Η κουμπάνια των νησιώτικων σπιτιών, της ελληνικής υπαίθρου

Η κουμπάνια των νησιώτικων σπιτιών, της ελληνικής υπαίθρου

Η κουμπάνια των νησιώτικων σπιτιών, της ελληνικής υπαίθρου

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1331 ΦΟΡΕΣ

Όταν έφερε στην Ελλάδα τις πατάτες ο Καποδίστριας είπε «η αυτάρκεια σε τροφή είναι μέρος της ελευθερίας του ανθρώπου».

Οι παλιοί κάτοικοι της υπαίθρου και των χωριών μας, με την αυτάρκεια στα προϊόντα που παρήγαγαν, είχαν εξασφαλίσει την δική τους ανεξαρτησία. Ποτέ δεν περίμεναν από τα τυποποιημένα προϊόντα των πολυεθνικών, να τους θρέψουν. Ούτε και υπέφεραν στην μαύρη κατοχική πείνα, όπως πείνασαν τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Κάθε αγροτικό σπίτι ενός νοικοκύρη, γεωργού ή κτηνοτρόφου είχε τα πάντα. Στο υπόγειο κελάρι ή στην αποθήκη, οι νοικοκυραίοι φύλαγαν την πλούσια κουμπάνια τους, ιδίως για τους χειμερινούς μήνες. Ο κατάλογος των προϊόντων και των τροφίμων είναι ατελείωτος.

Ας ξεκινήσουμε από το σιτάρι. Μετά το άλεσμα στον αλευρόμυλο του χωριού, συντηρούσαν το αλεύρι για το βδομαδιάτικο ψωμί, αλλά και για άλλες εφαρμογές. Με αυτό έφτιαχναν λουκουμάδες, κυρίως του Αγίου Ανδρέα, διάφορες πίτες, όπως χορτόπιτες δηλ πίτες με αγριόχορτα ή μαραθόπιτες με μάραθο. Επίσης έφτιαχναν και έψηναν στο σπιτικό φούρνο, τα κουλουράκια της Λαμπρής και τις λαμπρόπιτες με τυρί.

Κάθε Σάββατο, η νοικοκυρά αφού ζύμωνε και έπλαθε τα ψωμιά, τα έψηνε στο φούρνο με τα ξύλα και μοσχοβολούσε η γειτονιά. Πάντα ξεχώριζε το Πρόσφορο της Κυριακής, τυπωμένο με το ξύλινο Τυπάρι. Τα υπόλοιπα τα τοποθετούσε στον πένδηλο δηλ στο πλεκτό, ανοικτό στρογγυλό, καλάθι που ήταν κρεμασμένο στο ταβάνι του σπιτιού.

Όταν περίσσευε το ψωμί, το έβαζε ξανά στο φούρνο και έφτιαχνε σπιτικά παξιμάδια.
Με το αλεύρι έφτιαχναν και τα μακαρόνια λαζάνια, της μακαρούνες, τις χυλοπίτες, τα πιτταρίδια. Αυτές ήταν πλατιές λωρίδες σπιτικής πάστας που σερβίρονταν συνήθως στους γάμους.

Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν με το αλεύρι και το σπιτικό κριθαράκι, τον φιδέ. Επίσης με το σιτάρι, έκαναν το πλιγούρι και τα βάρβαρα, της Αγίας Βαρβάρας.
Το λάδι ήταν το πιο πολύτιμο και απαραίτητο προϊόν. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των χωριών, διέθεταν τον δικό τους ελαιώνα. Πουλούσαν όσο λάδι ήθελαν και το υπόλοιπο το αποθήκευαν. Την κουμπάνια του λαδιού, την φύλαγαν σε μεγάλες γυάλινες νταμιτζάνες ή σε μεγάλα πήλινα πιθάρια, δηλ τους πίθους. Έτσι κατανάλωναν αγνό λάδι στο μαγείρεμα και στην χωριάτικη, γνήσια Μεσογειακή σαλάτα.

Το κρασί μετά το λάδι, ήταν και αυτό πρωταγωνιστής, στην σπιτική κουμπάνια. Οι αγρότες είχαν το καλλίτερο κρασί, βγαλμένο από τους δικούς τους μικρούς και μεγάλους αμπελώνες. Ήταν πατημένο στα δικά τους πατητήρια με τα πόδια και φτιαγμένο με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Έτσι γέμιζαν τα βαρέλια τους οι νοικοκυραίοι και είχαν την κουμπάνια τους σε κρασί. Απαραίτητα ένα μπουκάλι από το γλυκό κρασί, θα πήγαινε για Νάμα στην Εκκλησία.

Συνεχίζοντας τον πλούσιο κατάλογο των αγαθών που είχαν για τροφή τους οι κάτοικοι της υπαίθρου και των χωριών θα αναφερθούμε στα όσπρια. Σε λευκά, λινά τσουβάλια, φύλαγαν στο κελάρι φασόλια, φακές, ρεβίθια, φάβα, φασόλια γίγαντες, ξερά κουκιά, μέχρι και ξερά χαρούπια. (Στην Βόρειο Ελληνική ύπαιθρο, έχουν τα κάστανα που ευδοκιμούν ανάλογα με το κλίμα). Στο Μαστιχάρι είχαν τα λουμπουνάρια, που τα έφερναν από την Κάλυμνο.

Αυτά συνήθως έβγαιναν βρασμένα στο υπαίθριο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας, για την μεγάλη Σαρακοστή, μαζί με τι πράσινες, τσακιστές ελιές και τα νηστίσιμα σπιτικά τουρσιά. Περίοπτη θέση είχε στα Σαρακοστιανά εδέσματα και η Κώτικη λευκή μαγειριά ή μαεριά, φτιαγμένη από νισεστέ ή μουσταλευριά όπως την λένε.

Από την κουμπάνια δεν έλειπαν και τα ξηροκάρπια. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε τα δικά του καρύδια, αμύγδαλα, σησάμι και φυσικά τις νόστιμες σταφίδες. Αφού επεξεργάζονταν τις ψιλές άκουνες ή χοντρές ρώγες των σταφυλιών με το θολόσταχτο, τις άπλωναν πάνω στην στέγη του χαμηλόκτιστου σπιτιού και όταν αποξηραίνονταν καλά, η οικογένεια απολάμβανε την ευεργετική και θρεπτική σταφίδα. Το ίδιο έκαναν και με τα αποξηραμένα σύκα, απλωμένα και αυτά πάνω στην στέγη του αγροτόσπιτου.

Ακόμη είχαν φυλάξει για τις αποσπερίδες τους, ηλιόσπορους από τα δικά τους ηλιοτρόπια, είχαν στεγνώσει στον ήλιο κολοκυθόκουνες, δηλ πασατέμπο και διέθεταν και στραγάλια. Όπως ξεκούνιζαν τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, οι κουσελούδες, κουτσομπόλευαν τους άντρες μπερμπάντηδες και τις καοματούδες γυναίκες, δηλ τις άπιστες του χωριού. Που να βρεθεί τότε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά. Τα κουσέλια ή τα κουτσομπολιά, ήταν η μοναδική τους διασκέδαση! Αλίμονο σε αυτήν ή και σε αυτόν που θα παραπατούσε!

Φυσικά στην κουμπάνια, υπήρχε αποθηκευμένο και το κρέας. Ήταν κυρίως το χοιρινό κρέας, που μετά τα χοιροσφάγια, το φύλαγαν βυθισμένο στην γλίνα ή στην άρμη. Η γλίνα το ζωικό λίπος του χοίρου, γέμιζε τα μικρά κουζιά και ήταν το φυσικό μαγειρικό λίπος για κάθε κουζίνα. Έφτιαχναν μπουκιές, γρια, πασπαρά, κουσουμερί κλπ. Τον χοίρο τον έτρεφαν με διάφορα προϊόντα, από οπωροκηπευτικά και με την μαχτή ένα μίγμα με νερό και πίτουρα.

Στην άρμη ή αλάρμη από χοντρό αλάτι, έβαζαν και τις τσακιστές ελιές ή συντηρούσαν και τις μαζεμένες χαμάδες. Το αλάτι, το προμηθεύονταν χύμα από την αλυκή στο Τιγκάκι.

Τα αμπελόφυλλα έμπαιναν για συντήρηση και αυτά στην άρμη, εκτός από μερικά που τα περνούσαν στην κλώστη και τα κρεμούσαν για να ξεραθούν ψηλά στο ταβάνι, στις μεσσιές του σπιτιού. Επίσης οι νοικοκυραίοι είχαν κρεμασμένα ρόδια και πλεξούδες με σκόρδα. Κατάφερναν να έχουν μέχρι τα Χριστούγεννα όψιμα χειμωνικά πεπόνια και κολοκύθες. Η κουμπάνια ήταν πλούσια σε πατάτες και κρεμμύδια, που φρόντιζαν να τα φυλάγουν σε τσόχινα τσουβάλια.

