Ο Βασίλης Μακρής, ιδιοκτήτης του Παραδοσιακού Καφενείου στην καρδιά της πόλης, μιλάει για την πορεία του
Είναι ένα κόσμημα ο «Κούκος». Και δεν είναι πια λίγα, είναι 600 τ.μ. και κάτω και πάνω και μέσα και έξω. Ένα παραδοσιακό καφενείο, σήμα κατατεθέν για την πόλη από το 1999! Ένας χώρος που από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, φιλοξενεί και λύπες και χαρές και αγωνίες των άλλων. Γι αυτό τον έστησε άλλωστε ο Βασίλης Μακρής, για να τους έχει όλους κοντά του στην καθημερινότητά τους! Είναι κι ο ίδιος εκεί, δεν είναι στη θάλασσα όπως άλλοι, γιατί όπως λέει «καμιά δουλειά δεν είναι στρωμένη» Είναι εκεί για να φτιάξει κάτι που χάλασε, να διευθετήσει κάτι που προέκυψε, να συντηρήσει τα γρανάζια της επιχείρησης που δουλεύει ρολόι. Ένας μερακλής άνθρωπος που ψάχνει να βρει συλλεκτικά κομμάτια να ομορφύνει τους χώρους του και σέβεται τον πελάτη, που με τη σειρά του τον τιμά κι αυτός. Γιατί αυτή είναι η σειρά Δεν γεννηθήκατε εδώ, δεν είστε Ροδίτης έτσι δεν είναι;
Καταγωγή από τη Λάρισα, ο πατέρας μου από εκεί η μαμά Θεσσαλονικιά, εγώ γεννήθηκα στου Ζωγράφου, στην Αθήνα. Ο μπαμπάς μου ήταν λογιστής, τον κατέβασε στη Ρόδο ο Λινάρδος, ο ξενοδόχος. Εγώ ήμουν έξι μηνών. Από έξι μηνών είμαι εδώ.
Τι σας έλεγαν οι δικοί σας άνθρωποι από παιδί, θυμάστε κάτι που σας επηρέασε, που σας καθόρισε;
Τον καημό της μάνας μου θα σας πω, να κουρευτώ. Δεκατέσσερα χρόνια ακούρευτος. Δεν θυμάστε ένα μαλλί που είχα; Αλλά ήταν άλλο το θέμα μου, ασχολιόμουν με μπαρ, ήταν το στιλ μου.
Είχατε πάει και στην Αθήνα να κάνετε χορό! Χορευτής θέλατε να γίνετε;
Ήταν το 1987, μετά το σχολείο. Ήμουν στην Αθήνα τους χειμώνες και στη Ρόδο τα καλοκαίρια. Επέστρεφα και δούλευα στο «Βεγγέρα» ως μπάρμαν, αυτό εδώ το μαγαζί στο οποίο χρόνια αργότερα το 1999, έστησα τον Κούκο
Και το χορευτής πώς σας προέκυψε;
Από παιδάκι πήγαινα στη σχολή της Μαίρης Βελιδάκη, μάθαινα σύγχρονο χορό και τζαζ. Χορευτής ήθελα τότε να γίνω, έκανα δικές μου χορογραφίες, στην Αθήνα φοίτησα δύο χρόνια στη σχολή του Φώτη Μεταξόπουλου και τα επόμενα τρία στην Κατερίνα Παυλάκη. Τα βράδια δούλευα μπάρμαν, μόνο από το χορό δεν επιβίωνες, δεν είχε χρήματα ούτε τότε ούτε τώρα. Παίρναμε ένα χιλιάρικο για να φτιάξουμε μια χορογραφία που χρειαζόταν μέρες και πολύωρες πρόβες για να παρουσιαστεί και εμφανιζόμασταν σε κέντρα, σε ταινίες, δεν υπήρχε στόχος. Όσο έκανα χορό δούλευα μπάρμαν στη «Φυγόκεντρο», συνοικιακό μπαράκι στο κέντρο του Ζωγράφου. Ήταν δίπλα στην πανεπιστημιούπολη, οι μισοί πελάτες ήταν Ροδίτες. Έρχονταν οι Ροδίτες φοιτητές, έρχονταν να με βρουν κι όσοι ανέβαιναν για λίγο στην Αθήνα, το μισό μαγαζί γέμιζε κάθε βράδυ με Ροδίτες.
Στη Ρόδο πως τ΄ αποφασίσατε να γυρίσετε;
Το καλοκαίρι του 1991 απλά αποφάσισα να μην ξαναφύγω για Αθήνα χειμώνα και να κάνω μια επιχείρηση που ονόμασα «Φυγόκεντρο», στην Ψαροπούλα. Έκανα μια «Φυγόκεντρο» στη Ρόδο αντί να πάω πάλι Αθήνα να δουλέψω. Την κράτησα ανοιχτή δύο χρόνια, μετά άνοιξα το Alarm, ψηλά στα 100 Μαγαζιά, όπου μαζευόταν όλη η Ρόδος, ύστερα το Privato πάνω από το Έλλη, όλα αυτά επινοικιάσεις βέβαια και με συνεταίρους, μετά το «Μπέιγουοτς» στο Τένις Κλαμπ, ύστερα το La scala για δύο σεζόν, σε συνεργασία με τον Ραπτάκη. Πέρασα λούκι εκείνη την περίοδο από παράγοντες που ήταν έξω από μένα όπως και με το Privato το οποίο όταν μας έκλεισε ο δήμος, γιατί ήταν του δήμου, έμειναν στο δρόμο 40 άτομα προσωπικό. Τα παράτησα όλα, είχα και συνεταίρους όπως σας είπα, ήταν μπέρδεμα Ήρθα, βρήκα ένα χώρο που τον αγαπούσα ήδη γιατί δούλευα εδώ, ήταν κλειστός, σφραγισμένος.. Βρήκα την ιδιοκτήτρια του ακινήτου, της είπα : «θα το καθαρίσω, θα το φτιάξω, θα είναι όμορφο μην αγχώνεσαι», κι έτσι κι έγινε. Ήταν λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου.
Τι ακριβώς θέλατε να κάνετε τότε, πως το φανταζόσασταν το μαγαζί;
Έβαλα τη φαντασία μου να δουλέψει. Ήθελα ένα απλό καφενείο, ένα λαϊκό μαγαζί που να το δουλεύω εγώ και το τραπεζάκι μπροστά στον πελάτη να είναι γεμάτο. Με λίγα λεφτά να γεμίζει και το μάτι και η όρεξη. Ήθελα να γεμίζω το τραπέζι με μικρά πιατάκια που να ΄χουν μέσα το καθένα τη δική του γεύση, κι όχι να κάνω κι εγώ ό,τι μου έκαναν εμένα σαν πελάτη δηλαδή σε μια πιατέλα όλα! Κι έτσι το 1999 σε κάθε μισό κιλό κρασί έβγαζα έξι πιατάκια και σε κάθε ένα κιλό κρασί έβγαζα δέκα πιατάκια. Κι όταν επαναλάμβαναν το κρασί επαναλάμβανα και τα πιατάκια. Σαν ξηρούς καρπούς το κανα. Συνεχίζω να το κάνω μέχρι σήμερα από το 1999! Κοστίζει εννέα ευρώ και τρώνε και πίνουν δύο άτομα. Ένα ζευγάρι ας πούμε ακούει καλή ελληνική μουσική, καίω κούτσουρα στα τζάκια και πάει σπίτι του ευχαριστημένο. Κι εγώ τα εννέα ευρώ για δύο, δεν τα έκανα τώρα με την κρίση, αλλά από το 1999. Ήθελα να είμαι κοντά στην καθημερινότητα του καθενός, να μπορεί να μου έρθει τρεις φορές την εβδομάδα. Να έχω ένα μαγαζί όχι για το σαββατοκύριακο, αλλά για κάθε μέρα, για στέκι, για να βγάλω τον κόσμο από το σπίτι του που δεν είχε και κρίση τότε και να με βοηθάει να συντηρηθώ καθημερινά. Κι αυτό έγινε.
Και μετά κάνατε καινοτόμα πράγματα για την εποχή!
Καθόμουνα κι έβγαζα τις ιδέες μου, τα πιατάκια μου, ο κατάλογος ξύλινος σαν μικρό τάβλι, η απόδειξη έβγαινε σε ξύλινο ζάρι, δεν έβαλα συνεταίρους μέσα, με τα παιδιά τους φίλους μου το δουλεύαμε. Με βοήθησαν στην ανακαίνιση, ήταν μαζί μου και στη λειτουργία του. Στον «Κούκο» όποιος θέλει μπορεί να φάει, όποιος θέλει μπορεί να πιεί καφέ και στις 2 τη νύχτα στο μπρίκι στη χόβολη, κι όχι όπως σε άλλα μαγαζιά που σου λένε: δεν σερβίρουμε καφέ μετά τις 10!
Το όνομα «Κούκος» πώς προέκυψε;
Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω «είμαι ο ρολογάς» μου λέει, ένα τούρκος που του είχα αφήσει να φτιάξει ένα ρολόι και το είχα ξεχάσει κιόλας. «Θα ρθετε να πάρετε τον κούκο, μου λέει, το κλείνω το μαγαζί, δεν πρόλαβα να τον φτιάξω»! Όση ώρα μιλούσα μαζί του έγραψα ασυναίσθητα στο χαρτί που είχα μπροστά μου «Κούκος» και έβαλα και γραμμούλες γύρω- γύρω. Κλείνοντας το τηλέφωνο βλέπω ότι είχα φτιάξει μια ταμπέλα έτοιμη. Λέω «Κούκο» θα το βγάλω το μαγαζί. Το ρολόι αυτό ήτανε δώρο στο γάμο του πατέρα μου και το είχε βάλει στην είσοδο του σπιτιού. Έμπαινε και το κούρδιζε ήταν ο μόνος και γκρίνιαζε που κανένας άλλος από εμάς δεν το έκανε. Αυτός ο κούκος όταν τον έχασα τον πατέρα μου σταμάτησε, δεν δούλευε, τον πήρα να τον φτιάξω. Η γυναίκα μου, μου λέει «μην το κάνεις, θα σε κοροϊδεύουνε, θα σου λένε «τρεις κι ο κούκος»! Λέω και θα το βγάλω έτσι και θα βάλω και το σήμα του ρολογιού και θα δουλεύει σαν ρολόι η επιχείρηση.
Υπάρχει αυτό το ρολόι σήμερα;
Είναι αυτός που έχω πάνω από το κεντρικό τζάκι. Ο κούκος είναι εκκρεμές, όταν τον ανοίξεις από πίσω δεν έχει ούτε μπαταρίες, ούτε καλώδια, έχει μόνο γραναζάκια που δίνουν κίνηση στο εκκρεμές που κινείται διαρκώς. Έτσι το ήθελα το μαγαζί, κι έτσι παλεύουμε μέχρι και τώρα να είναι.
Έχετε βάλει μέσα συλλεκτικά κομμάτια, τον αργαλειό, την ραπτομηχανή, τη λατέρνα . Πού τα βρίσκετε, η λατέρνα ειδικά
Σε διάφορα σημεία της Ελλάδας που πάω και βγαίνω έστω για μια βόλτα. Και επισκέπτομαι πάντα τα παζάρια. Όταν έρχεται συλλέκτης εδώ παθαίνει πλάκα γιατί αυτός μόνο μπορεί να εκτιμήσει πόσο σπάνια είναι. Η λατέρνα είναι πολύκαρπος Κωνσταντινούπολης, του 1936. Την εντόπισα στη Θεσσαλονίκη, κι ο άνθρωπος που μου την έδινε έκλαιγε. «Να προσέχεις το μαγαζάκι μου, μου έλεγε. Εμένα αυτό μου σπούδασε δύο παιδιά» .
Και το ξύλινο δάπεδο, τα χαλιά, οι σκάλες, ο παπαγάλος Πως τον λένε τον παπαγάλο;
Ο « Γιώργος», 12 χρόνια τον έχω, τον πήρα ενός χρόνου. Εγώ τον έλεγα Κούκο κι εκείνος μου απαντούσε «Γιώργο»! Το αποφάσισε το όνομά του μόνος του και είναι και του συγχωρεμένου του πατέρα μου το όνομα και το άφησα, τον λέω «Γιώργο». Έδωσα πολύ μεγάλο αγώνα γι αυτά τα ακίνητα τα διατηρητέα μέσα στο κέντρο, που ήταν ερείπια.
Έχετε κάνει πολλές επεκτάσεις και τελευταία φτιάξατε και ξενώνα!
Η πρώτη επέκταση έγινε το 2002 όταν έφτιαξα την πίσω αυλή, δεν είχε αυλή το μαγαζί. Η δεύτερη έγινε το 2005 όταν έκανα τον ξυλόφουρνο με τα πρωινά, το φρέσκο ψωμί, τα σφολιατοειδή, τα χειροποίητα γλυκά. Ό,τι γινόταν έδινε νέα πνοή στην επιχείρηση, έβαζα άλλο ένα γραναζάκι μέσα στον «Κούκο». Η τελευταία επέκταση έγινε το 2011 εν μέσω της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης, ήταν όμως για εμένα η μεγαλύτερη επένδυση και η πιο δυνατή μου. Πήρα το διπλανό ακίνητο όπου έγιναν οι ξενώνες, η νέα κουζίνα που μας έκανε πιο δυνατούς και ενώθηκε με τον χώρο του ξυλόφουρνου. Ο παραδοσιακός ξενώνας μας αποτελείται από δύο δίκλινα και δύο τρίκλινα, φτιαγμένα με συλλεκτικά κομμάτια, με πλήρες σέρβις με σοφά, με τζάκι, είναι δωμάτια χωριού. Κι ένα περίεργο πράγμα: πώς ερχόταν και άνοιγα σε όλες τις επεκτάσεις μου την παραμονή των Χριστουγέννων! Δεν το είχα καταλάβει, το συνειδητοποίησα την τρίτη φορά ότι γίνεται έτσι!
Ισχύει ότι είχατε προτάσεις να ανοίξετε τον «Κούκο» και σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Ναι, και απλά δεν το έκανα. Γιατί αυτό είναι μεράκι, πρέπει να ζεις εδώ μέσα. Έπρεπε να ζω εκεί. Ο Κούκος θέλει να είσαι εδώ, παρόν. Εκτός του ότι ο χώρος είναι πολύ μεγάλος πλέον, κι έχουμε φτάσει τα 40 άτομα προσωπικό, όταν χαλάσει κάτι θα το φτιάξω εγώ ο ίδιος, θα προσθέσω, θα αφαιρέσω θα στολίσω, θα καθαρίσω εγώ.
Μόνο έτσι γίνεται τελικά;
Αν δεν πιάνουν και λίγο τα χέρια σου, αν δεν είσαι πάνω από την επιχείρηση και δίπλα στο προσωπικό σου να το στηρίζεις δεν θα δεις γρήγορα το λάθος που γίνεται. Γιατί λάθη γίνονται. Το θέμα είναι να είμαστε εδώ για να τα λύνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Και το καλύτερο απ΄ όλα είναι όταν οι πελάτες μου, μου λένε τα λάθη μου. Όταν δεν μου τα λένε και τα παίρνουν μαζί τους αυτό είναι το χειρότερο.