Γιάννης Σαμαρτζής: Ο βαθμός της φτώχειας και η σχέση της με την ελληνική οικονομία

Γιάννης Σαμαρτζής: Ο  βαθμός της φτώχειας και η σχέση της με την ελληνική οικονομία

Γιάννης Σαμαρτζής: Ο βαθμός της φτώχειας και η σχέση της με την ελληνική οικονομία

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 2111 ΦΟΡΕΣ

Γράφει o
Γιάννης Σαμαρτζής
Οικονομολόγος

Η φτώχεια είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που έχει πολλές αιτίες. Οι αιτίες της φτώχειας μπορεί να είναι οικονομικές, κοινωνικές ή πολιτικές.

Η μεθοδολογία της φτώχειας καθορίζεται, έχοντας ως βάση αρκετούς παραγοντες και παραμέτρους.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δείκτης του βαθμού φτώχειας αναδεικνύει το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από το «όριο της φτώχειας».


Το όριο της φτώχειας σε μία χώρα, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζεται στο 60% του διάμεσου εισοδήματος του συνόλου των νοικοκυριών. Πρόκειται δηλαδή για το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.


Ο βαθμός φτώχειας υπολογίζεται με δύο αντιπροσωπευτικούς δείκτες:
Τον λόγο ορίου φτώχειας πριν από τις κοινωνικές διανομές, ο οποίος αναδεικνύει τις ανισότητες που προκύπτουν από την αρχική διανομή του εισοδήματος και, συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού που κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας αν δεν υπάρξουν κοινωνικές δαπάνες και,
Τον λόγο ορίου φτώχειας μετά τις κοινωνικές διανομές, που αναδεικνύει σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές διανομές περιορίζουν το ποσοστό φτώχειας, το οποίο προκύπτει από την αρχική διανομή του εισοδήματος.


Οι οικονομολόγοι, εκτός από την παραπάνω μεθοδολογία, που θεωρείται ως η απόλυτη φτώχεια, διατυπώνουν και την έννοια της «σχετικής φτώχειας»”. Αυτή η προσέγγιση λαμβάνει υπόψη την έλλειψη ενός ελάχιστου εισοδήματος που καλύπτει τις βασικές ανάγκες του ατόμου (τροφή, ενδυμασία,κατοικία, θέρμανση) και τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή.


Στην «απόλυτη φτώχεια» υπάρχει έλλειψη στεγης, έλλειψη βασικών τροφίμων διατροφής, έλλειψη θέρμανσης, εκπαίδευσης, μέσων μεταφοράς, ακόμη και πόσιμου νερού.


Άλλος τρόπος μεθοδολογίας, που προσδιορίζει τον βαθμός φτώχειας είναι η χρήση του όρου «βιοτικό επίπεδο». Το βιοτικό επίπεδο είναι ένα μέτρο, του πόσο καλά ζει ένα άτομο ή μια οικογένεια. Το βιοτικό επίπεδο μπορεί να μετρηθεί με βάση πολλούς, σχετικούς με τους αναφερόμενους παραπάνω παράγοντες, όπως η χρήση ιδιόκτητης στέγης και θέρμανσης, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως η νοσοκομειακή περίθαλψη, το επίπεδο εκπαίδευσης, η ποιότητα του φαγητού και του πόσιμου νερού, κ. ά.


Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), ο μέσος δείκτης φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 2022 ήταν 16,0%. Αυτό σημαίνει ότι το 16,0% των κατοίκων της ΕΕ ζούσε με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, το οποίο το 2022 ήταν 60% του διάμεσου εισοδήματος της ΕΕ.


Ο δείκτης φτώχειας ποικίλλει σημαντικά, κατά χρονικά διαστήματα, μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Το 2022, οι χώρες με τους υψηλότερους δείκτες φτώχειας ήταν η Βουλγαρία (24,8%), η Ρουμανία (23,5%), η Ελλάδα (22,1%) και η Ισπανία (21,7%). Οι χώρες με τους χαμηλότερους δείκτες φτώχειας ήταν η Δανία (5,9%), η Φινλανδία (6,4%) και η Σουηδία (6,9%).


Στην Ελλάδα, ο δείκτης φτώχειας, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ΕΕ, το 2022 ήταν 22,1%. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 2,2 εκατομμύρια Έλληνες ζούσαν με εισόδημα κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας.


Το επίπεδο της φτώχειας για ένα άτομο στην Ελλάδα το έτος 2021 ήταν 584 ευρώ το μήνα (στοιχεία Eurostat, 2022). Αυτό σημαίνει ότι, ένα άτομο που ζούσε στην χώρα μας με εισόδημα κάτω των 584 ευρώ τον μήνα εθεωρείτο φτωχό.
Όμως, το επίπεδο της σχετικής φτώχειας στη χώρα μας, δεν αντανακλά το επίπεδο της απόλυτης φτώχειας.


Υπάρχουν οι κοινωνικές διανομές και παροχές, οι οποίες αμβλύνουν εν μέρει τον βαθμό της απόλυτης φτώχειας, όπως είναι: η δωρεάν υγεία και παιδεία, τα επιδόματα της ανεργίας, στέγασης, παιδιού, γέννησης, αναπηρίας, ρεύματος, θέρμανσης, ανασφάλιστου υπερήλικα, καθώς και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των ευάλωτων νοικοκυριών.


Ο πολιτικός παράγοντας, είναι και αυτός ένας παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει τη φτώχεια. Δηλαδή, η φτώχεια μπορεί να προκληθεί από την έλλειψη δημοκρατίας, της ανισοκατανομής του φορολογικού συστήματος, και την κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών, παράγοντες που οδηγούν σε κοινωνικό αποκλεισμό και πολιτική αστάθεια.


Εν τέλει, η μεθοδολογία της φτώχειας καθορίζεται με βάση και των οικονομικών παραμέτρων, όπως είναι: το μέγεθος της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, το ύψος της ανεργίας, το ύψος του πληθωρισμού, το μέγεθος της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που μειώνουν τα έσοδα του Προϋπολογισμού, όπου ένα μέρος αυτών θα διατίθεντο για την αύξηση των κοινωνικών δαπανών.


Θεωρείται αυτονόητο ότι, η αντιμετώπιση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, αυξάνει τα έσοδα του κράτους και, αυτό με τη σειρά του, οδηγεί διαχρονικά στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και, επομένως, στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας.


Εάν λάβουμε υπόψη μας από τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων ότι, στην Ελλάδα το 70% των φορολογουμένων δηλώνει εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ, ενώ το 40% δηλώνει κάτω από 5.000 ευρώ, (στοιχεία δηλώσεων 2021), ενώ το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων προέρχεται από τα συνήθη «υποζύγια», δηλαδή από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, τότε, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μισοί περίπου κάτοικοι της Ελλάδος θεωρείται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.


Ωστόσο, ο βαθμός φτώχειας στην Ελλάδα έχει μειωθεί τα έτη 2022 και 2023 : με τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη, που ήταν υπερδιπλάσια του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ, που συμπεριέλαβε και την αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς και από τη μείωση της ανεργίας. Αλλά, και η αύξηση από τις αρχές του τρέχοντος έτους των μισθών του δημοσιου κατα 10,5% και των συνταξιούχων κατα 3%, θα συμβάλλει εν μέρει στην ενίσχυση των εισοδηματων.


Όμως, ο βαθμός φτώχειας στη χώρα μας εξακολουθεί - εξαιτίας των αυξημένων βασικών ειδών διατροφής, του αποκαλούμενου πληθωρισμού της “ απληστίας των κερδών”, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς και του χαμηλού εισοδήματος των μισθοσυντήρητων - να είναι σαφώς, αρκετά υψηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ.


Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το παράδοξο, ακόμη και σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, η οικονομική μεγέθυνση να μπορεί να συμβαδίζει με τη διεύρυνση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων.


Αυτό, κατά μείζονα λόγο, προήλθε από τη δυσανάλογη αύξηση, μεταξύ των χωρών, στις τιμές της ενέργειας - λόγω του πολέμου στην Ουκρανία - και τη συνακόλουθη αύξηση σε όλα σχεδόν τα προϊόντα και, κυρίως, στα βασικά είδη διατροφής, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η «διατροφική φτώχεια».


Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, με το συνολικό ποσό των 750 δισ. ευρώ της ΕΕ προς τις χώρες της Ευρωζώνης, έχει ως βασικό σκοπό να αποτρέψει το μέγεθος της φτώχειας και την διεύρυνση των ανισοτήτων, τόσο μεταξύ των χωρών της ΕΕ, όσο και μεταξύ των νοικοκυριών τους.
Απομένει, λοιπόν, στους εδώ κυβερνητικούς ιθύνοντες,

με το σημαντικό αρχικό μέγεθος του Ταμείου Ανάκαμψης των 32 δισ. ευρώ- που αυξήθηκε στα 36 δισ. ευρώ - , τους πόρους του ΕΣΠΑ προς τις περιφέρειες, και των κονδυλίων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), τα οποία όλα μαζί θα προσεγγίσουν τα 70 δισ. ευρώ μέχρι το 2026 -, να αναλάβουν τολμηρές πρωτοβουλίες και να προβούν στις αναγκαίες

μεταρρυθμίσεις, που θα βασίζονται σε ένα ανταγωνιστικό, βιώσιμο, εξωστρεφές και αποτελεσματικό μοντέλο ανάπτυξης, με στόχο την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών, καλύπτοντας τις υπερδιπλάσιες εισαγωγές, που δημιουργούν τα ελλείμματα σε βάρος του δημοσίου και των καταναλωτών, και συμβάλλουν και αυτά στη διατήρηση της φτώχειας.


Για το επίτευγμα αυτό, οφείλουν να κινητοποιηθούν δυναμικά, τόσο ο δημόσιος τομέας, όσο και οι υγιείς, δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας, είτε μεμονωμένα, είτε συμπράττοντας με την είσοδο Ξένων Άμεσων Επενδύσεων, υγιών επιχειρηματικών ομίλων, με στόχο να προσφέρουν ένα θετικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία, προς όφελος των καταναλωτών.

Οι όποιες μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να έχουν έντονο προοδευτικό πρόσωπο και να κατανείμουν δίκαια τα οικονομικά βάρη, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς, στοχεύοντας πρωτίστως στη μείωση της ανεργίας των νέων, στην άμβλυνση των ανισοτήτων και της φτώχειας και, γενικά, στη βελτίωση του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου