Τα κάλαντα, η γαλοπούλα, το ρεβεγιόν: Η ιστορία των χριστουγεννιάτικων εθίμων μας

Τα κάλαντα, η γαλοπούλα, το ρεβεγιόν: Η ιστορία των χριστουγεννιάτικων εθίμων μας

Τα κάλαντα, η γαλοπούλα, το ρεβεγιόν: Η ιστορία των χριστουγεννιάτικων εθίμων μας

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 436 ΦΟΡΕΣ

Επιμέλεια
Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς
φιλόλογος
katsaras2002@yahoo.gr

Κάλαντα: η ονομασία “Κάλαντα” προέρχεται από τις Ρωμαϊκές Καλένδες (από το λατινικό ρήμα calo, που είναι συγγενικό με το δικό μας καλώ).Ήταν γιορτές που γίνονταν στην αρχαία Ρώμη κατά τις πρώτες πέντε ή επτά μέρες κάθε μήνα.

Στη διάρκειά τους, που ήσαν μέρες αργίας, επικρατούσε μεγάλη ευθυμία και γίνονταν ολονύχτιες γιορτές. Ήταν δε ιδιαίτερα λαμπρές οι καλένδες του Γενάρη που συνέπιπταν με την αρχή του χρόνου και τις γιορτές προς τιμή του θεού Ιανού (εξ’ ου και ο Ιανουάριος). Παρόλο όμως που τα κάλαντα πήραν την ονομασία τους από τις Ρωμαϊκές Καλένδες πιστεύεται ότι η καταγωγή τους είναι πολύ πιο μακρινή και μας οδηγεί στην Αρχαία Ελλάδα στο έθιμο της Ειρεσιώνης.

Η Ειρεσιώνη πήρε το όνομά της από τη λέξη “είρος”, που αργότερα έγινε «έριον» και στη συνέχεια μαλλί. Ήταν ένα έθιμο που γινόταν δυο φορές το χρόνο. Μια την Άνοιξη για να παρακαλέσουν τους θεούς να προστατέψουν τη σοδειά τους και μια το Φθινόπωρο για να τους ευχαριστήσουν για την καλή συγκομιδή που είχαν.

Κατά το έθιμο αυτό παίδες αμφιθαλείς( που είχαν δηλαδή ζώντες και τους δύο γονείς), γύριζαν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας κλαδί ελιάς πάνω στο οποίο είχαν κρεμασμένα κομμάτια από άσπρο και κόκκινο βαμμένο μαλλί(ερίον ), σύμβολα της υγείας και της ομορφιάς , διάφορους καρπούς και τρία δοχεία με λάδι, κρασί και μέλι, τραγουδώντας ευχές για την καρποφορία της γης και παινέματα για τους νοικοκυραίους. Όμως με τον καιρό η Ειρεσιώνη απέκτησε την έννοια κάθε τραγουδιού που είχε χαρακτήρα ευχετικό και επαινετικό όπως τα δικά μας κάλαντα.

Επίσης στην αρχαία ελληνική γιορτή των Ανθεστηρίων που ήταν αφιερωμένη στο θεό Διόνυσο, συνήθιζαν να περιφέρονται στην πόλη της Αθήνας ομάδες προσώπων που τραγουδούσαν ύμνους προς τιμήν του θεού, κρατώντας ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού στο χέρι, που συμβόλιζε τον ερχομό του θεού. Αυτό το καραβάκι είναι ο «πρόγονος» του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Στα χρόνια του Βυζαντίου οι Καλένδες μετονομάστηκαν σε «Άσματα Αγερμού».

Μικροί και μεγάλοι καλαντιστές, οι λεγόμενοι «Αγύρται» ή «Μηναγύρται», γύρναγαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν για την γιορτή που έρχονταν. Το έθιμο αυτό αφορούσε τις γιορτές του Δωδεκαημέρου, της Αποκριάς, του Πάσχα, του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας και του Σταυρού. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως τα κάλαντα ξεκίνησαν στην Αρχαία Ελλάδα, πήραν το όνομά τους στην Ρώμη και εκχριστιανίστηκαν στο Βυζάντιο φθάνοντας ως τις μέρες μας.
Ρεβεγιόν: Στην αρχαία Αθήνα, συνήθιζαν να παντρεύονται τον μήνα Γαμηλιώνα (περίπου Ιανουάριο).

Για τη νεαρή νύφη, ξεκινούσε η ζωή μέσα στο σπίτι. Με μια εξαίρεση: ένα μήνα μετά τον γάμο, συνήθως στις 11 του μήνα Ανθεστηριώνα (περίπου Φεβρουάριο με μέσα Μαρτίου), οι γυναίκες πρωτοστατούσαν στην τριήμερη γιορτή των Ανθεστηρίων, προς τιμήν του Διόνυσου και του ερχομού της άνοιξης, γλεντώντας όπως περίπου στις κατοπινές βεγγέρες, τις νύχτες πριν από τις Αποκριές.

Οι βεγγέρες, βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι όπου ο οικοδεσπότης καλεί φίλους και συγγενείς και η οποία συνήθως κρατάει μέχρι αργά, αναπτύχθηκαν σε καιρούς με περιορισμένες τις διεξόδους για ψυχαγωγία και οργανώνονταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Ειδικά την παραμονή των Χριστουγέννων, η βεγγέρα περιοριζόταν στα μέλη της κάθε οικογένειας. Μετά το παραδοσιακό δείπνο και τη διασκέδαση κάποιες γυναίκες διανυκτέρευαν με σκοπό να δουν «να ανοίγουν τα ουράνια». Αν τα «έβλεπαν», έπρεπε να προλάβουν να κάνουν μια ευχή, που οπωσδήποτε θα έπιανε.

Αν έβλεπαν και μια λάμψη προς τη μεριά της ανατολής, σήμαινε πως ήταν καλές χριστιανές. Από τον 19ο αιώνα, η ελληνική ξαγρύπνια της παραμονής των Χριστουγέννων ενώθηκε με μια γαλλική συνήθεια, το «ρεβεγιόν» (reveillon= αφύπνιση< από το ρήμα reveiller = ξυπνώ), που σημαίνει δείπνο μετά μουσικής ως και μετά τα μεσάνυχτα, ειδικά τις παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Στις μέρες μας, η εκδήλωση εξελίχθηκε σε διασκέδαση, είτε σε σπίτι είτε σε νυχτερινό κέντρο.

Γαλοπούλα: το παρελθόν της γαλοπούλας (Gallopavo Meleagris)είναι μυστηριώδες και κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να πει πώς βρέθηκε στην Ευρώπη. Φαίνεται πως ήταν το πρώτο πτηνό που εξημερώθηκε μεταξύ 300 και 100 π.Χ. από τους Μάγια . Στο Μεξικό, όπου μέχρι σήμερα διατηρεί περίοπτη θέση στην τοπική γαστρονομία, ακούει στο όνομα guajolote.

Οι Ευρωπαίοι κάνουν την πρώτη γνωριμία τους με το εν λόγω πτηνό όταν οι Ισπανοί κονκισταδόρες(κατακτητές) επιστρέφουν στην Ευρώπη φέρνοντας μαζί τους τις ινδικές κότες ή ινδικά κοκόρια όπως τα έλεγαν επειδή νόμιζαν ότι είχαν ανακαλύψει τις Ινδίες και όχι το Μεξικό. Μπορεί η επίσημη ονομασία της να είναι Gallopavo Meleagris, όμως η γαλοπούλα ονομάζεται διαφορετικά σε κάθε χώρα, ανάλογα με την προέλευσή της .

• Έτσι, για τους Έλληνες είναι «γάλος» ή «γαλοπούλα , όχι φυσικά από τη «Γαλλία» αλλά από το «gallo-pavo», που σημαίνει πετεινός – παγώνι. Επίσης ονομάζεται Ινδιάνος ή Διάνος από την Ινδία.
• Για τους Γάλλους είναι «dinde», από το «poule d’ Inde», δηλαδή κότα Ινδίας.
• Για τους Αγγλο-Αμερικάνους είναι «turkey», λέξη που σηματοδοτεί τη γείτονα χώρα, καθώς λέγεται ότι το εμπόριό της στη Γαλλία και σε άλλες περιοχές είχαν αναλάβει Τούρκοι έμποροι.

• Για τους Τούρκους είναι «hindi», όρος που προέρχεται από το Hindistan, δηλαδή την Ινδία στα Τουρκικά.
• Για τους Πορτογάλους είναι «peru», από το Περού.
• Για τους Άραβες είναι «dik roumi» που σημαίνει πετεινός Ρωμιός!
• Για τους Βούλγαρους είναι «misirka» από την τουρκική λέξη Μισίρι, δηλαδή Αίγυπτος.
• Για τους Ολλανδούς: «kalkoen», από την Καλκούτα (Ινδία).
• Για τους Πολωνούς: «hindi», από Ινδία.
• Στην Κύπρο λέγεται γαλούϊν από το γαλούδι, υποκοριστικό του γάλος.

Καλικάντζαροι: η λαϊκή φαντασία οργιάζει σχετικά με την εμφάνιση τους. Μερικοί πιστεύουν ότι είναι σαν τους ανθρώπους, αλλά μαυριδεροί, πολύ ψηλοί, άσχημοι, ρακένδυτοι και φοράνε σιδεροπάπουτσα. Για άλλους είναι μαύροι σαν διάβολοι με μάτια κόκκινα, αιγίποδες (κατσικοπόδαροι) ή ονοπόδαροι (με πόδια σαν του γαϊδάρου), χέρια σαν της μαϊμούς και σώμα τριχωτό.

Ο λαός πιστεύει ότι οι καλικάντζαροι εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους έβρισκαν έξω από το σπίτι και τους ανάγκαζαν να χορέψουν μαζί τους, εμπόδιζαν τα ζώα τους να περπατήσουν και έπνιγαν τα αβάπτιστα παιδιά μπαίνοντας στα σπίτια από τις καπνοδόχους.

Η ετυμολογία της λέξης πιθανότατα προέρχεται από συνδυασμό των λέξεων καλίκιον (υπόδημα) και άντζα (κνήμη), λόγω του είδους των υποδημάτων που, κατά την παράδοση, φορούσαν οι καλικάντζαροι. Κάλικες ή καλίκια ή καλίγια(από τις λατινικές λέξεις calceus= το σανδάλι και calx= η φτέρνα ) έλεγαν οι Βυζαντινοί τα χαμηλά παπούτσια με σόλα, κατάλληλα για σκληρές χρήσεις. Στην ίδια λέξη οφείλει το όνομα του και ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Καλιγούλας που, όντας στρατιωτικός, φορούσε καλίγια από μικρό παιδί με αποτέλεσμα να του «μείνει» η λέξη και ως όνομα.

Διαβάστε ακόμη

Θάνος Ζέλκας: Μέτρα. Όχι ημίμετρα

Αγαπητός Ξάνθης: Ο κος Ζαχαριάδης, ένας ακάματος εργάτης της Δημοσιογραφίας και εκπομπής ήθους

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;