Το βοδινό ή άλλο κρέας, δεν έλειπε από το τραπέζι. Συνήθως έτρεφαν και έσφαζαν κατά καιρούς κουνέλια, κότες ή μικρά κατσίκια, αρνιά και γουρούνια. Τις αγελάδες τις κρατούσαν για το γάλα και έτρωγαν τα αρσενικά βοοειδή. Όλα τα ζώα τα έτρεφαν με δικά τους προϊόντα, όπως πίτουρα, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, χόρτο, τριφύλλι κλπ.

Το καλοκαίρι, η οικογένεια ήταν καλυμμένη από πλήθος κηπευτικά και άλλα οπωρολαχανικά. Είχαν το μικρό ή μεγάλο μποστάνι τους, με ντομάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες, αγγούρια, πιπεριές καρότα, αγκινάρες λάχανα, μαρούλια και χορταρικά όπως σπανάκι, ραδίκια, σέλινο μαϊντανό κλπ.

Οι κάτοικοι των χωριών, το μόνο που αγόραζαν από το μπακάλικο τη γειτονιάς τους αν υπήρχε, ήταν καφές, τσάι, ζάχαρη και λίγο ρύζι. Τη ζάχαρη συνήθως την αντικαθιστούσαν με το γνήσιο μέλι, που προμηθεύονταν από τους μελισσοκόμους του χωριού.

Τα απαραίτητα είδη ραψίματος, τα έπαιρναν από το γυρολόγο της γειτονιάς, ενώ από τον πλανόδιο ψαρά, εφοδιάζονταν με φρέσκα ψάρια και θαλασσινά.
Ο κήπος, η αυλή και το χωράφι ποτέ δεν έμεναν ανεκμετάλλευτα. Πάντα υπήρχαν η μουριά, η ροδιά, η κυδωνιά, η βυσσινιά, η βερικοκιά και τα εσπεριδοειδή όπως η λεμονιά, η πορτοκαλιά, η μανταρίνια και η νεραντζιά, για να προσφέρουν ανάλογα με την εποχή, τους φρέσκους καρπούς τους.

Άλλα φρούτα, όπως οι απιδιές ή αχλαδιές, οι ροδακινιές, οι μηλιές, οι τζιτζιφιές και τόσα άλλα δένδρα οπωροφόρα και μη βρίσκονταν σε αφθονία σε όλα σχεδόν τα κτήματα. Ανάλογα με την εποχή, οι γυναίκες έφτιαχναν το γλυκό κουταλιού, όπως σταφύλι, κυδώνι, νεραντζάκι, βύσσινο και το γνωστό γλυκό ντοματάκι.

Πάντα είχαν γεμάτο το ντουλάπι τους με σπιτικά γλυκά, έτοιμα για να τρατάρουν, δηλ να κεράσουν, κάθε επισκέπτη και φιλοξενούμενο τους.
Οι νοικοκυρές τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα, έβγαιναν για να μαζέψουν μάραθο για τη μαραθόπιττα και διάφορα άλλα άγρια χόρτα για να τα βράσουν. Επίσης τον Μάιο, μάζευαν και άγριες, αγκαθωτές αγκινάρες Τα πρωτοβρόχια μάζευαν καραβόλους ή σαλιγκάρια, που τους έκαναν νόστιμο γιαχνί, με ντομάτες και πατάτες.

(Στην Κρήτη τους χοχλιούς ή κοχλιούς τους κάνουν στην θράκα ή μπουρμπουριστούς). Ενίοτε οι γυναίκες συνήθιζαν να μαζεύουν και μανιτάρια. Σε αυτά έπρεπε να είναι έμπειρες ώστε να τα γνωρίζουν καλά, ξεχωρίζοντας τα ακίνδυνα από τα δηλητηριώδη.

Πολλές φορές μάζευαν και διάφορα βότανα ή βραστικά όπως αλεσφακιά το γνωστό μας φασκόμηλο και μελισσόχορτο, ρίγανη, θυμάρι, δίκταμο και τσάι του βουνού. Μαζί με αυτά συγκέντρωναν από τη φύση και τα πρακτικά γιατροσόφια τους. Επίσης αποξήραιναν μαζί με τα άλλα βότανα και βασιλικό, δυόσμο, μέντα, λεβάντα, μελισσόχορτο, μοσκόχορτο, μυρτολούλουδο, δεντρολίβανο, μοσκολούλουδο, χαμομήλι και δάφνη.

Μέσα στην αυλή αναγκαίο ήταν και το κοτέτσι, ένα αυτοσχέδιο κλουβί για να τρέφονται οι κότες, με τον κόκορα τον αρχηγό. Έτσι η οικογένεια είχε εξασφαλίσει τα καθημερινά φρέσκα αυγά, αλλά και το κρέας της σε πουλερικά. Πολλές φορές έτρεφαν στο αγρόκτημά τους γαλοπούλες ή ακόμη χήνες, πάπιες, μέχρι και διακοσμητικά παγώνια.

Ο περιστερώνας πάντα εφοδίαζε με περιστέρια, το αγροτόσπιτο. Τα πουλερικά ανανεώνονταν με νέα κλωσόπουλα, ενώ ο κόκορας συνήθως θυσιάζονταν για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, με τον ίδιο τρόπο που θυσιάζονταν ο χοίρος στα χοιροσφάγια, αλλά και το καλοθρεμμένο αρνί ή κατσίκι τη Λαμπρή.

Το γάλα δεν έλειπε από το λιτό, αλλά υγιεινό τραπέζι των χωρικών. Μια κατσίκα ή μια αγελάδα, πάντα ήταν έτοιμη να καλύψει το πρωινό τους. Τα προϊόντα από το γάλα ήταν πολλά, όπως το τυρί το άσπρο, η μυζήθρα, το τυρί της τυριάς ή της πόσσας, βυθισμένο στο κατακάθι του κρασιού, το γιαούρτι και το σπιτικό βούτυρο με τα αποψίματά του.

Για τις μετακινήσεις τους οι γεωργο- κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν υποζύγια, δηλ. τα γαϊδούρια, ενώ οι πιο εύποροι τα άλογα ή τα μουλάρια. Για την ασφάλειά τους είχαν σκυλιά ράτσας, όπως ποιμενικούς και φύλακες των σπιτιών. Επίσης τα κυνηγόσκυλα σε όσους αγαπούσαν το κυνήγι, έφερναν θηράματα όπως λαγούς, πέρδικες, αγριόπαπιες, φασιανούς, ελάφια κλπ. Σημαντικό είναι, πως σε κάθε σπίτι οι πολυπληθείς γάτες, δεν άφηναν ούτε ποντικούς ούτε και φίδια να πλησιάσουν κοντά στην αγροικία.

Την καθημερινή προμήθεια τους σε νερό για τη λάτρα του σπιτιού, για προσωπική χρήση και για πόσιμο, έπαιρναν από το βαθύ πηγάδι, που είχε σχεδόν κάθε αγρόκτημα.
Οι κάτοικοι του χωριού, εφοδιάζονταν πολλές φορές και από την παρακείμενη φυσική πηγή, που ανάβλυζε αδιάκοπα. Για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν στα χαμηλοτάβανα πετρόκτιστα, μονόσπιτα που κατοικούσαν, είχαν το κεντρικό τζάκι.

Έκαιγαν μερόνυχτα στα κρύα του χειμώνα, κούτσουρα, από παλιές κλαδεμένες ελιές ή πρινάρια και ξερόκλαδα που μάζευαν καθημερινά από την γύρω φύση. Επίσης έπλυναν τα σκεύη που συνήθως ήταν πήλινα, (δεν υπήρχαν τότε τα ανθυγιεινά πλαστικά), στην παρακείμενη πηγή ή στο ποτάμι. Άλλοτε πάλι κουβάλαγαν νερό με την πήλινη λαγήνα, για να το πιουν και να πλυθούν το πρωί. Το καλοκαίρι άφηναν το λαγήνι βυθισμένο στο πηγάδι ή έξω στο παραθύρι, ώστε να κρατιέται το νερό δροσερό.

Στα χωριάτικα σπίτια, βλέπουμε τα παράθυρα ότι ήταν μικρά και ασφαλή με σιδεριές. Παράλληλα κρατούσαν στο πέτρινο σπίτι, την δροσιά το καλοκαίρι και τη ζέστη το χειμώνα.

Το τζάκι εκτός από την χαρά να συγκεντρώνει γύρω του την οικογένεια για να αποσπερίζουν με συγγενείς και γείτονες, ήταν χρήσιμο και αλλού, αφού η νοικοκυρά πάνω στην σιδερένιο τρίποδα ή την παρασκιά, μαγείρευε το φαγητό της. Στην αναμμένη φωτιά έφτιαχνε το καλλίτερο τυρί, μυζήθρα, γιαούρτι και ρυζόγαλο.

Δεν υπήρχε περίπτωση η νοικοκυρά του χωριού, να μαγειρέψει κάτι όπως για παράδειγμα καραβόλους, δηλ. σαλιγκάρια γιαχνί και να μην πάει «λίγη μυρωδιά» στην πεθερά και στη γειτόνισσα. Τα πιάτα πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα σπίτια, σαν κάτι το συνηθισμένο.

Με τα κάρβουνα κάθε γυναίκα, γέμιζε τον καρβουνιάρη, δηλ. το σίδερο, για να σιδερώσει τα καλά ρούχα της οικογένειας, για να πάει την Κυριακή στην Εκκλησία.
Το πλύσιμο των ρούχων, η μπουγάδα, γίνονταν στην ξύλινη ή τσίγκινη σκάφη, με σαπούνι φτιαγμένο από ποτάσα και ελαιόλαδο.

Έπλεναν στα κοντινά ποτάμια τα ρούχα με αλισίβα ή σταχτόνερο, μόνο αν ο καιρός το επέτρεπε. Τα ρούχα τους οι κάτοικοι των χωριών, τα έφτιαχναν στη μοδίστρα, τα κλινοσκεπάσματα στην αλεφαντού, την υφάντρα με τον αργαλειό και τα παπούτσια τους στον τσαγκάρη του χωριού τους.

Όλος αυτός ο τρόπος ζωής δεν στερούσε τίποτα από κανέναν. Είχαν καλύψει οι κάτοικοι της υπαίθρου τις ανάγκες τους για επιβίωση και ήταν ανεξάρτητοι οικονομικά και αυτάρκεις σε όλα. Κατανάλωναν αυτά που παρήγαγαν, αποθήκευαν ένα μέρος και παράλληλα πωλούσαν ό,τι τους είχε περισσέψει. Μπορεί να τους έλειπε η πολυκοσμία και ο αστικός τρόπος ζωής, είχαν όμως τη χορταστική ευημερία, που λίγοι την αντιλαμβάνονται. Είχε και άλλο ένα καλό η κουμπάνια, δεν γέμιζε τον πλανήτη με σκουπίδια. Ανακυκλώνονταν τα πάντα, αφού από τα αποφάγια έτρεφαν τις κότες και από τα φλούδια, τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα.

Στις μέρες μας καθημερινά, η νοικοκυρά ρίχνει αμέτρητες πλαστικές συσκευασίες, από μπουκάλια νερού και αναψυκτικών, καθώς και ατέλειωτες πλαστικές τσάντες, μολύνοντας έτσι με τόνους σκουπίδια το περιβάλλον.

Σήμερα ο Γερμανό- Ευρωπαϊκός φασισμός, μαζί με τους τοκογλύφους τραπεζίτες θέλουν να ανατρέψουν αυτό τον ευλογημένο τρόπο ζωής της υπαίθρου. Προσπαθούν να διαλύσουν την οικογένεια, να καταστρέψουν την ιδιοκτησία, την ιδιοκατοίκηση και την περιουσία του Έλληνα νοικοκύρη, με κάθε ύπουλο τρόπο. Για να κάνουν εύκολα θύματα και σκλάβους τους, ηλιόλουστες χώρες και φιλόξενους λαούς, επειδή τους φθονούν για την ευημερία τους. Θέλουν να μας αλλοτριώσουν και να μας βάλουν στο γνωστό μπλέντερ της παγκοσμιοποίησης, όπως σωστά, το συνέλαβε ο Ιάπωνας καλλιτέχνης.

Περισσότερο φθονούν τον αγνό Μεσογειακό τρόπο διατροφής, που περιέχει αγνό ελαιόλαδο και αυθεντικά χωρίς πρόσθετα και χημικά, τυποποιημένα τρόφιμα. Διότι όπως ισχυρίζονται τεκμηριωμένες επιστημονικές έρευνες, η νησιώτικη, Μεσογειακή διατροφή, είναι υπεύθυνη για την μακροζωία και την υγεία των κατοίκων της υπαίθρου.

Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη στο "ΒΗΜΑ της ΚΩ"

Διαβάστε ακόμη

Μαρία Καροφυλλάκη-Σπάρταλη: «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των Αγγέλων Βασιλεύς…»

Σάκης Αρναούτογλου: «Η Φωνή των Δωδεκανήσιων στην Ευρώπη»

Πρωτοπρεσβπυτερις Κυριάκος Μανέττας: Μια χαριτωμένη μοναχική συνοδεία στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου Ραβδούχου στο Άγιον όρος της Μονής Παντοκράτορος

Ελένη Καραγιάννη: Αξιολόγηση και κατάκριση στον δημόσιο βίο

Φίλιππος Ζάχαρης: Οι αγωνιστές των έρημων δρόμων και του βολικού διαδικτύου

Μαν. Κολεζάκης: Ιστορική αναδρομή στην oνοματολογία της Δωδεκανήσου

Στέφανος Χρύσαλλος: Έπεα Πτερόεντα (περί ορατότητας)

Χρήστος Γιαννούτσος: Μάτι... ένα έγκλημα δίχως τιμωρία