Από το σκαμνί του «κατηγορουμένου» ο δημοσιογράφος Νικήτας Οικονόμου «απολογείται»

Από το σκαμνί του «κατηγορουμένου» ο δημοσιογράφος  Νικήτας Οικονόμου «απολογείται»

Από το σκαμνί του «κατηγορουμένου» ο δημοσιογράφος Νικήτας Οικονόμου «απολογείται»

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1132 ΦΟΡΕΣ

Αλλιώς φαντάζεσαι, πράγματι, την αποχώρηση… Χωρίς να αναγκάζεσαι να εξηγείσαι και να εξηγείς τη ζωή σου… Είναι βαριά η πένα, το πληκτρολόγιο τέλος πάντων, όταν έρχεται η ώρα που βάζεις τελεία, ή έστω άνω τελεία σε μια διαδρομή πολλών χρόνων. Που βάζεις οριστικό τέλος ή αναστέλλεις μια επαγγελματική δραστηριότητα που σου ‘δωσε χαρά και το προνόμιο της περηφάνιας επί είκοσι τρία χρόνια να γράφεις και να μιλάς ελεύθερα - όσο περίεργο και αδιανόητο κι αν ακούγεται αυτό στους επικριτές μου. Δεν πρόκειται όμως ποτέ να μετανιώσω επειδή επέλεξα να περπατήσω ένα λιγότερο περπατημένο μονοπάτι. Πάντα έτσι ήμουν. Από τότε που εξηγούσα στη μάνα μου (κόρη παπά η συγχωρεμένη) ότι είναι καλό πράμα η δημοσιογραφία. «Δεν θα ήταν χρήσιμο – της έλεγα κάνοντας κατάμαυρο χιούμορ – να ήμουν παρών σαν δημοσιογράφος την ώρα που ο Χριστός περνούσε από ανακρίσεις και να διαπίστωνα ότι τελικά έλεγε παραπανίσιες κουβέντες που δεν έπρεπε να πει και ανάγκασε τους άλλους να τον σταυρώσουν;». Μόνο πνευματικούς δεν έφερε στο σπίτι για να με ξορκίσουν από τα κακά που έφερα από την Αμερική... Και με την ομάδα μου έτσι είμαι: ποτέ δεν μου έφταιξαν ο Φερέιρα και οι διαιτητές. Οι παίκτες μας είναι για κλάματα. Αυτό το δρόμο ακολουθούσα, έτσι από λόξα. Πάντα αλλεργικός στα μπούγια, στις ράγες του συρμού και κυρίως στις «υποδείξεις». Ειδικά τα τελευταία χρόνια της παρακμής και χρεοκοπίας, μου ήταν αδύνατον να πάω με το ρεύμα. Τι παραπάνω θα πρόσθετα αν έριχνα κι εγώ πέτρες στη Μέρκελ, στους δανειστές, στους υποταγμένους πολιτικούς μας; Κι ας γεύομαι και εγώ τις επιπτώσεις που έχουν οι «λυτρωτικές» πολιτικές των δανειστών και των εγχώριων θεομπαιχτών στην οικογένειά μου, στην καθημερινότητά μου, και που ειδικά τους τελευταίους μήνες δοκιμάζουν την αυστηρά προσωπική μου ζωή. Προτιμούσα όμως μέσα από τα δεκάδες κείμενά μου, κάθε Δευτέρα από τη «δράση», κυρίως να θυμίζω τα δικά μας ανομήματα και την αβελτηρία που μας οδήγησαν στην εθνική ταπείνωση, τους συνέλληνες επί χρόνια κατακτητές και τύραννους, τη δικτατορία των προνομιούχων, τα λαμόγια που ανεχόμασταν, τους λωποδύτες που ίσως και να ζηλεύαμε, εκείνους τους «Αριστερούς» που ανέκαθεν (και τώρα στην κρίση) τους πήγαιναν όλα και πάντα δεξιά, τους ανίκανους που εμπιστευτήκαμε, τους δικούς μας κερδοσκόπους, τους κλέφτες και καταπατητές που μας ρούφηξαν το αίμα, τη δική μας ανικανότητα να φτιάξουμε κράτος. Όσοι υπηρέτησαν αυτό το σύστημα εύχονται να γίνει ένα μιράκολο, να ξεκουμπιστούν οι τρόικες, να μας παραμυθιάσουν ότι η ηθική και οικονομική χρεοκοπία μας ήταν μια φενάκη, άρα όλα ήταν καλά καμωμένα μέχρι τον Μάιο του 2010. Και να μας ξανακατσικωθούν και να κάνουν τα ίδια… Γι’ αυτό προτίμησα να είμαι απέναντι σε αυτούς. Εκτός …συρμού ήμουν και στο τελευταίο μου κείμενο της 26ης Νοεμβρίου στη «δράση», όταν πάλι εκστόμισα μία «ύβρη». Έγραφα, και χωρίς να εξαιρέσω κανέναν, ότι αντί να πασαλείψουμε στη μούρη των Ταϊπέδων ένα δικό μας ολοκληρωμένο σχέδιο για το πώς εμείς θέλουμε να αξιοποιήσουμε την ακίνητη περιουσία του νησιού μας, την οποία καταντήσαμε ρημαδιό, φωνάζαμε πάλι για «κατακτητές». Όπως επίσης αμφισβήτησα την προειδοποίηση που ακούστηκε από τον πρόεδρο του ΤΕΕ ότι «θα περάσουν πάνω από το πτώμα μας αν φύγει από δω η μαρίνα» (να πάει πού;;;). Και επιμένω μέχρι και σήμερα: κανένας τους, ούτε φυσικά ο κ. Γρύλλης, δεν θα πεθάνει για τη Ρόδο, κανένας τους δεν θα θυσιαστεί για αυτόν τον τόπο. Απλώς θα βαυκαλίζονται με τους πηχυαίους τίτλους. Αυτό ήταν το μοιραίο μου ολίσθημα και ήλθε η οργίλη αντίδραση με επιστολές εκατοντάδων λέξεων, τις οποίες δεν έκριναν σκόπιμο οι κατήγοροί μου, Γιώργος Χατζημάρκος και Ιάκωβος Γρύλλης, να στείλουν στο δημοσιογράφο και στην εφημερίδα. «Πώς τόλμησε αυτός να γράψει αυτά για μας; Αυτός που παίρνει μηνιάτικα για να κάνει τον θεωρητικό της τοπικής ύπνωσης…» (οι συνήθεις ρητορικές εξάψεις του «φίλου» Γιώργου). Ο δημοσιογράφος και η στοχοποίησή του ήταν προφανώς η αφορμή για τα δικά τους πολιτικά μανιφέστα. Στην ουσία δεν ενόχλησε τι έγραψε ο Οικονόμου, αλλά ποιος είναι και τι κάνει στη ζωή του ο Οικονόμου, με το απλοϊκό σκεπτικό «θα τον τσαλακώσουμε, ώστε και η άποψή του να είναι τσαλακωμένη. Και ως τέτοια, ποιος θα την πάρει στα σοβαρά; Ποιος θα πάρει αυτόν στα σοβαρά;» Υπάρχει ορισμός γι’ αυτήν την τακτική. Και πάλι όμως είπα «δόξα τω Θεώ». Θα μπορούσαν να με παραδώσουν στην κοινή γνώμη σαν μαστροπό, σωματέμπορο, ή δεν ξέρω τι άλλο. Ευτυχώς περιορίστηκαν στη βολική γι’ αυτούς ερμηνεία ότι ο Οικονόμου τα γράφει όλα αυτά γιατί είναι το «Γραφείο Τύπου της Περιφέρειας»!!! Με την ευγενική συνδρομή «συναδέλφου», που με τη γραφίδα της έσπευσε να προλάβει τους κατηγόρους μου και να κάνει, αυτή πρώτη, τη …διευκρίνιση (για όσους ξέρουν, τα λόγια περιττεύουν) Ως ανακριτής ο κ. Γρύλλης, σε μια έκρηξη αλαζονείας, αξίωνε να απαντήσω - προκειμένου να αποδείξω λέει τη «δημοσιογραφική μου ανεξαρτησία» - αν συμφωνώ με το ψήφισμα του Περιφερειακού Συμβουλίου που τάσσεται κατά της εκχώρησης του λιμανιού στους ιδιώτες. Από το φτωχό του μυαλουδάκι δεν πέρασε η ιδέα ή και η πιθανότητα, ότι μπορεί να διαφωνώ με την άποψη αυτή που συνέταξε αυτός που μου δίνει τα κερατένια τα «μηνιάτικα». ʼκουσον – άκουσον! Μπέρδεμα, Ιάκωβε. Τώρα πώς θα δέσει το παραμύθι χωρίς δράκο; Πώς θα κολλήσει η πατσαβουριά; Επί της ουσίας, την 1η Οκτωβρίου έγραφα από τη στήλη μου: «Υπάρχει ένας δήμαρχος και ένας περιφερειάρχης που δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια και τα περιθώρια να διαχειρίζονται απλώς καταστάσεις που κάποτε μπορεί να ήταν διαχειρίσιμες. Σήμερα είναι πρωτίστως δική τους δουλειά, και όχι των εθελοντικών ομάδων, να διαβουλευτούν με την Αθήνα και να επιβάλλουν όρους και προϋποθέσεις. Και κυρίως, να μην τους έχουν στο σκοτάδι οι Ταϊπέδες… Ακόμα κι αν τους υποσχεθούν ότι θα ραντίσουν τη Ρόδο με χρυσόσκονη, είναι υποχρεωμένοι αυτοί οι δύο – όχι οι εθελοντές – να απαιτήσουν να μάθουν πόσοι τόνοι θα είναι η χρυσόσκονη. Είναι δουλειά αυτών των δύο και όχι των πολιτιστικών συλλόγων να απαιτούν από τους Δένδιες να ενημερώνονται επαρκώς για το εάν πρέπει και πώς θα στεγάσει η Ρόδος τους λαθρομετανάστες. Δικό τους και το κόστος. Γι’ αυτό επέλεξαν να είναι οι “αρχές” και όχι μια εθελοντική οργάνωση». ʼλλο μπέρδεμα… Ξεπερνώντας την αναφορά του, ότι σε μια άλλη περίπτωση «είχα αναλάβει εργολαβικά την δημιουργία κλίματος υπέρ συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων» (βάζουμε …αποσιωπητικά για την ώρα), το καλύτερο, ο κ. Γρύλλης, το άφησε για το τέλος, μιλώντας για χειροκροτητές του Φούχτελ τους οποίους και αυτούς θα κατατροπώσει. Ανάξιο σχολιασμού το καλαμπούρι του (βλέπε άρθρο μου στις 10/9). Έμεινε πάντως, ο κ. Γρύλλης, με την ικανοποίηση ότι έπραξε το καθήκον του ως εκπρόσωπος της όποιας ΣΥΝιστώσας ανήκει. Το να υπογράψει το «κατηγορώ» του ως Πρόεδρος του ΤΕΕ, ήταν εκ του περισσού. Σε ότι αφορά τον κ. Χατζημάρκο, αντιλαμβάνομαι τη δίχρονη περίπου εμμονή του με ένα «μούσι» και έναν «μπαστουνόβλαχο», μόνο που προσωπικά δεν με αφορούν τα ερωτηματικά και οι αγωνίες κανενός. Σε ένα πράγμα πάντως θα συμφωνήσω μαζί του. Όταν μιλάει για «συστήματα» στον τόπο, δεν έχει άδικο. Εξ ορισμού είναι άθλια και αποκρουστικά. Θα προσθέσω όμως, ότι ελάχιστη σημασία έχει αν αυτά τα συστήματα έχουν τη μορφή «παράγκας» πάσης φύσεως κομματικών, ή προβάλλονται σαν κάστρα του Λάνσελοτ με αλαβάστρινους ιππότες. Δεν με συγκίνησαν οι μεν, δεν θα με συγκινήσουν ποτέ οι δε… Πάνε τρία χρόνια τώρα (περνά ο καιρός Τέρρη) όταν τον Ιούλιο του 2009 και με αφορμή τη δίκη του συναδέλφου μου, που τελικά αθωώθηκε πανηγυρικά, μετά από μήνυση σημερινής δημοτικής συμβούλου, έγραφα στη δεύτερη σελίδα της «δράσης»: «Ναι, συχνά παρασυρόμαστε και κινούμαστε στα όρια, παραβιάζοντας τις αρχές της ευπρέπειας και του μέτρου. Όχι, δεν είμαστε δολοπλόκοι και κακόβουλα εργαλεία διάφορων “κέντρων”. ΝΑΙ, πιάνουμε κουβέντα με πολιτικούς, έχουμε καλές σχέσεις με μερικούς, εργαζόμαστε σε Γραφεία Τύπου, φανερά και επωνύμως, ναι ήλθαμε πιο κοντά απ’ όσο έπρεπε με παράγοντες του δημόσιου βίου - είναι μικρή, τόσο δα μικρή η κοινωνία μας. ΟΧΙ, δεν θα γραφτεί σε τούτη την εφημερίδα ούτε μισό “ζήτω” γι’ αυτούς, δεν μας υπαγορεύουν ούτε λέξη από τα γραφόμενά μας, δεν μας έχουν δεδομένους. Όλα είναι θέμα συνείδησης και τσίπας». (το κείμενο φυλάσσεται στα αρχεία) Διότι, κ. Χατζημάρκο, το μήνυμα ήταν πάντα σαφές, και προς αυτόν που εσύ αποκαλείς «μπαστουνόβλαχο»: Τραταρίσματα δεν έχει. Για να δει το ονοματάκι του, ή μια αράδα που να τον κολακεύει από τη στήλη μου θα έπρεπε να ξεπεράσει το κατόρθωμα του Αυστριακού που πήδηξε από τη στρατόσφαιρα. Σιωπηρή και αυτονόητη η συμφωνία… Το «γιατί» το επαναλαμβάνω σήμερα και στους δυο σας. Επειδή είναι θέμα τσίπας. Είναι θέμα αρχών που κουβαλάς από γεννησιμιού σου. Είναι ζήτημα αυτοσεβασμού και καθαρού κούτελου. Δεν είναι θέμα «δημοσιογραφικής δεοντολογίας», αλλά σκέτης δεοντολογίας και στάσης ζωής… Γι’ αυτό δεν κρύφτηκα ποτέ, έβαζα πάντα την υπογραφή μου, δεν χρησιμοποίησα ψευδώνυμο, δεν λειτούργησα στα μουλωχτά. Δεν ντράπηκα ποτέ για τη δουλειά μου, όπως δεν ντρέπονται κι άλλοι μάχιμοι και άξιοι συνάδελφοί μου που κάνουν το ίδιο. Διότι ένα γραφείο τύπου, λειτουργεί με επαγγελματίες δημοσιογράφους, όχι με ουρακοτάγκους. Αρκεί να κάνεις τη δουλειά σου καθαρά και έντιμα, κι όχι σαν «εργαλείο». Τραβώντας εξ αρχής τη διαχωριστική γραμμή σε ρόλους και όρους, λέγοντας στον άλλο «από δω και πέρα δεν σε παίρνει». Λέτε να μην τα ξέρουν αυτά οι δύο κατήγοροί μου; Προφανώς ναι… Νόμιζαν όμως αφελώς ότι θα με «στιγματίσουν». Λες κι ο κόσμος δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του, δεν ακούει, δεν ξέρει…] Δεν είμαι βέβαιος αν κλείνω ένα κεφάλαιο ή ολόκληρο το βιβλίο. Με αίσθημα όμως πληρότητας από μια πορεία είκοσι και πλέον χρόνων, κάνω συνειδητά, μια ακόμα επιλογή ζωής. Με οικονομικό κόστος και μεγάλο ρίσκο. Αυτό όμως που προείχε στην παρούσα φάση ήταν να μην εκθέσω μια εφημερίδα στον κανιβαλισμό και στη συκοφαντία ότι συμμετέχει (μέσω εμού) σε ένα νοσηρό «σύστημα». Κυρίως, να μην υποβάλλω σε δοκιμασία διλημμάτων έναν άνθρωπο, τον Παύλο τον Μαριά, που επί δέκα εφτά χρόνια με εμπιστεύτηκε, και τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου… Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία.

Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους