήδη αναφέραμε, γεννήθηκε στην Βιλλανόβα, στα 1900. Όταν ήταν στην ηλικία σχεδόν δύο ετών, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Μύρα της Λυκίας. Η οικογένεια αποτελείτο από τον πατέρα του Δημήτρη Σκουφρή, την μητέρα του Κατερίνα Γιαννίκη και τους δύο γιούς, τον Μανώλη που ήταν ο μεγαλύτερος και τον Γιώργη που ήταν δύο χρόνια μικρότερος.

Στα 1916 ήρθε η ηλικία όπου ο Μανώλης ο μεγαλύτερος γιος θα έπρεπε να στρατευθεί στον τούρκικο στρατό. Όμως κάτι τέτοιο δεν το ήθελε, κι έτσι αποφάσισε να διαφύγει κρυφά από τα Μύρα πριν να τον καλέσουν στα όπλα.

Ο Δημήτρης εκτός από τις καλλιέργειες που έκανε είχε και μια μπρατσέρα με έναν καπετάνιο και δύο ναύτες, που μετέφεραν στο Καστελλόριζο όχι μόνον τα δικά τους προϊόντα, αλλά και των άλλων αγροτών, και εκτελούσαν επίσης διάφορες παραγγελίες των ανθρώπων. Κάποιος Λακερδής από το Καστελλόριζο που έμενε στα Μύρα, παρήγγειλε να του φέρουν δύο βαρελάκια μπαρούτι.

Επίσης ένας άλλος κάτοικος, μερικές σφαίρες. Στην επιστροφή από το Καστελλόριζο, κοντά στα Κάκκαβα, τους κυνηγούν οι Τούρκοι στρατιωτικοί με το δικό τους πλεούμενο, τους συλλαμβάνουν, κι επειδή ο Σκουφρής είχε προηγούμενα με τον Τούρκος αξιωματικό που κάποτε δεν ήθελε να πληρώσει στο Δημήτρη τον καπνό που του είχε παραγγείλει να του φέρει από το Καστελλόριζο και ο Σκουφρής είχε αντιδράσει, ο τούρκος αξιωματικός βρίσκει τώρα την ευκαιρία να τον εκδικηθεί.

Έτσι, συλλαμβάνουν το πλήρωμα της μπρατσέρας, τους βγάζουν στη στεριά, τους χτυπούν αλύπητα, και τους οδηγούν στην Αντίφυλλο, όπου αναγκάζουν, τον Δημήτρη Σκουφρή να υπογράψει ότι εκτός
από το μπαρούτι και τις σφαίρες, είχε και μαρτίνια, όπλα που τα πέταξε στην
θάλασσα.

Τους κλείνουν στη φυλακή και με απειλές, πείθουν κάποιους ανθρώπους που είχαν δει την σύλληψη, να μαρτυρήσουν ότι πράγματι είδαν τον Δημήτρη Σκουφρή να πετά τα μαρτίνια στη θάλασσα, ειδάλλως θα τους σφάξουν.

Κατάσχουν την μπρατσέρα, και οδηγούν με πεζοπορία επτά ημερών από τα Μύρα στην Αττάλεια - όπου ήταν τα δικαστήρια - όλο το πλήρωμα, ενώ καθ’ οδόν τους χτυπούσαν οι χωροφύλακες με τα κοντάκια των όπλων τους.

Δικαστήριο στο δικαστήριο, πέρασαν πέντε με έξι μήνες και όλα έδειχναν πως θα
πήγαιναν για εκτέλεση.

Η Κατερίνα, η γυναίκα του Δημήτρη, όλο αυτό το διάστημα προσπαθεί να πείσει μάρτυρες έστω και με πληρωμή, να πουν την αλήθεια.

Δεν φαίνεται να γίνεται τίποτα και τότε ευτυχώς παρεμβαίνει ο Έλληνας πρόξενος που γνώριζε την αλήθεια. Με την βοήθεια ενός χότζα που γνώριζε ο πρόξενος, βάζει ο χότζας τους μάρτυρες να ορκιστούν στο κοράνι και πράγματι την ύστατη στιγμή λένε την αλήθεια στο δικαστήριο, οπότε αποτρέπεται η εκτέλεση και αφήνονται ελεύθεροι.

Ο πρόξενος προτρέπει τον Σκουφρή να γυρίσει στα Μύρα, να πάρει την οικογένεια του και να φύγει για την Ρόδο, διότι ο πόλεμος ήταν πλέον ορατός και ο αποκλεισμός τους στην Μικρά Ασία σίγουρος.
Εντωμεταξύ, σε αυτή την ιστορία είχε χαθεί όχι μόνον η μπρατσέρα, αλλά και πεντακόσιες περίπου λίρες, όσο δηλαδή ήταν το ποσόν που είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν μετά από όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς στα Μύρα.

Γι αυτό το λόγο, η γυναίκα του η Κατερίνα αρνείται κατηγορηματικά να γυρίσουν στη Βιλλανόβα χωρίς τίποτα στα χέρια τους και επιμένει να μείνουν και να συνεχίσουν, για να ξαναδημιουργήσουν την περιουσία τους. Αυτά όλα συνέβησαν κατά τα έτη 1915-1916.

Το Καστελλόριζο βρίσκεται κάτω από τους Γάλλους και μέσα στον Τούρκικο αποκλεισμό. Είχε έρθει εντωμεταξύ η ώρα να στρατευθεί στον Τούρκικο στρατό ο μεγάλος γιός της οικογένειας, ο Μανόλης, γεγονός που ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο. Έτσι παίρνει την απόφαση, να διαφύγει κρυφά στο Καστελλόριζο.

Συνεννοούνται μετά από πολλούς δισταγμούς για το αν θα έπρεπε να φανερώσουν τα σχέδια τους, μήπως και τους προδώσει, με έναν Τούρκο γείτονα τους, τον Αλή. Αυτός, λόγω του ότι χρωστούσε μεγάλη χάρη στον Δημήτρη, γιατί τον είχε βοηθήσει χρηματικά όταν κάποτε ήταν άρρωστος, δέχεται να μεταφέρει με τη βάρκα του τον Μανώλη στο Καστελλόριζο, όταν θα έπεφτε το σκοτάδι.

Η πρώτη απόπειρα που κάνουν αποτυγχάνει, γιατί έγιναν αντιληπτοί από κάποιους Τούρκους πολίτες που ήταν κοντά στην παραλία. Επιχειρούν ξανά την επόμενη νύχτα, από τις εκβολές ενός ποταμού κοντά στα Μύρα, όπου υπήρχε το δειαφόνερο (=νερό με μεγάλη περιεκτικότητα σε θείο, θειάφι, δgειάφι στο ιδίωμα της Βιλλανόβας) όπως το έλεγαν.

Ο πατέρας Δημήτρης, συνοδεύει τον γιό του το Μανόλη μέχρι τους βράχους, αποχαιρετιούνται με κλάματα και τον αφήνει μόνο του εκεί, μέσα στο σκοτάδι, απ’ όπου τον παραλαμβάνει ο Αλής με τη βάρκα του και τον παίρνει στο Καστελλόριζο. Από το Καστελλόριζο ο Μανόλης έφυγε για
την Αυστραλία, όπου έμεινε για πάντα.

Έτσι εκείνη η νύχτα του 1916 ήταν η τελευταία φορά στη ζωή όλων των μελών της, που η οικογένεια Σκουφρή είδε τον μεγάλο της γιο.

Όταν μετά από λίγες μέρες ο νωματάρχης πήγε στο σπίτι του μπαξεβάν-Δημήτρη όπως τον αποκαλούσαν, για να καλέσει στον στρατό τον Μανόλη και είδε ότι αυτός έλειπε, εξαγριώθηκε τόσο πολύ, που διέπραξε μια αυθαιρεσία η οποία στάθηκε μοιραία για την ζωή του μικρότερου γιου της οικογένειας, του Γιώργη: απαίτησε να παρουσιαστεί στρατιώτης ο Γιώργης που ήταν μόλις δεκα-
έξι χρονών και μαθητής της πέμπτης τάξης του ελληνικού σχολείου.

Όταν του έδειξαν το Τούρκικο έγγραφο που πιστοποιούσε τη γέννησή του στα 1900 αυτός το έσκισε και τον έγραψε στο σημειωματάριο του ότι ήταν 22 χρονών, λέγοντας: «η πλάκα μου λέει εικοσιδgυό!» Έτσι η οικογένεια του Σκουφρή μπαίνει σε νέες δικαστικές περιπέτειες. Παρατάνε χωράφια και ζώα και πηγαίνουν στη Μάκρη, τρεις μέρες δρόμο, στα δικαστήρια, για να αποδείξουν ότι ο Γιώργης είναι μόνο δεκα-έξι χρονών και άρα όχι σε ηλικία στράτευσης. Βρίσκουν τα δικαστήρια
κλειστά για επισκευές και ξαναγυρίζουν στα Μύρα.

Σε δεκαπέντε μέρες καλούν την κανονική σειρά των στρατιωτών και καλούν και τον Γιώργη ενώ στην
πραγματικότητα δεν είναι η ηλικία του. Η οικογένεια του Σκουφρή τότε καλλιεργούσε στα Μύρα το περβόλι του Κώστα Αντώνογλου από το Καστελλόριζο. Σ’ αυτό παρουσιάστηκε ένας Τούρκος αξιωματικός μαζί με έναν οπλίτη και πήραν με τη βία το Γιώργη για το στρατό. Τον παίρνουν μαζί με
άλλους δεκαπέντε Έλληνες, δεμένους μεταξύ τους δύο-δύο με τις ζώνες τους και με πεζοπορία περνούν τη Μάκρη, το Αδάμονι, το Ταλλιάνι (=Νταλιάνι).

Αρχίζουν να ανηφορίζουν στα βουνά δεμένοι όλοι μαζί από τα χέρια με ένα σχοινί σε απόσταση ενός βήματος ο ένας από τον άλλο. Δύο μέρες πεζοπορία στο βουνό μ’ αυτό τον τρόπο. Φτάνουν στη Κκίνα, στον ποταμό Μαίανδρο κι από εκεί κοντά στο Αϊδίνι τα χαράματα. Πλαγιάζουν πάνω στις γραμμές του τραίνου.

Την άλλη μέρα τους παίρνει το τραίνο στη Σμύρνη. Εκεί ξεχωρίζουν τον Γιώργη απ’ όλους τους υπόλοιπους, διότι εντωμεταξύ σύμφωνα με αυτά που είχε γράψει ο νωματάρχης τότε στα Μύρα, ο Γιώργης προέκυπτε να είναι λιποτάχτης.

-Γιώργης: …Τώρα ήμου στρατεύσιμος… με στρατιώτες μαζί…. Και πιάννουμεν τη Μάκρη. Είμασταν καμμιά δεκαπενταριά… Πιάννουμεν τη Μάκρη, τ’ Αδάμονι, πιάνουμεν τα μέρη αυτά, το Ταλλιάνι… Μόλις εξεπεράσαμεν τσα το χωριόν… οι χωροφύλακες δέννου μμας, δέννουν μμας αυτοί με τη ζώνη, εμένα με ένα, δυό-δυό, άσε που ήτα βουνό, βουνό, ανηφόρες, δρόμον δεν είχε, και κλαδιά,ένα μέτρο
ανάμισυ και πέτρες δίπλα….

Εκειά που περπατούσαμεν έπεφτεν ο ένας μέσα στα κλαδιά, πάνω στις πέτρες, εγελούσαμεν… Έφυεν εκείνη η μέρα….. Την άλλην ημέρα…. μας έδεσεν με ένα σκοινί όλdους, ένα βήμαν ο ένας με τον άλλον, ένα σκοινί, μια γραμμή… Επορπατούσαμε, μια μέρα ήταν που κάμαμε, δυό ήτα…Κκινα, Μέντρο (=Μαίανδρος), Αϊτίνι. Επεράσαμεν τον ποταμόν κι εφτάξαμε στο Αϊτίνι κι εβάλα μμας κι επλαγιάσαμεν πάνω στις γραμμές του τραίνου…… Την άλλην ημέρα έρκεται το τρένο και παίρνει μας ε στη Σμύρνη και κλείου μμας σ’ ένα σπίτι με δgυό παρτιμέντα (=ορόφους)…..

(Γιώργος Σκουφρής από την πρώτη του μαγνητοφωνημένη αφήγηση 8/5/1991)

Τον οδηγούν σε ένα άλλο σημείο της Σμύρνης, όπου ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι λιποτάκτες Έλληνες και Τούρκοι. Τους βάζουν όλους όρθιους - τριάντα επτά άτομα - μέσα σε ένα βαγόνι στριμωγμένους, όπου όπως λέει χαρακτηριστικά: «’εν είχεν ούτε ένα δάχτυλον αραλίκιν!». Όρθιοι και στριμωγμένοι επί εννέα ώρες, χωρίς στάση, χωρίς νερό, τους πάνε από την Σμύρνη στα Τούσλα, απ’ όπου φαινόταν απέναντι τα Στενά του Βοσπόρου.

Ύστερα τους βάζουν σε βαπόρι και τους πάνε στο Χαϊδάρ Πασά στην Πόλη. Τους κρατούν επτά μέρες καραντίνα όλους σε ένα δωμάτιο, ασφυκτικά κλεισμένο. Ύστερα τους πήραν τα πολιτικά ρούχα, τους έδωσαν στρατιωτικά και τους άρχισαν εξοντωτικά στρατιωτικά γυμνάσια.

Ο Γιώργης Σκουφρής (αριστερά) με το συγχωριανό του Σταμάτη Γιωργάκη στη Βιλλανόβα το 1922, μετά την πεντάχρονη περιπέτειά του στη Μικρά Ασία.

- Γιώργης: ….Εμένα εγράψα μμε λιποτάχτη…. Οι άλλοι υπερετούν στη Σμύρνη κι εμένα έγραψέ μμε για λιποτάχτη και με παίρνει ο αξιωματικός που κειδά και με παίρνει απού κειδά, με παίρνει κάτω στο σταθμό, ένα βαγόνι λιποτάχτες, τριανταέξι μέσα, κι εβώ τριανταεφτά…..
-Ευαγγελία: Όλοι αυτοί οι λιποτάχτες ήταν Έλληνες;, για είχεν και Τούρκους μέσα;
-Γιώργης: Νακάτεροι! Αλλdά ήτα τσα, δεν είχεν ένα δάχτυλον αραλίκι στο βαγόνι, όρτιοι, μέχρι τα Τούσλα, άντικρυ στο Τσανάκ-Καλέ, στα Στενά, που τη μέσα μεριά. Στα Τούσλα μας κατεβάζου…….
-Ευαγγελία: Πόση ώρα δρόμος ήταν από τη Σμύρνη στα Τούσλα;
-Γιώργης: Ε έκαμε εννιά ώρες εκάαμε…… χωρίς στάση, ούτε νερό, ούτε τίποτι, κατευτεία μέχρι εκεί……………. Και μας βάλλου στο παπόρι και μας παίρνου στο Χαιδάρ Ππασά, στην Πόλη. Και μας παίρνου στο στρατώνα, εκατό μέτρα πριν το στρατώνα, σ’ ένα δωμάτιο τόσο δα, εφτά μέρες καραντίνα και ούτε να μπροβάλεις ‘που το παραθύρι - εφτά μέρες………..

Και μετά απού ‘κει μας παίρνουν στο στράτώνα, και πουλάς τα, ό,τι φορείς, γιατί έχουν έτοιμα να σε δώσουν άλλα, στρατιωτικά… Και απού ‘κει στρατιώτης, εννιά μήνες το όπλο, τα γυμνάσια……
όλdοι εφτακόσιοι και οι γυμνασιάρχοι μας Τούρκοι. Εμείς και οι εφτακόσιοι, Έλληνες. Ναι! Εννιά μήνες.

Επί εννέα ολόκληρους μήνες στο Τσανάκ Καλέ, σε ένα μέρος με το όνομα Ουζούν Τσαΐρι, μένουν σε ένα ανώι με ξύλινο πάτωμα που μπάζει από παντού, μέσα στην παγωνιά χωρίς καμμιά θέρμανση. Συνολικά βρίσκονται επτακόσιοι Έλληνες με Τούρκους αξιωματικούς. Τους σηκώνουν κάθε νύχτα στις δύο η ώρα και φορτωμένους με τα όπλα, τους αναγκάζουν σε συνεχόμενο τρίωρο βάδην στα παγωμένα βουνά με τα όπλα σηκωμένα διαρκώς ψηλά στην ανάταση.

Ύστερα άρχιζε δεκάωρη γυμναστική και το βράδυ άλλες τρεις ώρες. Δηλαδή δεκαέξι ώρες εξόντωση, επί εννέα μήνες, με μοναδική παύση τις Παρασκευές, που ήταν η μέρα αργίας για τους Τούρκους.

-Γιώργης: … Επήρα μμας στο Ουζούν Τσαΐρι, στο στρατόπεδο, ‘που μέσα ‘που την Πόλη… Επλαγιάζαμε σ’ένα δωμάτιο δgυό παρτιμέντα με σανίδgια, και ο χωροφύλακας ήτα σε άλλdη κάμαρην και δgυο απού τα μεσάνυχτα, είχε μαΐστρο δραμουντάνα κάθε μμέρα το χειμώνα, κι έρκουνταν ‘που τη Ρούμελη παγωμένος αέρας. Αφού τα’αυτιά μου είναι ψημένα!

Τωραά (=τώρα δα) με το κρύο ‘ε μπαίρνω χαπάριν στ’ αυτιά μου, είναι ψημένα! Αλλdού μπορεί να κρυώσω, τ’αυτιά μου είναι ψημένα! Τρεις ώρες επέρναμεν το Ουζούν Τσαΐριν, τρεις ώρες! Μόλις ε
ννα το πάρουμε, ‘α κάμει ππως ξεφωτά.’Α ‘ρτει ο ταγματάρκης : «κατεβάσετε τα όπλα!». Εβαδίζαμεν τρεις ώρες! Τρεις ώρες ‘που ‘δω και τη Ρόδο! Μόλις ε ννα χαράξει, ‘α ‘ρτει ο ταγματάρκης με το άλογο, ‘α πει: «κατεβάσετε, τα όπλα!».

Τα χέρια μας αυταδά επομέναν έτσι! Ππώς είν’ το όπλο; Επομέναν έτσι! (μου δείχνει με τα χέρια την αγκύλωση των δαχτύλων από το κρύο). Τα όπλα πεταμένα χάμαι, ‘α τρύψουμε τις απαλάμες μας δgυό-τρία λεφτά, ‘α πιάσουμεν το όπλον, ‘α πάμε δέκα ώρες γυμναστικήν, και τρεις τη νύχτα, δεκατρείς και τρεις την αυgήν δεκάξι ώρες την ημέρα! Εννιά μήνες! Μόνον την Παρασκευήν εκαθίζαμεν, που ‘ταν η Κυριακήν τους!

Τις άλλες ημέρες, είχαμεν τα γυμνάσια αυτά. …Αφού, σαν την νοτιάν τη γερή, αλλdά παγωμένος αέρας. Αφού τρεις ώρες τσα που βαδίζαμε, είχε τσα τα βουνά, τα πλευρά που ‘χε λαγκωννιές ‘εν είχεν ούτε να δούμεν ένα λουλdούδιν, ένα δέντρον, ‘εν είχεν τίποτα!

-Ευαγγελία: Απού το κρύον, ε;
-Γιώργης: Απού το κρύον! Ύστερι απού εννιά μήνες εστείλα μμας, το κράτος, εννιά ώρες κάτω απού την Πόλη, στο Αγασλί…….

(Γιώργης Σκουφρής, από την δεύτερη μαγνητοφωνημένη συνομιλία, 18-4-1996)

Μετά από αυτό το εννιάμηνο, τους παίρνουν στα φοβερά τάγματα εργασίας, επτά ώρες δρόμο μέσα στη Μαύρη Θάλασσα σε ένα μέρος που λεγόταν Αγασλί, όπου υπήρχαν ανθρακωρυχεία και όπου μια αυστριακή εταιρεία είχε αναλάβει την κατασκευή του συστήματος που θα μετέφερε το πετροκάρβουνο.

Οι επτακόσιοι Έλληνες που αποτελούσαν αυτό το τάγμα εργασίας έσκαβαν λάκκους πάνω στα βουνά και τοποθετούσαν τους στύλους που θα μετέφεραν τα βαγόνια από τα ανθρακωρυχεία. Ενάμισυ χρόνο κράτησαν τα καταναγκαστικά έργα, από το 1917 έως το 1918. Εντωμεταξύ, έγινε η ανακωχή, έφυγαν οι Αυστριακοί, και οι Τούρκοι έδωσαν απολυτήρια σε όλους, εκτός από τριάντα άτομα των είκοσι
δύο χρονών, ανάμεσα σε αυτoύς και ο Γιώργης Σκουφρής κι ας ήταν κατά πολύ μικρότερος. Σ’ αυτό όλο το διάστημα, δεν υπήρξε καμιά επικοινωνία με την οικογένειά του στα Μύρα.

- Ευαγγελία: Όλdους αυτούς τους μήνες, θείο, εσύ είχες καμιάν επικοινωνία με τους γονείς σου;
- Γιώργης: Όχι! Έστελλα γράμμα, ‘εν επήρα ούτε γρόσι! Εστέλλαμε γράμματα τούρκικα, αλλά δεν επήρα ούτε απάντηση!
- Ευαγγελία: ‘Εν τα λαβαίναν τα γράμματά σου οι γονείς σου;
- Γιώργης: Όχι! Με τα γράφαν τούρκικα, άλλdος με τα ‘γραφεν, τούρκικα κι εστέλλdαμέν dα, αλλdά δεν επήρα γράμμα εγώ ‘που κει.
- Ευαγγελία: Οι γονείς σου μετά, τι σε είπαν; Τα γράμματά σου αυτά, τα λαβαίναν εκείνοι, ή μήπως δεν εφτάνναν ποττέ στους γονείς σου;
- Γιώργης: ‘Εν επήραν! ‘Ε μμε απαντήσαν! ‘Εν επήρα καμμιάν απάντηση! Δυόμισυ χρόνια!…………..

Γιώργος και Μαρία Σκουφρή, Παραδείσι, αρχές δεκαετίας 1950


Στο μεταξύ, σε αυτό το διάστημα, ο πατέρας του, ο Δημήτρης Σκουφρής είχε φυλακιστεί για άλλη μια φορά από τους Τούρκους, διότι βρέθηκε αναμεμιγμένος σε υπόθεση κατασκοπείας που είχε συμβεί ως εξής: οι Γάλλοι, έστειλαν από το Καστελλόριζο κάποιον Στραπανιώτη ή Στραβοπαναγιώτη (τον έλεγαν έτσι γιατί είχε κάποιο πρόβλημα με την όραση του), στον ηγούμενο του Αγίου Νικολάου
Μύρων, με γράμμα, όπου ζητούσαν από τον ηγούμενο ,να τους παρέχει πληροφορίες για τις στρατιωτικές δυνάμεις που οι Τούρκοι διέθεταν στα Μύρα.

Ο Στραπανιώτης φτάνει μαζί με κάποιον Στράτη στο Φοίνικα νύχτα και πάνε στο περιβόλι του Δημήτρη Σκουφρή και του ζητούν να τους φιλοξενήσει κρυφά για τρεις μέρες, πράγμα που έγινε. Τους κρύβει στο ταβάνι του σπιτιού του, μολονότι εκεί μπαινόβγαιναν καθημερινά Τούρκοι και υπήρχε κίνδυνος να γίνουν αντιληπτοί.

Μετά την τριήμερη παραμονή τους στο σπίτι του Σκουφρή αποτυγχάνει η επιχείρηση φυγάδευσής τους προς το Καστελλόριζο, διότι οι Τούρκοι βούλιαξαν στην Αττάλεια την ‘τροπίλλα’ που θα τους έπιανε από το Φοίνικα.

Ο Στράτης διαφεύγει προς τα μεσόγεια, ενώ ο Στραπανιώτης, αφού για μέρες κρυβόταν στα ρουμάνια τον κτήματος του Σκουφρή, επιστρέφει στο σπίτι του στα Μύρα, όπου γίνεται αντιληπτός από τους
Τούρκους και συλλαμβάνεται. Ύστερα απ’ αυτό συλλαμβάνεται και ο Δημήτρης Σκουφρής για κατασκοπεία.

Έτσι κι ο Δημήτρης Σκουφρής πλήρωσε με κράτηση του στις τούρκικες φυλακές της Αττάλειας την βοήθεια που πρόσφερε στους αγώνες των Καστελλοριζιών και του ελληνικού στοιχείου της περιοχής:

-Γιώργης:…… Ήταν ο πατέρας μου φυλακή στην Αττάλεια……….. Ήτα με το Στραπανιώτη, ένας κατάσκοπος, ήτα στον Άη Νικόλα, εστείλαν dον οι Γάλλοι ‘που το Καστελλόριζο, κι εστείλαν τον Ηγούμενο (εννοεί του Αγίου Νικολάου Μύρων) γράμμα, ένα γράμμα: τι δύναμην, τι στρατόν είχεν τα Μύρα; Και ήρτεν ο Στραπανιώτης (‘εν έβλεπεν) μαζί μ’ έναν άλλdον ο Στράτης ήτα μαζίν του, κι
έβγαλέν τους η τροπίλλα στον Φοίνικα, στην Κούσπα και είπαν σε τρεις ημέρες ‘α
παν πάλαι στην Κούσπα, ‘α τους πάρει η τροπίλλα (=καΐκι)………..

Ήτα λοιπό στου Τελήγιωργη […………………..] Επήαν εκεί αυτοί, ο Στραπανιώτης με τον άλλdον μαζί και λε: «πάννε (=πήγαινε) παραόξω που ‘ναι ο Δημήτρης!» Κι εστείλαν dον κι ήρτε στο περβόλι………………………………… ήρτεν τη νύχταν κι εφώναζεν: Μπαξουβάν Δημήτρη! Μπαξουβάν
Δημήτρη!…………

Και παίρνει τους ε στο σπίτι, κι έρκουνταν κι οι χωροφύλακες κι εψουννούσαν, οι Τούρκοι, στο περβόλι, στο σπίτι! Είχεν dους πάνω στο τταβάνι τρεις ημέρες κι ετάιζέν dους κι επότιζέν dους. Και φεύgουσιν και πάσιν να φύουν και κάμνου σύνθημα μέσα στην Κούσπαν και τίποτι! Εβουλλιάξαν στην Αττάλεια την τροπίλλαν κι επομείναν αυτοί όξω! Κι ήρταν πάλαι πίσω! Ήρταν πάλαι πίσω,
εκάθουνταν, ήρταν πάλαι εκεί…..

Ο Στράτης ήταν πιο γενναίος, είχεν καρδιάν ο Στράτης, έφυεν στο Μεσόγειον, έλεέν το κι η καρδιά του. Αυτός (εννοεί, ο Στραπανιώτης) είχε σπίτι στο χωρgιό. Και είχεν dον πιον στο περβόλι, στο χαντάκιν
που ‘χεν οι βάτοι, είχεν dον μιαν κουσπίτσαν (=μικρή σπηλιά) κειά κι έπερνέν τον τα φαγητά του κι έτρωεν κειά. Ύστερι έθελεν αυτός να πάει στο σπίτιν, αλλά ‘εν έβλεπε και την νύχταν, κι επήρεν τον η μάνα μου….. Κι είχεν και αστυνομίες κι είχεν και πενήντα τσέττες, αντάρτες εκεί……………. Μετά τρεις ημέρες επιάσαν τον………………… Το γράμμαν που ‘φερεν αυτός, έλεεν που το ‘φερεν άλλdος, κι ήβγεν ξεκάπουλλος (=αθώος, απαλλαγμένος ) «Κι επήαμε στου Δημήτρη το περβόλιν», λε « κι είχε μμας στο τταβάν» λε « κι ετάιζέ μμας………»
Γιώργης Σκουφρής 8-5-1991

Πίσω στη Μαύρη Θάλασσα τώρα, οι λίγοι Έλληνες που δεν απολύθηκαν, λιποτακτούν κρυφά πέντε- έξι άτομα κάθε βράδυ. Μια νύχτα φεύγει και ο Γιώργης μαζί με άλλα δύο άτομα. Βαδίζουν λιποτάκτες χωρίς χαρτιά, χωρίς απολυτήρια από το στρατό και καταφέρνουν να πλησιάσουν στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να καταφύγουν ή στο Πατριαρχείο ή στο Ελληνικό Προξενείο.

Καθώς περνούν την γέφυρα του Γαλατά, πέφτουν πάνω σε έλεγχο και συλλαμβάνονται. Τους κλείνουν επί τρεις μέρες σε ένα δωμάτιο, χωρίς καθόλου τροφή και νερό. Τους περνούν από δίκη και τους κλείνουν φρουρούμενους στη χωροφυλακή. Τους κρατούν δύο μήνες και τους βγάζουν φρουρούμενους με «εφ’ όπλου λόγχη» μόνο για να κάνουν αγγαρείες στα μαγειρεία.

Ο σύντροφος του κάποιος Γιώργης από τα Μούγλα, καταφέρνει να το σκάσει και καταφεύγει σε
ένα Ελληνικό σχολείο κοντά στο Πατριαρχείο. Τον Σκουφρή τον αναγκάζουν να φορέσει τα ρούχα της χωροφυλακής και κάποια μέρα καταφέρνει να το σκάσει και μετά από διάφορες περιπέτειες και αναζητήσεις, καταφεύγει και αυτός στο σχολείο όπου ήταν ο φίλος του.

-Γιώργης:…… Μετά ανάμισυ χρόνον εγένην η ανακωχή και φεύγουν οι Αυστριακοί και απόλυεν τους στρατιώτες απού κει-και τους δικούς μας- ο αξιωματικός, απού σαρανταπέντε-σαράντα-σαράντα, ύστερον τριάντα, και τελευταία-τελευταία εμείναμεν εμείς των εικοσυδυό χρονώ, οι πιο νέοι, εξήντα, ‘εν επήραμεν απολυτήριο! Ποιος ‘α τον πει; Οι άλλοι εφύασιν, εμείς, εξήντα ‘εν επήραμεν απολυτήριον! Οι εφτακόσοι εφύασιν! Ναγκάζουμέστε πιον, κι εφεύγαμεν τη νύχτα! Πέντε τη μια βραδgυά, δέκα την άλλdην και φεύγουμε………….
-Ευαγγελία: Φρουρά δεν είχε να σας φρουρεί;
-Γιώργης: Είχεν πρι! Ύστερι, άμμαν εγένην η ανακωχή κι απόλυεν τον στρατό, εφύαν κι οι βάρδιες, εφύαν και ούλοι, ‘εν είχεν τίποτι. Εν είχε βάρdιες. Πριν είχε! Άμμαν ε ννα φύεις, ‘α σε πιάσουν, να σε δέσουν, να σε κάμουν, αυτό… Κι εφύαμεν λοιπό: ένας απού τα Μούγλα, Γιώρgος, κι ένας αράπης ‘που την Αραβία. Τρεις. Πάμε στα σύνορα της Πόλης!
-Ευαγγελία: Τρεις μαζί, το σκάσετε, δηλαδή……
-Γιώργης:…… Τέλος πάντων! Πού τα ξέραμεν πού ‘α πομείνουμεν το βράδυ, τί δρόμον έμπρεπεν να πάρουμε; Λεφτά δεν είχαμε. Με τα πόδια.
-Ευαγγελία: Ρούχα; Πολιτικά ή στρατιωτικά εφορούσατε;
-Γιώργης: Στρατιωτικά!…… Μόλις ερκούμαστα τσα, κάτω, κάμπος, είχεν εκατόν τροπίλλdες, ελληνικές, γαλλικές, δυό-δυό τροπίλλdες, και αυστριακές, απού τη Σουηδία, απού τη Νορβηγία.
-Ευαγγελία: Σε ποιο μέρος τώρα ήταν;
-Γιώργης: Στην Πόλη!…………………..Τραβούμεν πάνω, οδός Μπέογλου! Και νυχτιάζει! Φτάννουμεν κοντά στη γέφυρα του Γαλατά!……. Έχει μια γέφυρα……………… Ο στρατός δεν πλερώνει για να περάσει, οι πολίτες πλερώννουν. ‘Που την γέφυραν, να πάμε στο Ελληνικόν Προξενείον, ήτα δέκα
λεφτά. Λε, «’α πάμε!». Νεβαίνουμεν πάνω στην γέφυρα, είκοσι - τριάντα μέτρα, πιάννου μμας! Λε: «τα χαρτιά σας!». ‘

Εν είχαμεν μήτε απολυτήριον, τίποτι! Μας παίρνει ‘που δω, ίσαμε τον Κουφά. Είχε δgυό κάμαρες. Μιαν κάμαρη εκείνοι (εννοεί οι φρουροί) και μιαν εμείς ‘που κει. Πόσες; Τρεις μέρες νηστικούς! Μήε νερόν ,μήε φαΐ! Τρεις ημέρες! Ύστερα «εφ’ όπλου λόγχη» ‘που μέσα ‘που την Πόλη, μας παίρνουν στο Δικαστήριο, κάμνουν την δίκην, κι απού κει πιάνουμεν το λόφφον της Αγιάς Σοφκιάς κι ανεβαίνουμεν πάνω! Και, είναι η Αγιά Σοφκιά, κι έχει έναν πύρον της πυρκαγιάς, πύρgον για τη φωτιά, και η χωροφυλακή της Πόλης, ένα μαέρικο, και ένα τζαμί όξω-όξω: Σουλουμανιέ, στην άκρια!

Στην ακρίτσαν-ακρίτσα! Άλλον τίποτι! Η πλάτσα (=πλατεία) ούλη άδgεια! Μας παίρνουν εκεί, στη χωροφυλακή πεντ’ έξι κάμαρες, στην μιαν κάμαρην εμείς χώρgια, και εκείνοι χώρgια. Α ‘πα να ρίξεις νερό σσου, ‘α πα ‘α σε πάρει εφ’ όπλου λόγχη και νά ‘μπεις πάλαι μέσα. ‘Εν εμπόρεις να κόψεις, να φύεις. Κι ένας στην πόρτα την μεγάλη, μέρα-νύχτα σκοπιά. Επααίνναμε στο μαέρικο όποτε είχεν
πατάτες ένα δgυό ώρες κι εκαθαρίζαμεν πατάτες. Αυτή ήταν η δουλειά μας. Εκεί, στους δυό μήνες, ο Γιώργης που τα Μούγλα τσακκώνεται……..

-Ευαγγελία: Δυό μήνες εκάμετε εκεί;
-Γιώργης: Δυό μήνες, τσακκώνεται και κούω: «’Α τον κάψω τον κερατά!». Και ρίχνει τα (=πήδησε) από το μπαρκόνιν κάτω, είχε τσα ένα περβολάκι, δυό μέτρα-δυόμισυ τοίχον και ‘που πάνω γάγκελλα, πόσον ύψος;! Και φεύγει!…………

Γιώργης Σκουφρής απο την πρώτη μαγνητοφώνηση 8-5-1991

Μετά από μέρες το Πατριαρχείο βάζει βαπόρι για να πάρει στη Σμύρνη όσους πρόσφυγες ήταν στην Πόλη με καταγωγή από τα νότια μέρη της Μικρασίας. Από την Σμύρνη ο Γιώργης Σκουφρής με άλλο βαπόρι που έβαλε η εκεί Μητρόπολη φτάνει στο Φοίνικα και μετά στα Μύρα. Εκεί τον ξανασυλλαμβάνουν αμέσως οι Τούρκοι και τον πήραν ξανά στα τάγματα εργασίας κοντά στην Αντιόχεια, στο Κόννια-Καραμάν, όπου επί δύο μήνες κατασκεύαζαν δρόμους.

Μετά από αυτό, δύο τάγματα των επτακοσίων και επτακοσίων ατόμων διατάζονται να ξεκινήσουν
για την Αρμενία, όπου σε ομάδες των τριάντα και σαράντα ατόμων έσκαβαν καθημερινά για πετρέλαιο. Συμπλήρωσαν ενάμισυ χρόνο στο Ερζερούμ κοντά στα Ρωσικά σύνορα.

Ο Γιώργης Σκουφρής καταφέρνει να το σκάσει με πλαστό απολυτήριο με τα στοιχεία κάποιου άλλου. Από το Ερζερούμ στα Μύρα θα χρειαζόταν ογδόντα ημέρες ποδαρόδρομο. Διάλεξε άλλο δρόμο: δεκαπέντε μέρες ποδαρόδρομο μόνος του από το Ερζερούμ μέχρι την Τραπεζούντα. Στην Τραπεζούντα κοιμάται δύο τρεις ημέρες μαζί με άλλους στο πάτωμα μιας χριστιανικής εκκλησίας. Έρχεται βαπόρι ελληνικό και φεύγει από την Τραπεζούντα για την Κωνσταντινούπολη. Είμαστε πια στα 1922, ο μεγάλος ξεριζωμός του ελληνισμού είχε αρχίσει προ καιρού.

-Ευαγγελία: Τι τα ‘κανεν τα ονόματα τους;
-Γιώργης: Οι στρατιώτες! Τα ονόματά τους και τα πουλούσανε εφτά παγκανότες (=χαρτονομίσματα) το ένα. Δηλαδή ‘α θθέλεις να πάρεις ένα, να φύεις! Και τ’ όνομαν έγραφε μέσα, τ’ όνομα……
-Ευαγγελία: Στάσου, τι ήταν αυτά; Χαρτιά δηλαδή; Σαν ταυτότητες;
-Γιώργης: Όχι, έτσι, γραμμάτιο, που, φωτογραφία δεν είχε…. Αν είχε φωτογραφία, ‘ε θθα πέρναν. Χωρίς φωτογραφία ήταν τα απολυτήρια.
-Ευαγγελία: Απολυτήριο του στρατού;
-Γιώργης: Ναι!
-Ευαγγελία: Και είχε το ονοματεπώνυμο του στρατιώτη, ε;
-Γιώργης: Ναι! Κι επήρα εβώ ένα, Μιχάλης Καμμάρ, από τη Μέλασσο.
-Ευαγγελία: Μιχάλης Καμμάρ….
-Γιώργης: Ναι! Από τη Μέλασσο.
-Ευαγγελία: Ε, τι ήταν αυτός, Έλληνας ή Τούρκος;
-Γιώργης: Έλληνας! Μιχάλη τ’ ονομάν dου…
-Ευαγγελία: Ε, το επίθετον dου γιατί ήταν έτσι όμως Καμμάρ;
-Γιώργης: Ε ,έτσι, το επίθετο….ε….
-Ευαγγελία: Αυτός τι ήταν; Ήταν εκεί στρατιώτης;
-Γιώργης: Στρατιώτης. Ναι…..
-Ευαγγελία: Και σε πούλησεν το απολυτήριόν του;
-Γιώργης: Όχι επούλησεν!… ο γραμματικός, φεύγοντας οι στρατιώτες, εσήκωννεν (=αντέγραφε) dα ονόματά τους -‘εν είχε φωτογραφίαν, - αν είχε φωτογραφίαν ‘εν εγίνουνταν – και τα πουλούσεν από ‘δω - στη Ρόδον (σημ. δική μου: εννοεί απόσταση όση από το Παραδείσι έως τη Ρόδο). Τα ‘περνεν ‘κει και τα πούλλιεν εκεί, σ’ έναν αυτόν, με τζάμιν έναν gουττί, αυτά, και τα πουλούσεν. Εγόραζες κι έφευγες.

-Ευαγγελία: Τούρκος την έκαμνεν την δουλειάν αυτήν;
-Γιώργης: Όχι! Οι δικοί μας πάλαι.
-Ευαγγελία: Ποιος τα πουλούσεν τα πιστοποιητικά αυτά;
-Γιώργος: Εκεί, το μαγαζί, επήγαινε σ’ ένα μαγαζί, αυτός τα ‘στελλεν και τα πουλούσαν ο άνθρωπος.
-Ευαγγελία: Ποιος τα ‘στελλε στο μαγαζί;
-Γιώργης: Ο γραμματικός απού δω, απού το χωριό. Αυτός που τά ‘βgαλλεν τα ονόματά τους φεύγοντας οι στρατιώτες, εσήκωννεν τα ονόματά τους, και τα ‘περνεν να πούμεν σ’ ένα μαγαζί.
-Ευαγγελία: Μα ο γραμματικός αυτός που λέεις, τι ήταν; Τούρκος δεν ήταν αυτός;
-Γιώργης: Τούρκος, ναι, Τούρκος. Αλλdά τά περνεν στην Ρόδον να πούμεν και τα πουλούσεν εκεί στην πρωτεύουσα εκεί στο Ερζερούμ, κι εγόραζες κι έφευγες.
-Ευαγγελία: Ναι…. Κι εγόραζες εσύ τ’ απολυτήριο........
-Γιώργης: Κι έφυα μ’ αυτό……
-Ευαγγελία: Εγόρασες εσύ τ’ απολυτήριο…
-Γιώργης: Ναι! Και έφυγα. Έν ήρτα απού ‘δω….. έθελα ‘που ‘δω για να ‘ρτω, σ’ αυτά τα μέρη που ‘μασταν (εννοεί τα Μύρα της Λυκίας), έθελα ογδόντα μέρες να πορπατώ….. και πού πόδgια; και πού; και πού;
-Ευαγγελία: Για να φύεις από το Ερζερούμ, νά ‘ρτεις στα Μύρα ε;
-Γιώργης: Ναι! Ε. έφυγα που ‘κει, ερώτηξα εβώ και έμαθα, απού την Τραπεζούντα ήτα δεκαπέντε μέρες. Η Τραπεζούντα με τα πόδια.

-Ευαγγελία: Από το Ερζερούμ που ήσουν εσύ να πάεις στην Τραπεζούντα, ε;
-Γιώργης: Ναι! Δεκαπέντε μέρες. Κι απού ΄κει δεκαπέντε μέρες να πάεις με το παπόρι στην Πόλη,κι απού την Πόλη, Αθήνα.
-Ευαγγελία: Τι έκαμες τελικά; Εσύ τί εδgιάλλεξες να κάμεις;
-Γιώργης: Ε, έφυγα κι επήγα δεκαπέντε μέρες στην Τραπεζούντα…. Επλαγιάζαμε στην εκκλησιά.
-Ευαγγελία: Μοναχός σσου έφυγες, ή με άλλους μαζί;
-Γιώργης: Μονάχος! Ύστερι ήβρα κι άλλους! Μετά, άμμαν επήα στην εκκλησία, είχεν’ κόμα και δυό τρεις.
-Ευαγγελία: Στην εκκλησία, πού, στο Ερζερούμ;
-Γιώργης: Στην Τραπεζούντα.
-Ευαγγελία: Από το Ερζερούμ για να πάεις μέχρι την Τραπεζούντα , επήες με τα πόδια, ε;
-Γιώργης: Ναι!
-Ευαγγελία: Μονάχος σσου ήσουν, άμμαν έκαμνες όλdον αυτόν το δρόμον;
-Γιώργης: Μονάχος!
-Ευαγγελία: Μονάχος!; Ε, ππώς; Ελεύθερα εματακινιούσουν; Τι ρούχα εφόριες; Πολιτικά ή στρατιωτικά;
-Γιώργης: Της χωροφυλακής είχα…. ‘εν τά ‘βαλα!
-Ευαγγελία: Της χωροφυλακής! ‘Εν dα ‘βgαλες ε; ‘Εν είχες άλλγα….. Νύχτα επορπατούσες ή ημέρα;
-Γιώργης: Μέρα!
-Ευαγγελία: Μέρα! Φανερά;
-Γιώργης: Ναι!

-Ευαγγελία: Είχες το απολυτήριον, αυτόν που ‘λεγεν άλλdον όνομα πάνω….
-Γιώργης: Ναι!
-Ευαγγελία: Κι έκαμες δεκαπέντε μέρες, κι έφτασες στην Τραπεζούντα, ε;
-Γιώργης: Ναι! Εκεί λοιπόν…. Α! Σ’ ένα μμέρος εκεί στην Τραπεζούντα - έθελεν δυό τρεις ώρες ‘κόμα να πάω…
-Ευαγγελία: Να φτάσεις, ε;
-Γιώργης: Ναι… να φτάσω….. Με κάμνει ένας έλεγχο. Λε: «Έχεις απολυτήριο;» λω: «Έχω!», έκαμα ‘α το βάλω, λέει «Άστο!» λε. Ναι…. Και μετά επήα εκεί και ήβρα κι άλλους, είχε στην εκκλησία…. Επλαγιάσαμεν εκεί, στην εκκλησία, κανένα - δυό μέρες ήτα και ήρτεν παπόρι….

-Ευαγγελία: Ελληνική εκκλησία της Τραπεζούντας, ε;
-Γιώργης: Ναι! Και ‘που ‘κει ήρτεν παπόρι. Άμμαν ήρτεν παπόρι ήρταν και ειδοποιού μμας, λε: «Ελάτε! Να φύετε!» κι εφύαμεν. Επήαμε στην Πόλη….
-Ευαγγελία: Βαπόρι; Τι βαπόρι ήταν; Ελληνικό;
-Γιώργης: Ναι. Ήμπαμεν μέσα, εφύαμεν, επήαμεν στην Πόλη…
-Ευαγγελία: Πόσα άτομα ήσασταν από την Τραπεζούνταν που φύγατε;
-Γιώργης: Απού ‘κει; Ε, είχεν τέσσερις-πέντε είμασταν. Ναι….
-Ευαγγελία: Κι από την Τραπεζούντα επήγατε στην Κωνσταντινούπολη, ε;
-Γιώργης: Ναι! Και ‘που ‘κει, από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα. Επήαμε στην Αθήνα….
-Ευαγγελία: Πάλαι με βαπόριν, ε;
-Γιώργης: Ναι.

Η οικογένειά του είχε ήδη φύγει από τα Μύρα και είχαν γυρίσει στην Βιλλανόβα στη Ρόδο. Από την Κωνσταντινούπολη ο Γιώργης με άλλο βαπόρι φτάνει στον Πειραιά.

Εκεί περιμένει και αφού παίρνει την πρόσκληση που ήταν απαραίτητη από την οικογένειά του διότι η Ρόδος τότε ήταν ήδη από το 1912 κάτω από τον Ιταλικό ζυγό, γυρίζει επιτέλους στη Ρόδο, αφού είχε συμπληρώσει πάνω από πέντε ολόκληρα χρόνια γεμάτα περιπέτειες, κακουχίες, στερήσεις και όλα αυτά άδικα, εξαιτίας της αυθαιρεσίας που κάποτε διέπραξε εις βάρος του ο Τούρκος αξιωματικός.

Κάτω από εξοντωτικές συνθήκες, με όλες τις μετακινήσεις αυτά τα χρόνια με ολοήμερο βάδην χωρίς στάση, όπου τους έδιναν μόνο ένα σκέτο ψωμί την ημέρα και καθόλου φαγητό, με πεζοπορίες που έπιαναν τις σαράντα-πενήντα συνεχόμενες ημέρες.

Στέρηση φαγητού σε τέτοιο σημείο, που όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά μου διηγήθηκε, όταν βάδιζαν στη Μαγνησία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, μια φορά που τους έψησαν φασολάδα στα
καζάνια την μύρισαν από απόσταση σαράντα-πενήντα μέτρων και φώναξε χαρούμενος στους άλλους:

-«Πρέ! Λόππια μυρίζουν!» - «Πόσον καιρόν είχατε να φάτε τότε φαΐ;», - «Σαράντα-σαρανταμιά ημέρες! Με σκέτο ψωμί»
-Ευαγγελία: Εσάς, σας εφήναν μονάχα με ένα ψωμίν την ημέραν;
-Γιώργης: Ναι! Ένα ψωμίν, ένα ψωμίν!
-Ευαγγελία: Για πόσον καιρόν σας εφήσαν έτσι;
-Γιώργης: Όσες μέρες! Καλέ όσον πάεις, σαράντα μέρες, πενήντα. Πενήντα μέρες, πενήντα ψωμιά ‘α σε δώκουν. Κάθε χωριόν, ένα ψωμίν. Κάθε χωριόν, ένα ψωμίν. Ως την άλλdην ημέραν. Φαγητόν τίποτι. Όπου θα κάτσεις, κι αν θα βγει το φαγητό!…… Αυτόν ήτα στην Μαγνησίαν. Άμμαν επεράσαμεν ‘που τη Σμύρνην κι επηγαίναμε μετά στην Μαγνησία….
-Ευαγγελία: Από την Σμύρνη για πού;
-Γιώργης: Μαγνησίαν επηγαίναμε….
-Ευαγγελία: Τι να κάμετε εκεί για δουλειά;
-Γιώργης: Όχι! Επηγαίναμε για την Πόλη, επηγαίναμε…..
-Ευαγγελία: Για την Κωνσταντινούπολη… Στην αρχή-αρχή αυτό; Όταν σε πήραν φαντάρο;
-Γιώργης: Ναι... Εκεί, μόλις εκοντέυgαμε στο χωριό, είχανε καζάννια δυό στο δρόμο, με αυτά…λόππια! (=εννοεί άσπρα ξερά φασόλια), και εμείς είμαστα τσα… πενήντα-σαράντα μέτρα πιο ‘δω, και εννιώστην η μυρουδgιά! Λω: «Πρε! Λόππια μυρίζουν!» επήαμεν κοντά και εβάλα μμας κι εφάαμε λόππια!…
-Ευαγγελία: Ποιός τα εμαγείρευε τα λόππια; Για το στρατό;
-Γιώργης: Ε, η αυτή…η κυβέρνηση… Φαίνεται ετηλεγραφήσαν τους, και έτσι εκάμαν το αυτό…
-Ευαγγελία: Ε, πόσον καιρό είχατε να φάτε τότε, όταν εννιώσετε τα λόππια;
-Γιώργης: Σαράντα-σαρανταμμιάν ημέραν ήτανε….
-Ευαγγελία: Σαράντα μέρες με το σκέττο ψωμί;
-Γιώργης: Ναι! Ναι!

Και η οικογένεια του Αναστάση Μπέλλου καθώς και η οικογένεια του προπάππου μου του Θεοδωρή Γιαννίκη που νοίκιαζε και καλλιεργούσε το κτήμα μέσα στο οποίο ήταν ο τάφος και μέχρι σήμερα βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου με την κενή σπασμένη του λάρνακα, όπου επίσης ήταν το ελληνικό σχολείο και η κατοικία του ηγούμενου, στα Μύρα της Λυκίας μέσα σε μια νύχτα έχασαν όλες τις δούλεψες δεκαοκτώ χρονών, αφού, τους τα άρπαξαν όλα οι Τούρκοι κι έτσι γύρισαν στη Βιλλανόβα στερημένοι από τα πάντα.

Στέργος Γιαννίκης και Καλλιόπη Παπακωνσταντίνου, Βιλλανόβα αρχές δεκαετίας 1940


Ορίστε πώς μου περιέγραψε το γεγονός αυτό ο πάππους μου Στέργος Γιαννίκης σε μία από τις πάμπολες φορές που μου το διηγήθηκε, και το μαγνητοφώνησα στις 7/3/1996:

-Στέργος.Λοιπό… Όταν εκυρήχτην ο πόλεμος, εγυρίζασιν σε κάθε χωριόν αντάρτες κι επααίνναν στον δήμαρκον κι ελέγανε: «Ποιός είναι ο πλούσιος;» «Ο τάδε!». Επιάνναν και τους τα μαεύgαν όλdα! Όπως ο Τσάκκιρης,(=φημισμένος παράνομος των αρχών του 20ου αιώνα) δεν έκαμνε;…Λοιπόν …Είπαν και για μας!... Λέει: «Κι αυτός ο άνθρωπος» λε, «είχε χρυσά αλλdά εκλέψαν της τα»

-Ευαγγελία: Ποιός σας τα είχεν κλέψει;
-Στέργος: Ένας Τούρκος! Είδεν…
-Ευαγγελία: Ππώς έγινεν η ιστορία της κλοπής;
-Στέργος: ‘Α σας πω…ναι….Ένας Τούρκος, ήρτεν να τον φέρει έναν άλογο, ένα αζζό. Και είδεν dον πού έβαλεν τα χρήματα, τα χρυσά.(εννοεί ότι ο Τούρκος είδε τον προπάππου μου Θεοδωρή Γιαννίκη πού έκρυβε τις οικονομίες που είχαν μετατρέψει σε χρυσές λίρες.) Κι ήταν η μηχανή της θκειάς, του Σκουφρή (εννοεί της Κατερίνας, συζύγου του Δημήτρη Σκουφρή, που ήταν αδερφή του Θεοδωρή
Γιαννίκη) και….
-Ευαγγελία: Τι μηχανή; Του ραψιμάτου;
-Στέργος: Ναι, παιδί μμου….
-Ευαγγελία: Ναι….
-Στέργος: Εγώ την ήβρα που κατέβηκα κάτω, σαραντατέσσερα σκαλιά… ένοιωσα το πετρέλαιο…. Μάλιστα είχε μνημείο από μάρμ…μαρμαρένον…, αντρόυνο… είναι ιστορίες μεγάλες, αλλdά, πού;…(εννοεί, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.)
-Ευαγγελία: Μην περνάς από την μία ιστορία στην άλλdην πάππου. ‘Α την τελειώνουμε πρώτα τη μια, και μετά στην άλλη…..
-Στέργος: Ναι!

-Ευαγγελία: Πώς έγινε λοιπόν; Αυτός ο Τούρκος που ‘ρτεν να φέρει το άλογον, κι είδεν τον πατέρα σσου που έκρυβε τα χρυσαφικά του…
-Στέργος: Α μπράβο!…
-Ευαγγελία: Και μετά, τι έγινε;
-Στέργος: Τί έγινε; Τίποτα! Έφυεν αυτός, η μητέρα μου έλειπεν εδώ (εννοεί ότι εκείνη την περίοδο η μητέρα του Δέσποινα Μπέλλου ήταν στην Βιλλανόβα Ρόδου)
-Ευαγγελία: Ναι…..
-Στέργος: Κι ήρτε λοιπόν, επειής έπαθεν, εχτυπιούνταν, όταν εγε…όταν έκουσεν το επεισόδιον αυτόν, εχτυπιούνταν…(εννοεί ότι η μητέρα του Δέσποινα Μπέλλου ήταν έγκυος όταν τους εκλέψαν και επειδή χτυπιόταν από την απόγνωση της, απέβαλε.)

-Ευαγγελία: Ποιός τά ‘κλεψε τα χρυσά καλέ; Ποιός τά ΄κλεψε;
-Στέργος: Τούρκος, καλέ! Τούρκος!
-Ευαγγελία: Πώς; Κρυφά ήμπε στο σπίτι σσας; Πώς τα πήρεν;
-Στέργος: Ε, το περβόλιν μεγάλο, ήμπε μέσα…κι είχεν και δασκάλαν εκεί δική μμας….εσυνεργάζουνταν μαζί; Ποιός εξέρει…
-Ευαγγελία: Δασκάλα; Πού ήταν η δασκάλα;
-Στέργος: Εκεί! Στο σκολείον μμέσα! Εκεί! Γιατί ήταν και σκολείον και εκκλησία, όλα! Μ’ εννόησες;
-Ευαγγελία: Μέσ’ στο περβόλι σσας δηλαδή ήταν όλdα αυτά, ε; Και το σκολείον και το μοναστήριν και όλα.
-Στέργος: Έγινε καθίζησις. (εννοεί που η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από τον περιβάλλοντα χώρο.)
-Ευαγγελία: Ναι, ναι το ξέρω!
-Στέργος: Ετραβήχτην η θάλασσα….
-Ευαγγελία: Και δεν τον είδετε αυτόν που σας τα ‘κλεψε;
-Στέργος: Ε, ποιός να τον δει κορίτσα μου;
-Ευαγγελία: Ε και μετά;
-Στέργος: Ε, τί μετά δηλαδή;
-Ευαγγελία: Ε, μετά τί εσυνέβη μετά από όλdα αυτά;
-Στέργος: Ε, τίποτα…. Ε, ήβγαν ο κόσμος. Ήβγανε… εφύαν τα βαπόρια, εφύαν τα βαπόρια, κι ήβγαν όξω και είπα μμας τα. Λέει: «Εάν εγένουνταν αποβίβασις», λέει «θα σας εκόβgαμεν όλους!»
-Ευαγγελία: Αυτό ήταν; Εγώ θέλω ‘α μου πεις την ιστορίαν με την κλοπήν. Τί
έγινε μετά, που λέεις ότι εκατέβησαν οι αντάρτες και ερωτήσαν τον δήμαρκον ποιοί
είναι οι πιο πλούσιοι και τους είπεν την οικογένειά σας…
-Στέργος: Ναι!

-Ευαγγελία: Αλλά εσάς, σας είχαν ήδη κλέψει τα χρυσαφικά σας όμως….
-Στέργος: Πώς! Πώς! Πώς!
-Ευαγγελία: Ε, μετά τί εκάναν αυτοί οι αντάρτες; Για πες μου….
-Στέργος: Ήρταν κι εξεσκάλλασιν (=σκάλιζαν, ψάχναν) ά’ βρουν κάτι. Η μητέρα μου λοιπόν, τους έβαλεν πιοτόν, και ρωτά την ένας, λε: « ‘Ε μμου λες; ‘Που πού είν’ αυτόν το πιοτόν;» Λε: «Είναιν του την Ρόδο!» Λέει την ένας, λε: «Κι εβώ απού την Ρόδον είμαι!» Λέει τον: « Μαθές, επήρα μμας» λε: «το άλοον απού το μάγγανον, και δεν έχουμεν ούτε λεφτά να το πάρουμεν, τίποτα! ‘Α ξεραθθεί ο κήππος!» Λέει: « Κι εγώ ‘που την Ρόδον είμαι! Λοιπόν, το άλογο» λέει «θα’ ρτει!»

Κι εφέραν το το άλογον μετά τρεις ημέρες… ναι….
-Ευαγγελία: Αλλά τα χρυσαφικά εχαθήκαν…
-Στέργος: Τα χρυσαφικά, πάει!!!
-Ευαγγελία: Πόσων χρονών δούλεψες ήταν αυτά;
-Στέργος: Δεκαοχτώ!!
-Ευαγγελία: Δεκαοχτώ χρονών δούλεψες..
-Στέργος: Ναι! Κι ύστερα, δgυό χρόνια, εβγάλαν πάλαι χρήματα , διότι έστρεψεν ο στρατός πίσω, και αυτοί που ‘ταν λιποτάχτες, εκάμναν την καρέκλαν έτσι, κι εβάλλαν τους τα πόδια μέσα κι ‘έν εμπορούσαν να παίξουν (=να κινηθούν, σημ. δική μου: με κινήσεις των χεριών και των ποδιών δείχνει πως ακινητοποιούσαν τους λιποτάχτες για τιμωρία) κι ήρταν πεινασμένοι κι εφωνάζαν: «Φαΐ, φαΐ!
Πίττες! Πίττες!» ‘Εν εφήνναν να βgάλει το ψωμίν ζεστόν…. Είχαν υποφέρει πολύ παιδί μμου, πολύ, πολύ, πολύ…….

Τύχη αγαθή έδωσε, ώστε η οικογένεια του Θεοδωρή Γιαννίκη και της Δέσποινας Μπέλλου να είναι συνδεδεμένη με τον Άγιο Νικόλαο, με ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς: τόσον στο χωριό τους τη Βιλλανόβα, σημερινό Παραδείσι, όπου ο πολιούχος και προστάτης ήταν και είναι ο Άγιος Νικόλαος, ο οποίος μάλιστα παλιά ονομαζόταν Μάκαρ, αλλά και στην σχεδόν εικοσάχρονη παραμονή τους στα Μύρα της Λυκίας, τους αξίωσε να ενοικιάζουν και να καλλιεργούν το περβόλι του μέσα στο οποίο ήταν και η εκκλησία του, εκεί όπου ο ίδιος ο Άγιος όσο ζούσε τον 4ο αιώνα μ.Χ ήταν επίσκοπος, το Ηγουμενείο, το Ελληνικό σχολείο.

Έτσι η ζωή τους ήταν ποτισμένη και φωτισμένη από την παρουσία και την χάρη του Αγίου, που τον ένοιωθαν τόσον οι ίδιοι όσον και τα παιδιά τους Νίκος και Στέργος, ως μια ολοζώντανη καθημερινή παρουσία στη ζωή τους και αυτό μετέδωσαν και στα παιδιά τους και σ’ εμάς τα εγγόνια τους, που
μεγαλώσαμε με τις αφηγήσεις από την ζωή των προπαππούδων στον Άγιο Νικόλαο των Μύρων της Λυκίας.

Τα αδέλφια Νικόλαος και Στέργος Γιαννίκης στη Βιλλανόβα το 1920, μετά τον επαναπατρισμό της οικογένειας από τον Άγιο Νικόλαο των Μύρων της Λυκίας

Και τα δύο αδέρφια - ο Νίκος και ο Στέργος - γεννήθηκαν εκεί και η ζωή τους ήταν πάντα συνυφασμένη και σε άμεση σχέση με τον άγιο και προστάτη τους, τον Αι Νικόλα: ο μεν μεγαλύτερος αδερφός πήρε
το όνομα Νίκος, λόγω ταξίματος στον Άγιο στην διάρκεια της γέννησης του με δύσκολο τοκετό, ο δε μικρός αδερφός, ο πάππους μου ο Στέργος, γεννήθηκε εκεί στον Άγιο Νικόλαο την ημέρα της γιορτής του, 6 Δεκεμβρίου 1912, μόνο που δεν μπορούσε να πάρει το όνομά του Αγίου, διότι αυτό είχε ήδη δοθεί στον μεγαλύτερο αδερφό του κι έτσι του δόθηκε το όνομά του εκ μητρός πάππου του, Στέργου Μπέλλου.

Τόσο «δική τους» υπόθεση λοιπόν ένοιωθαν, τον Άγιο Νικόλαο ώστε, όταν τον Μάρτιο του 1948 επ’ ευκαιρία της ενσωματώσεως της Δωδεκανήσου με την Μητέρα Ελλάδα, είχαν έλθει στο
Παραδείσι ο τότε Βασιλέας Παύλος με την Φρειδερίκη, για να τιμήσουν τις οικογένειες των
πρωτομαρτύρων – ηρώων του Δωδεκανησιακού Αγώνα, Παπά-Λουκά Παπακωνσταντίνου και
Ανθούλας Ζερβού, μετά τη λήξη της τελετής στον Άγιο Νικόλαο Παραδεισίου, ο αδελφός του
πάππου μου, Νίκος Γιαννίκης, έλαβε το θάρρος και πλησιάζοντας με τόλμη τον τότε Βασιλέα Παύλο
του είπε:

«Μεγαλειότατε, μήπως είναι τώρα η ευκαιρία, που η Ιταλία έχασε τον πόλεμο, να της ζητήσουμε
να μας δώσει πίσω το λείψανο του Αγίου Νικολάου που κρατούν στο Μπάρι;» για να πάρει την
απάντηση:

«Ας μην απαιτούμε πολλά!!» Πώς να εξηγήσεις σ’ έναν ξένο βασιλιά, τί σημαίνει για σένα, για είκοσι χρόνια να αντικρίζεις την κενή, σπασμένη λάρνακα του Αγίου, μέσα στην ίδια του την εκκλησία;

Ο Νίκος Γιαννίκης εν ώρα εργασίας μέσα στο υποδηματοποιείο του στη Βιλλανόβα (Δεκαετία 1940)

Και μέσα σε όλον αυτό τον ορυμαγδό των σκληρών και τραγικών γεγονότων, επειδή έτσι είναι η ζωή, να και μια νότα γέλιου, με μια αστεία ιστορία που συνέβη στην οικογένεια του Αναστάση και της Τσαμπίκας Μπέλλου, τον καιρό που κατοικούσαν και εκηππουρεύαν (= καλλιεργούσαν) το κτήμα του Κώστα Αντώνογλου στα Μύρα της Λυκίας:

Ήταν η ταραγμένη περίοδος κατά την οποία οι τσέττες (=Τούρκοι ένοπλοι αντάρτες), αλλά και διάφοροι ένοπλοι Τούρκοι κλέφτες έκαναν αιφνιδιαστικές επιδρομές στα σπίτια των Ελλήνων και τους άρπαζαν τα καζάντια τους.

Ο Αναστάσης Μπέλλος λοιπόν, στη διάρκεια μιας τέτοιας επιδρομής, πρόλαβε και έπιασε όλες τις χρυσές λίρες που είχαν κατορθώσει να μαζέψουν μέχρι τότε, και θεώρησε πως ήταν το καλύτερο, να τις κρύψει στο χοιροστάσιο, μέσα στο καπράτσι με τα ζουμμιά του χοίρου (=στον κουβά όπου έβαζαν τα υγρά αποφάγια για το γουρούνι) χωρίς όμως εντωμεταξύ να ενημερώσει την γυναίκα του γι αυτή
του την πράξη.

Η ληστρική επιδρομή πέρασε, χωρίς οι Τούρκοι να καταφέρουν να βρουν τα χρυσά. Ο χοίρος όμως σ’ αυτό το διάστημα έμπλασε (=έχυσε, άδειασε) τα αποφάγια στο χώμα, και εξεμπλάσαν (= διασκορπίστηκαν) οι λίρες μέσα στα κόπρια (=ακαθαρσίες). Πάει η Τσαμπίκα να ταΐσει το χοίρο και βλέπει τις χρυσές λίρες μέσα στις ακαθαρσίες.

Ολοφάνερο πράμα!: Ο Αι Νικόλας έκανε το θαύμα του, ο χοίρος τους «εγέννησε» χρυσά φλουριά! Τρέχει αναστατωμένη και σταυροκοπούμενη στον Αναστάση, και του αφηγείται ολόχαρη το θαύμα που μόλις είδε, για να την προσγειώσει ο άντρας της με τον πιο πεζό τρόπο, πως τις
λίρες δεν τις … «εγέννησε» ο χοίρος, αλλά ότι ήταν οι δικές τους οικονομίες που είχε κρύψει!

Από μικρό παιδί αλλά και μεγάλη πια, μέσα από την ιστορική έρευνα άκουσα αυτές τις ιστορίες τόσες πολλές φορές, με τόσες λεπτομέρειες, για την εκκλησία του Αι Νικόλα, για τα περβόλgια γύρω απ’ αυτήν, για τις περιπέτειες, τους διωγμούς και τις αγωνίες αυτών των ανθρώπων, ώστε είναι σαν να έχω ζήσει εκεί.

Πέρα απ’ όλα αυτά, οι προφορικές μαρτυρίες των Στέργου Γιαννίκη και Γιώργη Σκουφρή μας δίνουν πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες που ταυτίζονται απόλυτα και κατά κάποιο τρόπο συμπληρώνουν και ενισχύουν όσα αναφέρονται στα βιβλία των: Κυριάκου Μιχ. Χονδρού: «Η Μικρά Ασία των Δωδεκανησίων», και του Απόστολου Τζαφερόπουλου: «Άγιος Νικόλαος Μύρων Λυκίας».

Ενδεικτικά αναφέρω την υπόθεση της αποτυχημένης απόπειρας της ανάμειξης των Ρώσων στον Άγιο Νικόλαο Μύρων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, γεγονός που επιζούσε στην προφορική παράδοση των κατοίκων της περιοχής μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Βλέπε χαρακτηριστικά την αφήγηση του Στέργου Γιαννίκη:
-Ευαγγελία: Εσείς αυτά τα χωράφκια πάππου, από ποιούς τα ννοικιάζατε; Από Έλληνες, ή από Τούρκους;
-Στέργος: Όχι. Από Έλληνες! Από ανέκαθεν! Βρε Βαγγελία…..
-Ευαγγελία: Ήταν Ελλdηνικά δηλαδή αυτά…
-Στέργος: Ναι!
-Ευαγγελία: Από Έλλdηνες νοικοκύρηδες δηλαδή να νοικιάζατε, ε;
-Στέργος: Άγιος Νικόλαος παιδί μμου! Εκεί εθράφην αυτός! (εννοεί ο Άγιος Νικόλαος)
-Ευαγγελία: Ναι. Ποιανού ιδιοκτησία ήταν αυτό το περιβόλιν που είχατε εσείς;
-Στέργος: Του Άγιου Νικολάου!
-Ευαγγελία: Α! της ίδιας της εκκλησίας ήταν!;….
-Στέργος: Επήραν μάλιστα οι Ρώσσοι μάρμαρα και δεν τους εφήσαν να τα ‘πλώσουνε στις αυλές…. Και δεν τους εφήσανε οι Τούρκοι…. Κι εμείναν εκεί τα μάρμαρα….
-Ευαγγελία: Μάλιστα….
-Στέργος: Ναι! Σαραντατέσσερα σκαλgιά κάτω! Έγινεν, εβυθίστην! Καθίζησις!
Αφού είχε λέει στην αυλή, αυτά, κολώνες που δένναν τα καράβgια. Και τώρα επήεν η θάλασσα πέρα-κει. Το Άκταμι Ταλλιάνι λέγεται…..

Οικογένεια Χατζηβάσιλα, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία στη Βιλλανόβα (Δεκαετία 1920)

Υπάρχουν και οι ιστορίες ανθρώπων που κατάγονταν από το Καστελλόριζο, ζούσαν στο Φοίνικα και σ’ εκείνα τα ταραγμένα χρόνια μετά από μυριάδες κακουχίες κατέληξαν κι αυτοί πρόσφυγες στη Βιλλανόβα.

Θα ήταν αδύνατον εδώ να περιγραφούν όλα, ούτε καν στις γενικές τους τις γραμμές. Κι αν ακόμη
κάποιοι αμφιβάλλουν ότι την ιστορία την δημιουργούν, την γράφουν στην πραγματικότητα οι απλοί άνθρωποι, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει, ότι τις όποιες συνέπειες της, τις υφίστανται εκόντες- άκοντες οι απλοί άνθρωποι, με επακόλουθα καταστροφικά πολλές φορές για τις ζωές τους!

Γι’ αυτό και η συνειδητή επιλογή να παρουσιάσω αυτό το θέμα, με τον αφηγηματικό τρόπο του
προφορικού λόγου των απλών ανθρώπων, ίσως και γιατί κάποιες τάσεις στη σύγχρονη ιστοριογραφία, όπου τείνουν να τα παρουσιάσουν όλα αυτά σαν ένα «στριμωξίδι» ταξιδιωτών στο λιμάνι της Σμύρνης, ας μου συγχωρηθεί ο προσωπικός τόνος, αλλά πέρα από ιστορικά, με βρίσκει και συνειδησιακά
αντίθετη….

Ευαγγελία Μ. Παναή

****************************************************************

Η παρούσα εργασία, αφιερώνεται στην ιερή μνήμη:

Α) των τριών συγγενικών οικογενειών από τη Βιλλανόβα: Θεόδωρου Γιαννίκη και Δέσποινας Μπέλλου
Δημήτρη Σκουφρή και Κατερίνας Γιαννίκη Αναστάση και Τσαμπίκας Μπέλλου που στο διάστημα 1900 – 1920 έζησαν και εργάστηκαν στον Άγιο Νικόλαο Μύρων της Λυκίας.

Β) του πάππου μου Στέργου Γιαννίκη και του εξαδέλφου του Γιώργου Σκουφρή, διότι «τοις κείνων ρήμασι πειθoμένη»… «έγραψά τα για να ‘πομείνου»…

Ευαγγελία Μιχ. Παναή
Φιλόλογος


Παραδείσι 2009

Διαβάστε ακόμη

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (Γ' Μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (β' μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου

Η Ρόδος, ο Γρίβας και ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου

Δωδεκάνησα: Η Ενσωμάτωση, η ημερομηνία που δεν άλλαξε και μια προσωπική μαρτυρία

Η ιστορία της Αρχαγγελίτισσας Παρασκευής Γιακουμάκη: Στη Στράτα του Προφήτη Ηλία

Σελίδες Ιστορίας: Ο δρόμος των Παθών με τα γλυπτά, ο Σταυρός του Φιλερήμου και η κατάληψη της Μονής στις 20 Σεπτεμβρίου 1947

Τήλος: Οι πρώτοι γάμοι ομοφύλων το 2008, όπως τους έζησαν 3 από τους πρωταγωνιστές τους