1821 Σελίδες Ιστορίας: Ο θρυλικός καπετάνιος της Κάσου Χατζη-Βαρθολομαίος με τους σκληρούς αγώνες

1821 Σελίδες Ιστορίας: Ο θρυλικός καπετάνιος της Κάσου  Χατζη-Βαρθολομαίος με τους σκληρούς αγώνες

1821 Σελίδες Ιστορίας: Ο θρυλικός καπετάνιος της Κάσου Χατζη-Βαρθολομαίος με τους σκληρούς αγώνες

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 327 ΦΟΡΕΣ

Μια συνάντησή του στο λιμάνι της Αλεξάντρας

Του ιεραπόστολου Ζαχαρία Εμμ. Χαλκιάδη*

Ήτο η εποχή**, κατά την οποίαν, εις την Κάσον τα τέλεια του Εμπορείου(1) ναυπηγεία, πληθωρικά προσέφερον εις την εμπορικήν ναυτιλίαν διαφόρων χωρητικοτήτων πλοία.

Η διεξαγωγή του διακομετακομιστικού εμπορίου εις την Μεσόγειον, μεγάλας οφείλει, χάριτας εις την Κασιακήν ιστιοφόρον ναυτιλίαν της εποχής εκείνης. Τα λιμάνια της Αιγύπτου προ παντός και έπειτα τα της Ρουμανίας και Ρωσσίας, καθημερινώς εφιλοξένουν πλοία Κασιακά, των οποίων τα πληρώματα ατρόμητα διέσχιζον τας θαλάσσας κατά τας πλέον επικινδύνους του χειμώνος εποχάς.

Εις την αυλήν του Αγίου Σάββα πολλαί επιτύμβιοι πλάκες-εκ των οποίων και μέχρι σήμερον ακόμη σώζεται μία-έμειναν εκεί σαν καλλίτεροι μάρτυρες των θαλασσομάχων εκείνων Κασίων, οι οποίοι εθυσίαζον και ζωήν και παν το ποθητόν προκειμένου να εκτελέσουν το καθήκον αυτών.

Πολλά σωζόμενα ίχνη ζωής της ηρωικής νήσου της εσχατιάς του Αιγαίου, καταμαρτυρούν την στενήν επικοινωνίαν των ναυτικών της κατοίκων μετά της Αιγυπτιακής γης, από την οποίαν ήτο πεπρωμένον να ξεκινήσουν αργότερα τα στίφη των αιμοχαρών καταστροφέων του ενδόξου νησιού.

Τότε..
1808 Κεντί. Και μέσα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας πληθώρα πλοίων ιστιοφόρων ήσαν αγκυροβολημένα.
Άλλα εφορτώνανε άλλα ξεφόρτωναν, μερικά απ’ αυτά ετοιμάζοντο για αναχώρησιν ενώ από μακρυά τα κάτασπρα πανιά των φθανόντων καραβιών, διακρινόντουσαν μόλις.

Η καμπάνα του Αγίου Σάββα την ώραν εκείνην εσήμαινε τον Εσπερινόν. Ήτο Εσπερινός του Αγίου Δημητρίου. Πολλοί από τους καπιτανέους και τα πληρώματα των καραβιών που θα άφηναν το λιμάνι σε λιγάκι για το πέλαγος, με προορισμούς διαφόρους, είχαν πάγει να προσευχηθούν. Ύστερα από την απόλυσιν κατέβηκαν στην αγοράν.
Αγόρασαν ό,τι μέχρι της ώρας εκείνης, δεν είχαν αγοράσει για των καραβιών προβίστες(2) και τράβηξαν για το λιμάνι, όπου τους περίμεναν οι βάρκες.

Μια από τις βάρκες αυτές ήτο και του καραβιού του Χατζή Βαρθολομαίου-Χαζή Παρταλαμίου. Μέσα στην βάρκα μπήκεν αυτός και όσοι ήσαν μαζή του απ’ το πλήρωμα. Λαμνίζοντας(3) έφτασαν εις το καράβι, από ενωρίς σπασσαρισμένο(4).
Πρώτη τους δουλειά ήτο να καθίσουνε να φάνε. Ύστερα από το φαγητό που το κοσμούσαν πάντα τα έξυπνα και νόστιμα καλαμπούρια, όλοι επιδόθηκαν στο έργον.

Ο ήλιος είχε πεια βαπτισθή εις την Δύσιν, το σκοτάδι ήρχισε να ξαπλώνεται, εις την πόλιν και το απέραντο λιμάνι, το δε παρηγορικό φως του γηραιού Φάρου, εξαπλώνετο μέσα στις πλατειές εκτάσεις του Λυβικού.
Εις το καράβι ακατάπαυστη η προπαρασκευή για αναχώρηση. Οι άγκυρες ήταν απίκου(5).

