«Ο μικρός φιλικός», της Μαρίας Αρβανιτάκη

«Ο μικρός φιλικός», της Μαρίας Αρβανιτάκη

«Ο μικρός φιλικός», της Μαρίας Αρβανιτάκη

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 850 ΦΟΡΕΣ

Παρουσίαση Στέλλα Π. Βουτσά*

Η Μαρία Αρβανιτάκη ξαναχτυπά! Μετά τα «Σχολικά Θεατρικά Έργα για τη γιορτή της 7ης Μαρτίου», την «Αναστασία της Ρόδου» και τον «Ιππότη και τον Δράκο», τα οποία δύο τελευταία, προσωπικά, διάβασα ομολογουμένως απνευστί, η συνάδελφος και φίλη, η εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Μαρία, επιστρέφει με ένα εξίσου ενδιαφέρον μυθιστόρημα με τίτλο: «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΦΙΛΙΚΟΣ» (εκδόσεις Διάνοια, Αθήνα, 2023).

Πρόκειται για ένα βιβλίο 138 σελίδων με δράση καταιγιστική που εξελίσσεται στη Ρόδο (εντός και εκτός της Μεσαιωνικής Πόλης, intra και extra muros), στην εποχή του 1821, την ώρα που το εθνεγερτήριο σάλπισμα ήταν έτοιμο να ηχήσει. Στη Ρόδο, λοιπόν, παραμονές της έκρηξης της Επανάστασης, αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Όλα τα παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού, του Στεργάκη, ο οποίος έμελλε να γίνει «ο Μικρός Φιλικός». Το πολύ ενδιαφέρον, κατά την άποψή μου, είναι ότι όσα βλέπουν τα μάτια του Στεργάκη να διαδραματίζονται, όλες οι προεργασίες και ζυμώσεις που θα οδηγούσαν στον ξεσηκωμό του Γένους στη Ρόδο, έχουν πίσω τους ως ιστορικό μωσαϊκό -που εκτυλίσσεται παράλληλα- όλα τα βαρυσήμαντα γεγονότα της εποχής.

Είναι, δηλαδή, σαν να έχουμε δύο επίπεδα δράσης: των δικών μας πρωταγωνιστών και των μεγάλων πρωταγωνιστών της επίσημης Ιστορίας. Και αυτό, είναι που επέτυχε, κατά την άποψή μου, με πολύ αριστοτεχνικό τρόπο η Μαρία Αρβανιτάκη: τη σύνθεση της μικροϊστορίας καθημερινών και απλών ανθρώπων (αυτό που ο κορυφαίος Ισπανός φιλόσοφος και συγγραφέας Miguel de Unamuno ονόμασε «Intrahistoria») με την επίσημη Ιστορία των μεγάλων γεγονότων και πρωταγωνιστών.

Έτσι, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας μας (ο κλασικός αφηγητής του 19ου αιώνα, αιώνας στον οποίο εκτυλίσσεται και η δράση μας), παράλληλα με τη δράση των προσώπων του, παραθέτει και τα σημαντικά ιστορικά δρώμενα της εποχής: ακούμε, λοιπόν, για την «Αόρατον Αρχή» της Εταιρείας, παρελαύνει μπροστά στα μάτια μας ένας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος κηρύσσει την Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με εκείνο το απαράμιλλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», παρακολουθούμε ανήσυχοι την Ιερά Συμμαχία του Μέττερνιχ να καιροφυλακτεί για να καταπνίξει κάθε επαναστατική κίνηση, ακούμε τα κανόνια της Επανάστασης να ηχούν στον Μωριά και στη Στερεά Ελλάδα, βλέπουμε την Πάτμο να σηκώνει τη σημαία της Επανάστασης, γεμίζουμε ελπίδες αντικρίζοντας τους Ψαριανούς και τους Κασιώτες να εξοπλίζουν και να επανδρώνουν τα καράβια τους και τόσα άλλα γεγονότα που τα γνωρίζουμε από τα ιστορικά εγχειρίδια και εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, σαν ταινία, σε μια παράλληλη οθόνη με αυτή των πρωταγωνιστών του βιβλίου μας.

Από τις πιο εικόνες που η πένα της Μαρίας Αρβανιτάκη αποτύπωσε με ιδιαίτερη ζωντάνια και χάρη ξεχωρίζουν αυτές στη Χώρα της Ρόδου (τειχισμένη πόλη), αλλά και στα Μαράσια (εκεί όπου ζούσαν οι Ρωμιοί, μια και δεν τους επιτρεπόταν να μένουν στη Χώρα). Στα Μαράσια τα σπίτια των ορκισμένων Φιλικών είχαν μετατραπεί σε κυψέλες του επικείμενου ξεσηκωμού, όπως εύστοχα αφηγείται η Αρβανιτάκη.

