Σε ένα αιώνα χάθηκε η πανίδα της Καρπάθου
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 637 ΦΟΡΕΣ
Μέσα σε ένα αιώνα άλλαξε ριζικά η χλωρίδα στην Κάρπαθο. Από τα δάση πεύκης και χαμηλής βλάστησης που κάλυπταν το 50% του νησιού λίγα έχουν απομείνει, και από τις εκατοντάδες πηγές που είχε η «Κάρπαθος με τα κρύα νερά …», οι πιο πολλές έχουν στερέψει ή έχει ελαττωθεί σημαντικά η ροή τους. Το ίδιο έχει συμβεί και με την πανίδα της Καρπάθου, ως αποτέλεσμα της καταστροφής της χλωρίδας και του τρόπου ζωής.
Πιο εμφανής είναι η εξαφάνιση των πτηνών, όπως οι πέρδικες που τις έβλεπες να κελαηδούν από το ένα άκρο της Καρπάθου μέχρι την Σαρία, και το κυνήγι τους είχε γίνει το κύριο χόμπι των ερασιτεχνών κυνηγών. Ορισμένοι από τους Καρπάθιους που πήγαιναν στην Αμερική, επιστρέφοντας στην Κάρπαθο μετά τον πόλεμο, έφερναν μαζί τους και ένα κυνηγητικό όπλο για τους ίδιους ή για κάποιο επιστήθιο φίλο τους.
Είχε τόσους πολλούς κυνηγούς, που δημιούργησαν και σύλλογο. Στα Πηγάδια θυμάμαι τον φαρμακοποιό Αριστείδη Νικολαΐδη, που πολλές φορές τον βλέπαμε να επιστρέφει από το κυνήγι με πέντε – έξη πέρδικες κρεμασμένες στην κυνηγητική του ζώνη, και καμιά φορά και ένα λαγό. Το ίδιο χόμπι είχε και ο γιός του Νίκος, που πήγαινε μέχρι την Σαρία για πέρδικες.
Ακόμα και αυτοί που δεν είχαν κυνηγητικά όπλα χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους «πλάκους» για να πιάσουν πέρδικες. Έπαιρναν ένα «πλάκο» (αρκετού μεγέθους πλατερή πέτρα) που στήριζαν με μικρά ξυλαράκια, μεταξύ των οποίων έβαζαν σπόρους σιταριού, και όταν η πέρδικα πήγαινε να τους φάει, ακουμπούσε τα ξυλαράκια, έπεφτε η πέτρα και την πλάκωνε. Λίγο πιο πάνω από το γεφύρι του Χα, υπάρχει το τοπωνύμιο «Πλάκοι», που πήρε το όνομα του από τους πλάκους που έστηναν σ’ αυτό. Εκτός από τις πέρδικες υπήρχαν και αγριοπεριστέρια, που βλέπαμε να πετούν μέσα στην Καμαρούκα στο Βρόντη όπου είχαν τις φωλιές τους.
Εκτός από τους κυνηγούς που κυνηγούσαν πέρδικες, ήταν και οι νεαροί που με τις λαστιχιές (σφενδόνες) κυνηγούσαν μικρά πουλιά. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στην Κάρπαθο φύτεψαν τα λεγόμενα αλμυρόδεντρα ένα γύρω στις παραλίες των Πηγαδίων που μεγάλωναν γρήγορα και έτρεφαν μικρά μυγάκια που τα προτιμούσαν μικρά κίτρινα πουλιά. Τα Πηγαδιωτάκια τα αποκαλούσαν «παλαρά» γιατί μπορούσες να τα πλησιάσεις πολύ κοντά και να τα κτυπήσεις με την σφενδόνη, ενώ τα Μενεδιατάκια τα αποκαλούσαν «ξιγκοπούλια» για το ξίγκι τους, επειδή ήταν πολύ παχιά.
Υπήρχαν και οι «κέφαλοι», που ήταν λίγο μεγαλύτεροι και ήταν δύσκολο να τους χτυπήσεις με την σφενδόνη γιατί πετούσαν ψηλά και κάθιζαν στις κορυφές των αμυγδαλιών. Ακόμη πιο δύσκολο ήταν το κυνήγι των σπουργιτών που πετούσαν και έφευγαν μόλις τους πλησίαζες στα 20 μέτρα. Υπήρχαν και άλλα μικρά πουλιά που δεν τα γνώρισα εξ όψεως. Όταν κάθε Οκτώβριο πηγαίναμε στο χωράφι μας στις Ζετές να μαζέψουμε τον ελαιόκαρπο, έβλεπα τις άδειες τους φωλιές πάνω στα ελαιόδεντρα. Όπως φαίνεται ήταν μάλλον αποδημητικά πουλιά.
Υπήρχαν και πουλιά που δεν τα κυνηγούσαν, όπως οι γλάροι. Ορισμένοι απ’ αυτούς είχαν τις φωλιές τους στους γκρεμνούς που βρίσκονται στον Άγιο Πέτρο, πάνω από τον σημερινό δρόμο που πηγαίνει από τα Πηγάδια στο μοναστήρι της Λαρνιώτισσας. Τους έβλεπες να πετούν ανοιχτά στο πέλαγος και από ψηλά να βουτούν στην θάλασσα για να πιάσουν κανένα ψάρι.
Υπήρχαν και οι μαυροκόρακοι, που ήταν πιο μεγάλοι από τις πέρδικες. Όταν στον πόλεμο μέναμε στο Απέρι, τους βλέπαμε να βγαίνουν από τις φωλιές που είχαν ψηλά πάνω στο Κάστρο και να πετούν σε μεγάλο ύψος. Όπως μας έλεγαν, έτρωγαν ερπετά και ψοφίμια. Οι οργανοπαίκτες προτιμούσαν τα φτερά της ουράς των κοράκων για να παίζουν τα λαούτα τους.
Υπήρχαν και τα αποδημητικά πτηνά, που στο πέρασμα τους ορισμένα πετούσαν πάνω από την Κάρπαθο και άλλα έμεναν για ένα διάστημα. Τα χελιδόνια ερχόντουσαν την άνοιξη και μας εντυπωσίαζαν με το γλήγορο πέταγμα τους. Όταν κάποιος ή κάποια ήταν ευέλικτοι τους αποκαλούσαν χελιδόνια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούσαν τα «όπλια», που κάθε Οκτώβριο υπερίπταντο της Καρπάθου με το χαρακτηριστικό κράξιμό τους, στην κάθοδο από την Ευρώπη στην Αφρική, προάγγελμα της άφιξης του χειμώνα. Γύρω στα 50 «όπλια» πετούσαν ομαδικά με προδιαγεγραμμένο σχεδιασμό. Προηγείτο ένα «όπλι» και ένα μέτρο πάνω απ’ αυτό, δεξιά και αριστερά του πετούσαν άλλα δύο, και ένα μέτρο πάνω απ’ αυτά πετούσαν άλλα τέσσερα, από δύο δεξιά και αριστερά στο καθένα. Η ίδια τακτική συνεχιζόταν και με τα υπόλοιπα και νόμιζες πως έβλεπες την αιχμή τεράστιου βέλους να κινείται στον ουρανό.
Όπως ισχυρίζονται οι ορνιθολόγοι, το φτερούγισμα του πρώτου «οπλιού» σπρώχνει τον αέρα προς τα πάνω και κάνει πιο ξεκούραστο το πέταμα των δυο «οπλιών» που υπερίπτανται, και ακόμη πιο εύκολο αυτών που πετούν πιο πάνω. Επειδή το πέταγμα του πρώτου «οπλιού» είναι το πιο κουραστικό, κατά διαστήματα την θέση του παίρνει το τελευταίο του σχηματισμού, που είναι και το πιο ξεκούραστο. Μοιάζει με τον Καρπάθικο χορό, που ο τελευταίος στον χορό είναι ο επόμενος χορευτής του κάβου.
Όπως προαναφέρθηκε τα «όπλια» υπερίπταντο και δεν σταματούσαν στην Κάρπαθο. Όμως, ένα πρωί που ξυπνήσαμε, αρχές της δεκαετίας του 1950, είδαμε ένα απ’ αυτούς τους σχηματισμούς «οπλιών» να κάθεται πάνω στο νησάκι της Άφωτης. Όταν ορισμένοι, από περιέργεια, πήγαν από το λιμάνι με ένα δυο βάρκες να τα πλησιάσουν αυτά πέταξαν και πήγαν στο Δεσποτικό. (Βλέποντας τα να πετούν από το ένα νησάκι στο άλλο, μπορέσαμε να διαπιστώσουμε ότι το μήκος τους έφτανε μέχρι ένα μέτρο). Το άλλο πρωί όταν ξυπνήσαμε είχαν φύγει.
Τα ορτύκια ήταν τα αποδημητικά πτηνά που προκαλούσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των Καρπαθίων και ιδιαίτερα των κυνηγών. Ερχόντουσαν τον Σεπτέμβριο, στην κάθοδο τους από την Ευρώπη στην Αφρική, και σταματούσαν γύρω στις δυο εβδομάδες στον Αφιάρτη και όταν έβλεπαν κάποιον άνθρωπο κρυβόντουσαν μέσα στους θάμνους. Ο κυνηγός προχωρούσε ανάμεσα στους θάμνους με το όπλο του στραμμένο προς το έδαφος. Μόλις ο κυνηγός ξεπερνούσε τον θάμνο που κρυβόταν το ορτύκι, αυτό ξεπετούσε και πετούσε προς τα πίσω. Ο κυνηγός αν πρόφτανε, γύριζε αμέσως και το πυροβολούσε.
Εκτός από τα πτηνά, η πανίδα της Καρπάθου διέθετε και άλλα ζώα όπως οι λαγοί που μαζί με τις πέρδικες αποτελούσαν τα πιο διαδεδομένα ζώα στην Κάρπαθο. Ο κυνηγός, εκτός από το όπλο του χρειαζόταν και εκπαιδευμένο σκύλο, επειδή οι λαγοί κρύβονταν μέσα στους σκίνους και μόνο οι σκύλοι μπορούσαν να τους βρουν και να τους ξετρυπώσουν. Ο κυνηγός έπρεπε να είναι έτοιμος και προετοιμασμένος γνωρίζοντας ότι ο λαγός προτιμούσε το ανήφορο όπου είναι πολύ γρήγορος, επειδή τα πισινά του πόδια είναι μεγαλύτερα από τα μπροστινά.
Τα «ζουριά» ήταν ένα άλλο ζώο που περιλάμβανε η πανίδα της Καρπάθου, που ενδημούσαν και στην δασώδη περιοχή που βρισκόταν ΒΑ του Απερίου. Σε μέγεθος και εμφάνιση έμοιαζε με μικρή αλεπού και συμβούλευαν τις νοικοκυρές να κρατούν τους «κούμους» (κοτέτσια) τους κλειστά, επειδή τα ζουριά πνίγουν τις κότες και τρώνε τα αυγά τους. Το δέρμα του ζουριού το χρησιμοποιούσαν για γουναρικά.
Τα φίδια που υπήρχαν στην Κάρπαθο δεν ήταν δηλητηριώδη και ήταν μικρά στο μέγεθος. Το μήκος τους έφτανε το ένα μέτρο και η διάμετρός τους όσο ο δάκτυλος ενός χεριού. Οι Καρπάθιοι δεν τα κυνηγούσαν ούτε τα απέφευγαν, και όπως είχα ακούσει, στον αποκρέατο του σπιτιού της προγιαγιάς μου είχε την φωλιά ένα φίδι, που αυτή το θεωρούσε το τυχερό του σπιτιού και η παρουσία του δεν την ενοχλούσε.
Ακόμη και καβούρια ζούσαν μέσα στα ρυάκια που λίμναζαν τα νερά, όπου είχαν τις φωλιές τους κάτω από τα βούρλα. Τα παιδιά που ήθελαν να τα πιάσουν πήγαιναν στο ρυάκι που κατέβαινε από τον Βουτσά στα Πηγάδια και στον ποταμό της Άφωτης. Έκοβαν ένα βούρλο και το έβαζαν μέσα στην φωλιά του κάβουρα, που το δάγκωνε με τις χαχάλες του και αυτά τραβώντας το σιγά-σιγά έβγαζαν τον κάβουρα από την φωλιά του και τον έπιαναν.
Στα νότια της Ολύμπου, στην ευρύτερη περιοχή του Αγρέλλη, υπήρχαν πολλές διάσπαρτες πηγές μέσα στα πευκοδάση, όπου μπορούσε κανείς να συναντήσει και τον ενδημικό βάτραχο της Καρπάθου.
Ότι η φύση χρειάστηκε εκατομμύρια αιώνες για να δημιουργήσει, εξαλείφθηκε μέσα σε ένα αιώνα και η κλιματική αλλαγή που προβλέπεται να ακολουθήσει πρόκειται να χειροτερέψει την κατάσταση.
πηγή: anamniseis.net

Ακολουθήστε τη Ροδιακή στο Google News