Περίμεναν μονάχα ν’ αλλάξη η νύχτα και να βγάλη τον καιρό από μέσα η Αλεξάντρα, για να φύγουν. Μάλιστα τα πανιά του καραβιού ήταν ανοιχτά και δεν έλειπε παρά μόνον η διαταγή του καπετάνιου. Και στις στιγμές αυτές ο φρουρός της κουβέρτας άκουσε μια φωνή απ’ του καραβιού την άκρη.
Προβάλλοντας βιαστικά μέσα στο σκοτάδι, δεν μπορούσε να διακρίνη φυσιογνωμία. Άκουσε μονάχα φωνή τουρκική, όπου ζήταγε βοήθεια.

Έτρεξε στον καπετάνιο και του διηγήθηκε το γεγονός. Χωρίς να χάση καιρό, ο Χατζή-Βαρθολομαίος, έτρεξεν, άκουσεν με τα ίδια του τα’ αυτιά, και διέταξε να κατεβάσουνε τη σκάλα και μόνος του κατέβηκε και ανέβασε τον Τούρκο. Τον ωδήγησε στην πρύμνην.
-Τι τρέχει, μωρέ παλληκαρά μου; τον ηρώτησεν.

Ο Τούρκος με κομμένην και εξαιρετικά ικετευτικά φωνή, άρχισε να διηγείται σε διάλεκτο δική του:
-Είνε χρόνια τώρα, καπετάνιε μου, που ο πατέρας μου τροφοδοτεί με χασαπικά(6), την Αλεξάνδρεια. Έχει άφθονα τσιφλίκια, από τον Φοίνικα μέχρι τη Μάκρη, γνωστούς δε πολλούς και προ πάντων χασάπηδες.
Έχει πολλούς εδώ στην Αλεξάνδρεια, συνεπεία της δουλειάς του.

Δυό-τρία, ταξίδια, τώρα τελευταία, έφερε κι εμέ μαζή του για να συνηθίσω τη δουλειά. Την φοράν, όμως, αυτήν ’κείνος έμεινεν εις την πατρίδα, και κατέβηκα εγώ με την ελπίδα ότι τέλεια πεια, είμαι μπασμένος μέσα στης δουλειάς, το νόημα. Από την στιγμήν που ήρθα μέχρι σήμερον, ο χασάπης μ’ έπαιξε με το σήμερο και με το αύριο. Απέφευγε να με πληρώση. Και στο ύστερον, με προσκάλεσεν απόψε να μου κάνει τραπέζι.

Ήτο, όμως, το τραπέζι αυτό το καταχθόνιον μέσον, για να με ξεβγάλουν και να φάνε τα λεπτά. Έτσι σε μια επίθεση που μούκαναν, αντιστάθηκα, τους έκανα όλους άνω κάτω εκεί μέσα, πήρα ένα κομμάτι ξύλο εις το χέρι μου και αφήκα χωρίς πνοή τον χασάπη. Οι άλλοι εν τω μεταξύ τόσκασαν λάσπη, κι εγώ τράβηξα κατά την θάλασσα. Είδα το καράβι σου μ’ απλωμένα τα πανιά, κατάλαβα πώς πρόκειται ν’ αναχωρήση κι αποφάσισα και ήρθα. Τώρα, καπετάνιε μου, ή σφάξε με ή σώσε με.

Στη ζωή σου, όμως, και στων παιδιών σου τη ζωή, μη με παραδώσης στις Αρχές.
Είπεν αυτά ο Τούρκος και αναλύθηκε σε κλάματα. Ο καπετάν Χατζη-Βαρθολομαίος ένοιωσε την συγκίνηση βαθειά. Σηκώθηκεν από το μέρος του και άρχισε να διατάσση:
-Βίρα άγκουρα(7), εφώναξεν.

