Λεξιστορείν: Σα δεν ντρέπεσαι!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 198 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα ντρέπομαι προέρχεται από την αρχαία λέξη εντρέπομαι που είναι σύνθετη από το εν (μέσα) + τρέπομαι (στρέφομαι).
Η αρχική σημασία του ρήματος ήταν στρέφομαι «εν», δηλαδή μέσα μου, κλείνομαι στον εαυτό μου από φόβο, ενοχή ή δισταγμό.
Έτσι και σήμερα το ρήμα (με την αποβολή του αρχικού «ε») ντρέπομαι και το παράγωγο του ντροπή έχει τη σημασία του «είμαι συνεσταλμένος, διστάζω να κάνω κάτι» ή του «νιώθω άσχημα όταν κάνω κάτι άσχημο»