“Είμαι πρόσφυγας. Θέλω να ζήσω”

“Είμαι πρόσφυγας. Θέλω να ζήσω”

“Είμαι πρόσφυγας. Θέλω να ζήσω”

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 342 ΦΟΡΕΣ

ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 5ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΡΟΔΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ

Στη μνήμη αυτών που έφυγαν τόσο άδοξα, λίγο πριν αγγίξουν το όνειρό τους, εκεί στο Ζέφυρο, που ο Θεός Αίολος δεν τον σταμάτησε, έστω για λίγο, μέχρι που να κάνουν το πρώτο τους βήμα, αυτοί οι βαριόμοιροι, στην ζεστασιά της ροδίτικης φιλόξενης γης!

Για λίγα μόνο μέτρα...πριν να αγγίξουν το θαύμα αναφέρεται το σχετικό άρθρο της μαθήτριας του 5ου Γυμνασίου της Ρόδου.
Η δημοσίευση γίνεται στο πλαίσιο της συνεργασίας που έχει η «Ρ» με τους μαθητές του 5ου Γυμνασίου της Ρόδου τους οποίους για μια ακόμα φορά ευχαριστούμε μαζί με τους καθηγητές που εποπτεύουν το πρόγραμμα κα Ντίνα Καλαούζη


Τρεις ιστορίες δημιουργικής γραφής με αφορμή τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν στο νησί μας. Τα παιδιά αμέσως έδειξαν έντονη ευαισθητοποίηση και ενσυναίσθηση που οδήγησε στην κατγραφή των σκέψεών τους «μέσα από τα μάτια του άλλου».

Ιστορία Πρώτη
«Επιτέλους Ιούνιος! Επιτέλους καλοκαίρι! Αυτό θα έλεγα κανονικά. Αλλά τώρα… Άλλες χρονιές μετρούσαμε τις μέρες για το καλοκαίρι, γιατί πηγαίναμε για ψάρεμα με τον παππού και τον μικρό μου αδερφό.
1η Ιουνίου. «Περίεργο… Δε νιώθω χαρά».
-Εντιγκέεε σήκω, είναι καλοκαίρι, τσίριξε ο Χαντίντ, ο μικρός μου αδερφός και έσφιξε στην αγκαλιά του το λατρεμένο του αρκουδάκι με το ένα αφτί. Δεν πρόλαβα να του απαντήσω και ακούστηκαν οι σειρήνες που πάλι άρχισαν να ηχούν λυσσασμένα. Χωρίς να το σκεφτώ άρπαξα τον Χαντίντ και τρέξαμε προς το καταφύγιο. Εκεί μας περίμενε η μαμά και η θεία.

«Μαμά ο αρκούδος μου φοβάται». Έκλαψε ο Χαντίντ και κουλουριάστηκε δίπλα της. Χωρίς σκέψη έσφιξα τη μαμά μου και προσευχόμασταν για άλλη μία φορά, με όλη τη δύναμη που έκρυβε η ψυχή μας, να μη σκοτωθούμε και σήμερα. Προσπάθησα να καλύψω τον αδερφό μου με το σώμα μου. «Τουλάχιστον να σωθεί εκείνος…» Σκέφτηκα. Μετά από λίγο οι σειρήνες έπαψαν. «Σωθήκαμε και σήμερα Θεέ μου!» Ψιθύρισε η θεία και ανέβηκε στο σπίτι. Η μαμά μου, όμως, κλείστηκε σε ένα δωμάτιο πάνω από δύο ώρες. Ανησύχησα και μπήκα από την άλλη πόρτα. «Μαμά κλαις;» ψέλλισα. Ξάφνου, σηκώθηκε και μου έσφιξε δυνατά το χέρι. «Δε θα πεθάνετε Εντιγκέ, όχι. Δε θα το επιτρέψω εγώ! Αύριο κιόλας…» Σταμάτησε να μιλά κι εγώ ένιωσα τα πόδια μου να μουδιάζουν. «Αύριο τι, μαμά;»
«Ούτε καν αύριο» συνέχισε σαν να μη με άκουγε καθόλου, «Σήμερα, σαν πέσει η νύχτα…» Δε χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο. Κατάλαβα. Της έγνεψα καταφατικά και έπεσα στην αγκαλιά της. Πριν μας αφήσει ο μπαμπάς για να πάει στον πόλεμο, με είχε βάλει να του υποσχεθώ πως θα τους φροντίζω και θα βοηθάω τη μαμά μου σε ό,τι με χρειαστεί. Ήμουν 14 χρονών πια. Πήρα έναν μικρό σάκο, πέταξα βιαστικά ό,τι ρούχα βρήκα και φώναξα στον αδερφό μο να κάνει το ίδιο. Μετά από λίγο είδα το σάκο παραφουσκωμένο, λες και μόλις τον άγγιζες θα πετάγονταν όλα έξω. «Χαντίιιντ! Τι έκανες εδώ;» Ήμουν περίεργη να δω τι μπορούσε να πιάνει τόσο πολύ χώρο!!! Όταν άνοιξα το σάκο πετάχτηκε το αρκουδάκι με το ένα αφτί. Ήθελα τόσο να του φωνάξω ότι τώρα δεν ήταν ώρα να πάρουμε μαζί μας παιχνίδια. Τώρα έπρεπε να τρέξουμε και να γλιτώσουμε. Τώρα θα κινδυνεύαμε. Όμως, σώπασα και δεν του είπα τίποτα.

«Εντιγκέ, ο αρκούδος μου ρωτάει αν θα ξαναγυρίσουμε στο σπίτι μας. Τι να του πω;» Τότε ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια. «Δε ξέρω Χαντίντ, Δε ξέρω…» Τον πήρα αγκαλιά και πήγαμε στην εξώπορτα που μας περίμενε η μαμά με το σάκο στο χέρι. Μαζί της κρατούσε σφιχτά ένα άσπρο μασουράκι. Μου έκανε νόημα και αρχίσαμε να περπατάμε. Περπατούσαμε πολλές ώρες. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσες. Από το περπάτημα δεν ένιωθα τα πόδια μου, το νερό μας είχε τελειώσει και η μαμά είχε κουραστεί τόσο πολύ να κουβαλά τον αδερφό μου στην αγκαλιά της! Όταν φτάσαμε σε ένα μικρό λιμανάκι είδα ένα μικρό καϊκάκι, σαν του παππού. Μέσα βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι. Δεν τους ήξερα. Όλοι τους φαίνονταν κουρασμένοι, φοβισμένοι και αμίλητοι. Ο μόνος που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ένας ψηλός άντρας με άγριο χαρακωμένο πρόσωπο. Πλησίασε τη μαμά και της ζήτησε κάτι. Αυτή του έδωσε το μασουράκι που κρατούσε ακόμα πολύ σφιχτά στο χέρι της. Αυτός πρόσταξε να μπούμε στο καΐκι. Μπήκα εγώ κι ο αδερφούλης μου, αλλά μόλις πήγε να μπει η μαμά ο άγριος κύριος την εμπόδισε. «Δεν έδωσες αρκετά». Η μαμά απελπισμένη με κοίταξε στα μάτια και μου είπε. Πρόσεχε τον αδερφό σου. Θα έρθω να σας βρω, το υπόσχομαι. Πρέπει να γλιτώσετε. Πρέπει, πρέπει, ακούς;»
Το καΐκι απομακρυνόταν. Δεν μπορούσα να κλάψω, δεν μπορούσα να φωνάξω. Πονούσα τόσο πολύ και φοβόμουν.

Ο αδερφός μου σχεδόν δεν κατάλαβε τι έγινε. Τόσο αποκαμωμένος που ήταν κοιμήθηκε και ψέλιζε: «Εντιγκέ, όταν γίνω μεγάλος θα σταματήσω τον πόλεμο και τότε θα σε πάρω να γυρίσουμε στο σπίτι μας, με το μπαμπά και τη μαμά. Αλήθεια σου λέω». Έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου για να μη βλέπω τα μεγάλα κύματα που έλουζαν το καΐκι, για να μη νιώθω τον παγωμένο αέρα, για να μην αισθάνομαι την πείνα και τη δίψα. «Πού πάμε;» αναρωτήθηκα. Κράτησα τα μάτια μου κλειστά. Οι άνθρωποι γύρω μου άρχισαν να εξαφανίζονται. Τη θέση τους πήραν ο παππούς και ο μπαμπάς με δολώματα στο χέρι. Η μαμά μάς χαιρετούσε χαρούμενη από την παραλία. Ο ήλιος έλαμπε πάλι! Το ημερολόγιο έγραφε: 1η Ιουνίου».

Βίβιαν Σχοινά
Γ΄ Τάξη


Διαβάστε ακόμη

Συνέχιση των κινητοποιήσεων των εργαστηριακών ιατρών του Ι.Σ.Ρ.

Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 50% για την off season περίοδο θα αιτηθούν οι ξενοδόχοι με στόχο την επιμήκυνση της σεζόν

Νομαρχιακό Τμήμα ΑΔΕΔΥ Δωδεκανήσου: 24ωρη Πανυπαλληλική Απεργία, Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Επίτιμος διδάκτορας ο Μητροπολίτης Ρόδου

Ενθαρρυντικά ξεκινάει η σεζόν για τη ΔΕΡΜΑΕ

Συνέδριο για τον ρόλο της δημοσιογραφίας στην τοπική ανάπτυξη διεξάγεται στη Ρόδο

Ιακ. Γρύλλης: «Επιχειρείται η ηθική και οικονομική εξόντωσή μου»

54 προσλήψεις από τον δήμο Ρόδου για την προστασία των δασών