Εμπρός η βάρκα μ’ έξη κουπιά να καλαμάρουν το πινέλλο-αγουρέττο και βίρα αργάτη(8) για να βγούμεν εις το πέλαγος.
Η διαταγή του καπετάνιου εξετελέσθη εν τω άμα. Ύστερα, από δυό μονάχα ώρες, το καράβι αυλάκωνε πειά τα θολά νερά του προλιμένος, και σιγά απομακρύνετο.
Στο διάστημα του ταξιδιού άκρα περιποίησις εγίνετο στον Μωχαμέτ Σουλεϊμάν. Έτσι ωνομάζετο ο Τούρκος. Επί τέλους ύστερα από λίγες μέρες πλησίαζαν εις την Ανατολήν και η τελευταία βόλτα του καραβιού τους έπιασεν στους Σέττε Κάβους(9)

Εκεί εζήτησεν ο Μωχαμέτ Σουλεϊμάν να τον αποβιβάση το καράβι. Φώναξε ιδιαίτερα τον Χατζή Βαρθολομαίο. Στάθηκε μπροστά του, του πρόσφερε το δακτυλίδι του, την πιστόλα του, τον σαρδισμά(10) του και του λέγει:
-Παρ’ αυτά, καλέ μου καπετάνιε, για ενέχυρο, και σ’ όποια σκάλα μέχρι τη Μάκρη θα σου τ’ αλλάξουνε για τριακοσίας λίρας.
-Βάλε τα πράγματά σου εις την θέσιν του, του είπεν ο Χατζη-Βαρθολομαίος-πάρε και τα οκτώ μεζήτια, αυτά για χαρτζιλίκι σου και ως για μένα ένα καλό που έκανα το πετάσσω στον γυαλό.

Στο άκουσμα της απαντήσεως αυτής, ο Μωχαμέτ Σουλεϊμάν, πήρε τα χέρια του Χατζή Βαρθολομαίου και τα φιλούσε στοργικά, παρακαλώντάς, τον νάρθη καμιά φορά στον πατέρα του να τον γνωρίση.
Ο Χατζής δεν απέφυγε να του δώση την υπόσχεσιν. Κατέβασαν την βάρκαν εις την θάλασσαν και τον ξεμπαρκάρησαν στους Σέττε Κάβους.

Ήταν βραδυνό πεια και το καράβι έβαλε πλώρη εις το πέλαγος με προορισμό την Κάσον. Όταν εσκοτείνιασε, τα βουνά της Ανατολής, έδειχναν θέαμα φαντασμαγορικό, από τις φωτιές που είχεν ανάψει ο Σουλεϊμάν για χαιρετισμό προς το καράβι. Τον χαιρετισμό ανταπέδωσε το πλήρωμα με το άναμμα των φαναριών.

Συνεχίζεται

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Χαλκιάδης Εμμ. Ζαχαρίας (1904-1972), ιερέας, ιεραπόστολος στην Αφρική, τυπογράφος, δημοσιογράφος, λαογράφος, συγγραφέας.
** Από τη συλλογή του Κώστα Τσαλαχούρη. Εφημερίδα «Δωδεκάνησος» της Αλεξανδρείας, από Σάββατον 24 Μαρτίου 1928, Αριθμ.133, έτος Πρώτον, σελίδα 4η. μέχρι Σάββατον 14 Απριλίου 1928 αριθμ. 136, σελίδα 4η.

1. Όρμος εις την Βόρειαν παραλίαν της νήσου, όπου η άλλοτε ακμάσασα ομώνυμος πόλις και της οποίας ανακαλύπτονται τα ερείπια μόνον.
2. Προμήθεια. από το ιταλικό provvisione
3. Ξεκινώντας, πηγαίνοντας
4. Καταφορτωμένο.
5. Έτοιμες

6. Ζώα προορισμένα για να σφαγούν
7. Σηκώσετε την άγκυραν
8 Δουλέψατε τον στρόφαλλον
9. Επτά κάβους. Παράλια μέρη της Ανατολής.
10. Είδος μαχαίρας.

Εμπορειό
Εμπορειό
Αλεξάνδρεια, πλατεία Προξένων
Αλεξάνδρεια, πλατεία Προξένων
1869 Εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ
1869 Εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ
Κάσος
Κάσος
Ο Ζαχαρίας Εμμ. Χαλκιάδης, ιεραπόστολος, συγγραφέας

Διαβάστε ακόμη

Σελίδες Ιστορίας: Ποιες και ποιοι εργάστηκαν στην Καπνοβιομηχανία ΤΕΜΙ επί Βρετανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (Γ' Μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου (β' μέρος)

Η Παλιά και η Νέα Αγορά της Ρόδου

Η Ρόδος, ο Γρίβας και ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου

Δωδεκάνησα: Η Ενσωμάτωση, η ημερομηνία που δεν άλλαξε και μια προσωπική μαρτυρία

Η ιστορία της Αρχαγγελίτισσας Παρασκευής Γιακουμάκη: Στη Στράτα του Προφήτη Ηλία

Σελίδες Ιστορίας: Ο δρόμος των Παθών με τα γλυπτά, ο Σταυρός του Φιλερήμου και η κατάληψη της Μονής στις 20 Σεπτεμβρίου 1947