Πώς χειρίστηκε το δωδεκανησιακό ζήτημα ο Ελευθέριος Βενιζέλος την 20ετία (1912-1933)

Πώς χειρίστηκε το δωδεκανησιακό ζήτημα  ο Ελευθέριος Βενιζέλος την 20ετία (1912-1933)

Πώς χειρίστηκε το δωδεκανησιακό ζήτημα ο Ελευθέριος Βενιζέλος την 20ετία (1912-1933)

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 817 ΦΟΡΕΣ

77 χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου έλληνα πολιτικού

Γράφει ο Κυριάκος Ι. Φίνας Στην Ελλάδα, μετά τη στρατιωτική επανάσταση του 1909 και ειδικότερα από το 1911 μέχρι το 1920, τόσο στην εσωτερική πολιτική, όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας κυριαρχεί, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, η φυσιογνωμία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Με το δεδομένο αυτό, είναι βέβαιο, πως κατά τη διάρκεια αυτή ο Εθνάρχης, ως υπεύθυνος Κυβερνήτης, κατευθυντήριος νους και “αρχιτέκτονας” της τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, στο πλευρό της Αντάντ, άφησε την προσωπική του σφραγίδα και έδωκε καινούργια ελπιδοφόρα διάσταση, εκτός των άλλων, και στα απολυτρωτικά θέματα, ένα από τα οποία ήταν το Δωδεκανησιακό Ζήτημα. Το Σεπτέμβριο του 1911 η Ιταλία κήρυξε πόλεμο κατά της Τουρκίας, με αφορμή τις Οθωμανικές Επαρχίες στην Τριπολίτιδα και Κυρηναϊκή και το Μάιο του 1912 κατέλαβε τη Δωδεκάνησο, ύστερα από άδεια της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, υπό τύπον προσωρινότητας, με το αιτιολογικό να εκβιάσει, δήθεν την Τουρκία, σε υποχωρήσεις, ως προς τις προαναφερθείσες δύο περιοχές στην Αφρική.  Υπό το πρόσχημα αυτό έμπαινε σε εφαρμογή μακροπρόθεσμη πολιτική επέκτασης της Ιταλίας, προς τη Μεσόγειο και αλλού. Επεκτατική πολιτική, την οποία συνέχισε εντονότερα και απροκάλυπτα και ο δικτάτορας Μουσολίνι, μετά το 1922, κατακτώντας στη δεκαετία του 1930 την Αιθιοπία και την Αλβανία, το 1935 και το 1939 αντίστοιχα. Στα παραπάτω πλαίσια και με τον κυνισμό που διακρίνει πάντοτε τις ενέργειες και αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και όπως μαρτυρούν, επιπρόσθετα και τα ευρωπαϊκά διπλωματικά αρχεία της εποχής εκείνης, αυτές οι Δυνάμεις ανέβαλαν κατά το 1913, να καθορίσουν την τύχη των Δωδεκανήσων. Με τα προαναφερθέντα δεδομένα, η ελληνική εξωτερική πολιτική στο Δωδεκανησιακό Ζήτημα, έντονα και χωρίς παρεκκλίσεις, τουλάχιστον μέχρι το 1920, υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, καθόρισε ως πυξίδα την πάγια τακτική της, έναντι της ιταλικής κατοχής, η οποία συνοψιζόταν: Διατήρηση της Ελληνικότητας της Δωδεκανήσου, με απώτερο στόχο, εν καιρώ, τη διεκδίκηση υπό της Ελλάδας των ιστορικών και εθνολογικών τίτλων. Να παραμένει, δε, με κάθε τρόπο και θυσία, ανοικτό το πολιτικό Ζήτημα της τύχης της Δωδεκανήσου, έστω και με ορισμένες πρόσκαιρες διπλωματικές υποχωρήσεις. Επί του προκειμένου, είναι ενδεικτικά τα όσα αναφέρει στο βιβλίο του με τον τίτλο:«Από την ζωή μου», ο Εμμανουήλ Καλαμπίχης. «...Τον Σεπτέμβριον του 1914, απεστάλην εκ μέρους της Κοινότητος εις Αθήνας δια την προμήθειαν των σχολικών βιβλίων. Με την ευκαιρίαν αυτήν με εφοδιάζει ο Απόστολος με μίαν συστατικήν επιστολήν προς τον φίλον του Αγιου Πέτρας, δια να με εισαγάγη εις τον Βενιζέλον, παρά του οποίου θα έπρεπε να ζητήσω οδηγίας, όσον αφορά την στάσιν μας έναντι των Ιταλών. Μεθ’ όλας τας δυσκολίας, που παρουσίαζεν η ακρόασις, λαμβανομένης υπόψιν της εκ των Βαλκανικών πολέμων δημιουργηθείσης καταστάσεως, η αίτησίς μου χάρις εις τον μεσολαβήσαντα Κρήτα Ιεράρχην έγινε δεκτή και την ορισθείσαν ώραν μετά του Γυμνασιάρχου Δημ. Αναστασιάδου ευρισκομένου τότε εν εξορία εκεί ευρισκόμεθα ενώπιον του Μεγάλου πολιτικού. Η συγκίνησίς μας ήτο καταφανής, αλλά και η ιδική του.  Μετά σύντομον χαιρετισμόν του Γυμνασιάρχου του εξέθηκα την εν Ρόδω κατάστασιν, μερικά έκτροπα των Ιταλών, την αντίδρασιν του λαού και την στάσιν του Μητροπολίτου και εζήτησα την γνώμην του. «Οχι βίαν, μου είπε, όχι κακίαν. Η Εκκλησία μας έχει μίαν μακράν παράδοσιν.Το Φανάρι ανέπτυξε μίαν περίφημον πολιτικήν, που ως απεδείχθη είναι η καλυτέρα. Αυτήν συνιστώ και εις τον Μητροπολίτην. Εχετε υπομονήν». Και εσηκώθη από την θέσιν του, δείγμα ότι η ακρόασις είχε τελειώσει. Μετέφερα την σύστασιν αυτήν του Πρωθυπουργού της Ελλάδος εις τον Μητροπολίτην, που την εύρισκε, πράγματι, ορθήν ως και ενθαρρυντικήν την φράσιν, «έχετε ολίγην υπομονήν». Εν τω μεταξύ, οι Δωδεκανήσιοι, τόσον του εξωτερικού, όσο και οι ευρισκόμενοι στα διάφορα διαμερίσματα της Ελλάδας, παρά τις διπλωματικές παραινέσιες του Βενιζέλου, δεν έπαυσαν να διαμαρτύρονται και να ζητούν να επανέλθουν τα νησιά τους στη Μητέρα-Πατρίδα. Φυσικά, όχι με άσκοπες και επιδεικτικές ενέργειες, αλλά όταν και εκεί που επιβαλλόταν, στηρίζοντας το αίτημά τους και στο διεθνές δόγμα αυτοδιάθεση των λαών. Ετσι, ως πρώτη άμεση ενέργεια, στα ύπουλα σχέδια των Ιταλών, ήταν να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί με κάθε μυστικότητα στις 4 Ιουνίου (π. ημερολ.) 1912 στο Ιερό νησί του Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο, Πανδωδεκανησιακό Συνέδριο, τις εργασίες του οποίου παρακολούθησε και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, από την ηγεμονία της Σάμου, ως και κατά τρόπον μυστικό και ο Ιωνας Δραγούμης, εκ μέρους του Ελληνικύ Υπουργείου των Εξωτερικών, εν γνώσει, βέβαια και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και στις 6 Ιανουαρίου 1913, ημέρα των Θεοφανείων, έλαβαν χώρα νέες διαμαρτυρίες στον Ιερό Ναό του Νεοχωρίου Ρόδου για τη συνεχιζόμενη ξένη κατοχή, στη διάρκεια των οποίων η ιταλική διοίκηση αντέδρασε κατά τρόπο βίαιο. Ωστόσο, η Ιταλία με καιροσκοπική πολιτική κατορθώνει και πλευρίζει τους Συμμάχους της Αντάντ, αφού προηγούμενα βρισκόταν με το μέρος της Γερμανίας και συμμετέχει στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Σε αντάλλαγμα επιτυγχάνει, με μυστική συμφωνία της 16.4.1915, να της αναγνωριστούν και κυριαρχικά δικαιώματα επί της Δωδεκανήσου. Με τη λήξη το πρώτο παγκόσμιου πολέμου και με αφορμή τη διακήρυξη των νικητών για το δόγμα της αυτοδιάθεσης των λαών, οργανώθηκαν σε ολόκληρη τη Δωδεκάνησο, ταυτόχρονα, Συλλαλητήρια το Πάσχα του 1919. Στη δωδεκανησιακή ιστορία αυτό παρέμεινε με την προσωνυμία: «Το Αιματηρό Πάσχα του 1919», γιατί στις ειρηνικές εκδηλώσεις των Δωδεκανησίων, οι Ιταλοί αντέταξαν τη βία, με αποτέλεσμα το φόνο του Ιερέα Παπαλουκά και της Ανθούλας Ζερβού από το Παραδείσι της Ρόδου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όμως, αξιοποίησε σε διπλωματικό πεδίο την εκδήλωση αυτή του δωδεκανησιακού λαού. Και στις 29 Ιουλίου 1919 υπογράφεται Συνθήκη μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδας-Ιταλίας. Η Συνθήκη αυτή, γνωστή υπό το όνομα Tittoni-Βενιζέλου, αναπτέρωσε τις ελπίδες του δωδεκανησιακού λαού, καθόσον, σύμφωνα με τους όρους της, η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα αμέσως την κυριαρχία της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου, η οποία θα παραδιδόταν μετά πενταετία με Δημοψήφισμα. Ενα χρόνο αργότερα, στις 22 Ιουλίου 1920, καταγγέλεται από την Ιταλία η παραπάνω Συνθήκη. Τον Αύγουστο, όμως, του ιδίου έτους υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών και με τη Συμφωνία Βonino-Βενιζέλου επικυρώνεται, σχεδόν, η προηγούμενη Tittoni-Βενιζέλου, με τη διαφορά, ότι το Δημοψήφισμα για τη Ρόδο θα διενεργόταν μετά 15 χρόνια. Παρά ταύτα, αντίθετα με τη δεκαετία του 1910, στην επόμενη του 1920, από την αρχή ήδη, άρχισαν να δημιουργούνται δυσμενείς συγκυρίες για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, τόσο στο εσωτερικό της Δωδεκανήσου, όσο και στο πολιτικό τοπίο της Ελλάδας. Τοιουτοτρόπως, σε γενικές γραμμές: α) Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 καταψηφίζεται και χάνει την εξουσία ο Ελευθέριςο Βενιζέλος και αλλάζει η πολιτική φυσιογνωμία της Χώρας. Ο Βενιζέλος, δεν εκλέγεται ούτε καν βουλευτής, αποσύρεται της πολιτικής και αναχωρεί στο εξωτερικό, εγκαταλείποντας την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων.  Και να υπογραμμιστεί ότι, όταν ο Βενιζέλος έχασε αυτές τις κρίσιμες εκλογές, η ναυαρχίδα του ελληνικό στόλου (ο ένδοξος “Αβέρωφ”), βρισκόταν αγκυροβολημένη στην Κωνσταντινούπολη, στα ανοικτά του Κεράτιου Κόλπου. Ταυτόχρονα, ο Βενιζέλος, αναγνωριζόταν απόλη την Ευρώπη, ο ποιό επιτυχημένος και εμπνευσμένος ηγέτης και διπλωμάτης. β) Η ιταλική διοίκηση Δωδεκανήσου εξορίζει στις 26 Σεπτεμβρίου 1921 το Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολο Τρύφωνος, υπό το πρόσχημα, ότι δεν παραβρέθηκε στην υποδοχή του Διαδόχου του ιταλικού θρόνου Ουμβέρτου· στην ουσία, όμως, για να τον εκδικηθεί για την οργάνωση των Συλλαλητηρίων του 1919. γ) Το 1922 ηττήθηκε η Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Και τα ξημερώματα της 3ης Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου, η “Μεγάλη Ελλάας”, όπως αποκαλεί ο ιστορικός του Εθνούς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος τη Μικρά Ασία, βρισκόταν ολοκληρωτικά στα χέρια του Κεμάλ. Η δε Ελλάδα, ύστερα από κοπιώδη πολύχρονο πόλεμο, με τις χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες οικονομικές θυσίες, αναγκάστηκε να απορροφήσει και να αφομοιώσει 1,5 εκατομμύριο άτομα, που έφθαναν, (όσοι πρόφθαιναν), κατά καραβάνια στη Χώρα μας. Κι ενώ στη χώρα μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις, στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1922, πραγματοποιείται πολιτική αλλαγή, που ευνοούσε την Ιταλία, ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα τουλάχιστον. Στην εξουσία ανέρχεται το φασιστικό κόμμα και συν τω χρόνω, όχι μόνο σαν ευρωπαϊκός, αλλά και διεθνής παράγοντας. Και ανεξάρτητα με τι γράφτηκε ή και γράφεται μεταπολεμικά για το Μουσολίνι, γεγονός παραμένει, ότι στις δεκαετίες του 1920 και 1930, διεθνούς κύρους πολιτικές προσωπικότητες, όπως για παράδειγμα ο Τσώρτσιλ και αυτός ακόμη ο έμπειρος και διορατικός Ελευθέριος Βενιζέλος, είχαν υποστεί, σε σημαντικό βαθμό, τη γοητεία του ιταλικού δικτάτορα. Και ο Χίτλερ το 1923 επιχειρεί να καταλάβει την εξουσία, μιμούμενος το παράδειγμα του Μουσολίνι, άσχετα αν τότε το εγχείρημά του αποτυγχάνει. Αλλωστε, οι πάσης φύσεως διδακτορίες ήταν του “συρμού” στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, κατά τον περασμένο 20ό αιώνα. Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1922, η Ιταλία βρήκε κατάλληλη τη στιγμή για να προβεί στη δήλωση, ότι δεν θεωρεί πια ισχύουσα τη Συνθήκη των Σεβρών, σύμφωνα με την οποία, εκτός των άλλων, ως προαναφέρθηκε, παραχωρούνταν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Αυτές τις δυσμενείς συγκυρίες είχε να αντιμετωπίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας της Επανάστασης του 1922, της οποίας ηγούταν ο θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, ο Νικόλαος Πλαστήρας, διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, οι οποίες κατέληξαν στη Συνθήκη της Λωζάνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του 1923. Η οποία, ναι μεν, χαρακτηρίστηκε ως η ταφόπετρα της “Μεγάλης Ιδέας” με την οποίαν έζησε το Εθνος επί 4,5 και πάνω αιώνες, αλλά χάρη στη διπλωματική δεξιοτεχνία του Εθνάρχη, επιτεύχθηκε αξιοπρεπής διέξοδος από την ταπείνωση, ενώ παρεχόταν δι’ αυτής της Συνθήκης η δυνατότητα στη Χώρα να ζήσει εντός των στενοτέρων ορίων της. Και κατόρθωσε, ο Βενιζέλος και συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη της Λωζάνης, νομικής φύσεως επιφύλαξη της Ελλάδας, για τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Ιταλία με τη Συνθήκη των Σεβρών. Εν τω μεταξύ, κατά το 1924 το Δωδεκανησιακό Ζήτημα στις μεταξύ Αγγλίας και Ιταλίας συζητήσεις περί της Τζουμπαλάνδης, η Αγγλία δέχθηκε, όπως η Ιταλία καταλάβει την Τζουμπαλάνδη, υπό τον όρον να παρδώσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Εν τούτοις, αν και η Ιταλία κατέλαβε την αφρικανική αυτή περιοχή, δεν εγκατέλειψε το δωδεκανησιακό σύμπλεγμα. Θα βρισκόταν, συνεπώς, εκτός πραγματικότητας κάθε απόπειρα υποστήριξης του αντιθέτου, ότι μετά τη διεθνή νομιμοποίηση της κατοχής της επί της Δωδεκανήσου, η Ιταλία δεν θα εκμεταλλευόταν τις ευνοϊκές γι’ αυτήν συγκυρίες και τη δυνατότητα που της παρεχόταν για να επιβάλει την πολιτική της και μάλιστα τη φασιστική του Μουσολίνι. Τότε, από το 1924, ανακινήθηκε και το θέμα της Αυτοκεφαλοποίησης της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου. Ωστόσο, κατά την προσωπική μας άποψη, αποτέλεσε ευτύχημα, θα λέγαμε μάλιστα ότι ήταν ο από μηχανής Θεός στις κρίσιμες εκείνες στιγμές για την Εθνολογική υπόσταση της Δωδεκανήσου, ο εντοπισμός της κύριας δράσης της ιταλικής πολιτικής επί του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, από το 1924-1929, στο περίφημα “Αυτοκέφαλο”. Και το οποίο τελικά, δεν έγινε και έκλεισε οριστικά τον Οκτώβριο του 1929 χάρη στη σύνεση, την υπομονή και τη διπλωματικότητα των ταγών του Εθνους και της Εκκλησίας, αλλά και των συγκυριών που δημιουργήθηκαν, υπό τη φωτισμένη ηγεσία το Κυβερνήτη Ελευθερίου Βενιζέλου. Συγκεκριμένα, στις 19 Αυγούστου του 1928, διεξάγονται εκλογές και αναδεικνύεται πανίσχυρος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ετσι, μετά την κατρακύλα του Νοεμβρίου του 1920, τον επαναφέρει ο ελληνικός λαός στην αρχή σαν Μεσσία, ύστερα από οκτώ χρόνια, με το 61% της προτίμησης του εκλογικού σώματος. Ο Βενιζέλος, κάλεσε τον ελληνικό λαό να λησμονήσει την μακραίωνα προς την Τουρκίαν έχθραν. Και ενεφάνισε: «την φιλίαν» προς την Ιταλίαν, ως ισοδύναμον προς την φιλίαν με την Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία.. Τον ίδιο χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 1928, μετά την υπογραφή του Συμφώνου φιλίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ευρισκόμενος στη Ρώμη, έκανε δηλώσεις, στις οποίες τόνιζε: «... Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα δεν υφίσταται μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, όπως δεν υφίσταται και το Κυπριακόν, μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρετανίας. Οπως η Κύπρος δεν ημπόδισεν, επί ήμισυ ήδη αιώνα, αφότου κατέχεται υπό της Μεγάλης Βρετανίας, τας αρίστας προς την τελευταίαν ταύτην σχέσεις της Ελλάδος, δεν δύναται και δεν πρέπει και η Δωδεκάνησος να εμποδίση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας». Ανεπίσημα, δε, διαμηνούσε συνέχεια, σε όσους Δωδεκανήσιους τον επισκέπτονταν, ίνα μην δίνονται επιχειρήματα στη φασιστική διοίκηση να προβαίνει σε αντίποινα, «ίνα μη το κακόν χείριστον γένηται». Ως ήταν επόμενο, τόσο οι διάφορες Δωδεκανησιακές Οργανώσεις του Εξωτερικού, αλλά και εκείνες που έδρευαν στην Αθήνα και Πειραιά, καθώς και οι σκλαβωμένοι κάτοικοι των νησιών δεν είδαν, αρχικά τουλάχιστο, με καλό μάτι την κατάληξη του Ζητήματος. Συν τω χρόνω, όμως, άρχισαν να γίνονται κατανοητοί οι διπλωματικοί χειρισμοί του Βενιζέλου. Ετσι, εκτός των άλλων, ο Αντιπρόεδρος του Δωδεκανησιακού Συλλόγου Αθηνών Μ.Γ. Γεωργαντάς, σε άθρο του στην εφημερίδα της Αλεξάνδρειας “Ομόνοια” της 1.10.1928, έγραφε, μεταξύ των άλλων: «...Ο Βενιζέλος, ακολουθών συστηματικώς πολιτικήν φιλίας μετά των γειτόνων, τη επινεύσει ολοκλήρου του Ελληνικού λαού, δεν ηδύνατο να παραβλέψει την πρωτεύουσαν μεταξύ αυτών θέσιν, ην κατέχει το Ιταλικόν Κράτος. Αλλά ουδείς Δωδεκανήσιος θα ηύχετο να παραμένουν εχθρικαί αι σχέσεις της επισήμου Ελλάδος μετά της Ιταλίας, λόγω του Δωδεκανησιακού, κατόσον τούτο θα απέβαινε, ασφαλώς εις βάρος των ποικίλων και σοβαρότατων Ελληνικών συμφερόντων». Στις εκλογές του 1933 ο Βενιζέλος καταψηφίζεται· για να επαληθευθεί το κοινώς λεγόμενο: «Ο λαός ανεβάζει και ο λαός κατεβάζει». Αυτή ήταν, σε γενικές, γραμμές, η πολιτική που ακολούθησε ο Εθνάρχης Ελευθέριςο Βενιζέλος στο Δωδεκανησιακό Ζήτημα, επί μία 20ετία περίπου. Μετά το 1935, εγκατέλειψε για πάντα την πολιτική, αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, κι εκεί πεθαίνει στις 18 Μαρτίου 1936.

Διαβάστε ακόμη

Αγαπητός Ξάνθης: Ένα βιβλίο, γροθιά στο στομάχι για «την κλοπή του μέλλοντος» από την ακτιβίστρια Greta Thunberg

Μαρία Καροφυλλάκη-Σπάρταλη: «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των Αγγέλων Βασιλεύς…»

Σάκης Αρναούτογλου: «Η Φωνή των Δωδεκανήσιων στην Ευρώπη»

Πρωτοπρεσβπυτερις Κυριάκος Μανέττας: Μια χαριτωμένη μοναχική συνοδεία στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου Ραβδούχου στο Άγιον όρος της Μονής Παντοκράτορος

Ελένη Καραγιάννη: Αξιολόγηση και κατάκριση στον δημόσιο βίο

Φίλιππος Ζάχαρης: Οι αγωνιστές των έρημων δρόμων και του βολικού διαδικτύου

Μαν. Κολεζάκης: Ιστορική αναδρομή στην oνοματολογία της Δωδεκανήσου

Στέφανος Χρύσαλλος: Έπεα Πτερόεντα (περί ορατότητας)