Η γωνιά της γλώσσας μας: Ποιο από τα δύο είναι το σωστό

Η γωνιά της γλώσσας μας: Ποιο από τα δύο είναι το σωστό

Η γωνιά της γλώσσας μας: Ποιο από τα δύο είναι το σωστό

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1723 ΦΟΡΕΣ

Επιμέλεια: Κατσαράς Αλέξανδρος
Φιλόλογος
(katsaras2002@yahoo.gr)

Υπάρχουν λέξεις και φράσεις στην γλώσσα μας που μας προβληματίζουν για την ορθογραφία και το νόημα τους. Κάποιες από αυτές μάλιστα προκαλούν έντονες διαμάχες μεταξύ των γλωσσολόγων με πολλαπλές απόψεις και ερμηνείες. Μερικά παραδείγματα είναι τα εξής:

δήμος Ρόδου ή δήμος Ροδίων;: δήμος είναι η συνέλευση ενός λαού, το σύνολο του λαού (π.χ. η Εκκλησία του Δήμου των αρχαίων Αθηναίων). Σωστότερο λοιπόν να λέμε δήμος Ροδίων και όχι δήμος Ρόδου.

ορθοπαιδική ή ορθοπεδική;: λέξη που προκαλεί διαμάχες μεταξύ των γλωσσολόγων. Πιο κοντά στην (γλωσσολογική) αλήθεια φαίνεται να είναι ο τύπος ορθοπαιδικός, λέξη που πρωτοέπλασε το 1741 ο Γάλλος γιατρός Nicolas Andry, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, για να δηλώσει τη διόρθωση σωματικών δυσπλασιών του παιδιού. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία και για τους ενηλίκους. Η λέξη ορθοπεδική καθιερώθηκε αργότερα είτε από το λατινικό pes-pedis =το πόδι, είτε από το ελληνικό πέδη= τα δεσμά, οπότε ορθοπεδική είναι το να ορθώνεις τα οστά, τα πόδια με πέδες (με δεσμά, με επίδεση).

κτίριο ή κτήριο;: προτιμότερο το κτήριο, καθώς ετυμολογείται είτε από το οικητήριον, το μέρος όπου κατοικεί κανείς, είτε από το ευκτήριον (από το ρήμα εύχομαι). Το ευκτήριον είναι ο χώρος, ο οίκος, όπου οι πιστοί αναπέμπουν ευχές/ προσευχές προς τον Θεό τους.

γιαλός ή γυαλός;: γιαλός καθώς η λέξη προέρχεται από το αρχαίο αιγιαλός.

αυτοκινητικό ή αυτοκινητιστικό (δυστύχημα);: το σωστό είναι αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά και το "αυτοκινητιστικό δυστύχημα" είναι πολύ συνηθισμένο και δεν ενοχλεί.

σορός ή σωρός;: πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Το ουσιαστικό σoρός είναι θηλυκού γένους. Πρόκειται για αρχαία λέξη. Σημαίνει το σώμα νεκρού ανθρώπου, το λείψανο. Το ουσιαστικό σωρός είναι αρσενικού γένους. Είναι και αυτή αρχαία λέξη. Δηλώνει σύνολο πραγμάτων που βρίσκονται κάπου μαζί, χωρίς να έχουν τακτοποιηθεί, ταξινομηθεί κτλ

γλείφω ή γλύφω;: επίσης πρόκειται για δύο λέξεις με διαφορετική σημασία. Το πρώτο το χρησιμοποιούμε στη γλώσσα με τη σημασία «γλιστρώ πάνω σε μια επιφάνεια», «σύρω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι», ενώ το δεύτερο για να δηλώσουμε το λάξευμα, το σκάλισμα μιας πέτρας ή άλλου υλικού για να φτιάξουμε ένα γλυπτό.Αποτελεί συνώνυμο του ρήματος σμιλεύω.

ξύδι ή ξίδι;: η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό οξίδιον της αρχαιοελληνικής λέξης όξος = ο ξινός και όχι από το οξύς. Επομένως το σωστό είναι ο τύπος ξίδι.

δωσίλογος ή δοσίλογος;: η λέξη είναι συνώνυμη της αρχαίας λέξης δωσίδικος και σημαίνει αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για τις πράξεις του, o υπόλογος. Κατά την περίοδο της κατοχής δωσίλογοι ονομάστηκαν οι συνεργάτες των Γερμανών και των συμμάχων τους. Η σωστή γραφή είναι με «ω», καθώς προέρχεται από το μέλλοντα δώσω του αρχαίου ρήματος δίδωμι + λόγος.

παντρεύομαι ή νυμφεύομαι;: λανθασμένα έχει επικρατήσει το πρώτο ρήμα και για τα δυο φύλα. Το ρήμα παντρεύομαι για να είμαστε ακριβείς, είναι σωστό να χρησιμοποιείται μόνο για γυναίκες.

Η γυναίκα παντρεύεται, δηλαδή μπαίνει υπό τη φροντίδα του άντρα της. Το αρχαιοελληνικό ρήμα ήταν υπανδρεύομαι, ζω δηλαδή υπό την εξουσία του άνδρα (υπό+ άνδρας). Η ύπανδρος γυναίκα είναι η υπό τον άνδρα γυναίκα, η έγγαμος. Το ρήμα νυμφεύομαι πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για άντρες. Ο άντρας νυμφεύεται, αποκτά δηλαδή τη δική του γυναίκα, την δική του νύμφη.

αλίμονο ή αλλοίμονο;: ο σωστός τύπος είναι αλίμονο, καθώς προέρχεται από το επιφώνημα δυστυχίας και συμφοράς αλί, που προέρχεται από το ευαγγελικό επιφώνημα

«ἠλὶ ἠλὶ λαμά σαβαχθανί» (τα τελευταία λόγια τού Χριστού πάνω στον Σταυρό) + το μόνον. Υπάρχει και η άποψη πως παράγεται από την αρχαία φράση "αλλ’ ει μόνον" που σημαίνει "αλλά εαν μόνο".

ταξίδι ή ταξείδι ;: η λέξη ταξίδι ετυμολογείται από το ελληνιστικό ταξίδιον που σήμαινε «εκστρατεία» και είναι υποκοριστικό του αρχαίου τάξις. Άρα η σωστή ορθογραφία είναι με «ι». Στους μεσαιωνικούς χρόνους το ταξίδι απέκτησε τη σημερινή σημασία.

καλύτερος ή καλλίτερος;: για πολλά χρόνια υπήρχε σύγχυση ως προς τη γραφή της λέξης, καθώς και οι δύο τύποι απαντούν σε μεσαιωνικά κείμενα.

Ωστόσο, όπως εξήγησε ο Γεώργιος Χατζιδάκις ήδη από το 1888, ο συγκριτικός βαθμός έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τα επίθετα σε -ύς (πλατύς- πλατύτερος, ταχύς- ταχύτερος κ.λπ.) και όχι από το θέμα του συγκριτικού καλλίων ή του μεσαιωνικού κάλλιος. Επομένως, ο σωστός τύπος είναι το «καλύτερος».

τρένο ή τραίνο;: προέρχεται από το γαλλικό train και από το ρήμα trainer (= τραβάω).Εξαιτίας της παρουσίας και επίδρασης του αγγλικού train, η λέξη γραφόταν στο παρελθόν -αι- ακολουθώντας οπτικά την ξένη λέξη. Επειδή όμως υπάρχει μια τάση απλοποίησης των ξένων λέξεων τα τελευταία χρόνια στην ελληνική γλώσσα, καθιερώθηκε η γραφή με –ε-.

παλληκάρι ή παληκάρι;: η λέξη παληκάρι οφείλεται σε απλοποίηση του ορθού τύπου που είναι με δύο –λλ-. Αποτελεί υποκοριστικό της αρχαίας λέξης πάλληξ =ο νεαρός, ο έχων ηλικία μικρότερη του εφήβου.

Κατά την μεσαιωνική εποχή απέκτησε την σημασία «σύντροφος και ακόλουθος ενός πολεμιστή» και κατ’ επέκταση « ο γενναίος μαχητής» «ο άνθρωπος που μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή, απειλή ή κίνδυνο, δε δειλιάζει».

εγχείριση ή εγχείρηση;: ο τύπος εγχείρηση ορθογραφείται σωστά με -η- εφόσον προέρχεται από το αρχαίο « εγχειρώ», που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιπποκράτη με τη σημασία «χειρουργώ». Η λέξη εγχείριση προέρχεται από το ρήμα εγχειρίζω που σημαίνει « δίνω κάτι στο χέρι κάποιου», άρα δηλώνει την πράξη του να δίνεις κάτι στα χέρια κάποιου (π.χ ένα έγγραφο μια επιστολή), το να απονέμεις μια διάκριση και όχι την χειρουργική επέμβαση.

καινούργιος ή καινούριος;: η λέξη προέρχεται από το επίθετο καινουργής (καινός + έργο) της αρχαίας ελληνικής. Οπότε, ετυμολογικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να φύγει το "γ" και να αλλάξει το θέμα του "καινούργιος".

τέως ή πρώην;: και οι δυο λέξεις αναφέρονται σε κάποιον που κατείχε μια θέση, ιδιότητα, αξίωμα στο παρελθόν. Η λέξη τέως χρησιμοποιείται για κάποιον που κατείχε μια θέση ή ένα αξίωμα μέχρι πριν λίγο, δηλαδή ήταν ο τελευταίος πριν από αυτόν που το κατέχει τώρα.

Αντίθετα η λέξη πρώην είναι πιο γενική και αναφέρεται σε οποιονδήποτε κατείχε μια θέση στο παρελθόν και δεν την κατέχει πια.

Διαβάστε ακόμη

Πάνος Δρακόπουλος: «Στη θέση των διωκόμενων εκπαιδευτικών – ο καθένας»

Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Λονικέρα η ιαπωνική (Lonicera japonica), κοινώς αιγόκλημα, αγιόκλημα

Δημήτρης Προκοπίου: Θαλάσσιος τουρισμός

Ηλίας Καραβόλιας: Το συμβάν που έγινε σημείο

Αργύρης Αργυριάδης: Απορίες για μία φαραωνική μεταρρύθμιση στον χώρο της Δικαιοσύνης

Ηλίας Καραβόλιας: Οι νέοι μεγάλοι πόλεμοι

Κυριάκος Μιχ. Χονδρός: 109 χρόνια από ένα μεγάλο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού

Χρήστος Γιαννούτσος: Ψηφίζουμε στις Ευρωεκλογές επειδή δεν υπάρχει Planet B