Λεξιστορείν: Τον σκεύρωσαν τα γηρατειά!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 152 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα σκευρώνω χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα ξύλα που έχουν παραμορφωθεί από την υγρασία και τον χρόνο αλλά και για ανθρώπους που καμπουριάζουν ή έχουν μειωμένη κινητικότητα λόγω αρρώστιας, ηλικίας ή καθιστικής ζωής.
Προέρχεται από το ουσιαστικό σκευρίον που ήταν το ξύλινο κιβώτιο, η κασέλα που ήταν αλλοιωμένη και παραμορφωμένη από την πολυκαιρία και την υγρασία.