Δρ. Ιωάννης Βολανάκης: Χέδερα η έλιξ (Hedera helix), κοινώς κισσός

Δρ. Ιωάννης Βολανάκης:  Χέδερα η έλιξ (Hedera helix),  κοινώς κισσός

Δρ. Ιωάννης Βολανάκης: Χέδερα η έλιξ (Hedera helix), κοινώς κισσός

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 815 ΦΟΡΕΣ

Φαρμακευτικά και αρωματικά της Ελλάδας

Γράφει ο
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων

Η Χέδερα (Hedera), κοινώς κισσός, είναι γένος φυτών της οικογενείας Αραλιίδες (Araliaceae), η οποία ανήκει στην τάξη Σκιαδανθή (Umbelliflorae). Το γένος Χέδερα (Hedera) περιλαμβάνει δύο (2) είδη, ιθαγενή της Βορείου Αφρικής, των Καναρίων νήσων, της Ευρώπης και της Ασίας. Στην Ελλάδα είναι γνωστό ως αυτοφυές και καλλιεργούμενο φυτό το είδος Χέδερα η έλιξ (Hedera helix), κοινώς κισσός.


Ο κισσός ήταν ήδη γνωστός από τους ομηρικούς χρόνους και ονομάζετο «κιττός» ή «κισσός» ή «Δονύσιον», επειδή συνεδέετο με την λατρεία του θεού Διονύσου, θεού της αμπέλου, του οίνου, ης χαράς και της ευθυμίας. Ο κισσός εθεωρείτο ως αντίδοτο κατά της μέθης και της κεφαλαλγίας.


Τα κατεξοχήν φυτά, τα οποία συνεδέοντο κατά την αρχαιότητα με τον θεό Διόνυσο και τη λαοφιλή λατρεία του, ήσαν ο κισσός και η άμπελος.

Αμφότερα, απαντούν στον διάκοσμο της χριστιανικής τέχνης των πρωτοχριστιανικών, των παλαιοχριστιανικών και των βυζαντινών χρόνων. Βλαστοί και σχηματοποιημένα φύλλα κισσού και αμπέλου, απαντούν συχνά, τόσον στις εξωτερικές επιφάνειες των μαρμαρίνων παλαιοχριστιανικών σαρκοφάγων, όσον και στον διάκοσμο των ψηφιδωτών δαπέδων των παλαιοχριστιανικών βασιλικών (4ος-6ος αι. μ. Χ.).

Επίσης αποτελούν το κύριο θέμα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικονοστασίων (τέμπλων) των ναών.
Επίσης δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός, ότι ο οίνος, το κατεξοχήν ιερό ποτό των οπαδών του θεού Διονύσου, το οποίον έπαιζε σημαντικό ρόλο στα δρώμενα κατά τις Διονυσιακές εορτές (Μικρά και Μεγάλα Διονύσια), η Χριστιανική Θρησκεία εχρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ως σύμβολο και αντίτυπο του αίματος του Ιδρυτού της, του Ιησού Χριστού. Κατά την χριστιανική διδασκαλία ο οίνος και ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας, διά της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος «μεταβάλλονται» σε σώμα και αίμα του Χριστού.


Πρόκειται για θάμνο αναρριχώμενο ή έρποντα και σπανίως όρθιο, αειθαλή, μακρόβιο. Έχει φύλλα τοποθετημένα εναλλάξ, μακρόμισχα, ακέραια ή με ακανόνιστους λοβούς, ωοειδή, ρομβοειδή και καρδιόσχημα. Ο αναρριχώμενος κισσός δημιουργεί μικρές εναέριες ρίζες (απτικές ρίζες), με τη βοήθεια των οποίων συγκρατείται κατά την αναρρίχηση στα διάφορα υποστηρίγματα (δένδρα, θάμνους, τοίχους οικοδομημάτων κλπ.).


Τα άνθη του κισσού είναι διγενή, με πέντε (5) σέπαλα, πέντε (5) πέταλα, πέντε (5) στήμονες και πεντάχωρη ωοθήκη, διατεταγμένα σε σφαιρικά σκιάδια, τα οποία, είτε είναι απλά, είτε ενώνονται σε σύνθετες ταξιανθίες. Ο καρπός του κισσού είναι ράγα, συνήθως χρώματος μέλανος και περιέχει 2-5 σπέρματα.
Ο κισσός έχει φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κυρίως από την Λαϊκή Ιατρική.

Αρχαία Γραμματεία
Α) Θεόφραστος ο Ερέσιος (371-287 π. Χ.)
1) «Κιττός. ΄Ετι δε μάλλον άγνοι και ο παλίουρος και ο κιττός, ώσθ΄ ομολογουμένως ταύτα γίνεται δένδρα».
(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας Ι, 3, 2).


2) «Οψίκαρπα δε και κιττός και άρκευθος και πεύκη και ανδράχλη».
Β) Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή Αναζαρβεύς (περίπου 7 – 88 μ.Χ.).


«Κισσός πολλάς έχει διαφοράς τας κατ΄ ειδος, τας δε γενικωτάτας τρεις. Λέγεται γαρ ο μεν τις λευκός, ο δε μέλας, ο δε έλιξ. Και ο μεν λευκός λευκόν φέρει καρπόν, ο δε μέλας μέλανα ή κροκίζοντα, ον δη ένιοι Διονύσιον καλούσιν, ο δε έλιξ άκαρπός τε εστι και λεπτά έχει τα κλήματα και τα φύλλα λεπτά, γωνιοειδή, εύρυθμα.


Πας δε κισσός δριμύς εστι, στυπτικός, του νευρώδους απτικός. Ποιεί δε τα μεν άνθη αυτού ταις τρισί δακτύλοις ληφθέντα και ποθέντα συν οίνω προς δυσεντερίας. Δις δε δει της ημέρας πίνειν. Και προς πυρίκαυτα δε αρμόζει συν κηρωτή λειανθέντα. Τα δε απαλά των φύλλων εψόμενα συν όξει ή ωμά λειαινόμενα σπλήνα ιάται. Ρινεγχυτούται δε ο χυλός των φύλλων και των κορύμβων συν ιρίνω ή μέλιτι ή νίτρω προς τα χρόνια της κεφαλής αλγήματα και επιβρέχεται συν όξει και ροδίνω, ωταλγίας τε και πυορροούντα ώτα συν ελαίω ιάται.


Του δε μέλανος κισσού ο χυλός και οι κόρυμβοι ποθέντες αγονίαν ποιούσι και ταράσσουσι την διάνοιαν πλεονασθέντες. Λεανθέντα δε σφαιρία πέντε των κορύμβων και θερμανθέντα συν ροδίνω εν σιδίω και ενσταχθέντα εις το αντικείμενον ους επί οδονταλγίας το άλγημα πραϋνει, μελαίνουσι δε και τρίχας οι κόρυμβοι. Καταπλάσσεται δε τα φύλλα προς παν έλκος εψηθέντα συν οίνω και κατακαύματα και κακοήθη και εφηλίδας θεραπεύει καταπλασθέντα ως προείρηται, εφθά.
Κινούσι δε και καταμήνια ποθέντες ή υποθυμιαθέντες οι κόρυμβοι λείοι και ποθέντες δε μετά την κάθαρσιν δραχμής πλήθος ατόκιόν εστι.

Και ο μόσχος δε των φύλλων μέλιτι δευθείς και προστεθείς τη μήτρα έμμηνα και έμβρια άγει, ο δε χυλός ενσταζόμενος τας εν ρωθώσι δυσωδίας και σηπεδόνας εκκαθαίρει. Το δε δάκρυον αυτού ψιλοί τρίχας και φθείρας κτείνει επαλειφόμενον, ο δε των ριζών χυλός συν όξει ποθείς φαλαγγιοδήκτοις βοηθεί».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής ΙΙ, 179, 1-3).

Γ) Αλέξανδρος ο Τραλλιανός (525-605μ μ. Χ.)
Ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός κατήγετο από την πόλη «Τράλλεις, αι» της δυτικής Μικράς Ασίας και υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ιατρούς της ύστερης αρχαιότητας.

Μεταξύ άλλων αναφέρει και τα επόμενα:
Προς θεραπεία της κεφαλαλγίας:
«Κορύμβους κισσού ή ερπύλου ή ηδυόσμου χλωρού “χρήσον”».
(Αλέξανδρος Τραλλιανός, Θεραπευτικά, 1, 491, 2. Βλ. Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα, Ρέθυμνο 2001, σ. 53, σημ. 26).

Λαϊκή Ιατρική
1)«Εις παλαιόν πόνον κεφαλής.
Κισού φύλλα και καρπόν ροδακινόκουδον κοπάνισε, βάλε εις το κούτελο και μιλίγγους, κάψε κουκιά εις τον άθον και κάμε αλουσιά να λουσθή <ο πάσχων και ιαθήσεται>».
(Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό ιατροσόφιον του 19ου αιώνα, Ρέθυμνο 2001, σ. 53-54).


2) «Εις μεσοκέφαλον.
Βλαστάρια τρυφερά του κισού κοπάνησον και τον ζομόν σμίξον με ροδέλεον και με ξύδι και άλιφε <την κεφαλήν του ασθενούς>».
(Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, έ.α., σ. 57).


3) «Περί του στήσαι κοιλίαν.
Του κυσού τον καρπόν κάμε σκόνην, δος ποιήν 3 ταχηνές, να σταματίσι < η ευκοιλιότητα>.
Ανακάτοσε την σκόνην εκείνην με χείρου κάτουρον, κάμε τα βόλια και εις καιρόν χρείας βάλε τα βόλια εκείνα εις ζουμή πετειναρίου να λήσουν, βάλετα εις τον οφαλόν του <πάσχοντος, διά> , να σταθή <η ευκοιλιότης>».
(Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, έ. α., σ. 99).-


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μυρσ. Λαμπράκη, Τα Χόρτα (Αθήνα 2000).
Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).
Ευ. Κ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).
Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).
Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).
R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana. Volksausgabe, Edition Kentavros (Hamburg 2017).


Fr. W. Sieber, Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817, Λειψία 1823. Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ελληνικά υπό Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκη, Αρχαιολόγου, (Αθήναι 2022).

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου