Λεξιστορείν: Βαριέμαι!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 174 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα βαριέμαι σημαίνει «αισθάνομαι τεμπελιά, καταλαμβάνομαι από ανία, δεν έχω όρεξη να κάνω κάτι».
Προέρχεται από μετάπλαση του αρχαίου ρήματος βαρούμαι = αισθάνομαι πλήξη, δυσανασχετώ που αποτελεί τη μέση φωνή του βαρέ-ω – βαρώ = πιέζω με το βάρος μου.
Ευκολοκατανόητη είναι η επιρροή της λέξης βάρος στον σχηματισμό της λέξης, μιας και το ψυχολογικό βάρος κι η πίεση που νιώθει κάποιος είναι ουσιαστικά αυτή που οδηγεί κάποιον να βαριέται, να βρίσκεται σε αδυναμία βρει τι θέλει να κάνει.