Λεξιστορείν: Έχω μουδιάσει!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 144 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα μουδιάζω σημαίνει «αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος του σώματος ή σ’ ολόκληρο το σώμα» και μεταφορικά «Πέφτει το ηθικό μου, ζαρώνω από τον φόβο, μαζεύομαι».
Προέρχεται από το ρήμα αιμωδιάζω ή αιμωδ(ι)ώ, το οποίο είναι σύνθετο από τις λέξεις αίμος (πόνος) + οδούς - οδόντος (το δόντι).
Η περιορισμένη αρχική σημασία της λέξης (ο πόνος στο δόντι και το μούδιασμα που προκαλεί στα ούλα) σιγά - σιγά άρχισε να γενικεύεται για όλο το σώμα.