Εκεί οι Φιλικοί είχαν πέσει με τα μούτρα και μελετούσαν τα σχέδια της Επανάστασης. Ιδιαίτερα υποβλητική είναι η εικόνα που συνθέτουν οι συναγμένοι Φιλικοί με το χέρι στο Ευαγγέλιο και κάτω από το βλέμμα του Παντοκράτορα την ώρα που δίνουν τον φοβερό όρκο.

Με τον ίδιο παραστατικό τρόπο η Αρβανιτάκη μεταφέρει το κλίμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στο κεφάλαιο: «Ένας μορφωμένος αγωνιστής». Αυτός ο μορφωμένος αγωνιστής είναι ο Αργύρης, η επιρροή του οποίου υπήρξε καταλυτική για τον νεαρό Φιλικό Στεργάκη.

Ο Αργύρης μυεί τον μικρό πρωταγωνιστή μας στον πολιτισμό των προγόνων του μέσα από τη «Λογική» του Αριστοτέλη και «Τον Βίον και τις Ανδραγαθίες του Βασιλέως Αλεξάνδρου του Μακεδόνος». Επίσης, μαθαίνουμε (στην παράλληλη ιστορική τοιχογραφία που προαναφέραμε) ότι στην Ευρώπη υπάρχει εκδοτικός οργασμός από τους Έλληνες που ζουν εκεί, αφού βγαίνουν συνέχεια βιβλία, περιοδικά, φυλλάδες.

Διαβάζουμε για την πεποίθηση των Διαφωτιστών ότι το σκλαβωμένο Γένος θα μπορούσε να διεκδικήσει την ελευθερία του μόνο μέσω της Παιδείας. Πρώτα, λοιπόν, έπρεπε να παιδευτεί ο κάθε ραγιάς σε αυτόν τον «πλούτο τον άφθαρτο», όπως ονομάζει τη γνώση ο παπα-Μανουήλ του βιβλίου και μετά η Ρωμιοσύνη ολόκληρη θα οδηγούνταν στην ελευθερία της.

Γιατί ελευθερία χωρίς παιδεία είναι αδύνατον να υπάρξει, όπως άλλωστε υποστήριξαν όλοι οι κορυφαίοι Νεοέλληνες Διαφωτιστές, ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και τόσοι άλλοι. Γι’ αυτό και ένα απαίδευτο έθνος είναι αδύνατο να πιστέψει στον εαυτό του και να διεκδικήσει την ελευθερία του.

Με ιδιαίτερη γλαφυρότητα σκιαγραφείται και η προσωπικότητα του καινούριου Μπέη της Ρόδου, του Σουκιούρ Μπέη. Φαίνεται σκληρός και άτεγκτος, σε αντίθεση με τον προηγούμενο ήπιο μπέη του νησιού, ωστόσο τις νύχτες τις περνά δραματικά, υποφέρει και κάτι φαίνεται να τον απασχολεί σοβαρά.

Η προσωπική ιστορία του Σουκιούρ Μπέη, του παιδιού του παιδομαζώματος, του γενίτσαρου που βασανίζεται από κρίση ταυτότητας, ιστορία βαθιά ανθρώπινη, τυλιγμένη όμως με σασπένς και μυστήριο, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου.

Εδώ δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη η δεξιότητα που επιδεικνύει η Μαρία Αρβανιτάκη στην αποτύπωση αυτού του κλίματος μυστηρίου και αγωνίας, κλίμα που το συναντούμε και στην αρχή του βιβλίου, στο κεφάλαιο «Το Καλογεράκι», με τον μυστηριώδη επισκέπτη του νησιού.

Ο αγώνας του 1821, όμως, κρίθηκε και στη θάλασσα. Οι Σπέτσες, η Ύδρα, η Κάσος και τα Ψαρά προσέφεραν με τα πλοία τους μεγάλες υπηρεσίες στην Επανάσταση, αφού χωρίς πλοία θα ήταν αδύνατη η επιτυχία του Αγώνος.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι οι ελληνικές δυνάμεις στη θάλασσα παρεμπόδιζαν τις κινήσεις του τουρκικού στόλου, υποστήριζαν τις χερσαίες δυνάμεις και συμμετείχαν σε πολιορκίες παραλιακών φρουρίων. Γενικά, το ελληνικό ναυτικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την ευόδωση του Επαναστατικού Αγώνα.

Κι αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία, αν σκεφτεί κανείς ότι το ναυτικό του ’21 υπήρξε κατ’ ουσία ένα εμπορικό ναυτικό που δεν διέθετε αρκετά από τα απολύτως αναγκαία στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν πολεμικό στόλο στις μέρες μας.

Όμως, χάρη στο υψηλό ηθικό των Ελλήνων ναυμάχων του, τη ναυτική τους παράτολμη δεινότητα και τη μεγάλη ταχύτητα και ελικτική ικανότητα των ελληνικών πλοίων, η ελληνική ναυτική ισχύς κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς πολύ ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις αντιπάλου, όπως αυτές του αιγυπτιακού στόλου, σύμφωνα με την εύστοχη διαπίστωση του καθηγητή Ναυτικής Ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού, κ. Ζήση Φωτάκη.

Ανάμεσα στις μορφές που ξεχώρισαν στους ναυτικούς αγώνες υπήρξε ο Υδραίος Ανδρέας Μιαούλης, με απαράμιλλη ικανότητα στους χειρισμούς, τους ελιγμούς και την προπαρασκευή των πυρπολικών προσβολών.

Ο Μιαούλης έδειξε το αγωνιστικό του σθένος ως ναύαρχος στη ναυμαχία της Πάτρας (20 Φεβρουαρίου 1822), πρωταγωνίστησε όμως και στη ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824), στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Ποσείδιο ή Γέροντας της Μικράς Ασίας (νυν Didim Τουρκίας), απέναντι από τα νησιά Λειψοί και Λέρος της Δωδεκανήσου.

Η ναυμαχία αυτή αποτυπώνεται ανάγλυφα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου «Ο Μικρός Φιλικός». Στη ναυμαχία του Γέροντα αντιμέτωποι τέθηκαν ο ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, που αριθμούσε 78 πλοία και ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό τους πασάδες Χοσρέφ και Ιμπραήμ με 400 πλοία (τους αριθμούς αναφέρει στο βιβλίο της η Μαρία Αρβανιτάκη, με πληροφορίες πάντα ιστορικά αξιόπιστες και διασταυρωμένες).

Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο άνισες, που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Έλληνες προκάλεσε τον θαυμασμό των ξένων. Η επιτυχία αυτή του ελληνικού ναυτικού αναπτέρωσε το ηθικό των ανδρών του, διέσωσε τη Σάμο και καθυστέρησε την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.

Στις μέρες μας η επέτειος της ναυμαχίας του Γέροντα, η οποία -σημειωτέον- δόθηκε ως ελληνική απάντηση στις σφαγές των Τούρκων στη Χίο και στην Κάσο, τιμάται κάθε χρόνο με λαμπρότητα στο νησί της Καλύμνου.

Ο πρωταγωνιστής μας, ο Στεργάκης, ο μικρός Φιλικός, αποφασίζει να πάει κι εκείνος στα καράβια. Η χέρσα γη πια δεν τον χωρούσε, έβλεπε ότι η Επανάσταση κινδυνεύει κι ήθελε διακαώς να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ναυτικό της Επανάστασης. «Θέλω να πάω στα καράβια» αναγγέλλει μια μέρα στη μάνα του.

«Νιώθω χρέος μου να μπω στον Αγώνα». Κι όχι μόνο μπήκε στα πλοία του Αγώνα, αλλά παρακολουθούμε τον νεαρό Φιλικό να πολεμά τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο από τον «Άρη», το καράβι του ίδιου του Ανδρέα Μιαούλη.

Με το νικηφόρο αποτέλεσμα της ναυμαχίας η Επανάσταση σώζεται κι ο Στεργάκης ορκίζεται στην Πατρίδα του και στις ψυχές των νεκρών συμπολεμιστών του ότι θα συνεχίσει τον Αγώνα μέχρι τέλους.

Το έργο κλείνει με την υπέροχη φράση-καταστάλαγμα της σκέψης των Διαφωτιστών, που σαν επωδός επαναλαμβάνεται κατά τακτά διαστήματα στο βιβλίο και στη συνείδηση του Στεργάκη. Μια φράση που εμπνέει: «Δεν είμαι υποταγμένος στη μοίρα του ραγιά, αλλά απόγονος σπουδαίων ανθρώπων, προορισμένων για μεγάλα έργα! Είμαι ελεύθερος!»

Δυστυχώς, όμως, ως προς την τύχη της Κάσου, οι εξελίξεις δεν είχαν εξίσου αίσια έκβαση. Μέσα από την αφήγηση της Αρβανιτάκη, καταλαβαίνουμε πόσο το νησί αυτό του Δωδεκανησιακού Αρχιπελάγους αφέθηκε στην τύχη του, παρόλο που είχε ζητήσει επανειλημμένα βοήθεια από την κεντρική διοίκηση.

Η αλληλοφαγωμάρα που υπήρχε ανάμεσα σε κυβερνητικούς και οπλαρχηγούς για την εξουσία οδήγηση σε αυτή τη μοιραία ολιγωρία, η οποία πραγματικά προβληματίζει τον αναγνώστη.

Πώς ένα νησί που είχε προσφέρει τόσες πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα -κάτι σαν ραντάρ του Νοτίου Αιγαίου για την ανίχνευση προσέγγισης εχθρικών πλοίων-, ένα νησί που είχε γίνει φόβητρο των Τούρκων, «ο βράχος των δαιμόνων», όπως τον αποκαλούσε ο Μωχάμετ Αλής, σύμφωνα με τα γραφόμενα του βιβλίου, αφέθηκε έτσι αβοήθητο κι ανυπεράσπιστο στην τύχη του;

Η απάντηση είναι γνωστή: φταίει η διχόνοια, η έλλειψη ομοψυχίας που ταλανίζει ανά τους αιώνες τη φυλή μας, εξαιτίας της οποίας κόντεψε να σβήσει κι η ίδια η Επανάσταση.

Στο συγκλονιστικό κεφάλαιο «Το ολοκαύτωμα της Κάσου» παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα και με περισσή συγκίνηση όλα τα δραματικά γεγονότα με πρωταγωνιστή τον ήρωα-μάρτυρα Μάρκο Μαλλιαράκη.

Αφηγείται, λοιπόν, η Αρβανιτάκη πώς τα παλικάρια της Κάσου, αφού συνειδητοποίησαν με πικρία ότι βοήθεια δεν θα έρθει από πουθενά, πολεμούσαν με πάθος. Και θα νικούσαν αν δεν είχαν προδοθεί και κυκλωθεί από τα νώτα τους στην

Αντιπέρατο (η πράξη της προδοσίας και η μορφή του προδότη εμφανίζονται -όχι τυχαία- δύο φορές στο βιβλίο). Κι όταν σιγούν τα όπλα και γίνεται ο τραγικός απολογισμός, περιγράφονται από την μοναδική λογοτεχνική πένα της συγγραφέως σκηνές δαντικής κόλασης: «Οι άνθρωποι, ένας σωρός πεσμένος στη ζεστή γη που ρουφούσε λαίμαργα το αίμα απ’ τις ανοιχτές πληγές».

Ένας άλλος ήρωας που ξεχωρίζει για την ανδρεία και την τόλμη του στο βιβλίο είναι ο Στεφανής από την Ιαλυσό της Ρόδου, ο θρυλικός «κλεφτο-Στεφανής» των Τριαντών, πρότυπο ήρωα κλεφτοαρματολού της εποχής.

Οι Τούρκοι τον συλλαμβάνουν, αλλά είναι τέτοιο παλικάρι, που καταφέρνει να δραπετεύσει. Τα κατορθώματά του παίρνουν στη συνείδηση του λαού τις διαστάσεις ενός θρύλου (σαν ένας νέος Αχιλλέας ή Διγενής) και ο παράτολμος Στεφανής, ο «κλεφτο-Στεφανής», όπως αναφέρεται στο βιβλίο, γίνεται σύμβολο αγωνιστικότητας κι ελπίδας για τους ραγιάδες.

Πρωταγωνίστρια, όμως, το βιβλίου, αναδεικνύεται αναμφισβήτητα και η ίδια η πόλη της Ρόδου. Η Ρόδος με τη Χώρα της, την τειχισμένη δηλαδή πόλη, και τα Μαράσια, τη συνοικία όπου έμεναν οι Ρωμιοί.

Πρόκειται για μια πολύ μοντέρνα λογοτεχνική οπτική και σε αυτό η Μαρία Αρβανιτάκη συμβαδίζει με τη νεωτερικότητα: σύμφωνα, λοιπόν, με τη μεταμοντερνιστική αντίληψη, η πόλη στο λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι απλώς ένα φόντο μπροστά από το οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία, αλλά, αντίθετα, η πόλη αποτελεί άλλο ένα πρόσωπο της ιστορίας (μία dramatis persona), που επηρεάζει βαθιά τη ζωή και τις επιλογές των χαρακτήρων της. Η πόλη πρωταγωνίστρια, επομένως, κι όχι απλώς ένα σκηνικό στο βάθος.

Συνοψίζοντας, «Ο Μικρός Φιλικός» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον, γιατί η δράση είναι καταιγιστική, οι εξελίξεις ραγδαίες κι ανατρεπτικές, οι διάλογοι πολύ ζωντανοί.

Η Μαρία Αρβανιτάκη έχει πετύχει έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό ιστορίας, μυστηρίου και ανθρώπινων σχέσεων (λόγου χάρη, η φιλία διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο βιβλίο μας) με φόντο στο βάθος την εθνική μας Παλιγγενεσία.

Η Ρόδος πρωταγωνιστεί στο βιβλίο ως χώρος αφήγησης, ουσιαστικά όμως μέσα από τα γεγονότα και της αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, παρούσα είναι όλη η Ελλάδα. Η Ελλάδα στην έκρηξη της Επανάστασης και στην εξέλιξή της.

Η γλώσσα της συγγραφέως χαρακτηρίζεται από ακρίβεια, τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει, αλλά και διαύγεια και καθαρότητα νοημάτων. Συχνές είναι και οι λαϊκές λέξεις της εποχής, της Τουρκοκρατούμενης Ρόδου, που εμπλουτίζουν γλωσσικά και στιλιστικά το βιβλίο: ο οντάς (το δωμάτιο), οι ζαπτιέδες (οι φρουροί), οι γιαλουντζήδες (οι ναύτες του πολεμικού στόλου), ο αποκρέβατος, οι παράδες, τα ινάτια (πείσματα), το σερσέμικο (άμυαλο), κ.λπ.

Το ύφος της Αρβανιτάκη έχει να επιδείξει αφηγηματική χάρη, πλούσια εικονοποία και ανάγλυφες περιγραφές. Λόγω της καταιγιστικής δράσης, δεν υπάρχει πληθώρα εκφραστικών μέσων και σχημάτων λόγου. Ωστόσο, ξεχωρίζουν κάποιες εξαιρετικά ποιητικές στιγμές στην γραφή της.

Παραθέτω ενδεικτικά μια παρομοίωση από το κεφάλαιο για τον Σιουκιούρ Μπέη: «Οι μνήμες σαν χέρια δυνατά τον τραβούσαν πίσω όσο κι αν εκείνος αντιστεκόταν, τον έσερναν στη ρουφήχτρα του χρόνου, τότε που μπήκε στο πατρικό του σπίτι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια...»).

Αξίζει να αναφέρουμε ότι «Ο μικρός Φιλικός» πλαισιώνεται πολύ ωραία από μια επιτυχημένη, εμπνευσμένη εικονογράφηση, φιλοτεχνημένη από τη Στέλλα Ματάλα, Τέλος, το βιβλίο αφιερώνεται σε μια πολύ λιτή -αλλά συγχρόνως πολύ ουσιαστική- αφιέρωση στους μαθητές της δασκάλας και παιδαγωγού Μαρίας Αρβανιτάκη.

Κλείνω τονίζοντας ότι σε κανένα σημείο του βιβλίου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής μου δεν αισθάνθηκα να χαλαρώνει η πλοκή, η οποία -σημειωτέον- παρουσιάζει αφηγηματικές τεχνικές, όπως αναδρομές στο παρελθόν στην περίπτωση της ιστορίας του Σουκιούρ Μπέη.

Όλα είναι σφιχτοδεμένα εξαιρετικά σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο ιστορία, σασπένς, αγωνία, περιπέτεια, αλλά και ανθρωπιά, που διαβάζεται με αδιάλειπτο ενδιαφέρον. Είναι αυτό που λέμε, δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Εύχομαι ολόθερμα κάτι, για το οποίο είμαι σίγουρη: Καλοτάξιδο, Μαρία!

* Η Στέλλα Π. Βουτσά είναι καθηγήτρια φιλόλογος γενικού Λυκείου Αφάντου, Διδάκτωρ Λογοτεχνίας

Διαβάστε ακόμη

Πολιτιστικές δράσεις στη Σορωνή της Ρόδου

Σε Πανελλήνιο Σχολικό Διαγωνισμό τάξεις του Δημοτικού Σχολείου Σορωνής

Εκδήλωση για τη βία εναντίον των γυναικών

«Γη Μήτηρ»: Παρουσίαση ποιητικής συλλογής της Ιουλίτας Ηλιοπούλου

Ομιλία της αρχαιολόγου Κωνσταντίας Κεφαλά στις 17 Μαΐου

Το Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ Ρόδου και Νοτίου Αιγαίου επιστρέφει δυναμικά | 1-4 Ιουνίου

Παν-Μεσογειακή εκδήλωση για την Ημέρα της Μεσογείου στη Ρόδο

Δωρεάν είσοδος στα αρχαιολογικά μνημεία της Δωδεκανήσου το Σάββατο