Το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν στην Ορθόδοξη Διδασκαλία
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1389 ΦΟΡΕΣ
Γράφει ο
Αναστάσιος Ι. Κυριακίδης
Λαογράφος-Ερευνητής
Απόφ. Εκκλ. Σχολής
«Ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου,
πρωτότοκος πάσης κτίσεως,
ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα…»
(Κολ. 1,15 – 16)
Η διήγηση της Γενέσεως στην αρχή κάνει λόγο για τη δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Παρά τις όποιες φιλολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ του εβραϊκού κειμένου και της ελληνικής μεταφράσεως, απορρέει μια οφθαλμοφανέστατη διάκριση του ανθρώπου από το ζωικό βασίλειο.
Ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα για τους εξής δύο λόγους: α. είναι δημιούργημα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού και β. δίδεται σε αυτόν η δύναμη να κυριαρχήσει στην κτήση.
Η έννοια της εικόνος συναντάται σε λίγες μεν, ουσιαστικές δε περικοπές της Κ.Δ. Η βιβλική διδασκαλία και η Θεολογία αποδίδουν την εικόνα στον Λόγο, δηλ. στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έτσι ο Χριστός καλείται εικόνα του Θεού ως «απαύγασμα» της δόξης Του και χαρακτήρα της υποστάσεώς του (Εβρ. 1,3, Β’ Κορινθ. 4,4, Κολ. 1,15-16).
Έτσι η εικόνα αυτή λέγεται φυσική σε αντίθεση με τις τεχνητές εικόνες (βλ. Τσελεγγίδης Δημ. «Η Θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της»).
Ωστόσο η Θεολογία ανέπτυξε μια πλούσια διδασκαλία για την εικόνα ως ανθρωπολογική έννοια και καθιέρωσε τρεις βασικές θέσεις: α. η εικόνα δηλώνει μια αμετακίνητη σχέση ανάμεσα Θεού και ανθρώπου, β. αποκλείει τη φυσική συγγένεια και δέχεται την ετερότητα και την ετερουσιότητα του δημιουργήματος (επομένως η σωστή έκφραση είναι «το κατ’ εικόνα του Θεού δημιούργημα») και γ. στη σχέση Θεού – ανθρώπου υπάρχει ένας δυναμισμός, μια τάση για τελείωση του δημιουργήματος.
Η δυναμική αυτή, στην σχέση κτιστού και ακτίστου, είναι ακριβώς αυτό το καθ’ ομοίωσιν.
Η Πατερική Θεολογία δέχεται πως το κατ’ εικόνα εντοπίζεται στη νοερή και αυτεξούσια λειτουργία της ψυχής (Όσιος Κορδούπης: «Το κατ’ εικόνα, ω φιλόσοσφε, νοητέον ου κατά την σωμάτων σύνθεσιν, αλλά κατά νοερόν εντετυπώσθει…». Γελάσιος Κυζικηνός, των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων σύνταγμα 2,1 PG 85, 1260 AB).
Ωστόσο οι ίδιοι οι θεολόγοι μιλάνε για την νοούσα ψυχή (Επιφάνιος. Γρ. Παλαμάς). Γενικά από τον Ειρηναίο ως τον Γρ. Παλαμά μιλάνε για μια ψυχοσωματική ενότητα.
Η Δογματική Θεολογία δίνει πρωταρχική σημασία στο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, ως δεκτικότητα για τελείωση ενός ζωτικού χώρου. Ο χώρος αυτός αν και εξαρτάται από τις άκτιστες Θείες ενέργειες, είναι συγκεκριμένος, απτός και κοινωνικός στο έπακρο.
Άρα η ανάπτυξη των ανθρώπων είναι θέμα δεκτικότητας. Η σχέση κτίσης και Θεού είναι σχέση μετοχής. Η κτίση μετέχει στον Θεό για να είναι, να ζει, να στοχάζεται και να θεώνεται. Δίχως όμως το ζωοποιό Πνεύμα δεν γίνεται τίποτα. Εντούτοις η έλλειψη μετοχής οδηγεί στον μηδενισμό.
Στη δυτική σχολαστική παράδοση η σχέση του κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν είναι στατική, ηθική και δικαιϊκή.
Λείπει ο δυναμισμός της τελειωτικής φοράς που τονίζει η Ορθόδοξη Θεολογία, εξαιτίας των θεολογικών προϋποθέσεων της σχέσης κτιστού και ακτίστου, και της μετοχής του κτιστού στο άκτιστο.
Επομένως κατά την Ορθόδοξη Θεολογία μείζονος σπουδαιότητα έχει η δυναμική σχέση και το ζωτικό περιβάλλον.
Συμπερασματικά μέσα από ένα ευρύτερο γνωστικό πλαίσιο περί του δόγματος, από το ένα μέρος δέχεται τη μετοχή της Θείας δόξης και από το άλλο τη συνέργεια για την επίμοχθη πορεία μέσα στον ζωτικό χώρο της περιρρεούσης ατμόσφαιρας του θεϊκού μεγαλείου. Μεταμόρφωση και άσκηση εξάπαντος δεν συμβιβάζονται με την ηθική και δικαιϊκή σχέση.