Ο αλησμόνητος Γιώργος Λαμπριανός

Ο αλησμόνητος Γιώργος Λαμπριανός

Ο αλησμόνητος Γιώργος Λαμπριανός

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 2131 ΦΟΡΕΣ

Την 1η-5-2011 διαβάζοντας τη συνέντευξη του γιου του Κώστα Λαμπριανού στη «Ροδιακή», γύρισα νοερά στα «παλιά δικά μου και δικά του -δηλαδή του Γιώργου Λαμπριανού- χρόνια» και θυμήθηκα πολλά!

Την 1η-5-2011 διαβάζοντας μια συνέντευξη της κας. Ροδούλας Λουλουδάκη, δημοσιογράφου της «Ροδιακής», που είχε πάρει από τον κ. Κώστα Λαμπριανό, γιο του Γιώργου Λαμπριανού, πρώτου προέδρου του Εργατικού Κέντρου της Ρόδου, γύρισα νοερά στα «παλιά δικά μου και δικά του -δηλαδή του Γιώργου Λαμπριανού- χρόνια» και θυμήθηκα πολλά! Ως όργανο της Χωροφυλακής όπως και άλλοι συνάδελφοί μου τη 10ετία του 1950 εκ του σύνεγγυς δε θέλαμε να έχουμε πολλά πάρε-δώσε με τον πρόεδρο του ΕΚΡ. Δε θέλαμε εμείς τα πάρε-δώσε, εκείνος όμως, ο Αρχαγγελίτης, ιδιαίτερα με τις κάθε τόσο συγκεντρώσεις του μπροστά στο κτήριο του Εργατικού Κέντρου της Ρόδου και όχι μόνο, μας «ταρακούναγε» και εκ καθήκοντος έπρεπε να παίρνουμε τα ανάλογα μέτρα τάξεως! Πασίγνωστος ο Λαμπριανός στους Ροδίτες! Αεικίνητος και θαρραλέος τρύπωνε σε όλα τα αρμόδια γραφεία, Αστυνομίας, Νομαρχίας, Δήμου και λοιπών υπηρεσιών, προκειμένου να πετύχει τα καλύτερα για τους ανθρώπους που εκπροσωπούσε! Ως άνθρωπος, ήταν πολύ απλός και προς όλους φιλικός. Στο εσωτερικό της Νέας Αγοράς (Μαντράκι), στην οποία ήταν συγκεντρωμένα τα περισσότερα οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, ψαράδικα και άλλα καταστήματα, τον λάτρευαν! Τους γνώριζε όλους με τα μικρά τους ονόματα και τους χαιρετούσε δια χειραψίας. Ακόμη και στους χωροφύλακες που ίσως δε «χώνευε», την καλημέρα του την έλεγε και σε εκείνους, με χαμόγελο. Το Λαμπριανό, εγώ τουλάχιστον δεν τον είχα δει ποτέ με γραβάτα και αν καμιά φορά τη φορούσε, μάλλον θα τον εμπόδιζε, όπως -δεν το κρύβω- εμποδίζει και μένα αυτός ο «κόμπος» που ποτέ δεν τον… «συμπάθησα»! Αλλά δεν χρειάζονταν να φορά λαιμοδέτη για να αντλεί δυνάμεις! Τις δυνάμεις και το θάρρος του τα αντλούσε από τον δικό του εσωτερικό κόσμο που ήταν -και κατά τους οπαδούς του- ανυπολόγιστης αξίας! Η απλή του περιβολή, δεν τον εμπόδιζε στο να χτυπάει πόρτες και παράθυρα. Και αν οι αρμόδιοι έκαναν τον «κουφό», τους φώναζε κιόλας! Οι εφημερίδες της εποχής εκείνης συχνά και πολλές φορές, μιλούσαν με λόγια κολακευτικά για τις δραστηριότητες του προέδρου του Εργατικού Κέντρου Ρόδου. Θα μου επιτραπεί να αναφερθώ σε κάποια γεγονότα που έχουν σχέση με εκείνον τον άνθρωπο: Ως προϊστάμενος του Σταθμού Μεταγωγών, ήμουνα και υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στις δικαστικές συνεδριάσεις. Ένα πρωινό όμως (του 1958 ή 59) ήταν διαφορετικό από τα άλλα! Προ της συνεδριάσεως, είχε συγκεντρωθεί πολύς ο κόσμος στον προθάλαμο του Δικαστικού Μεγάρου. Ενίσχυσα τη δύναμή μου επειδή υποψιάστηκα πως ανάμεσα στις αποθέσεις, ίσως υπάρχει και καμιά ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και δεν είχα άδικο!!! Ξάφνου, στην παραλιακή λεωφόρο ένα μεγάλο «τσούρμο» πολιτών ερχόμενο από την πλευρά της Νέας Αγοράς, κατευθυνόταν προς την Νομαρχία. Φθάνοντας όμως στο ύψος του Δικαστικού Μεγάρου, έστριψαν όλοι τους αριστερά και ανέβηκαν γρήγορα τα σκαλοπάτια. Ανάμεσά τους και ο Γιώργος Λαμπριανός! Πληροφορήθηκα πως ήταν κατηγορούμενος και ανατρέχοντας στο ανηρτημένο πινάκιο, είδα το όνομά του τελευταίο στην κατάσταση. Ίσως -σκέφτηκα- σκόπιμα να το είχαν βάλει έτσι για να μη μείνει πολύς κόσμος. Αμ δε που θα τους έκαναν το χατίρι! Όταν ήρθε η δική του ώρα, καρφίτσα δεν έπεφτε κάτω από τα κεφάλια των συγκεντρωμένων! Ο Γιώργος Βουγιουκαλάκης πρόεδρος του Δικαστηρίου, φώναξε το όνομα του κατηγορουμένου. Ο Λαμπριανός σεμνά κάθισε στο εδώλιό του. Εξετάσθηκαν μηνυτής, μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, απολογήθηκε ο κατηγορούμενος και πήρε το λόγο ο εισαγγελέας. Σε κάποιο σημείο της αγόρευσής του, όσοι είμαστε μέσα στην αίθουσα είδαμε ένα Λαμπριανό που μέχρι την ώρα εκείνη ήταν πολύ ήσυχος, να πετάγεται από τη θέση του σαν ελατήριο, να κοιτάζει κατάματα τον εισαγγελέα και νευριασμένος με δυνατή βραχνή φωνή, να διαμαρτύρεται κατ’ αυτού, για λέξεις που είχε πει και δεν του άρεσαν, και του ζητούσε να τις ανακαλέσει! Ταυτόχρονα, οι υπερασπιστές του -νομίζω πως ήταν οι Τσαβαρής και Φωταράς- κτυπούσαν τα χέρια τους στο δικό τους τραπέζι, ζητώντας και εκείνοι από τον εισαγγελέα να ανακαλέσει μια συγκεκριμένη φράση. Με τα κουδουνίσματα του προέδρου και τις εκατέρωθεν αντεγκλήσεις, έγινε το «έλα να δεις»! Όσος κόσμος ήταν στον προθάλαμο και στους διαδρόμους, αλλά και οι υπάλληλοι των γραφείων Πρωτοδικείου και Εισαγγελίας, έτρεχαν προς την αίθουσα συνεδριάσεως, για να δουν τι γινότανε. Εμείς, σαν όργανα προσπαθούσαμε να επιβάλουμε την τάξη λέγοντάς τους να μη «μουρμουρίζουν», αλλά ποιός μας έδινε σημασία! Είχαν «κολλήσει» ο ένας πάνω στον άλλον. Σηκωνόντουσαν στις μύτες των ποδιών τους κουνώντας τα κεφάλια πέρα-δώθε για να βλέπουν καλλίτερα το νευριασμένο Λαμπριανό και τους δικηγόρους του, ο δε εισαγγελέας, όρθιος και ίσως ξαφνιασμένος από την αντίδραση του κατηγορουμένου, παρέμεινε σιωπηλός. Έγινε 15λεπτη διακοπή η οποία κράτησε πάνω από ώρα. Ο πρωτοδίκης Βουγιουκαλάκης που εκείνη τη μέρα δίκαζε, «κλείστηκε» στο γραφείο του Εισαγγελέα. Κάποτε, γύρισαν στην αίθουσα και ο Εισαγγελέας παίρνοντας το λόγο σε ήρεμη τώρα ατμόσφαιρα και «ρίχνοντας» νερό στο κρασί του, προσπάθησε να «μπαλώσει» τα… αμπάλωτα! Γιατί και κατά τη δική μου γνώμη, «αμπάλωτα» ήταν εκείνα που είχε πει για τον κατηγορούμενο. Ήταν τελείως άσχετα με την υπόθεση και δικαίως οι αντιδράσεις του! Τελειώνοντας την αγόρευσή του είχε ζητήσει την ενοχή του κατηγορουμένου, κατά το κατηγορητήριο. Το δικαστήριο όμως, δε συμμορφώθηκε με την πρόταση του κ. Εισαγγελέα και τον αθώωσε! Θυμάμαι τη συνέχεια των μεγάλων πανηγυριών! «Χάλασε ο κόσμος κι ο ντουνιάς»! Τραγουδώντας κατέβαιναν τα σκαλοπάτια του Μεγάρου. Σήκωσαν το Λαμπριανό στους ώμους τους και έκαναν «τρέλες». Όσοι εκείνο το απομεσήμερο καθόντουσαν στο Ακταίο χειροκροτούσαν χωρίς ίσως να γνωρίζουν την αιτία, φτάνει που έβλεπαν τον πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου μεταφερόμενο στους ώμους των φίλων του! Αν κανείς ανατρέξει στις εφημερίδες της εποχής θα μάθει, πιστεύω, περισσότερα από όσα εγώ εδώ εξιστορώ. Ως προς την υπόθεση εκείνη είχε και συνέχεια, χωρίς να είμαι σε θέση να γνωρίζω και την κατάληξή της. Φαίνεται πως ο Λαμπριανός με τους συνηγόρους του, είχε καταγγείλει την συμπεριφορά του εισαγγελέα στον προϊστάμενο αυτού, εισαγγελέα Εφετών. Μια μέρα, με κάλεσε στο γραφείο του ο εισαγγελέας Εφετών. Ήταν ένας πανύψηλος και ευγενέστατος κύριος, μάλιστα θυμάμαι και το όνομά του - Σακελαρίου λεγόταν. Με ρώτησε (ως επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης στα μέτρα τάξεως στις δικαστικές αίθουσες) τί γνώριζα για εκείνη την υπόθεση. Εγώ του ανέφερα τα όσα είχαν υποπέσει στη δική μου αντίληψη, χωρίς να παρακολουθήσω όμως και τη συνέχεια. Ένα άλλο γεγονός που θυμάμαι και που έχει σχέση με τον τότε πρόεδρο του ΕΚΡ, είναι και το κάτωθι: Ήταν το 1963 ή 64. Ο Λαμπριανός είχε εκλεγεί βουλευτής Δωδεκανήσου. Ένα μικρό διάστημα βρισκόμουνα στην Αθήνα για υπηρεσιακούς λόγους. Κάποιο απόγευμα πήγα στη Βουλή να δω ένα φίλο μου Μοίραρχο που υπηρετούσε στην εκεί Φρουρά. Τον είδα, είπαμε τα δικά μας και μου πρότεινε -αν ήθελα- να παρακολουθήσω τη συνεδρίαση της Βουλής. Τον ευχαρίστησα και ένας χωροφύλακας με οδήγησε στα θεωρεία. Δεν είχε πολύ κόσμο και κάθισα κάπου άνετα. Έφερα πολιτική περιβολή και σιωπηλός, παρακολουθούσα τις ομιλίες των βουλευτών. Ακούω κάποια στιγμή τον πρόεδρο: Ο βουλευτής Δωδεκανήσου κ. Λαμπριανός έχει το λόγο. Ξαφνιάστηκα και άνοιξα διάπλατα μάτια και αυτιά! Τον είδα να ανεβαίνει στο βήμα. Ήταν όμορφα ντυμένος και με… γραβάτα. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Ήπιε λίγο νεράκι και κοιτάζοντας τις σημειώσεις του άρχισε να μιλάει: "Κύριοι συνάδελφοι, μη περιμένετε και πολλά πράγματα από 'μένα. Εσείς είστε δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές, ενώ εγώ δεν κατέχω τέτοιες γνώσεις. Θα σας τα πω απλά και αρχαγγελίτικα". Έβαλαν τα γέλια οι βουλευτές, γέλασα και εγώ και ικανοποιημένος είπα μέσα μου «καλά τα λέει»! Στην αρχή, ήταν «τρακαρισμένος» αλλά σε λίγο και όταν αναφέρθηκε σε δικαιώματα εργατών, ποιός τον «έπιανε». Νόμιζε κανείς πως έβλεπε τους βουλευτές σαν οικοδόμους στην πλατεία Σύμης της Ρόδου! Είχε βάλει τις σημειώσεις στην τσέπη του και με τη φόρα που είχε πάρει, κανένας δεν μπορούσε να τον σταματήσει, ούτε και το κουδούνι του προέδρου της Βουλής με το «τέλος χρόνου ομιλίας»! Καταχειροκροτήθηκε από όλες οι πτέρυγες, ενώ εγώ από τον ενθουσιασμό μου κτύπαγα… παλαμάκια. Ούτε κατάλαβα πως με άρπαξε από το γιακά ένας χωροφύλακας που εκτελούσε υπηρεσία στα θεωρεία και σπρώχνοντας με έβγαλε στους διαδρόμους, λέγοντάς μου αυστηρά πως απαγορεύονται τα χειροκροτήματα από τα Θεωρεία του Κοινοβουλίου! Του ζήτησα συγγνώμη, όμως εκείνος- ο «μπασκίνας» ή «μπάτσος», όπως θέλετε εσείς ονομάστε, τον καλό δικό μου συνάδελφο- δεν έπαιρνε από λόγια και συγγνώμες, ήθελε να με οδηγήσει σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής στο γραφείο του προέδρου. Τη γλίτωσα φτηνά, επειδή με άφησε να φύγω ο φίλος μου ο Μοίραρχος. Αν με πήγαινε στον πρόεδρο, δεν αποκλείεται να είχα κακά «ξεμπερδέματα». Για την ιστορία αναφέρω ότι αργότερα, το 1969, εκείνος ο χωροφύλακας ήρθε με μετάθεση στο Αστυνομικό Τμήμα Ελευθερουπόλεως Καβάλας, στο οποίο εγώ ήμουνα Αστυνόμος. Μα την αλήθεια περάσαμε πολύ όμορφα! Το Λαμπριανό τον έλεγαν αγράμματο αλλά νομίζω πως στο πόστο του ήταν ο καλλίτερος δάσκαλος! Και μια που μιλάμε για δασκάλους, θα κλείσω την αφήγησή μου όχι με τα όσα προσέφερε στο Εργατικό Κέντρο της Ρόδου και που άλλωστε είναι και γνωστά, αλλά με το πώς φέρονταν και σα γονιός. Στον Αρχάγγελο της Ρόδου -χωριό του Λαμπριανού- για κάμποσα χρόνια, ήταν εκεί δασκάλα η γυναίκα μου. Στην τάξη της κάποιες χρονιές, είχε και ένα δικό του παιδί, τον Κώστα. Ο Λαμπριανός όπως και η σύζυγός του η κα. Φωτεινή, άλλοτε μαζί και άλλοτε χώρια, πήγαιναν συχνά και ρωτούσαν τους δασκάλους για την πρόοδο των παιδιών τους. Εκείνος εκτός από το σχολείο, οπουδήποτε αλλού και αν συναντούσε τη σύζυγό μου, εγκάρδια τη χαιρετούσε και τη ρώταγε για τον Κώστα. «Καλή μου Φωτούλα, πες μου πως πάει ο Κώστας στα μαθήματά του;» Έπαιρνε τις όποιες απαντήσεις και εκείνος συνέχιζε: «Για δες, αν δεν διαβάζει, δώστου και καμιά, εγώ δε θα σου κάνω ποτέ παράπονα, και άν έρθει σε ΄μένα, παραπονούμενος, θα φάει περισσότερες για να μάθει γράμματα, επειδή εγώ Φωτούλα μου δυστυχώς δεν έμαθα». Όμως, δε χρειάστηκε ποτέ να δείρει τον Κώστα η σύζυγός μου γιατί όπως μου έλεγε -και συνεχίζει να μου λέγει- όχι μόνο ήταν άριστος μαθητής, αλλά ήταν και μια μικρή χωρίς υπερβολή, δυναμική προσωπικότητα! Ο Γιώργος Λαμπριανός, ήταν αγνός και γνωστός υποστηριχτής των εργαζομένων, γι’ αυτό και οι συμπατριώτες του δεν τον ξέχασαν! Τον τίμησαν με προτομές και βάπτισαν κεντρικότατες πλατείες με το όνομά του! Πόσοι αλήθεια εκ των σημερινών συναδέλφων του συνδικαλιστών και πολιτικών προσώπων, Ανωτάτης ακόμη Ιεραρχίας, δε θα επιθυμούσαν μια τέτοια μεταθανάτια τιμή! Αλλά κατά πώς συμπεραίνουμε για σημερινά πρόσωπα που βρίσκονται στην ενεργό πολιτική και συνδικαλιστική δράση, τέτοιες τιμές δύσκολα απονέμονται και μακάρι στο μέλλον να διαψευστώ. Λέτε να είναι τυχαία τα όσα συμβαίνουν και γίνονται; Δεν νομίζω! * Γράφει ο Σεραφείμ Αθανασίου

Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους