Σεραφείμ Αθανασίου: «Ευτυχώς γλίτωσαν το ξύλο»

Σεραφείμ Αθανασίου: «Ευτυχώς γλίτωσαν το ξύλο»

Σεραφείμ Αθανασίου: «Ευτυχώς γλίτωσαν το ξύλο»

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 868 ΦΟΡΕΣ

(Ρουμελιώτικες προξενιές)

Στα πολύ παλιά δικά μου χρόνια και πριν από αυτά τα ήθη και έθιμα καλά κρατούσαν και όλος ο κόσμος ιδιαίτερα των χωριών ακόμη και για ‘κείνα τα προξενιά απόλυτη μυστικότητα τηρούσαν. Και αυτό γινόταν μέχρις ότου οι ενδιαφερόμενες οικογένειες με τα δεσμά του γάμου, ενώσουν τα παιδιά τους!

Με ένα τέτοιο προξενιό θα ασχοληθώ σήμερα στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν δυο καλοκάγαθοι άνθρωποι οι οποίοι για «μαλλί» πήγαιναν και παρ’ ολίγο «κουρεμένοι» θα βρισκόντουσαν αφού θα έτρωγαν το ξύλο της χρονιάς τους!

Ας πάω όμως λίγο πιο πίσω από τους δύο καλοκάγαθους προγόνους, οι οποίοι εκτός από το ξύλο που γλίτωσαν παρ’ ολίγο να «σκάσουν» και σαν καρπούζια!
Τότε ο κόσμος σε όλα τα χωριά και ιδιαίτερα της Ρούμελης, παρά τη «φτώχεια» του, ανέμελα ζούσε!

Βάζω σε εισαγωγικά τη φτώχεια επειδή πολλοί χωριάτες από ρευστό χρήμα «φτωχοί» λογιζόντουσαν όμως στα κατώγια τους, αμπάρια και βαρέλια γεμάτα καλούδια και κρασιά ήταν.

Στα χωράφια τους με όρεξη δούλευαν ενώ τις Κυριακές ή γιορτές, στο τραπέζι του σπιτιού τους, μαζί έτρωγαν. Και πριν βάλουν μπουκιά στο στόμα τους, το σταυρό τους έκαναν!

Κανένας δεν κοίταζε ρολόγια και 8ωρα εργασιών.Στρωνόντουσαν στη δουλειά και ξεχνούσαν να σταματήσουν. Όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους όμως, λόγω έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος, δύσκολα ακόμη και κατά πρόσωπο βλεπόντουσαν και τούτο γιατί χαράματα έφευγαν και νύχτα, στο σπίτι τους,επέστρεφαν!

Μικρά ή μεγαλύτερα παιδιά-κορίτσια οικογενειών ακόμη και του «πέρα μαχαλά» καλά τα γνώριζαν και αν κάποιος τους ρωτούσε πόσα παιδιά είχε ο τάδε χωριανός τους χωρίς δυσκολία απαντούσαν πως είχε «τόσα “πιδιά” και τόσα “κουρίτσια»!

Θυμάμαι τον πατέρα μου όταν τον ρωτούσαν “πόσα παιδιά έχεις μπάρμπα Χρήστο” απαντούσε. “’Εχου δυο πιδιά κι ένα κουρίτς” Την αδελφή μου, την Κατίνα, δεν την λογάριαζε για “ πιδίτ”!’

Όμους όταν τη «πάντριψι» για προίκα «τσέδουσι» 40 στρέμματα «χουράφια» κι ένα σουρό προικιά. Χώρια απ της έκανε και ένα «τρικούβιρτου» γλέντ κίχι καλές όλου του χουριό κι του «σκασμού» φαγιά «ντιρλίκουσαν» μ’ αρνιά, κουκουρέτσια, στριφτόπτις, γαλατόπτις χώρια άπ ίπιαν τουν «αγλάουρα» κρασί κι κόντιψαν να διάσνε διο γιμάτα βαρέλια!

Κατά τα άλλα, η πολύ αγαπημένη μου αδελφούλα «κουρίτς» λογιζόταν! Αλλά να η ιστορία των προξενητών, όπως και εγώ την είχα ακούσει!

Σε ένα κοντινό στο δικό μου χωριό κάποια μέρα επιστρέφοντας από το αμπέλι ο Κυρ Μήτσιους, πατέρας ενός καλού παιδιού το οποίο σαν μοναχοπαίδι πλούσιο λογιζόταν και εκτός αυτού είχε και την «έξωθεν καλή μαρτυρία» των «κουτσομπόληδων», συνάντησε το Θανάς.

-Γειά σου μπάρμπα Μήτσιου.
-Καλμέρα Θανάς, κι σέψαχνα να σι βρου.
-Ιμένα, γιατί;
-Ναι, ισιένα, γιατί ισί θα μκάνς καλά τι δλιά απ θέλου να σου αναθέσου.
-Φχαριστώ μπάρμα Μήτσιου.
-Δε γκάν,τίπουτας
-Πέζουμ, τι μι θέλις

-Θέλου εμπιστιφτικά να πας εκ μέρουζουμ στου Γιάνν του Μαντράχαλου, πατέρα τσΓιούλας κι να τ’ ζητίις για του πιδίμ. Κι αν τη διν, μι τρόπου ρώτα τουν τι προίκα έχ για του κουρίτσιτ.

Αλλά πρόσιξι κι τίπουτας να μιν έχ ιγό τι θέλου για νίφ επιδίς ίνε καλό κουρίτς.Κοίτα κακουμίρ μη μχαλάις τι δλιά κιαν τα καταφέρς θα σι κιρνάου σινέχια καφέδις, χώρια απ θα σδίνου και κρασί να πίνς για πουλί γκιρό.

Ίσι καλός άνθρουπους κι σούχου ιμπιστοσίν δε βάζου κανενα άλου να πάι.Κι αυτό του κουρίτς τόχου με στη γκαρδιάμ και όπους έμαθα ξερ κι μα-ι-ρεύ κι καλά φα-ι-ά .Ίνε καλί νκουκιρά.Τέτια κουπέλα θέλου ιγώ για του πιδίμ,του Σουκράτ!
-Θα πάου μπάρμπα Μήτσιου σίμιρα κιόλας αλλά θέλου να μ΄αφίις να πάρου μαζίμ κι τουν ανιψιόμ του Γιώργου, να μη μπάου μουνάχουζουμ.
-Να ντουμπάρς μαζίς, ίνε καλό πιδί, κ’ έξυπνου.
-Φχαριστώ μπάρμπα Μήτσιου
-Δε γκαν τίπουτας.

Στη συνέχεια ο Θανάις έψαξε και βρήκε το Γιώργο.
-Τι κάνς βρε ζαγάρ
-Καλά μπαρπα Θανάς
-Έλα απ σι θέλου
-Να πάου πού
-Μαζί θα πάμι του βράδ, κιάκου όμους τι θα σπού
-Ακούου μπάρπα.

Του βράδ θα πάμι στου σπίτ τ’ Μαντράχαλου και θα ζητήσουμι του κουρίτσιτ για να παρ άνδρατς του Σουκράτ, γιο τ μπάρπα Μήτς.

Ίνι καλό πιδί,μουναχουπέδ κι πλούσιου.

Ικί θέλου να μι βουηθίις κι ότι λέου ιγό για του πιδί ισί να τα λές διπλά για να ντου γκαταφέρουμι να δος του κουρίτσιτ ιπιδίς ιμίς άμα τα καταφέρουμι θα πίνουμε πουλί γκιρό τζάμπα καφέδις.

Μι κατάλαβις βρέ ζαγάρ.

Αλεπού στην εξυπνάδα ο Γιώργος, μπήκε καλά στο νόημα και απάντησε στον μπάρπατ ότι τα κατάλαβε όσα του είχε πει!

Το βράδυ συναντήθηκαν και περνώντας από το σπίτι του “Μαντράχαλου”, τον είδαν να κάθεται στην αυλή με τη γυναίκα του και την κόρη του.Τους καλησπέρισαν και τον ρώτησαν, αν μπορούν να τον δουν «ιδιαιτέρους».

Εκείνος απάντησε «ιφχαρίστους» και τους πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού, ενώ η κόρη του η Γιούλα κοίταζε περίεργα τη μάνα της και με «ακαθόριστα» χτυποκάρδια διάφορα σκεπτόντουσαν!

Μπήκαν αμέσως στο θέμα και είπαν στον πατέρα της Γιόύλας ότι ως προξενητές πήγαιναν εκ μέρους του μπαρπα Μήτσου και ζητούσαν να μάθουν αν δίνει την κόρη του τη Γιούλα «στου Σουκράτ», γιό τ’μπάρπα Μήτς.

Στο άκουσμα του ονόματος αυτού του παιδιού, ο Κυρ-Γιάννης παρ’ ολίγο να πάθει «ανακοπή καρδιάς»!

Τόσο καιρό έκανε σχέδια, το πώς θα μπορούσε να πλησιάσει τον πατέρα του παιδιού και να του πει πως είχε ένα καλό κορίτσι για το γιό του και τώρα βρισκόταν μπροστά σε δύο «προξενητάδες» οι οποίοι ζητούσαν την κόρη του για ‘κείνο το παλικάρι.

Ήταν συγκινημένος, όμως κράτησε την ψυχραιμία του και άρχισε τις ερωτήσεις δήθεν για να μάθει πληροφορίες για το παιδί, ενώ γνώριζε τόσες! Και να η «σοβαρή» συζήτηση!

- Άκου κυρ Γιάνν, είπε ο Θανάσης. Για προίκα δεν γκβιντιάζομι κι μπουρίς να δόις ότι ισί θέλις στου πιδίς επιδίς ου μπάρπα Μήτσιους δε βαζ μαχαίρ στου λιμός.
Τώρα για του Σουκράτ ιγώ απ ότ ξέρου σα μουναχουπέδ πέρα απ του ότι ίνι πουλί καλό πιδι εχ και ένα σουρό πιριουσία .

Απ’ ό,τι έχου ακούς εχ ικατό πρόβατα κι ξίντα γίδια, χώρια ένα μουνουκόματου χουράφ 50 στρέμματα κι ένα σπίτ που μνιάζ ”Βασιλκό παλάτ” !

-Τι λες τώρα μπάρμπα Θανάς, πετάχτηκε ο ανιψιός -του είχε πει ο «μπάρπαστ»να τα λέει διπλά- δε ντα ξέρς καλά. Δεν έχ μόνου ικατό πρόβατα κι ιξίντα γίδια κι πινήντα στέμματα χωράφ. Ίγό ξέρου πιρσότηρα. Έχ διακόσια πρόβατα, ικατόν ίκους γίδια κι ικατό στρέμματα μουνουκόματου χουράφ, χώρια κι’ άλλου σπίτ κουντά στα μαντριάτ .
Ξαφνιάστηκε-δήθεν- ο μπάρμπας του και…:

-Τι λές βρε πιδίμ, έχ τόσα πουλά, μπράβου στου παλκάρ.Και συνέχισε να λέει ο ίδιος τα όποια άλλα καλούδια του παλικαριού.

Αυτό του πιδί έχ δυο άλογα κι δυο βόδια απ «ουργόνε για να σπίρνε ίστιρα του χουράφ» κι ικτός απ τα ζουντανάτ έχι κιένα σουρό κάπου 20 κινούργις κουβέρτις, άλλες τόσις τσέργις, κουριλούδις, παπλώματα, τραπιζμάντλα, πιτσέτις, τιντζερέδια, πιάτα, κουταλουπύρουνα, μι λίγα λό-ι-α κυρ Γιάν έχ ένα σπίτ πλούσιου μι ένα σουρό καλούδια.

Ο Γιώργος, που παρακολουθούσε τα όσα έλεγε ου “μπάρπαστ” δεν κρατήθηκε και συμπλήρωσε.

-Ακούου για παπλώματα,κβέρτις,τσέργις και κουριλούδις. Ιγώ ξέρου κιάλα τόσα καλούδια και πιρσότηρα απ έχ στου άλλου σπίτ που κρατάι κουντά στου μαντρίτ. Κι ικτός αυτού, έχ κ’ άλλα δυο βόδια, δυο μπλάρια κι’ ένα βαρβάτου γα-ι-δούρ απ πάι ου κόσμους τσγμάρις κι τσφουράδις όταν «ζτάνε» κι ου πατέρας τπιδιού, ου μπαρπα Μήτσιους , αφού πλιρόνουντι για του γμαρ απ τόχνε για τέτις δλιές πέρνε, όπους έχου μαθ, ένα σουρό λιφτά.

Όλα γινόντουσαν, όπως του τα είχε πει ο μπάρπας. Με μαεστρία και προσοχή διπλασίαζε τα έχει του παλικαριού. Και ο κ. Θανάσης φαινόταν ικανοποιημένος από την εξυπνάδα του ανιψιού του ενώ ο Θεόρατος άνθρωπος, τον οποίο εκτός από Γιάννη λόγω ύψους τον φώναζαν και Μαντράχαλο, παρακολουθούσε σιωπηλός.

Συνεχίζοντας οι προξενητάδες να λένε τα έχει του παλικαριού και αφού τα μονά του μπάρπα Θανάς διπλά απ τουν ανιψιό γινόντουσαν κι ου μπάρπα Θανάις συνειδητοποίησε ότι πολλές υπερβολές είχαν πει σκέφτηκε να πει έστω και ένα ανύπαρκτο «ψεγάδι» του παλικαριού προκειμένου να τους πιστέψει καλύτερα ο πατέρας της Γιούλας.

-«Ίνε αλήθεια ότι ίνε καλό πιδί, έχ πουλά καλούδια , πουλά γίδια κι πρόβατα κι ένα σουρό μεγάλα ζα κι βό-ι-δα, χώρια του βαρβάτου γμάρ απ βγάζ πουλά λιφτά μι τόσις φουράδις κι γμάρις απ “τσπάνε” ικί οι χουριάτις όταν αυτές «ζτάνε» κι κείνου του γμάρ “τσκαβαλάι”!

Ούλα αυτά καλά κι άγια πρέπ νάνε και μι τόσες τσέργις όλου του χουριό σκιπάζ κι τα-ί-ζ κιόλας όμους όπους έχου ακούς δε βλέπ καλά απ του ένα του μάτ.
Και ο Γιώργος που εκτελούσε εντολές, συμπλήρωσε.

-«Τι λες ρε μπάρπα Θανάς κιαπ τα δυο μάτιατ δε βλεπ καλά, ού κακουμίρς.

Έτρεμε από τα νεύρα του ο Θεόρατος άνθρωπος που άκουγε μονά, διπλά και ίσως “τρίδιπλα” για τα “έχει” του παλικαριού και γεμάτος νεύρα σηκώνεται από την καρέκλα του και...

-Φύγετε ρε κιαρατάδες απ του σπίτιμ, απ θα κάνητι στραβό του “παλκάρ”, μη σαν βγάλου ιγό κι τα δυο θκάσας μάτια μι κανένα “τσαγκαρσούφλ” (σουβλί τσαγκάρη). Φιβγάτι γλίγουρα γιατί θα σας πιτάξου όξου απ του παραθύρ κι θα σκάσιτι σα γινουμένα καρπούζια!

Έντρομοι θείος και ανιψιός τόβαλαν στα πόδια χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους ενώ ο μπαρμά Γιάννης το ίδιο βράδυ πήγε και βρήκε τον πατέρα του παιδιού. Τα κουβέντιασαν, τα συμφώνησαν και στη συνέχεια δεν άργησε να γίνει ο γάμος στον οποίο ακολούθησε το τρικούβερτο γλέντι ημερών σε δυο σπίτια ,γαμβρού και νύφης, με συμμετοχή των κατοίκων όχι μόνο όλου του χωριού αλλά και των διπλανών της όμορφης εκείνης γούρνας!

Και γούρνα λένε ακόμη και σήμερα εκείνη την όμορφη και έφορη έκταση της Λοκρίδας που πιάνει από τη ρίζα του Καλλίδρομου και φτάνει μέχρι τον κάμπο κοντά στη θάλασσα του Καινούργιου και των Καμένων Βούρλων!

Και από κείνη τη χαρά δεν έλειψαν οι «προξενητάδες» οι οποίοι με τα μονά και διπλά τους παρ’ ολίγο να “στραβώσουν” το γαμβρό!

Σημείωση:
Τα πιο πάνω στις σημερινές ηλικίες απίστευτα μοιάζουν όμως είναι τόσο αληθινά όπως αληθινά είναι και τα σημερινά τα οποία αν ζούσε η μάνα μου ή η γιαγιά μου και έβλεπαν όσα γίνονται μετά φόβου Θεού θα έκαναν το σταυρό τους και «θ’άλεγαν».”Ιρθι η ώρα να μας “ καταστρέψ” ου Θιός”!

Καλή σας ημέρα και ο Θεός μαζί σας.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου