Ρόδος: Στο εδώλιο του Κακουργοδικείου 37χρονος κατηγορείται για τη φωτιά στο ραντάρ της Υ.Π.Α.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1258 ΦΟΡΕΣ
Οι ζημιές υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο ευρώ
Στις αρχές Δεκεμβρίου 2025 προσδιορίστηκε να εκδικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δωδεκανήσου η υπόθεση της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 2021 στο ραντάρ της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας στον Αττάβυρο της Ρόδου, με αποτέλεσμα να προκληθούν τεράστιες καταστροφές ύψους άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ!
Στο εδώλιο του δικαστηρίου στις 2 Δεκεμβρίου έχει παραπεμφθεί ένας 37χρονος, ο οποίος, αν και αρνείται την εμπλοκή του, θα δικαστεί για τα αδικήματα του εμπρησμού από πρόθεση με κίνδυνο για ξένα πράγματα, από τον οποίο προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε πράγματα που χρησιμεύουν για κοινό όφελος και με φωτιά κατ’ εξακολούθηση, και κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συνήγορος υπεράσπισης του 37χρονου είναι ο κ. Δήμος Μουτάφης.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, όλα ξεκίνησαν τα ξημερώματα της 12ης Μαρτίου 2021, όταν ένα άτομο φορώντας κουκούλα στο κεφάλι του εισέβαλε στις εγκαταστάσεις του ραντάρ της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, στην περιοχή του Ατταβύρου.
Όπως κατέγραψε η κάμερα, το άτομο αυτό, φορώντας στο κεφάλι του κουκούλα και κρατώντας ένα μπιτόνι με εύφλεκτο υγρό, περιέλουσε το εσωτερικό του ραντάρ και στη συνέχεια έβαλε φωτιά, αφού προηγουμένως έσπασε και διέλυσε τα πάντα στο εσωτερικό, κρατώντας στα χέρια του ένα λοστό!
Οι ζημιές συνολικά στις εγκαταστάσεις του ραντάρ της ΥΠΑ και στις τέσσερις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, υπολογίζονται στο ποσό του 1 εκατομμυρίου ευρώ. Με τον ίδιο τρόπο, ο δράστης έβαλε φωτιά και κατέστρεψε σχεδόν και τις εγκαταστάσεις κινητής τηλεφωνίας που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή, βυθίζοντας έτσι σε τηλεπικοινωνιακό μπλακ-άουτ τα γύρω χωριά.
Σημειώνεται ότι και 10 ημέρες πριν από τη φωτιά, οι εγκαταστάσεις του ραντάρ της ΥΠΑ στην περιοχή του Ατταβύρου είχαν παραβιαστεί και είχε αφαιρεθεί τμήμα του εξοπλισμού που βρίσκεται εκεί.

Οι έρευνες και η εξιχνίαση
Οι αξιωματικοί της αστυνομίας έφθασαν στα ίχνη του 37χρονου, αξιοποιώντας τις εικόνες που είχε καταγράψει η κάμερα που βρισκόταν μέσα στον χώρο του ραντάρ, καθώς επίσης και οι κάμερες που υπήρχαν σε καταστήματα και σπίτια στην περιοχή του Έμπωνα, που είχαν καταγράψει την έξοδο και την είσοδο στο χωριό του αυτοκινήτου του.
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να επιστρέψει το αυτοκίνητο στο χωριό αξιολογήθηκε από τους αστυνομικούς της Ασφάλειας Ρόδου ως αρκετό, για να προλάβει ο 37χρονος κατηγορούμενος να τελέσει την πράξη.
Ο ίδιος πάντως αρνείται όλες τις κατηγορίες, και αυτό είχε υποστηρίξει τόσο προανακριτικά όσο και κατά την απολογία του στον ανακριτή Ρόδου, αποδεχόμενος ότι πράγματι είχε φύγει από το χωριό την επίμαχη ώρα, αλλά όχι για να κάνει τις ζημιές στο ραντάρ, αλλά να μεταβεί σε δική του προσωπική υπόθεση.
Το δεύτερο στοιχείο που περιλαμβάνεται στη δικογραφία και φέρεται να «έδεσε» την υπόθεση για να σχηματιστεί η δικογραφία σε βάρος του, είναι το μπουφάν που κατέγραψαν οι κάμερες, καθώς παρόμοιο βρέθηκε και στο σπίτι του, όταν οι αστυνομικοί έκαναν έφοδο, παρουσία δικαστικού λειτουργού, λίγες ημέρες αργότερα.
Στις έρευνες, εκτός από τους αξιωματικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου, ενεπλάκησαν και ειδικές υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς επίσης και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.

Ο κατηγορούμενος κλήθηκε τρεις συνολικά φορές (προανακριτικά) να δώσει εξηγήσεις για το πώς βρέθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αλλά σε όλες τις φορές αρνήθηκε την ανάμειξή του.
Το ίδιο έκανε και στις 9 Δεκεμβρίου 2024, οπότε και βρέθηκε ενώπιον του ανακριτή Ρόδου για να απολογηθεί, συνοδευόμενος από τον συνήγορό του κ. Δήμο Μουτάφη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 37χρονος, μεταξύ άλλων, υποστήριξε πως ήταν περιστασιακός χρήστης ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα ινδικής κάνναβης, την οποία καλλιεργούσε μόνος του σε απόμερη περιοχή μαζί με ένα ακόμη φίλο του, για να καλύπτουν τις προσωπικές τους ανάγκες.
Ο ίδιος είχε υποστηρίξει ότι οι κάμερες τον κατέγραψαν να κινείται στην περιοχή γιατί πήγαινε εκεί που ήταν τα δενδρύλλια και όχι στο ραντάρ, αλλά όταν ρωτήθηκε από τους αστυνομικούς φοβήθηκε να πει την αλήθεια, καθώς γνώριζε ότι είχε διαπράξει ποινικό αδίκημα παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών.
Σε ό,τι αφορά το μπουφάν, δήλωσε πως το είχε αγοράσει από κατάστημα που διαθέτει ευρέως είδη ένδυσης και πως εύκολα θα μπορούσε να ανήκει σε οποιονδήποτε.
Τέλος, ο 37χρονος είχε τονίσει πως κανένα στοιχείο επιβαρυντικό για εκείνον δεν εντοπίστηκε από την αστυνομική έρευνα (DNA, αποτύπωμα κ.ά.) στον τόπο του εγκλήματος.