Λεξιστορείν: Μαλώνεις;

Λεξιστορείν: Μαλώνεις;

Λεξιστορείν: Μαλώνεις;

Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 138 ΦΟΡΕΣ

Σήμερα το ρήμα «μαλώνω» σημαίνει «επιπλήττω», «καβγαδίζω», αλλά και «διακόπτω τις φιλικές μου σχέσεις με κάποιον».

Προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό τύπο ομαλώνω με αποβολή του αρκτικού –ο που σήμαινε «κάνω κάτι ομαλό, διορθώνω, εξομαλύνω».

Η λέξη απέκτησε τη σημασία «επιπλήττω-επιτιμώ» από την αντίληψη των αρχαίων προγόνων μας πως δεν υπάρχει καλύτερη πρακτική για να καθίσταται ομαλή και να διορθώνεται η άσχημη και κακή συμπεριφορά των παιδιών από την αυστηρή επίπληξη και τις δριμείες παρατηρήσεις.

Διαβάστε ακόμη

Πάνος Δρακόπουλος: «Στη θέση των διωκόμενων εκπαιδευτικών – ο καθένας»

Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Λονικέρα η ιαπωνική (Lonicera japonica), κοινώς αιγόκλημα, αγιόκλημα

Δημήτρης Προκοπίου: Θαλάσσιος τουρισμός

Ηλίας Καραβόλιας: Το συμβάν που έγινε σημείο

Αργύρης Αργυριάδης: Απορίες για μία φαραωνική μεταρρύθμιση στον χώρο της Δικαιοσύνης

Ηλίας Καραβόλιας: Οι νέοι μεγάλοι πόλεμοι

Κυριάκος Μιχ. Χονδρός: 109 χρόνια από ένα μεγάλο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού

Χρήστος Γιαννούτσος: Ψηφίζουμε στις Ευρωεκλογές επειδή δεν υπάρχει Planet B