«Ρόδος Ταπεινό αφιέρωμα»: Το έβδομο βιβλίο του Χριστόφορου Αδαμόπουλου

«Ρόδος Ταπεινό αφιέρωμα»: Το έβδομο βιβλίο του Χριστόφορου Αδαμόπουλου

«Ρόδος Ταπεινό αφιέρωμα»: Το έβδομο βιβλίο του Χριστόφορου Αδαμόπουλου

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 321 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Κώστας Ε. Σκανδαλίδης

Κάθε φορά που ο ταχυδρόμος μού φέρνει ένα καινούριο βιβλίο του κ. Χριστόφορου Β. Αδαμόπουλου, ειλικρινά, χαίρομαι και με ανυπομονησία το ξεφυλλίζω για να λάβω γνώση του περιεχομένου.

Μέχρι τώρα, έχω γίνει αποδέκτης έξι πνευματικών του «παιδιών» με τους χαρακτηριστικούς τίτλους:
1. «Το δικό μου μνημόνιο», Αθήνα, 2011,
2. «Ευχαριστίες», Αθήνα, 2013,
3. «Μετάνοιες», Αθήνα, 2014,
4.«Δώρο Θεού», Αθήνα, 2016,
5.«Οδοιπορικό στα Κύθηρα / Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα, »Αθήνα, 2017,
6.- «Προσκύνημα στους Αγίους Τόπους», Αθήνα, 2019.

Σήμερα πήρα το 7ο βιβλίο του με τον τίτλο «Ρόδος, Ταπεινό αφιέρωμα, Αθήνα, 2021».
Ο ρυθμός της συγγραφής του είναι, όντως, καταιγιστικός. Μέσα σε μια δεκαετία και μόνον, μας έδωσε συνολικά επτά βιβλία. Κι αυτό καταδεικνύει τον εσωτερικό πλούτο του συγγραφέα και την ανάγκη να κοινολογήσει τις γνώσεις, τα βιώματα και τις σκέψεις του στο αναγνωστικό κοινό με σεβασμό και αγάπη.

Το καινούριο πόνημα του κ. Αδαμόπουλου περικλείεται σ’ ένα καλαίσθητο βιβλίο 220 σελίδων, το οποίο αφιερώνει στους γονείς της αείμνηστης συζύγου του Εύης, Ευαγγελία και Στέλιο Κωτιάδη. Με ιδιαίτερη σημείωση στη σελίδα-ταυτότητα του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρει πως «αυτό το βιβλίο δεν πωλείται όπως και τα προηγούμενα…». Απλώς, μεγαλείο ψυχής. Χαίρομαι που με συγκαταλέγει στους αποδέκτες των βιβλίων του κάθε φορά και τον ευχαριστώ εκ προοιμίου. Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο κ. Αδαμόπουλος ενημερώνει το αναγνωστικό του κοινό, ότι αυτό το 7ο βιβλίο του, κι ακόμα ένα που ελπίζει να τελειώσει, θα είναι το «κρέμασμα των παπουτσιών του» όπως λένε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, αισθανόμενος πως ό,τι είχε να δώσει, το έδωσε. Κρατά, όμως, και μια «πισινή», μιας και μπορεί στο μέλλον να χρειαστεί να παίξει για ακόμα μια φορά τα…«ρέστα» του!

Και βέβαια, κρίνω απαραίτητο να σημειώσω ότι το βιβλίο είναι, όπως ο ίδιος γράφει, αφιερωμένο, πού αλλού, στην όμορφη και ξακουστή Ρόδο, στο νησί της δικής του Εύης, τη δεύτερή του πατρίδα. Και ξεκινώντας από τα προσωπικά του πρωτακούσματα για το νησί, για τα αρχοντικά της, τα παλιά σπίτια τα στρωμένα με τα πολύχρωμα βοτσαλωτά, τις πολύβουες ταβέρνες και τις ντισκοτέτ, το Μαντράκι και την Παλιά Πόλη, φτάνει στη δική του επίσκεψη το καλοκαίρι του 1972 με το «Μιμίκα», κι αναθυμάται τις πρώτες εικόνες, τον ορεινό όγκο του Αττάβυρου, το πολύ πράσινο, τα χωριουδάκια στη σειρά και κάποια λίγα ξενοδοχεία, το Μόντε Σμιθ, το Ενυδρείο, το πολυτελές ξενοδοχείο «Ρόδον», τις πολύχρωμες ομπρέλες στην παραλία, το ιστορικό κέντρο της πόλης με τα επιβλητικά δημόσια κτίρια και την «κορώνα» στο κεφάλι της, τη Μεσαιωνική Πόλη, το «βασιλικό διάδημα», το «σύμβολο της εξουσίας της».

Κι ήταν κι εκείνα τα μεγάλα πλατάνια, οι τεράστιοι αιωνόβιοι φίκοι, οι χουρμαδιές, οι μπουκαμβίλιες, οι πολύχρωμες τριανταφυλλιές, τα φούλια, οι ιβίσκοι, οι νεραντζιές, οι πικροδάφνες, που σου κλέβανε την καρδιά και το μυαλό και σε ενσωμάτωναν στην τοπική κοινωνία από τις πρώτες στιγμές. Έτσι, λοιπόν, η πρώτη του επαφή με τη Ρόδο, ξεκίνησε με ένα 10ήμερο ταξίδι γνωριμίας για να συνεχιστεί πλέον έκτοτε ως έγγαμος βίος με την αγαπημένη του Εύη, ως τόπος επαγγελματικής ενασχόλησης, αλλά ακόμα και ως εντρύφηση στα βαθιά νερά της ιστορίας του νησιού.

Η Μεσαιωνική Πόλη, η Ακρόπολη στο Μόντε Σμιθ, η Φιλέρημος, το Φαληράκι, η Καλλιθέα, τ’ Αφάντου, τα Κολύμπια, η Τσαμπίκα, η Λίνδος ως διαμάντι της Ρόδου, το Χαράκι, η Κάλαθος, τα Βλυχά, οι Πεύκοι, το Γεννάδι, το Πρασονήσι κι άλλοι κι άλλοι τόποι πολλοί με τις ομορφιές και τα ηλιοβασιλέματά τους, με τα γλέντια και τα πανηγύρια τους, είναι μερικά και μόνο στοιχεία που κατέστησαν τη Ρόδο ναυαρχίδα του τουρισμού στο Αιγαίο Πέλαγος, όπως υποστηρίζει.

Αλλά ο συγγραφέας, δεν αρκείται μόνον στην περιγραφή της ροδίτικης ομορφιάς. Θεωρεί χρέος του να αποτυπώσει την αγάπη του και την ευγνωμοσύνη του προς την οικογένεια που τον αγκάλιασε και τον πολιτογράφησε ως Ροδίτη. Την οικογένεια του Στέλιου Κωτιάδη. Της δικής του Εύης. Έτσι, πρωτίστως, αφιερώνει ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στον πολιτικό Στέλιο Κωτιάδη (1912-1971), το οποίο και είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του «Στέλιος Κωτιάδης».

Τα παιδικά χρόνια του Στέλιου Κωτιάδη στην ορεινή Ίστριο, η ενασχόλησή του με τα αγροτικά στο πλάι των γονιών του, τα πέτρινα χρόνια της σκλαβιάς, οι συμβουλές του δασκάλου πατέρα -που αργότερα έγινε και παπάς- οι ευχές και οι εντολές του, οι διδασκαλίες του για τη μυθολογία και την ιστορία του νησιού, μα και τον χριστιανισμό, τις αξίες της ζωής, όλα μα όλα έπιασαν τόπο και ρίζωσαν στο μυαλό και την καρδιά του Στέλιου. Κι όλα τούτα τα εφόδια αποτέλεσαν τη βάση της μετέπειτα κοινωνικής και πολιτικής του προσφοράς, αφού, ως γνωστό, διετέλεσε δυο φορές υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας στις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ένα από τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου ο συγγραφέας το αφιερώνει στην οικογένειά του, υπό τον τίτλο «Λίγα προσωπικά με την οικογένειά μου», όπου με ενάργεια και συναισθηματικό φόρτο περιγράφει αναμνήσεις όμορφες από το νησί της Ρόδου, με ποιους άλλους, με τα δικά του δημιουργήματα, την Εύη του και τα παιδιά του. Τόποι στους οποίους αναφέρεται, η Σάλακος, ο Προφήτης Ηλίας, η Αρχαία Κάμειρος, τα Καλαβάρδα, το Μανδρικό, η Κρητηνία, η Κάμειρος Σκάλα, η Έμπωνα, τ’ Απόλλωνα, η Ελεούσα. Οικογενειακές στιγμές ευδαιμονίας, όπως λέει χαρακτηριστικά.
Και βεβαίως, από την πένα του συγγραφέα δεν παραλείφθηκαν τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας στη Ρόδο. Κράτησε από τότε στο μυαλό του δύο από αυτά που τον εντυπωσίασαν.

Το πρώτο ήταν το μοιρολόι της Παναγιάς που άκουσε μαζί με την Εύη του το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων από μια νέα κοπέλα καλλίφωνη και πανέμορφη, της οποίας τα λόγια βγάζανε πόνο, θλίψη, θρησκευτική ευλάβεια και ταπεινότητα. Συμπεριλαμβάνει μάλιστα ένα τρισέλιδο μοιρολόι στις επόμενες σελίδες το οποίο του έδωσε η φίλη του Σάντρα Μαργαρίτη από τη Ρόδο, με καταγωγή από την Χάλκη.

Το δεύτερο έθιμο που καταγράφει, ήταν εκείνο του πρωινού του Μεγάλου Σαββάτου στην εκκλησία του Ευαγγελισμού κατά την πρώτη Ανάσταση, όπου τριακόσια περίπου αναδιπλούμενα καθίσματα (θρονιά) άρχισαν να χτυπάνε μανιωδώς με αποτέλεσμα ένα εκκωφαντικό κροτάλισμα, το οποίο υποδηλούσε την ανθρώπινη χαρά για την καταπάτηση του θανάτου από τη ζωή ή αλλιώς τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου. Και δεν μπορούσε στο σημείο αυτό, παρά να θυμηθεί πως το Πάσχα του 2009, τρεις μήνες προτού φύγει η Εύη, βρεθήκαμε στον Ευαγγελισμό. Μια κυρία παραχώρησε το θρονί της και η Εύη, δίπλα από το αναπηρικό της καροτσάκι, με το χέρι της το

τράνταζε και το χαιρότανε.
Ήτανε από τις τελευταίες ευχάριστες στιγμές της ζωής της. Έζησε μια έντονη επιθυμία, ανάμνηση από τα παλιά.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας το ονομάζει «Το άλλο μου βιβλίο», το οποίο αφιερώνει στα αδέλφια του Τασία, Γιάννη, Γιώργο και Ελένη και στους θείους του Ευγενία, Βαγγέλη και Σταύρο. Κυρίαρχο στοιχείο και εδώ οι αναμνήσεις με την Εύη του στα χρόνια της ζωής τους στην Αθήνα, κάποιες όμορφες γωνιές της Αττικής, η Νέα Μάκρη, ο κόλπος του Σχινιά, ο κάμπος του Μαραθώνα με τον Τύμβο του, το «δακρυσμένο» Μάτι, ο γενέθλιος τόπος του το Διαβολίτσι, το Κοτρώνι, τα μαθητικά χρόνια, τότε που ήθελε να γίνει γυμναστής μα στο τέλος σπούδασε δάσκαλος στην Ακαδημία της Τρίπολης, κι ακόμα η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κέρκυρα, ως και τα φραγκόσυκα Μεσσηνίας, το λάδι Καλαμάτας, οι ελιές Καλαμών, η σφέλα τυρί της Καλαμάτας, τα σύκα, η μαύρη σταφίδα, τα πηχιάρικα φασολάκια Μεσσηνίας, το παστέλι του Ζευγολατιού, η γουρνοπούλα Μεσσηνίας, και τέλος το μαντίλι το Καλαματιανό κι άλλα κι άλλα πολλά.

Και φυσικά, στο βιβλίο βρίσκει τη θέση που της αξίζει και η γιαγιά η Ελένη με τα δυο μπαστούνια στα χέρια της, που χήρεψε δυο φορές μέσα σε 17 χρόνια κι έχασε το γιο της το δάσκαλο και τους δυο γαμπρούς της και την κόρη της. Τον λόγο παίρνει στη συνέχεια «Το βιβλίο των φίλων», στο οποίο περιλαμβάνονται κρίσεις και σχόλια στον τύπο για την εργογραφία του συγγραφέα, ενώ ακολουθούν λίγες σελίδες με δικές του κριτικές-απόψεις για βιβλία φίλων και γνωστών του.

Στον επίλογο του βιβλίου του ο κ. Χριστόφορος Αδαμόπουλος εκμυστηρεύεται τον μύχιο πόθο του να ήταν ποιητής για να μπορεί να υμνεί πρόσωπα και πράγματα, μα προπαντός το δώρο της ζωής στον άνθρωπο.
Κι ακόμα, να συναντήσει τον Χριστό για να τον πληροφορήσει πως εμείς εδώ κάτω στη γη ποτέ δεν σταματήσαμε να σταυρώνουμε! Ξεχάσαμε την αγάπη και τη συγχώρεση που μας δίδαξε ο ίδιος πάνω στο Σταυρό…
Τέλος, ένα φωτογραφικό δεκαεξασέλιδο βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου με φωτογραφίες των γονιών του, των αδελφιών του, του χωριού του, της Εύης και των παιδιών του Στέλλας και Βασίλη.

Περαίνοντας τούτο το σημείωμα, λίγα ακόμα λόγια για τον ταπεινό, ευγενή και ευπροσήγορο συγγραφέα Χριστόφορο Αδαμόπουλο.
Καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, ως πτυχιούχος, άλλωστε της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Τριπόλεως, και σε αυτό το βιβλίο, με πένα γλαφυρή και λόγο αυθεντικό και δωρικό, καταθέτει την ψυχή της ψυχής του μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, δίδοντας προτεραιότητα στον άνθρωπο που του κράτησε συντροφιά για 37 ολόκληρα χρόνια, που του έδωσε και πήρε την αγάπη του, τη δική του αγαπημένη Εύη, τη δική μας Εύη από τη Ρόδο, τη θυγατέρα του Στέλιου Κωτιάδη, παιδί μιας οικογένειας με τη δική της προσφορά στην κοινωνία του νησιού μας.

Οι αναπολήσεις, οι αναμνήσεις των παιδικών, των νεανικών και των ώριμων χρόνων, οι αγαπημένοι τόποι της δικής του πατρίδας, της πατρίδας της Εύης του, τα αγαπημένα του πρόσωπα, κυριαρχούν σε κάθε σελίδα με την τέχνη του δικού του εύστροφου λόγου. Γνωρίζει αρκούντως, πως η ενασχόληση με τη συγγραφή δεν είναι μόνον καταφυγή της ψυχής και του νου, μα και προσφορά στα ελληνικά γράμματα και την ημετέρα παιδεία.

Κρατώ επίσης και από αυτό το βιβλίο του, τη σεμνότητα και την ταπεινότητα του λόγου, το ήθος και το ευγενικό του πρόσωπο, την αρχοντιά και το μεγαλείο της ψυχής. Εύχομαι ολοψύχως, το συγγραφικό έργο του κ. Χριστόφορου Αδαμόπουλου να μην σταματήσει εδώ, όπως υπαινίσσεται, αλλά να συνεχίσει την πορεία του προς όφελος όλων ημών που τον παρακολουθούμε και μελετούμε τις γραφές του, τις οποίες θεωρούμε χρήσιμες και εποικοδομητικές για τα ελληνικά γράμματα και την κοινωνία μας.

Διαβάστε ακόμη

Θάνος Ζέλκας: Μέτρα. Όχι ημίμετρα

Αγαπητός Ξάνθης: Ο κος Ζαχαριάδης, ένας ακάματος εργάτης της Δημοσιογραφίας και εκπομπής ήθους

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;