Λεξιστορείν: Θέλω το μερτικό μου!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 254 ΦΟΡΕΣ
Η λέξη μερτικό σημαίνει ποσοστό, το κομμάτι ενός συνόλου που αναλογεί σε κάποιον (π.χ. το ποσοστό από μια κληρονομιά).
Η λέξη είχε αρχική μορφή μεριτικόν και αποτελούσε το ουδέτερο γένος του επιθέτου μεριτικός = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη, δηλαδή σ’ αυτόν που συμμετέχει σε κάτι, στον μέτοχο.