Λεξιστορείν: Έχω μουδιάσει!

Λεξιστορείν:  Έχω μουδιάσει!

Λεξιστορείν: Έχω μουδιάσει!

Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 144 ΦΟΡΕΣ

Το ρήμα μουδιάζω σημαίνει «αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος του σώματος ή σ’ ολόκληρο το σώμα» και μεταφορικά «Πέφτει το ηθικό μου, ζαρώνω από τον φόβο, μαζεύομαι».

Προέρχεται από το ρήμα αιμωδιάζω ή αιμωδ(ι)ώ, το οποίο είναι σύνθετο από τις λέξεις αίμος (πόνος) + οδούς - οδόντος (το δόντι).

Η περιορισμένη αρχική σημασία της λέξης (ο πόνος στο δόντι και το μούδιασμα που προκαλεί στα ούλα) σιγά - σιγά άρχισε να γενικεύεται για όλο το σώμα.

Διαβάστε ακόμη

Δρ. Μελίνα Φιλήμονος - Τσοποτού: Τα νησιά, τα μουσεία και οι φύλακες

Σπύρος Συρόπουλος: "Δωριέας: Ο αρχιτέκτονας του πολιτικού μεγαλείου μιας διαχρονικής πόλης"

Φίλιππος Ζάχαρης "«Δικαίωμα στη Λήθη»: H ασφαλιστική κάλυψη των ασθενών που επιβίωσαν από καρκίνο"

Γιάννης Παρασκευάς: Οι ενστάσεις και η ουσία του πολιτικού προβλήματος

Φίλιππος Ζάχαρης: Ο πολύπλευρος άνθρωπος σε μία πολύπλοκη ζωή

Ηλίας Καραβόλιας: «Η επικίνδυνη εμμονή»

Θανάσης Καραναστάσης: Με τους... κράχτες στην Ευρωβουλή

Σωτήρης Ντάλης: "Iσραήλ- Ιράν: Από τον σκιώδη πόλεμο στην απόλυτη σύγκρουση;"