Λεξιστορείν: Το έπιπλο!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 107 ΦΟΡΕΣ
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη έπιπλο μαρτυρείται κυρίως στον πληθυντικό και σπανίως στον ενικό αριθμό.
Φαίνεται πως προέρχεται από το αρχαίο ρήμα επιπέλομαι = κινούμαι, πλησιάζω και σήμαινε αρχικά τα σκεύη που μπορούν να μετακινούνται και κατ’ επέκταση την κινητή περιουσία ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας (σε αντίθεση προς τη λέξη έγγεια που δήλωνε την ακίνητη περιουσία).
Σήμερα με τη λέξη έπιπλα καλύπτουμε το σύνολο των χρηστικών αντικειμένων (συνήθως κινητών) ενός σπιτιού, ενός γραφείου κτλ.