Γιάννης Σαμαρτζής: Οι επενδύσεις αποτελούν μονόδρομο για τη μεγέθυνση της οικονομίας

Γιάννης Σαμαρτζής: Οι επενδύσεις αποτελούν μονόδρομο για τη μεγέθυνση της οικονομίας

Γιάννης Σαμαρτζής: Οι επενδύσεις αποτελούν μονόδρομο για τη μεγέθυνση της οικονομίας

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1831 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Γιάννης Σαμαρτζής
Οικονομολόγος - Συγγραφέας

Είναι γνωστό, σε όσους ασχολούνται με τα οικονομικά, ότι οι συνιστώσες που αποτελούν το Ακαθάριστο εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ειναι: οι ιδιωτικές επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση, οι κρατικές δαπάνες και οι εξαγωγές μείον τις εισαγωγές και, επομένως, μόνο αυτές, είναι εκείνες που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στην αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Για τη μέτρηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι, οι οποίες είναι αλληλοεξαρτώμενες και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Η πρώτη είναι εκείνη που χρησιμοποιεί ως βάση την Παραγωγή και μετρά την προστιθέμενη αξία ή τα παραγόμενα τελικά αγαθά και υπηρεσίες.

H δεύτερη είναι εκείνη που χρησιμοποιεί ως βάση το Εθνικό Εισόδημα (τη Συνολική Προσφορά της Οικονομίας), το οποίο αποκτούν οι πολίτες της χώρας κατά το στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας και η τρίτη είναι η μέθοδος της Εθνικής Δαπάνης (της Συνολική Ζήτηση της Οικονομίας), κατά την οποία ξοδεύονται τα εισοδήματα των πολιτών, είτε για κατανάλωση, είτε για επενδύσεις, κ.α.

Οι μέθοδοι αυτοί μας οδηγούν, κατά κάποιο τρόπο, στον «ενάρετο κύκλο» της οικονομίας, ο οποίος είναι: Επενδύσεις - Παραγωγή - Εισόδημα – Ζήτηση (Κατανάλωση) - Επενδύσεις - Παραγωγή.

Δηλαδή, αρχικά, οι επενδύσεις δημιουργούν το παραγόμενο προϊόν που δημιουργεί το εισόδημα, αυτό με τη σειρά του οδηγεί στη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών από τους καταναλωτές και, τέλος, αυτή (η ζήτηση των καταναλωτών) οδηγεί εκ νέου στις επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, κ.ο.κ. Η διαδικασία αυτή αποτελεί, κατά κάποιο απλοϊκό τρόπο, τον λεγόμενο «Οικονομικό Κύκλο».

Ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή της μεγέθυνσης της οικονομίας μιας χώρας, στηρίζεται στον βαθμό ανάπτυξης των τριών βασικών τομέων της παραγωγής, που είναι: η πρωτογενής παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, υπέδαφος, κ.ά.), η δευτερογενής παραγωγή (βιομηχανία, βιοτεχνία) και η τριτογενής παραγωγή (υπηρεσίες, και εμπόριο).

Συνεπώς, μόνο με την αύξηση των επενδύσεων έχουμε αύξηση της παραγωγής, που σε συνδυασμό με την αυξημένη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, οδηγούμαστε στην αύξηση του συνολικού προϊόντος που παράγεται στη χώρα μας και, επομένως, στην αύξηση του εισοδήματος. Άλλος τρόπος, σύμφωνα με τα διεθνή εμπειρικά οικονομικά δεδομένα, δεν υπάρχει.

Η χώρα μας, δυστυχώς, έχει δομικό πρόβλημα ανάπτυξης με στρεβλωτικο στοιχεία, όπου βασικοί της εργοδότες είναι το Δημόσιο και οι οικογενειακές επιχειρήσεις.

Ωστόσο, με τις τρέχουσες προγραμματικές παραγωγικές επενδύσεις - μέσω των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 32 δισ. ευρώ - του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δίνεται μία μεγάλη ευκαιρία για ένα ποιοτικό άλμα βιώσιμης ανάπτυξης στην επιχειρηματικότητα και, γενικότερα, στην οικονομία μας, καθώς και μία μοναδική ευκαιρία, ώστε η χώρα μας να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό των 130 δισ. ευρώ που μας κληροδότησε η 10ετής οικονομική κρίση.

Επειδή, ομως, στην Ελλάδα η εγχώρια αγορά είναι σχετικά μικρή και περιορισμένη και, συγχρόνως, δέχεται πιέσεις από τα εισαγόμενα ξένα προϊόντα -τα οποία είναι υπερδιπλάσια από τα εγχώρια εξαγόμενα-, για να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να αυξηθούν τα εισοδήματα και η ζήτηση εγχώριων προϊόντων, απαιτείται διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, με στροφή στις επενδύσεις εκείνες του Πρωτογενή και Δευτερογενή Τομέα, που συντελούν δυναμικά στην αύξηση των εξαγωγών και στην υποκατάσταση των εισαγωγών.

Δηλαδή, απαιτείται ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο με υγιείς επενδύσεις και εξωστρέφεια, τόσο στον αγροτικό, όσο και στον μεταποιητικό τομέα και, ιδιαίτερα στις νέες τεχνολογίες, ώστε να προσβλέπουμε σε μακροχρόνιο ορίζοντα.

Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία και πρακτική, μία Οικονομία που δεν παράγει, που δεν είναι παραγωγική και,παράλληλα, δεν είναι ανταγωνιστική, δεν αναπτύσσεται.
Κατά συνέπεια, για να μπορέσει η χώρα μας να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να αναπτυχθεί, θα πρέπει να στραφεί στην παραγωγική της ανασυγκρότηση, μέσω των υγιών επενδύσεων.

Για να επιτευχθούν, όμως, οι στόχοι και για να επιτύχουμε γοργούς ρυθμούς βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, με αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, απαιτούνται, όπως προαναφέραμε, παράλληλες δράσεις δυναμικών επενδύσεων, τόσο έγχώριων όσο και ξένων άμεσων επενδύσεων - που θα μας προσφέρουν νέους πόρους και τεχνογνωσία, οι οποίες θα επενεργήσουν συμπληρωματικά, σε συνδυασμό με τις συμπράξεις στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία κινείται με θετικό πρόσημο.

Οι ρυθμοί μεγέθυνσης καταγράφονται υψηλότεροι από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, με σταδιακή αύξηση επενδύσεων και μείωση της ανεργίας. Μετά τα μεγάλα ελλείμματα κατά την περίοδο της πανδημίας, επανηλθαν οι δημόσιες εισπράξεις, οι οποίες φαίνεται ότι εξισορροπούν και δημιουργούν μικρά πρωτογενή πλεονασματα.

Η δε ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης, αποτυπώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία. Έτσι σε σημαντικούς κλάδους υπάρχει αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκοί πόροι μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προσφέρουν τη δυνατότητα χρηματοδότησης νέων επενδύσεων.

Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με στοιχεια της ΕΛΣΤΑΤ, βαίνει αισθητά μειούμενο.

Συγκεκριμένα: το 2018 ήταν 317.481 δισ. που αντιστοιχούσε στο 186,4% του ΑΕΠ, το 2019 ήταν 334.721 δισ. που αντιστοιχούσε στο 180,6% του ΑΕΠ, το 2020 ήταν 331.093 δισ. με αντιστοιχία στο 207% του ΑΕΠ, το 2021 ήταν 341.153 δισ. με αντιστοιχία στο 195% του ΑΕΠ, το 2022 ήταν 353.434 δισ. αντιστοιχώντας στο 172,6% του ΑΕΠ και, τέλος το 2023 ήταν 355 δισ. στο 160,3% του ΑΕΠ.

Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ προβλέπεται ότι, το 2024 στη χώρα μας θα εμφανίσει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πραγματικής ανάπτυξης στην Ευρώπη - όπως και στα δύο προηγούμενα χρόνια - κοντά στο 3% του ΑΕΠ, και θα φτάσει στα 235,147 δισ. ευρώ, από 224 δισ. ευρώ το 2023, 208,03 δισ. ευρώ το 2022, 181 δισ. ευρώ το 2021 και 167,1 δισ. ευρώ το 2020.

Ο επικεφαλής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) Νίκος Βέττας «βλέπει έκρηξη» των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία κατά τη φετινή χρονιά, ευελπιστώντας ότι θα κινηθούν ταχύτερα οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Όπως γνωρίζουμε, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) είναι ιδιωτικός, μη κερδοσκοπικός, κοινωφελής ερευνητικός οργανισμός. Ιδρύθηκε με σκοπό να προωθεί την επιστημονική έρευνα για τα τρέχοντα και αναδυόμενα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και να παρέχει αντικειμενική πληροφόρηση και να διατυπώνει προτάσεις, οι οποίες είναι χρήσιμες στη διαμόρφωση πολιτικής.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ (Ιανουαρίου 2024), οι Ακαθάριστες Επενδύσεις θα ανέλθουν από το 3,2% το 2023 στο 10,8% φέτος και οι Ακαθάριστες Πάγιες Επενδύσεις από το 7,3% πέρυσι στο 11% το 2024.

Κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ τόνισε ότι η εγχώρια οικονομία βαδίζει σε σταθερή βάση, εν μέσω μικτών επιδράσεων από το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, σε σχέση με τις εξελίξεις στο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον σημείωσε:

Στις θετικές εγχώριες τάσεις ξεχωρίζουν η σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού ΑΕΠ με τον μέσο όρο στην Ευρώπη, η μείωση της ανεργίας, καθώς και η σταδιακή αλλά αργή κάλυψη του επενδυτικού κενού. Σε τομεακό επίπεδο, ξεχωρίζει η δυναμική σε τουρισμό και ακίνητα, ενώ σημαντική ανάκαμψη κατέγραψαν οι ξένες άμεσες επενδύσεις.

Επιπλέον, ενισχύεται η επενδυτική εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας προς τη χώρα, με αποτέλεσμα να μειώνεται το διαφορικό κόστος χρηματοδότησης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.

Προϋπόθεση για την ενίσχυση της μεγέθυνσης βραχυχρόνια, αναδεικνύεται η ισχυρή άνοδος των παραγωγικών επενδύσεων. Μακροχρόνια, διατηρήσιμοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα εξαρτηθούν από την αλλαγή των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας.

Γενικότερα, τόνισε, ότι απαιτείται ενίσχυση της εξωστρέφειας και των επενδύσεων ως μοχλών της οικονομικής ανάπτυξης, μακροχρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, βραχυπρόθεσμη ευκαιρία αποτελεί η έγκαιρη και αποτελεσματική χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ωστόσο, ανέφερε ότι, μία σειρά από εξωτερικές προκλήσεις επιδρούν άμεσα στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως η επιβράδυνση της μεγέθυνσης των εμπορικών μας εταίρων, το υψηλό κόστος χρήματος για μεγαλύτερη διάρκεια, οι κίνδυνοι στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, η αναδιάταξη των ισορροπιών στο παγκόσμιο εμπόριο και οι στόχοι για την πράσινη μετάβαση.

Η δε περίφημη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, δηλαδή η μείωση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση με την αντίστοιχη υποκατάσταση της συμμετοχής στο ΑΕΠ από τις εξαγωγές και, κυρίως, από τις επενδύσεις, θα αποτελέσει ίσως, μία μακρά και αργή διαδικασία, όπως προκύπτει και από τις εκτιμήσεις που ενσωματώνει το οικονομικό επιτελείο στο προσχέδιο του προϋπολογισμού.

Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι, τον κύριο προωθητικό παράγοντα για την αύξηση της παραγωγής και, συνεπώς, και του εισοδήματος, αποτελούν οι υγιείς εγχώριες και ξένες επενδύσεις, σε συνδυασμό με την ανταγωνιστικότητα.

Γιατί, χωρίς αυτές, δεν παράγεται πλούτος, πρόοδος και ευημερία, δεδομένου ότι, όπως γνωρίζουν οι ασχολούμενοι με τα οικονομικά, για ν’ αυξηθεί η διανομή της «πίτας», πρέπει να προηγηθεί η αυξηση της παραγωγής της.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου