Ήρωες του 1821

Ήρωες του 1821

Ήρωες του 1821

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 217 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Γεώργιος Koτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Οθωμανούς, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι. Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κόλλια Πλαπούτα και της Κυράτσως Τζώρτζη και αδελφός του σπουδαίου οπλαρχηγού Δημήτρη Πλαπούτα.
Γεννήθηκε το 1780 στο χωριό Παλούμπα της επαρχία Καρύταινας και κήρυξε την επανάσταση με τον πατέρα και τον αδελφό του στις 21 Μαρτίου του 1821 μαζί με 800 ενόπλους.

Συμμετείχε σε πολλές μάχες, όπως στον Άγιο Αθανάσιο της Καρύταινας στις 27 Μαρτίου του 1821 μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Σάλεσι της Μεγαλούπολης με τον Ηλία Μαυρομιχάλη, στο Λεβίδι, στη Σελίμνα μαζί με τον Κανέλλο Δεληγιάννη.

Στις 12 Μαΐου μαζί με τον αδελφό του Δημήτρη συμμετείχε στη μάχη του Βαλτετσίου, και μετέπειτα μαζί με τον αδελφό του και τον Κολοκοτρώνη πολέμησε στον Άγιο Βλάσιο τον Μουσταφάμπεη. Δυστυχώς όμως στις 30 Μαΐου του 1821 σκοτώθηκε στη μάχη του Λάλα, δύο μήνες μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Τη θέση του πήρε ο 14χρονος γιος του Γιαννίκος που έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες μαζί με τον θείο του Δημήτρη.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Γεννήθηκε στη Δημητσάνα το 1746 και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Κατάγονταν από φτωχική οικογένεια και οι γονείς του ονομάζονταν Ασημίνα και Ιωάννης ο οποίος ήταν βοσκός.
Το 1765 πήγε στην Αθήνα, και για δυο χρόνια μαθήτευσε κοντά στον σπουδαίο Ηπειρώτη ιεροκήρυκα Δημήτριο Βόδα. Το 1767 επισκέφθηκε έναν θείο του στη Σμύρνη, που ήταν νεωκόρος στον ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος τον βοήθησε να σπουδάσει για πέντε χρόνια στη σπουδαία σχολή της πόλης.

Αργότερα αισθάνθηκε την ανάγκη να γίνει μοναχός, και εκάρη στη Μονή του Αγίου Διονυσίου Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Γρηγόριος. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Πατμιάδα Σχολή έχοντας δασκάλους τον Δανιήλ Κεραμέα και τον Βασίλειο Κουταληνό.

Μόλις τελείωσε τις σπουδές του επέστρεψε στη Σμύρνη όπου χειροτονήθηκε διάκονος και αρχιδιάκονος, από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Προκόπιο. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερέας και πρωτοσύγγελος, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 1785.

Το 1785 ο Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και στην Επισκοπή Σμύρνης τον διαδέχθηκε ο Γρηγόριος, ο οποίος ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα.
Την 1η Μαΐου του 1797 παραιτήθηκε λόγω γήρατος ο τότε Πατριάρχης Γεράσιμος (1791-1797) και διάδοχός του εξελέγη ο Γρηγόριος, στις 9 Μαΐου του 1797. Ο Γρηγόριος μερίμνησε για την παιδεία, ίδρυσε σχολεία και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο από το οποίο εξέδωσε πολλά βιβλία.

Ήλεγχε τα πεπραγμένα πολλών επισκόπων και καταδίκασε τις διαφωτιστικές και επαναστατικές ιδέες της εποχής, αφορίζοντας πρόσωπα, όπως τον Ρήγα Φεραίο.
Τον χρόνο της εκλογής του, ο Μέγας Ναπολέων είχε καταλάβει τα Επτάνησα και ο Γρηγόριος έστειλε εγκύκλιο στους κατοίκους των Ιονίων που κατηγορούσε τους Γάλλους για αθεϊσμό και τους παρότρυνε να βοηθήσουν τις ενωμένες δυνάμεις των Ρώσων, Άγγλων και Οθωμανών.

Το 1798 οι Γάλλοι προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τα παράλια της Ηπείρου σε επανάσταση και η Πύλη πληροφορούμενη το γεγονός αποφάσισε να στείλει στρατό στη Δυτική Ελλάδα.

Μαθαίνοντας το γεγονός αυτό ο Γρηγόριος έστειλε, κατόπιν συμφωνίας με τον σουλτάνο, τον πρωτοσύγγελο Ιωαννίκιο Βυζάντιο να μιλήσει με τους ντόπιους και να σταματήσουν οι ταραχές και έτσι σώθηκε η Αμβρακία από την εκστρατεία των Οθωμανών.

Μετά τον επαναστατικό οργασμό που επακολούθησε και τον θάνατο του Ρήγα Φεραίου, οι επίσκοποι τους οποίους είχε παρατηρήσει για τα πεπραγμένα τους, τον διέβαλλαν στον σουλτάνο ως υποκινητή ταραχών και αυτός τον καθαίρεσε το 1798, και τον εξόρισε στη Χαλκηδόνα.

Φεύγοντας από τη Χαλκηδόνα, έμεινε για λίγο καιρό στη Μονή Εικοσιφοίνισσας στο Παγγαίο και κατέληξε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου παρέμεινε επτά χρόνια. Τη θέση του στον Πατριαρχικό θρόνο ανέλαβε ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ’. Στο Άγιο Όρος μελετούσε Ιερά κείμενα, επισκέφτηκε τις Μονές και δίδασκε τους μοναχούς, παρακολουθώντας συγχρόνως τα διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν στην Ευρώπη.

Με παρέμβασή του αντικαταστάθηκαν το 1806 ως Ρωσόφιλοι οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντής Υψηλάντης και τη θέση τους πήραν οι Γαλλόφιλοι Φαναριώτες Αλέξανδρος Σούτσος και Σκαρλάτος Καλλιμάχης.

Αυτοί με τη σειρά τους οδήγησαν τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε’ σε παραίτηση στις 22 Σεπτεμβρίου του 1806, υπέρ του Γρηγορίου. Έτσι στις 24 Σεπτεμβρίου ο Γρηγόριος επανεξελέγη Πατριάρχης και επέστρεψε στη θέση του, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.

Την εποχή εκείνη κηρύχθηκε ο νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος και στις 5 Ιανουαρίου ο σουλτάνος Σελίμ διέταξε τον Γρηγόριο να εκδώσει προς το ποίμνιό του Εκκλησιαστικό και Συμβουλευτικό γράμμα ενάντια στους Ρώσους ζητώντας του τυφλή υποταγή.

Για να δείξει δε την υποταγή του στον σουλτάνο προέτρεψε τους Έλληνες να βοηθήσουν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων στην Πόλη, στα οποία συμμετείχε και ο ίδιος προκαλώντας την εκτίμησή του.
Όταν υπήρχε κάποια αναταραχή στην Ελλάδα ο σουλτάνος προέτρεπε τον Γρηγόριο να νουθετήσει τους επαναστάτες, και αυτός το έπραττε για να εμποδίσει επέμβαση του οθωμανικού στρατού και να αποτρέψει τις αιματοχυσίες.

Μετά όμως το πραξικόπημα στις 21 Ιουνίου του 1808 από τον Μουσταφά Μπαϊρακτάρ Πασά, αυτός αξίωσε την απομάκρυνση του Γρηγορίου από τον Πατριαρχικό θρόνο, και ο τελευταίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Σεπτεμβρίου του 1808 και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος.

Στον Άθωνα ο Γρηγόριος παρέμεινε εννέα χρόνια, όπου επιδόθηκε σε πνευματικές μελέτες.
Εκεί τον επισκέφθηκε ο Φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης που του πρότεινε να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι αν γίνονταν αυτό, «τότε θέλει κινδυνεύσει ολόκληρον το έθνος του οποίου καίτοι εξόριστος προείχε πάντοτε».

Θεωρούσε ότι η συμμετοχή του θα έθετε σε κίνδυνο τον θεσμό του Πατριαρχείου, με καταστροφικές συνέπειες για όλους τους Έλληνες.
Ο ίδιος δήλωνε: «Γνωρίζων, ...δεν ήθελον γίνει προδότης του έθνους μου. Αλλά δια τούτο δεν θέλω να γνωρίζω τίποτε εκ των πολιτικών, διά να μη γίνω επίορκος, ή ψεύστης, εάν εξεταζόμενος ηρνούμην».

Στις 15 Δεκεμβρίου του 1818, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Κύριλλου ΣΤ’, εξελέγη για τρίτη φορά Πατριάρχης και πρώτη του ενέργεια ήταν η ίδρυση του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιο του Ελέους» για την οικονομική ενίσχυση των φτωχών και των νοσοκομείων.
Φρόντισε επίσης για την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη.

Ο Γρηγόριος Ε΄ έδειξε ενδιαφέρον για θέματα παιδείας, μετέφρασε και εξέδωσε τους «Περὶ Ἱερωσύνης λόγους» του Ιερού Χρυσοστόμου, τα «Ἠθικὰ» του Μεγάλου Βασιλείου, εξήγηση των ομιλιών του στη Εξαήμερο και άλλα έργα, όλα σε απλή γλώσσα, για να είναι περισσότερο κατανοητή.
Ασχολήθηκε με τη στέγαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διαρρύθμισε τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου.

Εξέδωσε πολλούς τόμους σιγιλίων, εγκυκλίων και επιστολών, μέσα από τις οποίες φαίνεται η σταθερή του προσήλωση στους εκκλησιαστικούς κανόνες και την παράδοση.
Τον Μάρτιο του 1819 εξέδωσε τον περίφημο συνοδικό τόμο «Περί των Ελληνομουσείων» προτρέποντας τους Έλληνες να σπουδάσουν ορθά την Ελληνική γλώσσα:
«...και να μη προτιμώσι μαθήματα, δι ών εγεννάτο αδιαφορία και ψυχρότης προς τας εκκλησιαστικάς διατάξεις και προς την αμώμητον ημών πίστιν».

Η έκδοση της εγκυκλίου αυτής, που ήταν ενάντια στους Διαφωτιστές, είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο των σχολείων της Σμύρνης, του Αϊβαλιού, της Χίου και της Μυτιλήνης.
Το 1820 επέβαλε θεολογική λογοκρισία στα Ελληνικά βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης και αναμόρφωσε το Πατριαρχικόν Τυπογραφείον που ο ίδιος ίδρυσε και εξέδιδε πολλά συγγράμματα.

Μετά την έναρξη της Επανάστασης στη Βλαχία, άρχισαν διώξεις κατά των χριστιανών της Πόλης και μεταξύ αυτών φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί Ιεράρχες.
Στις δύσκολες αυτές καταστάσεις ο Γρηγόριος για να κατευνάσει τον σουλτάνο, προέβη σε δύο αφορισμούς, οι οποίοι συνυπογράφηκαν από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, ο πρώτος κατά των επαναστατών των Παραδουνάβιων περιοχών, συμπεριλαμβανομένου και του Δημήτρη Υψηλάντη, και αργότερα εναντίον όλων των χριστιανών της Αυτοκρατορίας.

Ο ίδιος ο Δημήτριος Υψηλάντης προβλέποντας τι θα συμβεί, στις 29 Ιανουαρίου έστειλε επιστολή στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για να τον καθησυχάσει λέγοντας ότι … «ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου».

Ο σουλτάνος θεώρησε υποκινητή της Επανάστασης τον Γρηγόριο, αν και διασώζονται επιστολές του προς διαφόρους επισκόπους, όπως ο Σαλώνων Ησαίας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, προς του επισκόπους της Βλαχίας κ.α. που τους συμβουλεύει πίστη και υποταγή στον σουλτάνο και διέταξε τη σύλληψή του.

Πολλοί προέτρεψαν τον Πατριάρχη να φύγει για να γλιτώσει τον θάνατο, αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας...: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών.
Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω...ουχί!

Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου...ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου...Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τα οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού, έρχεται ο φονεύς πατριάρχης».

Μετά τη Θεία Λειτουργία του Πάσχα, στις 10 Απριλίου του 1821 συνελήφθη και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου το σώμα του παρέμεινε τρεις μέρες.
Εβραίοι της Πόλης αγόρασαν το λείψανό του και αφού το περιέφεραν στους δρόμους εξευτελίζοντάς το, το πέταξαν στον Κεράτιο, όπου το βρήκε ένας Κεφαλονίτης πλοίαρχος ο Νικόλαος Σκλάβος και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου ενταφιάστηκε στον Ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδας.

Πενήντα χρόνια μετά, το 1871, το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και έκτοτε φυλάσσεται σε μια μαρμάρινη λάρνακα. Η Κεντρική πύλη του Πατριαρχείου όπου απαγχονίστηκε, τιμής ένεκεν, παραμένει από τότε κλειστή.

Οι ιστορικοί της εποχής του τον περιγράφουν ως έναν ταπεινό και πράο ηγέτη που προσπάθησε με τεράστιο ζήλο την ανόρθωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Δηλώνοντας υποταγή στον σουλτάνο, προσπαθούσε να αποφύγει τις αιματοχυσίες των χριστιανών επαναστατών, αναζητώντας λύσεις διά της διπλωματικής οδού.
Αναγνωρίστηκε σαν εθνομάρτυρας και η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο τιμώντας τη μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του.

Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους