Αναζητώντας Μαργαριτάρια

Αναζητώντας Μαργαριτάρια

Αναζητώντας Μαργαριτάρια

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1173 ΦΟΡΕΣ

Από την Σύμη στην Ερυθρά Θάλασσα

Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης

Από την αρχαιότητα, ήταν γνωστή η ενασχόληση των Δωδεκανησίων και γενικά των νησιωτών με τον βυθό της θάλασσας. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, Δωδεκανήσιοι ναυτικοί όργωναν την Ανατολική Μεσόγειο, από τις ακτές τις Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης μέχρι τις ακτές της Τυνησίας, Σικελίας και Νότιας Ιταλίας και από τις ακτές της Μικράς Ασίας, του Αιγαίου και της Αδριατικής μέχρι τις ακτές της Αιγύπτου, της Κυρηναϊκής και της Λιβύης, αλιεύοντας σφουγγάρια από το βυθό της θάλασσας.


Εκτός από τα σφουγγάρια, οι Δωδεκανήσιοι ασχολήθηκαν και με την αλίευση οστράκων. Από την αρχαιότητα η Κάρπαθος, η Νίσυρος και άλλα νησιά είχαν επιδοθεί στην αλίευση πορφύρας και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα Δωδεκανήσιοι, επίσης, αλίευαν κοράλια στην Σικελία και την Κορσική. Όταν το 1869 άνοιξε η διώρυγα του Σουέζ και έγιναν (ευκολότερα) προσεγγίσιμες θάλασσες πιο μακρυνές, έφταναν οι Δωδεκανήσιοι ως την Νότιο Ερυθρά Θάλασσα, τα νησιά και τις ακτές της Yεμένης και Εριτρέας, όπου αφθονούσαν τα μαργαριτοφόρα όστρακα, τα σεντέφια(1). Η πρώτη γνωστή Δωδεκανησιακή αποστολή στην Ερυθρά Θάλασσα ξεκίνησε, το 1890, από την Σύμη, όπως περιγράφει στο ημερολόγιο του ο Μιχάλης Γεωργίου Καντούνιας(2) (από την γνωστή οικογένεια των σπογγεμπόρων του νησιού), το οποίο μου εμπιστεύθηκε ο αείμνηστος εγγονός του Κωνσταντίνος Καντούνιας.

Διαδρομή
Η αποστολή, μια Γολέτα και μερικοί ακταρμάδες, ξεκίνησε από την Σύμη στις 17 Απριλίου 1890(3), σταμάτησε στα Αρμάθια της Κάσου και συνέχισε για το Πόρτ Σαΐτ, όπου έφθασε στις 26 Απριλίου. Στις 28 Απριλίου αναχώρησε από το Πόρτ Σαΐτ και δια μέσου της Διώρυγας έφθασε, την επομένη, στο Σουέζ όπου συνάντησαν τους συμπατριώτες τους Βασίλειο Κώτη, Νικήτα Αγγέλου και Γεώργιο Αναιτίου. Τη επομένη βγήκε ο Καντούνιας στην στεριά για να συναντήσει τους αδελφούς Γιώργο και Γιάννη Γιαλλουράκη, αλλά επειδή ήταν μέρα εργασίας, βρήκε την γυναίκα του Γιώργου, Άννα, στην οποία έδωσε δυο γράμματα που έφερε από την Σύμη για τον άνδρα και τον κουνιάδο της.

Την 1η Μαΐου, πήραν πιλότο και αναχώρησαν από το Σουέζ, πλέοντας προς την Χουδέιδα (Al Hudaydah) της Υεμένης, όπου έφθασαν στις 14 Μαΐου. Την επομένη έριξαν τους ακταρμάδες στην θάλασσα και με νέο πιλότο η Γολέτα πήγε στο Μαραμπούτ να πάρει νερό. Οι ακταρμάδες κατευθύνθηκαν προς το νησί Ζογκάρ (Zugar). Εκεί τους αντάμωσε η Γολέτα να αλιεύουν σεντέφια κοντά σε δυο νησάκια. Στις 26 Μαΐου η Γολέτα πήγε στην Μεττίνα όπου αγόρασαν ένα δαμάλι, μερικές κότες και λίγους χουρμάδες και απ' εκεί, στις 29 Μαΐου, επέστρεψαν στα νησιά Χανής (Al-Hanish), για να ανταμώσουν τους ακταρμάδες, που συνέχισαν να εργάζονται για μια ακόμη εβδομάδα.

Δουλέμποροι
Στις 6 Ιουνίου αναχώρησαν για την απέναντι Αφρικανική ακτή και, με την δύση του Ηλίου, έφτασαν στην περιοχή του Ασσάπ (Assab), στο νότιο μέρος της Ιταλικής αποικίας της Εριτρέας. Αλλά επειδή δεν βρήκαν εκεί σεντέφια, συνέχισαν την πορεία τους και την άλλη μέρα έφτασαν στην περιοχή του "Πολούλ". Εκεί συνάντησαν επτά πλοιάρια από την Ζέτα (Jeddah), των οποίων οι επικεφαλείς προφασίζονταν ότι ασχολούνταν με εμπόριο χουρμάδων και άλλων προϊόντων, ενώ στην πραγματικότητα ήσαν δουλέμποροι που αγόραζαν σκλαβους από το εσωτερικό της Ανατολικής Αφρικής και τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα της Ζέτας, με προορισμό την Αραβία. Ένας από τους δουλεμπόρους εκμυστηρεύτηκε στον Καντούνια (ο τελευταίος τον φίλευε συχνά ρακί), πως, πρόσφατα, είχε ξεκινήσει για τη Ζέτα ένα πλοίο με 160 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, από 8 μέχρι 16 ετών.

"Ηρωική και θανάσιμη κληρονομιά"
Στις 8 Ιουνίου επανήλθαν στα νησιά Χανής. Τέσσερις μέρες αργότερα, κτυπήθηκε από την μηχανή "το Φιλιμονιό της Πούγκενας" και με το ξημέρωμα της 14ης προς την 15η ξεψύχησε. Έθαψαν το Φιλιμονιό στο νησάκι "μικρό Χανής" (Al-Hanish al-Saghir) και έφυγαν.
Ο επιθετικός προσδιορισμός ("της Πούγκαινας") δεν είναι κατάλοιπο της Μητριαρχίας, αλλά δηλωτικό ορφάνειας από πατέρα. Το δε όνομα ("Φιλήμονας") σε ουδέτερο γένος, υποδηλώνει το νεαρό της ηλικίας. Θάταν σίγουρα, ένα από 'κείνα τα φτωχά και -συνήθως- ορφανά παιδιά που "γνώριζαν", στη πιο ευάλωτη ηλικία τους, τη σκληρότητα της θάλασσας, την τραγικότητα της ζωής, αλλ' όχι την ίδια τη ζωή. "Κτυπήθηκε από τη μηχανή", "Ξεψύχησε", "Το έθαψαν". Πόση εξοικείωση με την τραγικότητα της ζωής, αλλά και πόση λανθάνουσα τρυφερότητα: ''το Φιλημονιό").
Την επομένη επέστρεψαν στην Αφρικανική παραλία, στο ακρωτήριο "Ταχμά" (Ras Rahmet) της Ιταλικής αποικίας της Εριτρέας, όπου συνέχισαν τη δουλειά τους. Στις 20 Ιουνίου βγήκαν στην στεριά οι αδελφοί Νίκος και Μιχάλης Μάρκου Βογιαζή με τον πιλότο και ένα μικρό για να αγοράσουν κρέας και νερό και επέστρεψαν με νερό και δυο κατσίκια. Την επομένη βγήκε ο Καντούνιας με τον Μιχάλη Βογιαζή και ένα Λεριό ονομαζόμενο Αγγελή και αγόρασαν νερό και δυό πρόβατα.

Επειδη δεν βρήκαν σεντέφια ανεχώρησαν από την Αφρικανική παραλία και για δεύτερη φορά πήγαν στην Χουδέιδα. Στις 30 Ιουνίου έφυγαν οι ακταρμάδες, πήγαν για δουλειά στο Καμαράν (Kamaran) και στα νησάκια που βρίσκονται βορειότερα. (Το Καμαράν βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη στεριά. Εκείνη την εποχή βρισκόταν στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου της Αραβίας, είχε υγειονομείον με επτά γιατρούς). Στις 6 Ιουλίου αναχώρησε η Γολέτα προς αντάμωση των ακταρμάδων και μετά από δυο ημερών άκαρπες προσπάθειες πήγε στο Καμαράν. Χωρίς να αγκυροβολήσει, ζητούσε πληροφορίες για τους ακταρμάδες από τα περαστικά πλοία. Η Γολέτα άραξε σε μια ερημική παραλία και έστειλε τον πιλότο στη στεριά να συγκεντρώσει πληροφορίες για τους ακταρμάδες. Ο πιλότος επέστρεψε την άλλη μέρα και ανάφερε ότι κάποιος τους είδε να παίρνουν νερό και να αναχωρούν προς δυό νησάκια.

Στις 11 Ιουλίου, η Γολέτα αναχώρησε προς τα μέρη που της υποδείχθηκε. Συνάντησαν μόνο ένα γέρο ψαρά, που ψάρευε με τον γιο του, ο οποίος τους φίλεψε με ένα λιόκαφτο ψάρι και αυγά γλάρου και τους είπε ότι είδε τους ακταρμάδες να κατευθύνονται προς ένα άλλο νησάκι. Αλλά κι εκεί δεν τους βρήκαν. Η Γολέτα κατευθύνθηκε τότε στην Λαχάια (Al Luhayyah), όπου αντάμωσε επιτέλους τους ακταρμάδες, μετά από 16 ημερών αναζητήσεις. Είχαν μείνει από ψωμί και άλλα τρόφιμα εκτός από νερό που είχε άφθονο η Λαχάια. Στην Λαχάια έμειναν οκτώ μέρες.

Στις 22 Ιουλίου, αναχώρησαν για το νησί Ζουκφάς, όπου έφθασαν την ίδια μέρα, και βγήκαν έξω με την βάρκα για να προμηθευθούν ξύλα. Στις 28 Ιουλίου αναχώρησαν για το Φαρασάν (Farasan) και καθ' οδόν άραξαν στο νησί Φίουτ. Η Γολέτα έμεινε εκεί και, την επομένη, έστειλε τους ακταρμάδες για δουλειά. Η θάλασσα, όμως, δεν απέδιδε τα ποθούμενα, κι έτσι, στις 6 Αυγούστου, συνέχισαν προς Φαρασάν, άραξαν στο νησί Κουμμέχ κι έμειναν εκεί για αρκετές μέρες. Αναχώρησαν όμως κι από εκεί γιατί η απόδοση δεν ήταν ικανοποιητική. Συνέχισαν εργαζόμενοι σε πάγκους και νησάκια και μετά από μερικές μέρες έβαλαν πλώρη για την Αφρικανική ακτή.

Χολέρα
Στις 3 Σεπτεμβρίου έφθασαν στη Μασσάνα (Massawa), αλλά δεν τους επέτρεψαν να ξεμπαρκάρουν, επειδή στην Υεμένη όπως και στη Μασσάνα είχε πιάσει χολέρα. Τους άφησαν, μόνο, να προμηθευτούν τρόφιμα. Στις 7 Σεπτεμβρίου έφτασαν στο νησί Νούχρα (Nacura), απέναντι από το πιο μεγάλο νησί Ταχλάς (Dahlak). Στο Ταχλάς βρισκόταν ένα Ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα με ένα αξιωματικό και μερικούς στρατιώτες, επειδή τα νησιά του Αρχιπελάγους Ταχλάς αποτελούσαν μέρος της Εριτρέας. Η Γολέτα πήγε στο Ταχλάς για να γεμίσει τα ντεπόζιτα της με νερό και οι ακταρμάδες έφυγαν για δουλειά στο Νούχρα και στα γύρω νησάκια. Στις 13 Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στο Νούχρα, έσπασε το πρίμιο άλμπουρο της Γολέτας και την μεθεπομένη γάτζωσε η άγκυρα της στο βυθό. Τελικά ανέσυραν την άγκυρα και ξεκίνησαν να συναντήσουν τους ακταρμάδες, που αδημονούσαν και δεν ήθελαν να συνεχίσουν τη δουλειά τους.

Στις 24 Σεπτεμβρίου επέστρεψαν στο Νούχρα όπου έμειναν επτά μέρες. Σ' αυτό το διάστημα, έστειλαν τον Πέτρο Κουκούλη, με αραβικό πλοιάριο, στη Μασσάνα για να αγοράσει τρόφιμα και την 1η Οκτωβρίου, μετά την επίμονη άρνηση των μηχανικών να πιάσουν δουλειά, αναχώρησαν για τη Μασσάνα. Αλλά, και πάλι, για δεύτερη φορά, δεν τους επέτρεψαν να ξεμπαρκάρουν, λόγω της χολέρας. Γι αυτό αποφάσισαν να συνεχίσουν για την Χουδέιδα.
Λόγω όμως, των ενάντιων ανέμων και των στρειδιών που είχαν κολήσει στα ύφαλα, η Γολέτα περιφερόταν επί 11 μέρες και μόλις προχώρησε 55 μίλια. Στο μεταξύ, οι ακταρμάδες ζήτησαν νερό από την Γολέτα και επειδή δεν είχαν να τους δώσουν, έφυγαν από κοντά τους και τους έχασαν. Η Γολέτα επέστρεψε στην Ντάχλα Κιπίρα (Dahlak Kepir), για να πάρουν νερό, ελπίζοντας ότι εκεί θα έβρισκαν τους ακταρμάδες. Επειδή τους είχε τελειώσει το ψωμί πήγαν με βάρκα στο Νούχρα όπου συνάντησαν τον Ιταλό αξιωματικό και μέσω αυτού έγραψαν στην Μασσάνα και τους έφεραν 154 οκάδες ψωμί.

Ναυάγιο
Στις 24 Οκτωβρίου, μόλις επέστρεψε η βάρκα από την Ντάχλα Κιπίρα, η Γολέτα σήκωσε άγκυρα και αναχώρησε για την Χουδέιδα. Συνέχισαν να ακτοπλοούν. Ταξίδευαν την ημέρα και αγκυροβολούσαν τη νύχτα. Μετά από τέσσερις μέρες, ο πλοίαρχος αποφάσισε να ταξιδεύουν και τη νύχτα κατά Γρέγο-Λεβάντη (ΑΒΑ). Ταξίδευαν επί δύο μερόνυχτα και με το ηλιοβασίλεμα της τελευταίας νύχτας πέρασαν ανοικτά, σε απόσταση δυό μιλίων, από ένα ερημονήσι, που απήχε αρκετά μίλια από τα κατοικημένα νησιά. Στις 31 Οκτωβρίου, από ΑΒΑ, άλλαξαν πορεία προς Όστρια-Γαρμπή (ΝΝΔ) και στις 10 μμ ναυάγησαν, κοντά -ευτυχώς- σ' ένα νησί. Οι ναυαγοί βγήκαν στην στεριά και νοίκιασαν πλοιάριο, για να πάρει τον Π. Κουκούλη με άλλους ναυτικούς στη Ντάχλα. Ο καπετάνιος με άλλους 11 έμεινε να φυλάει το ναυάγιο.

Μετά από οκτώ μέρες, στις 8 Νοεμβρίου ημέρα του Ταχιάρχη και πολιούχου της Σύμης, επέστρεψε ο Κουκούλης με δεύτερο πλοιάριο που νοίκιασε στη Ντάχλα. Φόρτωσαν στα δυο πλοιάρια ό,τι έσωσαν από το ναυάγιο και αναχώρησαν για τη Μασσάνα, όπου έφθασαν στις 11 Νοεμβρίου. Μετά από 13 μέρες αναχώρησαν από τη Μασσάνα και στις 26 Νοεμβρίου έφτασαν στην Χουδέιδα. Ο Καντούνιας έμεινε στην Χουδέιδα ένα χρόνο. Τι απέγιναν οι ναυαγοί και οι ακταρμάδες δεν γνωρίζουμε.
Στις 18 Νοεμβρίου 1891, Ο Καντούνιας αναχώρησε από την Χουδέιδα για την Σάναα (Sana'a), πρωτεύουσα της Υεμένης, όπου έφτασε μετά από έξη μέρες πεζοπορία. Σ' όλο το διάστημα της παραμονής του στην Υεμένη, ο Καντούνιας ασκούσε το επάγγελμα του φωτογράφου.

Σημειώσεις:
1) Συντέφια, από την τουρκική λεξη sedef. "Σεντέφια και κοράλια, κεχριμπάρια κι έβενους" λέει ο Καβάφης ("Ιθάκη").
2) Τεσσάρων πυκνογραμμένων σελίδων διαστάσεων 43Χ23 εκατοστών.
3) Παλαιού ημερολογίου.

Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους