Λεξιστορείν: O μαντράχαλος!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1744 ΦΟΡΕΣ
Η λέξη αναφέρεται (συνήθως με ειρωνικό τρόπο) σε άντρα νεαρής κυρίως ηλικίας, μεγαλόσωμο και ψηλό. Φαίνεται πως πρόκειται για σύνθετη λέξη από τις λέξεις μάντρα+ χαλός. To β’ συνθετικό «χαλός» προέρχεται από τη λέξη «χαλί», το ψηλό διχαλωτό ξύλο στις μάντρες, στο οποίο κρεμούσαν τα δοχεία τους οι βοσκοί. Η έννοια του «ψηλού» ξύλου φαίνεται πως καθιερώθηκε και ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο, μιας και μαντράχαλος αρχικά ονομάστηκε αυτός που μπορούσε να φθάσει στην κορυφή αυτού του ξύλου.