Ένας Μεγάλος Έρωτας επί Ιταλοκρατείας

Ένας Μεγάλος Έρωτας επί Ιταλοκρατείας

Ένας Μεγάλος Έρωτας επί Ιταλοκρατείας

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 342 ΦΟΡΕΣ

Της
Μαίρη Παπανδρέου

Η γεμάτη ευαισθησία της «ΡΟΔΙΑΚΗΣ», «ΦΛΑΣ στο παρελθόν», μας φέρνει πολλές δεκαετίες πίσω, κι όποιος δεν φοβάται το χρόνο που διαβαίνει κι έχει ευχάριστες αναμνήσεις, νιώθει ευγνωμοσύνη. Άλλωστε, ο αείμνηστος Καστελλοριζιός Καθηγητής μου και Διευθυντής του Αμερικανικού Κολλεγίου Pierce-Deree-Alba Κωνσταντίνος Φτυαράς, μου είχε πει: «Να θυμάσαι ότι, Ευτυχία είναι το αντιφέγγισμα των αναμνήσεων». Τον θυμάμαι συχνά-πυκνά κι ευγνωμονώ τη ΡΟΔΙΑΚΗ και τη στήλη «ΦΛΑΣ στο παρελθόν» που γίνεται αιτία, ν’ αφυπνιστούν αναμνήσεις.

Τέλη δεκαετίας ’70 ή αρχές του ’80, όταν φίλος, με επισκέφτηκε στο σπίτι μου, μαζί με παλιό του γνώριμο – έναν Ιταλό, από Ελληνόφωνο χωριό της Κάτω Ιταλίας – τον Νικόλα Κωνσταντίνο. Ήθελε να τον γνωρίσω, επειδή η επίσκεψή του στη Ρόδο, ήταν κατά πως έλεγε ο ίδιος:

«Προσκύνημα και αναζήτηση μετά από 50 χρόνια, της Ροδίτισσας που υπήρξε η μοναδική αγάπη της ζωής του». Φανερά συγκινημένος, ο ηλικιωμένος Ιταλός Νικόλα Κωνσταντίνο, με βουρκωμένα μάτια, ήθελε να διηγηθεί, την τρυφερή, συγκλονιστική και ανεκπλήρωτη αγάπη του για μια Ροδίτισσα, που παρέμενε άσβηστη για μισό αιώνα. Μου ζήτησε να μιλήσει σε εκπομπή που είχα τότε σε τοπικό τηλεοπτικά κανάλι, ελπίζοντας ότι κάποιος θα τον αναγνώριζε και θα επεδίωκε να τον συναντήσει. Η ιστορία του έρωτά του με τη Ροδίτισσα, είχε θλιβερή κατάληξη.

Με βραχνή και τρεμάμενη φωνή από συναισθηματική φόρτιση, διηγήθηκε την ιστορία που σημάδεψε ανεξίτηλα όλη του τη ζωή και τώρα που πλησίαζε στη δύση της, ένιωθε έντονα την ανάγκη, να μοιραστεί τις αναμνήσεις του με Ροδίτες που είχαν τότε συμπαρασταθεί στον μεγάλο του πόνο, όπως κι εκείνος είχε σταθεί κοντά τους, τους δύσκολους κατοχικούς καιρούς.

Ο Νικόλα Κωνσταντίνο, καταγόταν από το Ελληνόφωνο χωριό της Κάτω Ιταλίας, Κορνιλιάνο και ήταν στη Ρόδο, όταν ξέσπασε ο Πόλεμος. «Υπηρετούσα στη Λάρδο», είπε: «Είχα πολλούς φιλικούς δεσμούς στη Λάρδο, όπως και στα Μάσσαρι είχα επίσης πολλούς φίλους. Δεν ξέρω αν θα τους ξαναβρώ τώρα, ύστερα από 50 χρόνια. Ήθελα να τους σφίξω το χέρι και ακόμα περισσότερο, να ξαναδώ την πρώτη μου αγάπη, που θα ποτέ δεν έφυγε απ’ την καρδιά μου.

Ήθελα ακόμα να απαλύνω τυχών δυσάρεστες ή επώδυνες αναμνήσεις από τον πόλεμο». Η αφήγησή του, ειλικρινής, γεμάτη προσμονή, με την ελπίδα της συνάντησης των αγαπημένων του φίλων.

Αναπόλησε τη δύσκολη περίοδο του Πολέμου, με πικρία, αλλά χωρίς άλλα αρνητικά αισθήματα. Διηγήθηκε με επίπεδη και άχρωμη φωνή: «Όταν οι Γερμανοί έπαιρναν το σιτάρι των Ροδιτών καθώς το θέριζαν, εγώ το βράδυ τους το ξανάδινα κρυφά πίσω. Ξέρετε, στο τέλος μ’ ανακάλυψαν και θα με συνελάμβαναν.

Όμως, οι Λαρδενοί μ’ έκρυβαν, μου έφερναν φαγητό απ’ το υστέρημά τους, με φρόντιζαν». Δεν επεκτεινόταν σε λεπτομέρειες σχετικά με τις δραματικές συνθήκες της σύλληψής του. Αρραβωνιάστηκε κρυφά τη Ροδίτισσα που είχε ερωτευτεί παράφορα, όπως κι εκείνη ανταποκρινόταν στον έρωτά του.

Με τους Λαρδιακούς φίλους του, προετοίμασαν μυστικά το γάμο τους. Οι Γερμανοί όμως, τον συνέλαβαν στην εκκλησία, λίγο πριν τελεστεί το Μυστήριο. Όμως, μέσα σε αυτό τον Ιερό Ναό, άφησε την καρδιά του για πάντα.

Οι Γερμανοί, πήραν τον Νικόλα Κωνσταντίνο, σε στρατόπεδα στη Γερμανία. Δεν τον άφησαν να ξανάρθει στη Ρόδο. Ο πάντα ερωτευμένος Ιταλός με την όμορφη Ροδιτοπούλα, συνέχισε την αφήγησή του: «Μιλώ και τραγουδώ ελληνικά, γι αυτό και στον Πόλεμο του ’40, δεν με έστειλαν στην Ελλάδα.

Ήξεραν οι Γερμανοί ότι θα πήγαινα να ενωθώ με τους Έλληνες της Αντίστασης και θα τους πολεμούσα». Παρά τον διακαή του πόθο να επιστρέψει στη Ρόδο, δεν τα είχε καταφέρει, και μόνον όταν φιλοξενήθηκε στον Άγιο Ανδρέα, με ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ατόμων τρίτης ηλικίας. Ακολούθησε επίσης τα παιδιά που φιλοξένησε ο Δήμος, πραγματοποιώντας την μεγαλύτερη ενδόμυχη επιθυμία της ζωής του.

Από την αφήγησή του, έγινε κατανοητό, ότι η ελπίδα να ξανασυναντήσει τη Ροδίτισσα αρραβωνιαστικιά του και τους φίλους του, τον κράτησε ζωντανό επί μισό αιώνα. Αμέσως μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο που τον έφερε στη Ρόδο, έφυγε για τη Λάρδο, αναζητώντας την αγαπημένη του και τους παλιούς του φίκους. Κάποιοι, είχαν από χρόνια πεθάνει και άλλοι δεν τον αναγνώρισαν εύκολα.

Με κόμπο στο λαιμό, είπε: «Βρήκα τον Παναγιώτη που με έκρυβε στο σπίτι του. Αγκαλιασμένοι κλαίγαμε, καθώς θυμόμασταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Δυό γεροντάκια, που δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον, δυό παλαίμαχοι, που είχαμε ζήσει τραγικές στιγμές.

Ήθελα να δείξω στον Παναγιώτη και στους άλλους παλιούς μου φίλους, πως ποτέ δεν ξέχασα τη βοήθειά τους, ποτέ δεν έφυγαν από τη σκέψη μου και την καρδιά μου, πάντα τρέφω τα καλύτερα αισθήματα και βαθιά ευγνωμοσύνη για όλα όσα έκαναν για μένα, σαν να ήμουνα αδελφός τους. Πήγα και στα Μάσσαρι και δεν μπορώ ακόμα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου».

Ο Νικόλα Κωνσταντίνο, δεν ξανασυνάντησε την αγαπημένη του. Εκείνη δεν άντεξε το χωρισμό τους κάτω από τα στέφανα. Κατέρρευσε και από χρόνια ήταν έγκλειστη στο Ψυχιατρείο της Λέρου. Κι εκείνος, θέλοντας να παραμείνει στη μνήμη του όπως κάποτε ήταν, δεν πήγε στη Λέρο να τη δει. Άλλωστε, δεν θα τον αναγνώριζε, όπως του είπαν. Προτίμησε να την κρατήσει στη θύμησή του, όπως ήταν στο μακρινό χθες.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες