Λαϊκές αφηγήσεις: Ιστορίες και παραμύθια από το Γεννάδι της Ρόδου

Λαϊκές αφηγήσεις: Ιστορίες και παραμύθια από το Γεννάδι της Ρόδου

Λαϊκές αφηγήσεις: Ιστορίες και παραμύθια από το Γεννάδι της Ρόδου

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1122 ΦΟΡΕΣ

Όταν τον 19ο αιώνα η επιστήμη της Λαογραφίας έκανε την εμφάνισή της για πρώτη φορά στην Ελλάδα με κύριο εκφραστή τον Νικόλαο Πολίτη, οι λαογράφοι μαζί με ιστορικούς της λογοτεχνίας έπεσαν με τα μούτρα στη διάσωση του δημοτικού μας τραγουδιού, παραμελώντας το παραμύθι, παρ’ ότι, κατά τη γνώμη μου, ήταν μια φυσική συνέχεια των αρχαιοελληνικών μύθων.

Η αιτιολογία δεν ήταν άλλη από εκείνην που ο ίδιος ο πρωτοπόρος της Λαογραφίας μας, ο Νικόλαος Πολίτης, διετύπωσε:

«Εἰς τ' ἄλλα εἴδη τοῦ λόγου, τάς παροιμίας καί τούς μύθους, τά παραμύθια καί τά αἰνίγματα, ὧν ἡ μετάδοσις ἀπό λαοῦ εἰς λαόν εἶναι εὐχερής καί συνήθης, τά παρεισδύσαντα πολυπληθῆ ξένα στοιχεῖα καθιστοῦν δύσκολον τήν διάκρισιν τοῦ ὀθνείου ἀπό τοῦ ἰθαγενοῦς. Ἀλλ’ εἰς τά τραγούδια καί τάς παραδόσεις ὁ ἐθνικός χαρακτήρ ἀποτυπώνεται ἀκραιφνής καί ἀκίβδηλος».

Κι όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς. Έχω την άποψη πως ό,τι συνέβη στο παραμύθι, τους μύθους, τις παροιμίες και τα αινίγματα, το ίδιο συνέβη και στο δημοτικό μας τραγούδι. Απ’ όπου κι αν πέρασε, έδωσε και πήρε. Αυτό έκανε και το παραμύθι. Και σ’ αυτό το δούναι και λαβείν έγκειται η ουσία του πράγματος. Γιατί τις περισσότερες φορές η λαϊκή θυμοσοφία ξέρει καλά να αφομοιώνει ό,τι θετικό και να απορρίπτει ό,τι αρνητικό, προσαρμόζοντας τη ξένη κουλτούρα στα του οίκου της και αποδιώχνοντας ό,τι πιστεύει πως είναι ανώφελο στη δική της.

Άλλωστε αυτό είναι και το όφελος στα δάνεια μεταξύ των πολιτισμών. Ότι ο ένας λαός, ο ένας πολιτισμός, γίνεται εξ ετέρου λαού, εξ ετέρου πολιτισμού, σοφότερος. Το ισοζύγιο είναι πάντα κερδοφόρο. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το τραγούδι, αλλά με όλες τις εκφάνσεις της κουλτούρας ενός λαού και ενός έθνους.

Ίσως στα τραγούδια μας εμείς οι Έλληνες έχουμε μάθει να υμνούμε περισσότερο την πατρίδα και την ιστορία της. Άλλωστε με την ποίηση υμνούσαν οι αρχαίοι τα κατορθώματά τους. Έτσι έγινε και με το κλέφτικο τραγούδι, γιατί τότε το είχε ανάγκη η πατρίδα· να τραγουδήσει και να παροτρύνει τους αγωνιστές της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Γι’ αυτό και ο Πολίτης πιάστηκε από αυτό που ήθελε, για να αποδείξει ευκολότερα την ιστορική συνέχεια του Έλληνα -και καλά έκανε.

Αλλά ποια είναι εκείνα τα αντικειμενικά κριτήρια που θα αποκρυσταλλώσουν με σαφήνεια και νηφαλιότητα τον εθνικό χαρακτήρα, ότι είναι ακραιφνής και ακίβδηλος; Και πόσο εύκολο είναι να ξεχωρίσεις το οθνείον από το ιθαγενές! Μήπως λοιπόν ο Νικόλαος Πολίτης όταν εξέφραζε την άποψη αυτή, εξέφραζε την εποχή του και μόνο; Και στο κάτω-κάτω δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να υπερασπιστεί με την επιστημονική του γλώσσα, με την άγνωστη έως τότε γλώσσα της λαογραφίας, την υπόσταση της ίδιας της πατρίδας του, η οποία σφόδρα αμφισβητείτο όχι μόνον από μεμονωμένους ανθέλληνες, αλλά ακόμη και από ορισμένες από τις λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις της εποχής.

Ο Jakob Philipp Fallmerayer «καραδοκούσε» τότε, προκειμένου να αποδείξει στην παγκόσμια κοινότητα, ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι η συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων. Και κάποιοι έπρεπε από την πλευρά του νεοσύστατου έθνους των Ελλήνων να πλουτίσουν τη φαρέτρα τους, να συλλέξουν επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία προς την κατεύθυνση της αδιάλειπτης συνέχειας της ελληνικής ιστορίας με ασφαλές και σταθερό «σκαλοπάτι» το Βυζάντιο και να τα παραθέσουν στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και τη διεθνή κοινή γνώμη προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και μόνο της αλήθειας.

Οι επιστήμες της ιστορίας, της φιλολογίας, της γλωσσολογίας, μαζί με τη λαϊκή παράδοση «πήραν φωτιά». Η καταφυγή στο Βυζάντιο κρίθηκε μονόδρομος. Πρώτοι απ’ όλους ο Παύλος Καλλιγάς (1814-1896) με τη μελέτη του «Περί εθίμων», ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921), ιδρυτής της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα, με τα τραγούδια και τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, καθώς και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881) με την ευθύνη της συγγραφής της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, ήσαν εκείνοι που μαζί και με άλλους επιστήμονες προέβαλαν την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων και έδωσαν τις δέουσες απαντήσεις στον Fallmerayer και τους άλλους αμφισβητίες της ελληνικής ταυτότητας.

Έτσι, λοιπόν, έχω την άποψη πως το ελληνικό παραμύθι αδικήθηκε σε σχέση με την έρευνα και τη διάσωσή του. Και ο σημαντικότερος, ίσως, λόγος είναι αυτός που αναπτύχθηκε πριν. Αδικήθηκε έναντι του δημοτικού τραγουδιού.

Η πορεία της καταγραφής του ελληνικού παραμυθιού ξεκίνησε με τον Νικόλαο Πολίτη το 1880, όταν δημοσίευσε άρθρο σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό «Εστία» με τον τίτλο «Δημώδη παραμύθια» και την ένδειξη «Εν Μονάχω 1879». Στο μεταξύ περιοδικά και βιβλία, όπως η Πανδώρα και ο Ιλισός δημοσιεύουν λαογραφικό υλικό, ενώ τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια του 19ου αι. και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου πραγματοποιήθηκε ουσιαστική καταγραφή και διάσωση του λαϊκού παραμυθιού.

Σίγουρα όμως το ελληνικό παραμύθι οφείλει πολλά στον Richard Dawkins (1941), στον Δημήτριο Λουκάτο (1908-2003), στον Γεώργιο Μέγα (1893-1976), στον Μιχάλη Μερακλή (1932) , στον Νικόλαο Πολίτη (1852-1921), στον Στίλπωνα Κυριακίδη (1887-1964), στον Δημήτριο Οικονομίδη (1909-2010), αλλά και στους Ανδρέα Μιχαηλίδη-Νουάρο (1922) και Μηνά Αλ. Αλεξιάδη (1948) από την Κάρπαθο.
Έτσι, λοιπόν, μπορούμε, νομίζω, να ισχυριστούμε πως τα παραμύθια γεννιούνται για να ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο. Δεν έχουν σύνορα. Είναι σαν τα τραγούδια. Γεννιούνται για να ζήσουν όχι μόνο στο γενέθλιο τόπο τους, αλλά και για να ταξιδεύουν πέραν των δικών τους συνόρων. Κι αυτό είναι κάτι που τα χαρακτηρίζει.

Κι είναι το παραμύθι μια ανάγκη της ίδιας της ζωής μας. Από την ώρα που θα δούμε το πρώτο φως κι αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο μας, θέλουμε να ηχήσουν στ’ αυτιά μας τα πρώτα παραμύθια της γιαγιάς και της μαμάς, του παππού και του πατέρα. Κι ωσότου να κλείσουμε τα μάτια μας, τα κουβαλάμε στο μυαλό και στην καρδιά και κάθε τόσο τ’ ανασύρουμε για να νοιώσουμε εμείς καλά, αλλά και για να τα πούμε στις επερχόμενες γενιές και τις έτι αγέννητες. Και είναι εξίσου αληθές, πως το κάθε παραμύθι, μπορεί να είναι ένας μύθος, μια «κατασκευασμένη» ιστορία, μα στον πυρήνα της κρύβει μιαν αλήθεια, που τη χρειαζόμαστε στην καθημερινότητά μας.

Ο Γεώργιος Μέγας υποστηρίζει, πως μπορεί το παραμύθι να μη μπαίνει στα καλούπια της πραγματικής ζωής, όμως έχει μια προσαρμοστικότητα ως προς τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου, το περιβάλλον, τους μύθους και τις δοξασίες, έτσι που στο τέλος γίνεται κομμάτι της ίδιας της ζωής και εμπλουτίζεται με τα χαρακτηριστικά του λαού που το καλοδέχτηκε.

Τα παραμύθια, τέλος, είναι η εξέλιξη των μύθων, είναι οι συνεχείς μεταλλάξεις τους με διαφύλαξη του πυρήνα, είναι ο πλούτος που προστίθεται από στόμα σε στόμα, από χωριό σε χωριό, από περιοχή σε περιοχή, από χώρα σε χώρα, από ήπειρο σε ήπειρο. Είναι το πιο πολυταξιδεμένο πράγμα, όπως και τα δημοτικά τραγούδια, που πετά σαν αποδημητικό πουλί από τόπο σε τόπο για να τραφεί το ίδιο και να κάμει καινούργιους απογόνους. Αυτό είναι το παραμύθι. Αναπόσπαστο και αναγκαίο κομμάτι της ζωής του ανθρώπου. Κι αυτό συμβαίνει από τα πανάρχαια χρόνια, όπου το παραμύθι συναντά τους προγονικούς του μύθους και περνά από μέσα του τους φόβους για τα φυσικά φαινόμενα, τον συναγελασμό του με τα ζώα, τον θάνατο, τα μεταφυσικά φαινόμενα που δεν ξέρει να ερμηνεύσει, τους μάγους και τα μάγια τους, τις δεισιδαιμονίες, τα ανερμήνευτα όνειρά του κι άλλα πολλά που τον εκπλήσσουν και θέλει να εξοικειωθεί μαζί τους.

Ο Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου στην «Ιστορία της Ρόδου», υποστηρίζει πως και τα Δωδεκάνησα, (παρ’ ότι σκλαβωμένα στον οθωμανικό ζυγό και μετά την Επανάσταση του 1821 και την Απελευθέρωση), ακολουθώντας το παράδειγμα της Ελλάδας, στα χρόνια της τουρκοκρατίας θα συνεχίσουν τη μεσαιωνική και την αρχαία τους παράδοση, αλλά και θα εμπλουτίσουν τη νεοσύστατη Λαογραφία με την απαγγελία δημοτικών ασμάτων και τη διήγηση παραμυθιών, βρίσκοντας διέξοδο λόγω της έλλειψης ψυχαγωγίας. Όλα αυτά τα παραμύθια, τα αινίγματα, οι παροιμίες, οι επωδές, όπως συνέβη και με τα ακριτικά άσματα, τα ιστορικά, τις παραλογές, τα τραγούδια του γάμου, τα δίστιχα, τα κάλαντα, τα μοιρολόγια κ.ά., είναι παραλλαγές των βυζαντινών που προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της νέας εποχής, αλλά και στη γλώσσα του τόπου. Έτσι κρατήθηκε στα δύσκολα χρόνια η παράδοση, η συνέχεια της ιστορίας μας, η γλώσσα μας, η εθνική μας συνείδηση.

Πρωτοπόροι στη συλλογή δωδεκανησιακών παραμυθιών θεωρούνται οι:
-Βρόντης Αναστάσιος (Ρόδος)
-Γρηγορόπουλος Μιχαήλ Σ. ( Σύμη)
-Διαμαντάρας Αχιλλέας (Καστελλόριζο)
-Ζαράφτης Ιάκωβος (Κως)
-Μαλανδράκης Μιχαήλ Η. (Πάτμος)
-Μανωλακάκης Εμμανουήλ (Κάρπαθος)
-Μιχαηλίδης-Νουάρος Ανδρέας (Κάρπαθος)
-Παπαδόπουλος Γεώργιος Ι. (Νίσυρος)
-Σοφός Αντώνης Μ. (Κάσος)
-Χαβιαράς Νικήτας (Σύμη)
κ.ά.

Ένα βράδυ, λοιπόν, στο Γεννάδι κουβέντα στην κουβέντα «περί ανέμων και υδάτων», ένας αγαπητός εξάδελφος έφερε τη συζήτηση στα παιδικά μας χρόνια, τα παραμύθια, τις ιστορίες, τους δράκους, τα ξωτικά, τις νεράιδες και τα ποτάμια. Πήρε το μυαλό στροφές κι άρχισα να ρωτώ ονόματα για καλούς παραμυθάδες και ιστορητές στο χωριό, γιαγιάδες, παππούδες, υπερήλικες που να έχουν το χάρισμα της διήγησης. Το πρώτο πλάνο με τις πρώτες κατευθύνσεις βγήκε εκείνο το βράδυ.

Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκαν στα χέρια μου τα πρώτα ονόματα καλών ιστορητών του Γενναδιού. Το πρώτο όνομα έφερνε το επόμενο. Κι οι δυσκολίες του πρώτου καιρού με τα κλειστά στόματα, τις δυσπιστίες, τα «δε θυμούμαι», «τι τα θέλεις τώρα ’φτα», «εγώ είμαι μια αγράμματη γεναίκα», «α με περιπαίζουν οι αθρώποι», σε λίγο καιρό άρχισαν να δίνουν τους πρώτους καρπούς. Πρώτα απ’ όλα την εμπιστοσύνη, δεύτερο με την υπομονή τη δική μου πως «δε μας βιάζει κανένας, όποτε σκεφτείς κάτι εσύ, μου λες κι έρχομαι», τα στόματα άρχισαν να μιλούν. Και μίλησαν και αφηγήθηκαν και ιστόρησαν όσα εκείνοι γνώρισαν και θέλησαν να μας αφήσουν ως δικές τους ιστορήσεις.

Τους ευχαριστώ από καρδιάς ανακοινώνοντας τα ονόματά τους με αλφαβητική σειρά:
1.- Ακκούρης Σταύρος του Γεωργίου,
2.-Αντωναρά Ευαγγελία του Κωνσταντίνου το γένος Φίλιππου Γιαμαλή,
3.-Ευθυμίου Δημήτριος του Βασιλείου,
4.-Κασίμης Γιώργος του Χριστόδουλου,
5.-Κώνστα ή Μαστρογιάννη Δέσποινα του Κωνσταντίνου το γένος Βασιλείου Ευθυμίου,
6.-Μηλιού Δέσποινα (π-Ποιν-νιώ) του Μιχαήλ το γένος Μερκούρη Χατζηγεωργίου ή Μερκουρίου
7.-Παπαζαχαρίου Γιώργος του Εμμανουήλ,

8.-Πιζήμολα Καθολική του Στέργου το γένος Ιωάννου Καλλιγά,
9.-Πιζήμολας Μιχάλης του Δημητρίου,
10.-Σιαλά Στεργούλα (Κούλα) του Αχιλλέα το γένος Βασιλείου Χατζηδημητρίου.
11.-Χατζηγεωργίου Γεώργιος του Μερκουρίου.
Και βεβαίως ο κατάλογος δεν εξαντλείται εδώ. Υπάρχει και συνέχεια.

Κάθε φορά, λοιπόν, που ξεκινούσα μια συνάντηση κι άρχιζαν τα πρώτα λόγια της ιστόρησης, το μυαλό μου ταξίδευε στα δικά μου παιδικά παραμύθια, αλλά και γέμιζε σοφία ο νους με τις δικές τους σοφίες που τους χάρισε μέσα από τα σκληρά τους βάσανα σε καιρούς χαλεπούς η ίδια η ζωή. Άνθρωποι της ζωής και του μόχθου που γεννήθηκαν σ’ έναν τόπο πανέμορφο αλλά και δύσκολο για την επιβίωση. Άνθρωποι γεννημένοι στη σκλαβιά, με προγόνους που δεν γνώρισαν τη λευτεριά. Κι όμως από μέσα τους απορρέει μια τρυφεράδα, μια ανθρωπιά, μια γλυκύτητα, μια ομορφιά, μια λεβεντιά καθαρά ρωμαίικη, γιομάτη αισθήματα για τους διπλανούς, για τους γείτονες, για το χωριό όλο.

Διαπίστωσή μου ταπεινή είναι, πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν το χάρισμα της αφήγησης. Το αρνητικό με αυτούς τους χαρισματικούς ανθρώπους είναι πως ολιγοστεύουν συνεχώς και σιγά-σιγά υπάρχει ο κίνδυνος να εξαφανισθούν, ύστερα μάλιστα και από τις ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών.

Οι «δικοί μου» ιστορητές και παραμυθάδες είναι άνθρωποι σαν όλους εμάς. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Είναι αυτοί που μπορούν να διασώζουν και να διαδίδουν με μια ευχέρεια μοναδική και ευχάριστη τις ιστορίες του τόπου τους και το ελληνικό παραμύθι. Είναι οι διασώστες της παράδοσης του τόπου τους.

Ακούστε, λοιπόν, μια από τις ιστορήσεις, μιας πανέμορφης αρχόντισσας του Γενναδιού που έφυγε φέτος από τη ζωή πλήρης ημερών, στην ηλικία των εκατόν ενός ετών, της Δέσποινας Μηλιού του Μιχαήλ, το γένος Μερκούρη Χατζηγεωργίου ή Μερκουρίου, όπως ακριβώς μου τη διηγήθηκε στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα:

Η αντροχωρίστρα
Είχ΄ε μια γ-καќιά γεναίκα. Αφτή έκαμνεν πολλdά κακά. Βάρκα ν-έπιαν-νε γ-ќαι πάαιν-νε στην Αλεξάντρα ќι εχάλαν τ’ αντρόϋνα του κόσμου! Τ’ όνομάν της ’εν το ξέρω.
’Ντωμεταξύ λοιπό στο χωργιό το ’μάθα. Έπιαν-νε, λε, βάρκα κάθε νύχτα ќι ’πάαιν-νε στην Αλεξάντρια, επάαιν-νε ’ποδώ ’ποќεί, έκαμνε γ-κακά μεγάλα, εχώριζε ν-τ’ αντρόϋνα. Μια φορά, λε, επαρακολουθήσασι, εκρύφτη γ-κάποιος, έπιασε γ-ќι έκοψε ’πο το φουστάνι ν-της παν-νί, για να πει ότι πράγματι την είδε. Την είδε, λε, ώσπου μια μέρα το ’πε στον μ-παπά. Λε,
-«Κάμετε, λε, κόλλdυβα ќαι βάρτε τα πάνω στο μνήμα ν-τού κάθε μιανού, ’α κλείσετε τες βάρќες σας, ’α μη μ-παν να τα ταράξουσι τα κόλλdυβα. Τη ν-νύχτα τώρ’ αφτό θα γίνει. Ḱι άμα ν-είναι ν-ταραμένα στο δικό ν-της το μνήμα τότες θα πει ότι πράγματι το κάμαν οι αθρώποι.»

Ε, επήα ’μ-πο το πρωί, ήβρα ν-το δικό ν-της το κόλλdυβο ξαμμένο ’δω ќαι ’ќει. Ο παπα-Δημήτρης ήτο, ’που του πατέρα σου το σόι, ο Γιαχ΄ιάς. Λέει, λε, ο παπα-Δημήτρης άμα ν-του το ’παν μ-πιο λοιπό, λε:
-«Θα ’ρτετε τέσσερα παλλdικάργια, γερά, ’α ’ρτετε τη ν-νύχτα, ’α πάμε γ-κάτω επί τόπου, ’α της μιλήσω ќι ’α δ-δεχτεί αφτή αυτά που ’α της πω, ’α τη σ-σώσουμε.»
Όπως είπεν ο παπάς, έτσι έγινε. Επήα ν-τρία τέσσερα παλλdικάργια γερά ќαι βρίσκουν τη γ-ќαι ’κάθετο πάνω στο μ-πυλλdιώνα. Μίλησέ ν-της πιο ο παπάς. Λε, βαστάτε με. Λέει της,
-«Έλα κόρη μου να ’μπεις ες το μνήμα σ-σου, ’α σε ξεβγκάλω ’γω, να σου ψάλλdω, να σε κάμω, ’α σε λειτουργήσω, λε, να χωνευτείς στο μνήμα σ-σου.» Λέει,
-«Όχ΄ι ’εν ε-μπαίν-νω».

Την επαρακάλεσε τρεις φορές. Της είπε,
-«Έλα ’α μπεις ες στο μνήμα σου, να συχ-χωρεθείς».
Με κανέναν ν-τρόπο. Τότες λέει, λε, στα παλλdικάρια, λε,
-«Κρατήσετέ με σφιχτά, γιατί με τον αέρα που θα πάρει ’φτη, θα με παρασείρει.»
Βαστούσα ν-το, λε, τα παλλdικάρια ќαι της λέει:
-«Έλα να ’μπεις ες τον ν-τάφο σου», ќι αρνήθηκε, ќαι της λέει:
-«Σύρε να πάεις στη θ-θάλασσα, στο γιαλλdό να πάεις ќαι να μετράς τη θ-θάλασσα με το κουτάλι ќαι μετρημό να μην έχ΄ει. Σύρε ќαι να μη ξαναφανείς».
Άνεμος ήτο, λε, ќαι πήρεν τη ќαι τελείωσε μ-πιο.

Τέλος, και αφού σας ευχαριστήσω για την υπομονή σας, θέλω να ανακοινώσω στο Σώμα, ότι το υλικό που βρέθηκε είναι άφθονο και ενδιαφέρον και «υποψιάζομαι» πως θα προκύψει βιβλίο. Το εύχομαι. Το ενδιαφέρον και το κουράγιο πάντως υπάρχουν.

Εισήγηση του Κώστα Ε. Σκανδαλίδη στο ΙΘ΄ Πολιτιστικό Συμπόσιο της Σ.Γ.Τ.Δ., Ρόδος 8-11 Οκτωβρίου 2015

Διαβάστε ακόμη

Ομιλία της αρχαιολόγου Κωνσταντίας Κεφαλά στις 17 Μαΐου

Το Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ Ρόδου και Νοτίου Αιγαίου επιστρέφει δυναμικά | 1-4 Ιουνίου

Παν-Μεσογειακή εκδήλωση για την Ημέρα της Μεσογείου στη Ρόδο

Δωρεάν είσοδος στα αρχαιολογικά μνημεία της Δωδεκανήσου το Σάββατο

«Το Όνειρο ενός Γελοίου» σήμερα και αύριο στο Δημοτικό Θέατρο Ρόδου

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νίκου Κωνσταντινίδη: «ΠΟΛΙΤΗΣ ΕΝΟΧΟΣ;»

Ηχοχρώματα, μια πανδαισία ήχων...

Διθυραμβικές κριτικές για τη Ροδίτισσα ηθοποιό Καλλιόπη Χάσκα ως Ιουλιέτα, σε μεγάλη διεθνή συμπαραγωγή Ελλάδας-Τουρκίας