Το Συνέδριο της Πάτμου, ο Ίωνας Δραγούμης, ο Ρόδιος Θεόδωρος Κωνσταντινίδης και οι συνηθισμένες μεταξύ τους διαφωνίες

Το Συνέδριο της Πάτμου, ο Ίωνας Δραγούμης,  ο Ρόδιος Θεόδωρος Κωνσταντινίδης  και οι συνηθισμένες μεταξύ τους διαφωνίες

Το Συνέδριο της Πάτμου, ο Ίωνας Δραγούμης, ο Ρόδιος Θεόδωρος Κωνσταντινίδης και οι συνηθισμένες μεταξύ τους διαφωνίες

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 752 ΦΟΡΕΣ

Του Κυριάκου Ι. Φίνα

Μεταξύ, εκείνων, εκ των διανοουμένων Ελλήνων πολιτικών και μη που συμπαραστάθηκαν στο δωδεκαννησιο λαό, ιδιαίτερα την πρώτη 40ετία του 20ού αιώνα, συγκαταλέγεται και ο διπλωμάτης τμηματάρχης του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών και συγγραφέας, Ίωνας Δραγούμης. Ήταν εκείνος, ο οποίος με προτροπή και του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου οργάνωσε τον Ιούνιο του 1912 στην Πάτμο το Συνέδριο με αίτημα της ένωσης Δωδεκανήσου με την Ελλάδα ή την παραχώρηση Αυτονομίας.

Επί του προκειμένου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας με υπόμνημά του, προς τούς πρωθυπουργούς της Αγγλίας και Γαλλίας, τον Ιανουάριο του 1913 θα τονίσει: «…Διεκδικούμε τα Δωδεκάνησα όχι σαν κατάκτηση, αλλά σαν Εθνική κληρονομιά. Οι τίτλοι μας ειναι προγενέστεροι και ανώτεροι από τον πόλεμο. Μάς δόθηκαν από την αρχή των εθνοτήτων, γιατί πουθενά δεν θα βρει κανείς ένα πληθυσμό πιο ομογενή, καθαρής καταγωγής και με τα πιο δυνατά εθνικά ιδεώδη, παρά μόνο στο Αρχιπέλαγος…»

Δυστυχώς, όμως, και ο Ίωνας Δραγούμης είχε την τύχη του Ιωάννη Καποδίστρια, δολοφονήθηκε από ελληνικά χέρια… Ετσι, την επόμενη της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ( 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1920) στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Ίωνας Δραγούμης δολοφονήθηκε στη λεωφόρο Κηφισίας στην Αθήνα, κάτω από συνθήκες αδιευκρίνιστες.

Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, άδικη και άσκοπη, συγκίνησε την πρωτεύουσα και την πολιτική ηγεσία του τόπου, ιδιαίτερα, μάλιστα τον Βενιζέλο, όπως μαρτυρούν κείμενα της Πηνελόπης Δέλτα. ( Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα, Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος, επιμέλεια Π.Α.Ζάννας, Αθήνα 1978, σελ 261).

Αποτελεί βαρυσήμαντο ιστορικό σημείο αναφοράς ότι, όταν οι σκλαβωμένοι επί αιώνες Δωδεκανήσιοι αντιδρώντας αμέσως, στα ύπουλα σχέδια των Ιταλών, το Ιερό Νησί της Πάτμου επέλεξαν οι πληρεξούσιοί τους, τον Ιούνιο του 1912, έναν μήνα μετά την κατάληψη των νησιών απο την Ιταλία, δήθεν απο μορφή προσωρινότητας, για να πραγματοποιήσουν το Πανδωδεκανησιακό Συνέδριο, στο οποίο ομόφωνα διαπιστώθηκε ο εθνικός πόθος των απανταχού της γης δωδεκανησίων, ένωσης τους με τη Μητέρα-Πατρίδα, ύστερα απο 6,5 περίπου αιώνες.
Το συνέδριο της Πάτμου του 1912, εκτός από τον Ίωνα Δραγούμη το παρακολούθησαν και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης από την Ηγεμονία της Σάμου και ο Αντιπρόξενος Ρόδου Σταύρος Λιάτης.

Εξάλλου, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1921, οι Ιταλοί εξόρισαν στην Πάτμο, ένα μεγάλο Ιεράρχη του 20ού αιώνα του τμήματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος διετέλεσε και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου κατα τη δύσκολη περίοδο 1908-1913, το Μητροπολίτη Ρόδου Αποστόλου Τρύφωνος. Υστερα από δύο μήνες αναγκαστικής απομόνωσης στην Ιερή Μονή Πάτμου, ο Μη τροπολίης Ρόδου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε εξόριστος και ύστερα απο δύο χρόνων ενεργειών του Πατριαρχείου γύρισε στην Έδρα του τη Ρόδο.

Εχθρική συμπεριφορά των Ιταλών
Η ιταλική διοίκηση,ως προαναφέρεται, έδειξε εχθρική συμπεριφορά για το Συνέδριο της Πάτμου, το οποίο και διέλυσε δια της βίας. Μπροστά σε αυτή την ιταλική εχθρική συμπεριφορά ορίστηκε Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τον Θεόδωρο Κωνσταντινίδη, ιατρό και πρώην βουλευτή στη βουλή της Κωνσταντινούπολης (1908-1912), το Ν.Β. Καλαβρό απο την Κάλυμνο και Μιχαήλ Βενιαμίν από τη Σύμη.

Η επιτροπή επισκέφθηκε τη Βιέννη, Ρώμη, Παρίσι και Λονδίνο, με εντολή να ενημερωθούν οι εκεί Κυβερνήσεις, καθώς και η ευρωπαιϊκή κοινή Γνώμη. Το ταξίδι αυτό στην Ευρώπη ενέκρινε και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.

Εν τω μεταξύ, ο Αντιπρόξενος της Ελλάδας που παρακολούθησε το Συνέδριο της Πάτμου Σταύρος Λιάτης, διατύπωσε το ψήφισμα του Κοινού των Νησιωτών-Δωδεκανησίων, Πάτμος, 3 Ιουνίου 1912) και οι πληρεξούσιοι όλων των νησιών το υπέγραψαν, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί, όπου θεωρηθεί αναγκαίο.

Οσον αφορά το Θεόδωρο Κωνσταντινίδη, ο οποίος με αμέριστη υποστήριξη της ροδιακής Ομογένειας αναδείχθηκε Βουλευτής Ρόδου στην Τουρκική Βουλή της Κωνσταντινουπολης, η Τουρκική Κυβέρνηση δεν τον εβλεπε με καλό μάτι. Ωστόσο, δεν πρόφθασαν οι Τούρκοι να θέσουν σε εφαρμογή το εκλογικό τους Πραξικόπημα, γιατί αρχές Μαΐου 1912 μεσολάβησε η Ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου.

Στο σημείο αυτό ο Θ. Κωνσταντινίδης με άρθρο του στη «Ροδιακή» της 22.9.1916, έγραφε μεταξύ άλλων : «Ευτυχώς, όμως, κατά Θείαν Πρόνοιαν δεν ηξιώθησαν οι Τούρκοι να απολαύσωσι τους καρπούς της παρουσίας των, διότι καθήν θα εγίνοντο οι εκλογαί εν Ρόδου για την ανάδειξη Τούρκου βουλευτή κατά της αυτήν ώραν και ημέραν η Ρόδος καταλαμβάνετο ύπο των Ιταλών».

O Θ. Κωνσταντινίδης ενημερώνει το Ίωνα Δραγούμη
Επί του θέματος της πορείας της Επιτροπής που ορίστηκε για να ενημερώσει τις κυριότερες Ευρωπαϊκες χώρες ανέλαβε ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης. Στη συνέχεια παραθέτουμε ολόκληρη τη χερόγραφη επιστολή του από ημερομηνία 20.12.1912 Είναι ορθή αντιγραφή τόσο ορθογραφικά όσο και συντακτικά.

«Προς την Α. Εξοχότητα, τον τμηματάρχην επί των πολιτικών υποθέσεων του υπουργείου των εξωτερικών Ι. Δραγούμην.
«Εξοχότατε,

«Εκ καθήκοντος πειθαρχίας και εκ του δικαιώματος απολογίας προαγόμενος υποβάλλω την παρούσαν έκθεσίν μου διασαφηνίζουσαν σημείου τι τής εις Ευρώπην αποστολής μας δια το ζήτημα των νήσων, όπερ σημείον ευλόγως προκάλεσε παρεξήγησιν εις βάρος μου και των συναδέλφων μου Βενιαμίν και Καλαβρού.

«Μέχρι της Βιέννης ακολουθούμεν πιστώς και απαρεγκλίτως τας διατιαγάς της Σεβαστής κυβερνήσεως, ως και τας οδηγίας των ημετέρων πρέσβεων μεθ’ όλην την κατακραυγήν των ιταλικών και Βιενναίων εφημερίδων ότι δεν αντιπροσωπεύσαμεν τας νήσους κατά τον Αμέλιο, δυστυχώς μη διαψευσθέντα υπό των νησιωτών.
«Εν Βιέννη ελάβομεν διαταγήν, όπως μεταβώμεν εις Λονδίνον.

Ανεχώρησε πρώτος ο κ. Καλαβρός και τούτο, ίνα μεταβή εις Βρυξέλλας και απολαύση περισσότερον χρόνον τού εκεί μένοντα αδελφόν του. Εγώ, δε, μετά του Βενιαμίν, αφού απεστείλαμεν το υπόμνημα εις το Υπουργείον των Εξωτερικών της Αυστρίας και αφού συνεννοήθημεν μετά των δημοσιογράφων Καραχάλιου και Νικολαΐδου εκ συμφώνου μετά του πρέσβεως κυρίου Στρέιτ εις ον συνεστήσαμεν να ζητήση νέας οδηγίας εξ Αθηνών περί του αν έπρεπε κατόπιν της εκρήξεως του Βαλκανοτουρκικού πολέμου να αλλάξωμεν, πλέον, τον τύπον του υπομνήματος ζητούντες ένωσιν και ουχί αυτονομίαν και τού να συστηθή εις τους νησιώτας να κάμωσι δημοψηφίσματα επί τοιαύτης βάσεως, απήλθομεν εκ Βιέννης με πρόγραμμα διά Λονδίνον, αφού διερχόμενοι των Βρυξελών παρελαμβάνομεν και τον εκεί συνάδελφόν μας Καλαβρόν.

Εν τω μεταξύ, ως γνωστόν, είχεν υπογραφή και η ιταλοτουρκική ειρήνη εν Ελβετία. Εν Βρυξέλαις συναντήσαμεν τον κ. Καλαβρόν απροσδοκήτως ηκούσαμεν παρ’ αυτού την πρότασιν ότι δεν πρέπει να προχωρήσωμεν εις το Λονδίνον κατόπιν της δοθείσης αμνηστείας, αλλά να μεταβώμεν εις Παρισίους, όπου πληροφορούμενοι παρά της εκεί Πρεσβείας τα νέα γεγονότα και τας νέας οδηγίας της κυβερνήσεως, αναλόγως, κανονίσωμεν την περαιτέρω πορείαν μας προϋποθέτοντος του κ. Καλαβρού ότι και η κυβέρνησις ίσως θα μας ανεκάλει.

Ο κ. Βενιαμίν ησπάσθη την γνώμην του κ. Καλαβρού προβάλλων προς τούτο και λόγους υγείας. Πράγματι είχε προσβληθεί υπό γρίππης και νεφρικού κωλικού εκ ψαμμιάσεως.

«Μόνος εγώ αντέκρουσα την πρότασιν του κ. Καλαβρού επιμένων, όπως μεταβώμεν εις Λονδίνον και εκεί να αναμένωμεν τας εκ Βιέννης ζητηθείσας οδηγίας. Προς τούτο, δε, επικαλούμαι και την μαρτυρίαν των εκεί παραστάντων κατά την συζήτησιν Καλυμνίου κ. Κινδύνη Ιωσήφ, εξαδέλφου του κ. Καλαβρού και αδελφού των εν Αθήναις κυρίων Κινδύνη ιατρού και Αρεοπαγείτου, ως και του κ. Αντωνίου Καλαβρού, αδελφού του ομωνύμου συναδέλφου.

Σημειωτέον, μάλιστα, ότι συμβουλευτικώς ο κ. Κινδύνης υπεστήριξε την γνώμην μου, ήτοι ότι οφείλομεν να συμμορφωθώμεν προς την εντολήν και την δοθείσαν διαταγήν του να μεταβώμεν εις Λονδίνον αδιαφορούντες προς τα γεγονότα και την δοθείσαν αμνηστείαν.

Επί τέλους υπερίσχυσεν η γνώμη του κ. Καλαβρού, όπως μεταβώμεν εις Παρισίους και όπως τηλεγραφήσωμεν εις τους εν Βιέννη δημοσιογράφους, όπως μη δημοσιεύσωσι τι περί ημών, καθόσον μάλιστα εγνωρίζομεν ότι υπήρχε διάστασις μεταξύ αυτών και ποιά τις διαφωνία μεταξύ του κ. Καραχάλιου και του Πρέσβεως, όσον αφορά την διατύπωσιν του δημοσιεύματος.

Μετά 8 ημερών μόνον διαμονήν εις Παρισίους και ουχί ως επιστεύθη υπό τινων πολύ περισσοτέρου αναρρώσαντος του κ. Βενιαμίν και αποσταλεισών ημίν παρά του εν Λονδίνω Πρέσβεως των νέων οδηγιών, επικοινωνήσαμε εις Λονδίνον, όπου, αφού και πάλιν εξετελέσαμεν παν ό,τι διετάχθη και ωρίσθη ημίν καθ’ υμετέρας διαταγάς επιστρέψαμεν εις Αθήνας.

«Μόνον εγώ διεμαρτυρήθην προφορικώς εις τινας κύκλους κατά της ιταλικής παρατεινομένης κατοχής επί των νήσων και κατά των βλέψεων της Ιταλίας επί της Ρόδου, υποβαλών και έκθεσιν ήν κατέθεσα παρά την ημετέρα Πρεσβεία.

“Κατά πόσον υπήρξεν επιτυχής η αποστολή μας δεν δύναμαι να αποφανθώ. Ευθύς εξ αρχής όμως είχον κατανοήσει και εμάντευσα ότι θα εκινούμεν τον φθόνον και την ζηλοτυπίαν, ως και τα σχόλια πολλών πληρεξουσίων άλλων φιλοδοξησάντων και απαιτησάντων ρητώς να μετάσχωσι της Επιτροπής.

“Ταύτα χάριν της αληθείας επιφίημι δε τη Υμετέρα Εξοχότητι να κρίνη περί της εμής Πολιτείας λαμβάνουσα υπόψιν την προτέρα πολυετή εν Ρόδω κοινωνικήν μου δράσιν, καθά καταφαίνεται εν ταις Προξενικαίς εκθέσεσι και ιδίως την υπηρεσίαν μου εν Κωνσταντινουπόλει υπό την ιδιότητα βουλευτού του Οθωμανικού Κοινοβουλίου, ως μέλος του Πολιτικού Συνδέσμου και ως μετασχόντος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής μετά των συναδέλφων Βαμβακά και Χωναίου δια τας σφαγάς και τους φόνους των Βουλγάρων και Ελλήνων υπό των Τούρκων εν Ιστίου και Λαγκαδά της Μακεδονίας.

“Και ήδη εκφράζων την λύπην μου, αν κατά την τελευταίαν τούτην αποστολήν έπταισα πως ακουσίως, ώστε να προκαλέσω παρεξήγησιν τινά εναντίον μου και αν δεν ηδυνήθην, δυστυχώς, να εκτελέσω ταύτην όλων ιδία δαπάνη, πεποιθώς, όμως, απολύτως ότι η Επιτροπή και Αποστολή ημών εις Ευρώπην μάλλον ωφέλησε το νησιωτικόν ζήτημα παρά τας συκοφαντίας και ραδιουργίας τινών επιμενόντων εισέτι ότι και το Συνέδριον της Πάτμου και η ημετέρα Αποστολή έβλαψε.

“Διατελώ μετά μεγίστης υπολήψεως
Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, ιατρός
πρώην βουλευτής Ρόδου”.
Ρόδος τη 20η
Δεκεμβρίου 1912

Υστερόγραφο:
O Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, ως βουλευτής Ρόδου ενημέρωνε κατά τακτά χρονιά διαστήματα τους προεστούς της Λίνδου για τις ενέργειές του.

Δίπλα από τη φωτογραφία του Θ. Κωνσταντινίδη στην πρώτη σειρά του άρθρου παραθέτουμε ένα χειρόγραφο γράμμα του, με ημερομηνία 15 Αυγούστου 1909, το οποίο έστειλε στους εκλέκτορες της Λίνδου Αναστάσιο Β. Ιωαννίδη και Στέφανο Σ. Σαββαΐδη, στο οποίο περιλαμβάνονται διάφορες πληροφορίες τής τότε δύσκολης και κρίσιμης εποχής.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες