Θάνος Ζέλκας: Πώς κυβερνάται ένα κράτος που δεν θέλει να κυβερνηθεί
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 540 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο Θάνος Ζέλκας
Η ψήφος είναι η αρχή της εξουσίας, όχι η ολοκλήρωσή της. Το να κυβερνήσει κανείς μια χώρα, και ιδίως την Ελλάδα, προϋποθέτει κάτι περισσότερο από μια εκλογική νίκη. Προϋποθέτει την ικανότητα να κινήσει έναν μηχανισμό πολύπλοκο, βραδυκίνητο και γεμάτο σιωπηρές αντιστάσεις. Ένα κράτος που μοιάζει με λαβύρινθο παρά με διοικητική δομή.
Κάθε κυβέρνηση ξεκινά με ένα όραμα και έναν στενό κύκλο προσώπων, τους οποίους ο πρωθυπουργός γνωρίζει προσωπικά. Είναι οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής, οι διευθυντές, οι σύμβουλοι, οι συντονιστές. Δεν είναι απλώς εκτελεστικά όργανα. Αποτελούν τον νευρικό ιστό της εξουσίας. Από τις αποφάσεις τους εξαρτάται αν μια πολιτική πρωτοβουλία θα υλοποιηθεί ή αν θα χαθεί στην ατέρμονη γραφειοκρατική διαδικασία. Η επιτυχία μιας κυβέρνησης δεν κρίνεται μόνο από την ευφυΐα των προτάσεών της, αλλά από τη δυνατότητά της να τις περάσει μέσα από αυτή την αλυσίδα χωρίς να σπάσει ο ρυθμός.
Κάτω από αυτό το επίπεδο εκτείνεται το πυκνό στρώμα της διοικητικής μηχανής. Εκατοντάδες τεχνοκράτες, ειδικοί συνεργάτες και νομικοί γνωρίζουν πού πρέπει να σταλεί το έγγραφο, ποια εγκύκλιος χρειάζεται μια μικρή αλλαγή για να μην μπλοκάρει, ποια διαδικασία πρέπει να κινηθεί αθόρυβα για να μην προκαλέσει αντιδράσεις. Χωρίς αυτούς, καμία κυβερνητική πρόθεση δεν μεταφράζεται σε πράξη. Η Ελλάδα κυβερνάται στην πράξη από αυτούς που ξέρουν ποιο πρωτόκολλο λήγει πότε, ποιο υπουργείο έχει ανοιχτή γραμμή και ποιο πρέπει να παρακαμφθεί για να προχωρήσει μια απόφαση.
Ακολουθεί η βαριά, μόνιμη διοίκηση. Οι δεκάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι που κρατούν τη χώρα σε λειτουργία. Αυτοί δεν αλλάζουν με τις εκλογές. Είναι η μνήμη του κράτους, η συνέχειά του, αλλά και η μεγάλη του αδράνεια. Μπορούν να διασώσουν μια κυβέρνηση κρατώντας σταθερές τις δομές ή να την πνίξουν καθυστερώντας την εφαρμογή μιας απόφασης. Στην Ελλάδα, η καθυστέρηση δεν είναι πάντα αμέλεια Είναι συχνά σιωπηλή μορφή αντίστασης, ένας τρόπος άμυνας απέναντι στην εκάστοτε αλλαγή.
Πέρα από τα θεσμικά στρώματα υπάρχει και η άτυπη εξουσία. Οι άνθρωποι χωρίς τίτλο, αλλά με πρόσβαση στα «υψηλά πρόσωπα». Οι επιχειρηματίες, οι δημοσιογράφοι, οι τεχνοκράτες και οι πανεπιστημιακοί που, συχνά αθόρυβα, επηρεάζουν τον ρυθμό των αποφάσεων. Στην Ελλάδα, η πολιτική δεν λειτουργεί μόνο με νόμους, αλλά με σχέσεις. Οι κρίσιμες αποφάσεις έχουν ήδη συζητηθεί πολύ πριν φτάσουν στη Βουλή, σε δείπνα, τηλεφωνικές γραμμές και «ανεπίσημες» συναντήσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι η εξουσία εκτείνεται πέρα από τα θεσμικά της όρια, σε ένα δίκτυο κοινωνικών και οικονομικών ισορροπιών που καθορίζουν τι προχωρά και τι μένει στάσιμο.
Η πολιτική, εντέλει, είναι περισσότερο ζήτημα ρυθμού παρά ισχύος. Κάθε απόφαση έχει τη δική της στιγμή. Αν χαθεί το χρονικό παράθυρο, το μέτρο φθείρεται πριν καν εφαρμοστεί. Οι κυβερνήσεις που αντέχουν δεν είναι απαραίτητα εκείνες που εισάγουν τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες, αλλά όσες κατορθώνουν να συντονίσουν τον χρόνο τους. Εκείνες που κατορθώνουν να δράσουν πριν εξαντληθεί η κοινωνική ανοχή, να επικοινωνήσουν τις προθέσεις τους πριν διαστρεβλωθούν, να διορθώσουν πριν αναγκαστούν να απολογηθούν.
Οι κρίσεις λειτουργούν πάντα ως τελικός καθρέφτης αυτής της ικανότητας. Ένα ατύχημα, μια φυσική καταστροφή, μια διεθνής ένταση αποκαλύπτουν αν ο μηχανισμός λειτουργεί ή αν διαλύεται υπό πίεση. Ποιος λαμβάνει το πρώτο τηλεφώνημα, ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη, ποιος παίρνει την απόφαση στις τρεις τα ξημερώματα. Αυτά είναι τα σημεία όπου δοκιμάζεται η ουσία της εξουσίας.
Η διακυβέρνηση, τελικά, δεν είναι πράξη δύναμης αλλά άσκηση αντοχής. Η ψήφος μπορεί να φέρει την αλλαγή, αλλά η πραγματική πρόκληση είναι να πειστεί το κράτος να ακολουθήσει. Και αυτό απαιτεί κάτι πολύ πιο σπάνιο από πολιτικό ταλέντο: την ικανότητα να ελέγχει κανείς έναν μηχανισμό που αντιστέκεται εκ φύσεως στην κίνηση. Γιατί στην Ελλάδα, το κράτος δεν κυβερνιέται. Πείθεται, λίγο κάθε φορά, να κινηθεί.