Το Βυζάντιο ζει και κυλάει στις γλωσσικές μας φλέβες!

Το Βυζάντιο ζει και κυλάει  στις γλωσσικές μας φλέβες!

Το Βυζάντιο ζει και κυλάει στις γλωσσικές μας φλέβες!

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1060 ΦΟΡΕΣ

Η γωνιά της γλώσσας μας

Επιμέλεια Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς
φιλόλογος
katsaras2002@yahoo.gr

Οι πιο γνωστές γλώσσες που υπήρχαν στο Βυζάντιο ήταν η ελληνική και η λατινική. Και μάλιστα μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που επικράτησε έναντι της λατινικής.

Στα λατινικά γράφονταν οι νόμοι και οι αποφάσεις αυτοκρατόρων και δικαστών ,ενώ τα ελληνικά ήταν περισσότερο η γλώσσα των απλών κατοίκων κυρίως στις ανατολικές επαρχίες. Αρκετές μάλιστα λέξεις και φράσεις εκείνης της περιόδου έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα στην ελληνική γλώσσα αλλά και διεθνώς. Κάποια ενδεικτικά παραδείγματα είναι τα εξής:

Μακελάρης-Μακελειό: στο Βυζάντιο η λέξη μακελάρης (από το αρχαίο ουσιαστικό μάκελλον = το μαντρί, το σφαγείο) σήμαινε τον έμπορο ζώων και κατ’ επέκταση τον χασάπη που έσφαζε μεγάλο αριθμό ζώων. Σήμερα με παρόμοια σημασία δηλώνει αυτόν που διαπράττει μια μεγάλη σφαγή ,τον αιμοχαρή ,με παράγωγη λέξη το μακελειό= ο ομαδικός φόνος ,η μεγάλη σφαγή

Ακρίτες: Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν άκρες .Από κει και η λέξη ακριτικά τραγούδια και το όνομα του περίφημου Διγενή Ακρίτα. Έτσι και σήμερα χρησιμοποιούμε την λέξη για να δηλώσουμε τους κατοίκους των παραμεθόριων περιοχών της χώρας μας ,που ουσιαστικά αποτελούν και τους υπερασπιστές-φύλακες των συνόρων μας.

Παστρεύω: το ρήμα αυτό, που σημαίνει σήμερα «καθαρίζω», προέρχεται από αναγραμματισμό του ρήματος σπαρτεύω, καθώς οι Βυζαντινοί για να σκουπίσουν χρησιμοποιούσαν σκούπες φτιαγμένα από σπαρτά.

Λαβώνω: η λέξη αρχικά δήλωνε τραυματισμό που προέρχονταν από τις λαβές που γίνονταν από τους παλαιστές κατά την διάρκεια ενός αγώνα πάλης. Αργότερα η έννοιά της έγινε γενικότερη και σημαίνει τραυματίζω , χτυπώ κάποιον γενικά και όχι μόνο παλεύοντας.

Κουβέντα: όταν η λατινική γλώσσα βρισκόταν σε ευρεία χρήση στο Βυζάντιο, η συνεδρίαση των δύο βουλευτικών σωμάτων του Κράτους ονομαζόταν cuventus= η συνέλευση. Σιγά-σιγά η λέξη εξελίχθηκε σε κουβέντα, που σημαίνει πια συζήτηση ,ανταλλαγή απόψεων.

Διπλωματία: η λέξη διπλωματία ως τεχνικός όρος έχει βυζαντινή προέλευση, το ίδιο και οι λέξεις δίπλωμα, διπλωμάτης. Διπλώματα ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τα ειδικά διαπιστευτήρια έγγραφα που κατείχε ένας πρέσβης ή ένας απεσταλμένος σε ξένη περιοχή προκειμένου να του παρασχεθεί κάθε βοήθεια που θα χρειαζόταν και τα οποία ήταν «διπλωμένα». Ο διπλωμάτης λοιπόν ήταν ο κάτοχος του διπλώματος (του διαπιστευτηρίου). Πολύ αργότερα η λέξη δίπλωμα ήταν φυσικό να καθορίζει οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο (το δίπλωμα αυτοκινήτου ,το πτυχίο κτλ).

Κοιμητήριο: οι Βυζαντινοί για τον χώρο ταφής των νεκρών χρησιμοποιούσαν τον όρο «κοιμητήριον», επειδή σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία οι χριστιανοί όταν πεθαίνουν είναι προσωρινά μόνο νεκροί, διότι θα αναστηθούν την Δευτέρα Παρουσία . Από τον όρο αυτό προήλθε και ο ευρέως διαδεδομένος σήμερα όρος σε όλες τις δυτικές χώρες cemetery ,που δηλώνει το νεκροταφείο.

Μούντζα: η πρώτη εμφάνιση της μούντζας τοποθετείται στα βυζαντινά χρόνια. Τότε ο δικαστής προκειμένου να τιμωρήσει κάποιον για κάποιο παράπτωμα βούταγε το χέρι του στη στάχτη και με ανοιχτή την παλάμη «μουτζούρωνε» το πρόσωπο του κατηγορουμένου, ως διαπόμπευση και χλευασμό. Τη στάχτη αυτή την έλεγαν αλλιώς και ασβόλη. Από εκεί βγαίνει και το αποσβολωμένος που αρχικά σήμαινε με διαπομπεύουν, με μουντζώνουν και κατέληξε να σημαίνει βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τι να κάνω, αφού αυτή ήταν και η μοίρα του τιμωρημένου με διαπόμπευση.

Την ασβόλη την έλεγαν και μούντζα που δήλωνε το μουντό ,μαύρο χρώμα της, ενώ αργότερα έφτασε να δηλώνει την παλάμη που ήταν λερωμένη με στάχτη. Έτσι με τον καιρό η ανοιχτή παλάμη έφτασε να αποτελεί χειρονομία προσβλητική και υποτιμητική. Αντίθετα όποιος αθωώνονταν και δεν «μουτζουρώνονταν» έβγαινε από το δικαστήριο ασπροπρόσωπος .Από κει προέρχεται και η σημερινή έκφραση «σε έβγαλα ασπροπρόσωπο» δηλαδή σε έκανα υπερήφανο ,δεν σε εξέθεσα.

Γομάρι: η λέξη παράγεται από τον αρχαίο τύπο γόμος= φορτίο πλοίου και το ρήμα γέμω =γεμίζω . οι Βυζαντινοί επέκτειναν τη λέξη σε γομάριον που σήμαινε το φορτίο ενός ζώου αλλά και το ίδιο το ζώο (κυρίως την δουλειά αυτή την έκανε ο γάϊδαρος). Σήμερα έχει την σημασία και του ογκώδους ανθρώπου αλλά και του άξεστου ,αυτού που έχει συμπεριφορά γαϊδάρου.

Αγγούρι: η σημερινή λέξη προέρχεται από το Βυζαντινό αγγούριον, υποκοριστικό του άγουρος εκ του αρχαίου άωρος (α στερητικό + ώρα). Ονομάζεται έτσι γιατί είναι εύγευστο όταν τρώγεται άγουρο πριν σποριάσει , σε σχέση με το « ξαδερφάκι» του το πεπόνι (εκ του πέπων = ώριμος), που το γευόμαστε ώριμο και μελωμένο.

Πιρούνι: υπάρχουν σαφείς αναφορές πως χρήση πιρουνιού γινόταν στο Βυζάντιο ήδη από τον 11ο π.χ αιώνα με την ονομασία «περόνι». Η λέξη πιρούνι παράγεται από την αρχαιοελληνική λέξη "περόνη". Η περόνη (από το ρήμα πείρω=τρυπώ) ήταν ένα πανάρχαιο εξάρτημα της ενδυμασίας των ανθρώπων που όμως δεν ήταν μόνο διακοσμητικό, αλλά κυρίως χρηστικό. Τρυπούσαν με αυτό τους χιτώνες τους και έπαιζε τον ρόλο του σημερινού κουμπιού. Από την ίδια ρίζα προέρχεται το ρήμα "περονιάζω" που σημαίνει τρύπω, διαπερνώ π.χ το κρύο με περονιάζει. Όποτε και η ορθότερη γραφή της λέξης πιρούνι θα ήταν πειρούνι

Βούλα ή βούλλα: η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη bulla= κόσμημα ζώνης ή θύρας και χρυσό περιδέραιο Ρωμαίου ευγενούς και πρωτοεμφανίστηκε στο Βυζάντιο με την σημασία «σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα». Έμπαινε στην κάτω πλευρά κάποιου εγγράφου για να επικυρώσει ότι αυτός που υπογράφει το έγγραφο συμφωνεί με τα γραφόμενα του, ήταν η εγγύηση της αυθεντικότητας και της εγκυρότητας του περιεχομένου του εγγράφου. Για να αποτρέπεται κάποιος να ανοίξει το έγγραφο και να γίνεται εύκολα αντιληπτό κάτι τέτοιο, χρησιμοποιούσαν ένα είδος κεριού το γνωστό μας βουλοκέρι.

Βίγλα: η βίγλα σήμαινε το παρατηρητήριο από την λατινική λέξη vigil και vigilia που σημαίνει φυλακή, παρατηρητήριο, φρουρά. Αλλά και το στρατιωτικό σώμα που αποτελούσε την φρουρά του παρατηρητηρίου. Οι βίγλες βρισκόταν σε ιδιαίτερα ψηλή θέση, ώστε οι παρατηρητές, οι βιγλάτορες να ελέγχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση εδάφους. Ο διοικητής του παρατηρητηρίου-βίγλας ονομάζονταν «Δομέστικος των τειχών της βίγλας».

Mαξιλάρι: προέρχεται από το λατινικό maxilla= το σαγόνι .Άρα αυτό που ακουμπάμε το σαγόνι και το μάγουλο μας για να κοιμηθούμε .Στο Βυζάντιο επεκτάθηκε η σημασία του και δήλωνε το μαξιλάρι που χρησιμοποιούσαν για να ακουμπάνε και να ανακουφίζουν την πλάτη τους στα έδρανα του ιπποδρόμου και ήταν γεμάτο από άχυρα ή φύλλα καλαμιάς. Υπήρχε μάλιστα και ο αρμόδιος υπάλληλος που μοίραζε τα μαξιλάρια ,ο λεγόμενος μαξιλάριος.

Αυτά τα παίζει στα δάκτυλα: οι Βυζαντινοί στα μαθηματικά, μέχρι την εισαγωγή των αραβικών αριθμών, μεταχειριζόταν τα γράμματα του αλφάβητου, πράγμα που τους δυσκόλευε πάρα πολύ. Ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετώπιζαν εκείνοι που δεν ήξεραν γράμματα. Οι τελευταίοι λοιπόν μετρούσαν τα ποσά και τους αριθμούς με τα δάχτυλα. Έτσι έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις «αυτά μετριούνται στα δάχτυλα» δηλαδή είναι ελάχιστα, «αυτά τα παίζει στα δάχτυλα» δηλαδή τα γνωρίζει πολύ καλά.

Διαβάστε ακόμη

Δρ. Μελίνα Φιλήμονος - Τσοποτού: Τα νησιά, τα μουσεία και οι φύλακες

Σπύρος Συρόπουλος: "Δωριέας: Ο αρχιτέκτονας του πολιτικού μεγαλείου μιας διαχρονικής πόλης"

Φίλιππος Ζάχαρης "«Δικαίωμα στη Λήθη»: H ασφαλιστική κάλυψη των ασθενών που επιβίωσαν από καρκίνο"

Γιάννης Παρασκευάς: Οι ενστάσεις και η ουσία του πολιτικού προβλήματος

Φίλιππος Ζάχαρης: Ο πολύπλευρος άνθρωπος σε μία πολύπλοκη ζωή

Ηλίας Καραβόλιας: «Η επικίνδυνη εμμονή»

Θανάσης Καραναστάσης: Με τους... κράχτες στην Ευρωβουλή

Σωτήρης Ντάλης: "Iσραήλ- Ιράν: Από τον σκιώδη πόλεμο στην απόλυτη σύγκρουση;"