Λεξιστορείν: Μαλώνεις;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 138 ΦΟΡΕΣ
Σήμερα το ρήμα «μαλώνω» σημαίνει «επιπλήττω», «καβγαδίζω», αλλά και «διακόπτω τις φιλικές μου σχέσεις με κάποιον».
Προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό τύπο ομαλώνω με αποβολή του αρκτικού –ο που σήμαινε «κάνω κάτι ομαλό, διορθώνω, εξομαλύνω».
Η λέξη απέκτησε τη σημασία «επιπλήττω-επιτιμώ» από την αντίληψη των αρχαίων προγόνων μας πως δεν υπάρχει καλύτερη πρακτική για να καθίσταται ομαλή και να διορθώνεται η άσχημη και κακή συμπεριφορά των παιδιών από την αυστηρή επίπληξη και τις δριμείες παρατηρήσεις.