“Σου τον έστειλα να τον ντύσεις, όχι να τον μετρήσεις”

“Σου τον έστειλα να τον ντύσεις, όχι να τον μετρήσεις”

“Σου τον έστειλα να τον ντύσεις, όχι να τον μετρήσεις”

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 632 ΦΟΡΕΣ

Του Σεραφείμ Αθανασίου www.serathan.com Κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα των ετών 1954 ή 55 ή ίσως και άλλης χρονιάς, θα ερχόταν στη Ρόδο για επιθεώρηση ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, Καλαντζής Ευάγγελος. Με επείγουσα διαταγή του, ο Ανώτερος Διοικητής, μας καθιστούσε υπευθύνους, ως προς την ευταξία των κοινοχρήστων και εργασιακών μας χώρων, ιδιαίτερα της προσωπικής μας εμφανίσεως. Μας ήθελε φρεσκοξυρισμένους, με σιδερωμένη στολή, γυαλισμένα παπούτσια και να φοράμε μαύρες κάλτσες-το τόνιζε αυτό-επειδή είχε παρατηρήσει ό,τι ηθελημένα ή αθέλητα, αγνοούσαμε τους κανονισμούς της Χωροφυλακής, περιβολής και πειθαρχίας! Τόνιζε επίσης ό,τι δεν ήθελε να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση, να επιβάλει αυστηρές ποινές. Θυμάμαι ότι τη μέρα ΄κείνη όλοι μας, βοηθούμενοι από τις αλησμόνητες κυρίες Βαγγελιώ και Τσαμπίκα, καθαρίστριες των υπηρεσιών μας και, στον τομέα ευθύνης του καθενός, δώσαμε τον καλλίτερό μας εαυτό! Κλινοσκεπάσματα και μαξιλάρια στα κρεβάτια των αγάμων ανδρών, μπήκαν σε στοίχιση και…ζύγιση! Στον μεγάλο αυλόγυρο των κτιρίων, κάπου 15 με 20 υπηρεσιακά ποδήλατα, λάφυρα παραδοθέντων το 1945 Γερμανών, στα συμμαχικά στρατεύματα, που εναλλάξ χρησιμοποιούσαμε στη δουλειά μας και μετά το πέρας αυτής τα αφήναμε όπου μας… «κάπνιζε», τοποθετήθηκαν με τάξη, στον ποδηλατοστάτη. Ο καλοκάγαθος μάγειράς μας Γιακουμής, με τον επίσης καλό βοηθό του Χρήστο, παρέα με τις γλυκύτατες Βαγγελιώ και Τσαμπίκα-και στο χώρο ευθύνης τους-είχαν κάνει αγνώριστα: τον μεγάλο αυλόγυρο με εκείνα τα ολόγυρά του πανέμορφα φυλλοβόλα δένδρα και ζαρντινιέρες λουλουδιών, τα μαγειρεία, αίθουσες εστιατορίου και αναψυχής και τους κοιτώνες ανδρών και, μπορώ να πω, όλοι μας χαιρόμαστε, για εκείνη την καλαισθησία! Ως προς τα γραφεία μας, οι εκκρεμείς φάκελοι που περίμεναν διεκπεραίωση από τους υπευθύνους και που ήταν-ίσως- «πεταμένοι» εδώ και ΄κει, έτυχαν και εκείνοι από τους…γραφιάδες, της ανάλογης περιποίηση! Εάν συμμετείχαμε σε διαγωνισμό, δικαιολογημένα θα διεκδικούσαμε το πρώτο ομαδικό μετάλλιο, μισής… Αρχοντιάς καλαίσθητων χώρων! Δεν είχε άδικο-σκεπτόμασταν- ο κ. Ανώτερος, ο οποίος έστω και με αφορμή αφίξεως του Υπουργού, μας είχε «ταρακουνήσει» στο να διορθώσουμε τα …αδιόρθωτα! Σημειωτέον ότι, προ 65 και πλέον χρόνων, δεν είχαμε αστυνομικά αυτοκίνητα, αλλ’ ούτε και την κλίση βοηθείας πολιτών στο 100 ή το…200 ! Για την μετακίνησή μας, χαριεντιζόμενοι λέγαμε, πως, παίρναμε το δύο τράμ, δηλαδή τα πόδια μας! Αν όμως ξέραμε και ποδήλατο, χρησιμοποιούσαμε και εκείνα τα πολύ βαριά «τροχοφόρα»! Με εκείνα τα ποδήλατα, όσοι τα χρησιμοποιούσαμε, ιδιαίτερα στους δρόμους της ανηφοριάς(Εθνάρχου Μακαρίου, Βορείου Ηπείρου, Ελευθερίου Βενιζέλου κ.λ.π), κυριολεκτικά μας έβγαινε η γλώσσα…ανάποδα και, όταν εξουθενωμένοι επιστρέφαμε στο Τμήμα, τα πετούσαμε όπου μας… βόλευε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μας συγκέντρωσαν ξανά, επειδή από τα Μαριτσά (παλαιό αεροδρόμιο), ο Υπουργός θα ερχόταν-έλεγαν- απ’ ευθείας στην κεντρική αστυνομία, για επιθεώρηση. O κ. Υπουργός ήρθε, αλλά αντί σε μας, τράβηξε κατά Γκράντ Οτέλ. Όχι χαζός ο «βλάχος»! Ένοιαζε εκείνον τον Ρουμελιώτη, αν τα υπηρεσιακά μας ποδήλατα είχαν τοποθετηθεί σε ποδηλατοστάτη, ή ήταν πεταμένα κάτω από τα δένδρα! Ή ακόμη αν, στα ιδρωμένα και κουρασμένα από την ορθοστασία πόδια μας, φορούσαμε μαύρες, ή παρδαλές κάλτσες! Το βράδυ οι Αξιωματικοί, στο ίδιο ξενοδοχείο, καλωσόρισαν τον Υπουργό δίδοντας, προς τιμήν του, μικρή δεξίωση. ΟΧΙ, σε ΄κείνη τη γιορτή, εμείς οι «παρακατιανοί» υπαξιωματικοί και χωροφύλακες, δεν πήγαμε. Και δεν πήγαμε, επειδή δεν μας κάλεσαν. Εκείνα τα χρόνια, οι Αξιωματικοί εφάρμοζαν αυστηρά τους κανονισμούς και, αυτά τα μικρά σε μέγεθος εγχειρίδια που τα είχαν πιστεύω συντάξει«πάνσοφοι» -έτσι νόμιζαν- στρατοκράτες ή πολιτικοί, ήθελαν να κρατούν μακριά από εκδηλώσεις κοινωνικού χαρακτήρα τους μικρούς ένστολους ακόμη και μέχρι τον βαθμό του Ανθυπασπιστού. Μάλλον φοβόντουσαν χαλάρωση της πειθαρχίας και έπαιρναν τα ανάλογα μέτρα…προφύλαξης. Μάλιστα εκεί στη Ρόδο και στο καλλίτερο-για την εποχή εκείνη-κέντρο «Ακταίο», απογεύματα Σαββατοκύριακων, δεν μπορούσαν να καθίσουν για ένα καφέ υπαξιωματικοί και χωροφύλακες. Δεν «έφταιγαν» όμως γι’ αυτό οι καλοί μας προϊστάμενοι. Κανονισμούς εφήρμοζαν οι άνθρωποι και στην αντίθετη περίπτωση, υπήρχαν και για την καριέρα τους οι ατομικές αυστηρές ετήσιες διαδοχικές σημειώσεις, που τους ακολουθούσαν σε κάθε τους βήμα. Σήμερα, ευτυχώς, έχουν αλλάξει τα πράγματα. Καταργήθηκαν εκείνα τα «ρατσιστικά» φαινόμενα και μεταξύ τους, τα όργανα οιουδήποτε βαθμού, μπορούν χαλαρά σαν άνθρωποι να συναντηθούν, και να πουν το αστείο τους ή να ανταλλάξουν υπηρεσιακές γνώμες. Τότε «οι μικροί» έλεγαν μόνο «μάλιστα» στις όποιες εντολές! Και-τότε-επειδή δεν μας κάλεσαν στη δεξίωση του Γκράντ Οτέλ-και για τους πιο πάνω λόγους- δεν είναι πρέπον να προσδώσω μομφή ευθύνης στον καλό μας εκείνο Ανώτερο Διοικητή. Κανονισμούς πειθαρχίας εφάρμοζε και αντί προσκλήσεων ίσως βρισκόταν και στη δυσάρεστη θέση να «ρίξει» και καμιά 20άρα, για την ενδεχόμενη απουσία μαύρων καλτσών, από τα κουρασμένα μας πόδια. Η ημέρα ΄κείνη πέρασε χωρίς να μας δει ο Υπουργός, μας είδε όμως την επομένη το πρωί, συγκεντρωμένους στον ίδιο χώρο. Ήρθε, τον υποδέχτηκε ο Ανώτερος και πολλοί Αξιωματικοί και εμείς που είμαστε κατά διμοιρίες: -“Θα περνά μπροστά σας ο κ. Υπουργός και όπου σταματά μόνο εκείνος θα αναφέρει τα στοιχεία του, την καταγωγή του και την υπηρεσία που υπηρετεί”, είπε ο επικεφαλής των ανδρών. Ο Υπουργός με τον Ανώτερο, περνούσαν μπροστά μας και σταματούσαν όπου ήθελαν. Ήρθαν και σε μένα: -Ενωμοτάρχης Αθανασίου Σεραφείμ, από την Κόμνηνα Λοκρίδας και υπηρετώ στην Τροχαία Ρόδου. Με κοίταξε και με ρώτησε αν είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου. Πήρε θετική απάντηση, προχώρησε δυο-τρεις και σταμάτησε: -Χωροφύλαξ τάδε, είπε κάποιος συνάδελφος. Έκανε ερωτήσεις, πήρε απαντήσεις και…βάδιζε. Πέρασε αρκετούς και, κάπου 5-6 από δαύτους, του ανέφεραν σχετικά, οπότε κάποια στιγμή, τον ακούμε να λέει: -“Θα μου λέτε μόνο πως ονομάζεστε και την υπηρεσία σας, δεν θέλω την καταγωγή σας. Αργότερα, θα σας πω γιατί”. Συμμορφωθήκαμε με την εντολή του και περιμέναμε… εξηγήσεις! -«Για ακούστε με: Διαπίστωσα ότι πολλοί κατάγεστε από χωριά της Λαμίας. Ένας πρόεδρος κοινότητος της περιοχής, μου είπε να σταματήσω την κατάταξη, επειδή κινδυνεύει η…κτηνοτροφία. Έφυγαν μου είπε από τα χωριά τους όλοι οι τσοπάνηδες»! Τα έλεγε με την χαρακτηριστική χοντρή φωνή του και γελούσε με την καρδιά του. Αλλά-συνέχισε- επειδή θέλω να επιβεβαιώσω αυτά που λέγω, σας παρακαλώ όσοι κατάγεστε από το Νομό Φθιώτιδος, να σηκώσετε τα χέρια”. Στους 100 περίπου συγκεντρωμένους, κάπου 25-30 σηκώσαμε τα χέρια. Και εκείνος γυρίζοντας στον Ανώτερο: “Όπως βλέπεις κ. Ανώτερε, οι προβατίνες μένουν… ανάρμεγες”, οπότε «σκάσαμε» όλοι σας γέλια! Α, να σας πω και κάτι άλλο, είπε: Ήρθε στο Γραφείο μου ένας χωριάτης. -Καλημέρα Βαγγέλη. -Καλημέρα Θανάση, κάτσε, και στρογγυλοκάθισε: -Βαγγέλη θέλω να βάλς του πιδίμ στη Χουρουφυλακή. -Πόσο χρονών είναι; -23. -Πήγε στρατιώτης; -Ναι, τέλειωσε! Παίρνω τηλέφωνο το Σκορδαρά. ( Ανώτερος Διοικητής). -Ηλία, Καλημέρα. -Τα σέβη μου κ. Υπουργέ. -ʼστα τα σέβη σου και γράψε. - Γράφω. - Θα έρθει ο τάδε στο γραφείο σου, να τον κατατάξεις στη χωροφυλακή. - Μάλιστα. -Πάρε το γιο σου και πήγαινε στο Σκορδαρά, είπα στο Θανάση. -Γεια σου Βαγγέλη και σ’ ευχαριστώ. -ʼμε στο καλό. Ύστερα από μερικές μέρες, με παίρνει ο Σκορδαράς. - Κύριε Υπουργέ, δεν κάνει για τη χωροφυλακή ο νεαρός. -Γιατί, τι έχει; -Δε βγαίνει στο ανάστημα. - Πόσο είναι; -Είναι 1,60, ενώ η εγκύκλιος λέει, οι υποψήφιοι να είναι τουλάχιστον 1,63. -Εγώ Ηλία-του είπα- σου τον έστειλα να τον ντύσεις, όχι να τον μετρήσεις». -Μάλιστα κ. Υπουργέ. - ʼντε μπράβο και σε ευχαριστώ. Ο Ανώτερος κατέταξε τον «κοντό» -συνέχισε να μας λέει- και όπως μαθαίνω, ο «κοντός» έγινε και υπαξιωματικός. Μάλιστα εκεί που υπηρετεί, είναι ο πιο έξυπνος και δεν νομίζω πως παίζει κανένα ρόλο το ανάστημα και επ’ αυτού θα δω, εκεί στο Υπουργείο, τι θα κάνω. Γελούσαμε και συμφωνούσαμε με τα λόγια του Υπουργού. Ανάμεσά μας εκεί στη Ρόδο υπήρχε ένας πανέξυπνος και με αετίσια μάτια δικό μας«κοντός» συνάδελφος-όχι δεν ήταν Ρουμελιώτης- του οποίου την εξυπνάδα πολλοί ζηλεύαμε. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να αναφέρω και το όνομα του καλού εκείνου συναδέλφου: Κατσιρούμπα Κυριάκο τον έλεγαν και υπηρετούσε στο Τμήμα Ασφαλείας Ρόδου! Αν στα χρόνια της νιότης του ο «κοντός» μακαρίτης τέως πρόεδρος Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, εκδήλωνε την επιθυμία κατάταξής του στη χωροφυλακή, ίσως λόγω ύψους να τον απέρριπταν. Ποιόν; Εκείνον τον Σοφό που συγκαταλέγεται-πιστεύω- μεταξύ των μεγάλων σύγχρονων Σοφών της Ελλάδος! Και για να επιστρέψω στον μακαρίτη Καλατζή Ευάγγελο, εκείνο το πρωινό δεν πήγε πουθενά αλλού για επιθεώρηση. Μας είδε και τον είδαμε σε ΄κείνη τη συγκέντρωση και με τον Ανώτερο, «χώθηκαν» στο γραφείο του Α΄ Αστυνομικού Τμήματος! Προτού όμως φύγει θυμάμαι πως μας είπε: Ακούστε κύριοι μπορεί να κατάγεστε από χωριά, να είσαστε τσοπάνηδες και γεωργοί τώρα όμως είστε χωροφύλακες. Να μη ντρέπεστε για την καταγωγή σας και να αγαπάτε το Σώμα που υπηρετείτε. Κρίμα τους κόπους μας-σχολιάζαμε και γελούσαμε-που από την προηγούμενη μέρα «ξεπατωθήκαμε» στην καθαριότητα για να περάσει η αφεντιά του και να βρει στοιχισμένα και…ζυγισμένα κρεβάτια, κουβέρτες μαξιλάρια και…φακέλους. Όμως έτσι γινόταν παλαιότερα, ίσως και τώρα το ίδιο τροπάριο συνεχίζεται. Στις επιθεωρήσεις των στρατιωτικών ή αστυνομικών καταστημάτων, ιδιαίτερα τις έκτακτες, σου «έβγαζαν» ή σου «βγάζουν» το λάδι προκειμένου να παρουσιάσουν την καλλίτερη εικόνα-έστω και αν αυτή δεν στερείται ομορφιάς- που θα άρεσε στον όποιο αφικνούμενο προϊστάμενο, του…ΔΙΚΟΥ ΣΟΥ προϊσταμένου.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες