Λεξιστορείν: Είμαι αθώος!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 158 ΦΟΡΕΣ
Αθώος στη νεοελληνική μας γλώσσα σημαίνει «αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος» αλλά και «ο αφελής, ο απονήρευτος, ο αγνός».
Πρόκειται για το αρχαίο επίθετο ο αθώος, η αθώος, το αθώον σύνθετο από το α (στερητικό) και το ουσιαστικό θώη (από το ρήμα τίθημι) που σημαίνει η ποινή, η τιμωρία.
Οπότε αθώος είναι αυτός ο οποίος δεν υπόκειται σε καμιά ποινή, που δεν αξίζει καμία τιμωρία.