Η εορτή των Θεοφανίων και η βάπτιση του Χριστού στη χριστιανική τέχνη

Η εορτή των Θεοφανίων και η βάπτιση του Χριστού στη χριστιανική τέχνη

Η εορτή των Θεοφανίων και η βάπτιση του Χριστού στη χριστιανική τέχνη

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 548 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Έφορος Αρχαιοτήτων Ε.Τ.

Η Γέννηση και η Βάπτιση του Ιησού Χριστού αναφέρονται μεν από τα Ευαγγέλια, όμως πότε ακριβώς γεννήθηκε και βαπτίστηκε ο Ιησούς είναι άγνωστον. Εάν αυτό ήταν γνωστό, τότε η Εκκλησία θα είχε ενωρίς καθιερώσει τις σχετικές εορτές.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκαν χρονολογικά κατά τη διάρκεια της τρίτης εκατονταετηρίδας, πριν γίνει ακόμη σκέψη για την εισαγωγή και καθιέρωση από την Εκκλησία σχετικών εορτών. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ορίσθηκε στις 25 Μαρτίου, λόγω πιθανώς της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου) και η Γέννηση του Χριστού λόγω του χειμερινού ηλιοστασίου (21 Δεκεμβρίου).

Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εκήρυττε στην έρημο, λέγοντας: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» και εκαλούσε τους ανθρώπους να δεχθούν βάπτισμα μετανοίας (Ματθ. 3, 1-12) και προς εκείνον προσήλθε ο Ιησούς και εζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, παρά τις αντιρρήσεις, τις οποίες αρχικά διετύπωσε, στο τέλος επείσθη και εβάπτισε τον Ιησού στα ύδατα του Ιορδάνου ποταμού, οπότε και απεκαλύφθη η μεσσιανικότητα ή η θεότητα Εκείνου (Ματθ. 3, 12-17. Μάρκ. 1, 9-11. Λουκ. 3, 21-22. Ιω. 1, 32-34).

Ο Ιησούς Χριστός αμέσως μετά το βάπτισμα Αυτού ανεχώρησε για την έρημο, όπου έμεινε επί σαράντα ημέρες και στη συνέχεια άρχισε να κηρύττει προς τους ανθρώπους. Διά του τρόπου αυτού εγκαινίασε την δημόσια δράση Του, καλώντας τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να γίνουν μέλη της Χριστιανικής Εκκλησίας, της οποίας ιδρυτής και κεφαλή είναι ο Χριστός.

Στη Χριστιανική Εκκλησία καθιερώθηκε η εορτή των Επιφανίων ή Θεοφανίων, ως ημέρα της επιφανείας της μεσσιανικότητας ή της θεότητας του Χριστού. Η εορτή των Επιφανίων εισήχθη στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας της Αιγύπτου περί το έτος 300 μ. Χ. (Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία απ΄ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 1959, σ. 115-116). Από την Αλεξάνδρεια διαδόθηκε και στις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Ο Μέγας Αθανάσιος (295-373) μετέφερε την εορτή αυτήν στη Γαλλία περί το έτος 336. Αρχικά κατά την εορτή των Επιφανίων (6.Ιανουαρίου) εορτάζετο η Γέννηση και η Βάπτιση του Χριστού. Οι Αρμένιοι διετήρησαν τη σύνδεση αυτή των Χριστουγέννων μετά των Επιφανίων και τη μεν εσπέρα της 5ης Ιανουαρίου τελούν τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, την δε πρωία της 6ης Ιανουαρίου τελούν τη Θεία Λειτουργία των Επιφανίων και στη συνέχεια τον Αγιασμό των υδάτων.

Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329/330-390) διά την εορτή αυτή εισήγαγε το όνομα των Φώτων (Λόγος 39, Εις τα Άγια Φώτα), για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι κατά την εορτή αυτή συνηθίζετο να τελείται ομαδικά το βάπτισμα των Κατηχουμένων, κατά το οποίο οι νεοφώτιστοι, «λευχειμωνούντες και λαμπαδηφορούντες» μετέβαιναν από το Βαπτιστήριο στον κυρίως ναό, για την συμμετοχή των για πρώτη φορά στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας και ακολούθως ελάμβαναν τη Θεία Κοινωνία. Δεύτερον, διότι κατά την εορτή των Επιφανίων και ειδικότερα κατά την νύκτα από της 5ης προς την 6ην Ιανουαρίου οι χριστιανικοί ναοί ήσαν πλημμυρισμένοι από το φως των κεριών και των κανδηλών. Και τρίτον, διότι διά του βαπτίσματος και του χρίσματος, οι νεοφώτιστοι ελάμβαναν το Άγιον Πνεύμα και τον εκ Θεού φωτισμό. Στο τέλος της τελετής του Μυστηρίου του βαπτίσματος, ο ιερεύς κρατεί τον νεοφώτιστο και λέγει: «Εβαπτίσθης, εφωτίσθης, εμυρώθης, ηγιάσθης, απελούσθης, έλαβες Πνεύμα Άγιον».

Για τους Χριστιανούς το βάπτισμα αποτελεί την επίσημη πράξη εισόδου των πιστών στην Εκκλησία του Χριστού (Initiationritus), η οποία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης θεωρεί το βάπτισμα ως πνευματική αναγέννηση (Ιω. 3, 5), ο δε Απόστολος των Εθνών Παύλος, ως συμμετοχή στον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού ( Ρωμ. 6, 4 κ.ε.)
Μετά την καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου και την εισαγωγή της εορτής αυτής στην Εκκλησία της Ρώμης κατά το έτος 335, αργότερα στην Ανατολή (Καππαδοκία) υπό του Μεγάλου Βασιλείου ( * περίπου 330 - +379) περί το 360, στην Αντιόχεια της Συρίας το 376 και στην Κωνσταντινούπολη το 379, η 6η Ιανουαρίου έμεινε στην Ανατολή ως η εορτή της Βαπτίσεως του Ιησού Χριστού και απεχωρίσθηκε από την εορτή των Χριστουγέννων.

Ως προς τη δημιουργία και την εξέλιξη της σχετικής προς τη Βάπτιση του Ιησού Χριστού εικονογραφίας, παρατηρούμε τα εξής: Η παράσταση της Βαπτίσεως είναι πρωϊμότερη εκείνης της Γεννήσεως του Χριστού. Το αρχαιότερο σωζόμενο γνωστό μέχρι σήμερα παράδειγμα της Βαπτίσεως του Χριστού βρίσκεται στην Κρύπτη της Αγίας Λουκίας, στην Κατακόμβη του Αγίου Καλλίστου στη Ρώμη (αρχών 3ου αι.). Πρόκειται για τοιχογραφία, στην οποία εικονίζεται ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αγένειος, φέρων χιτώνα φιλοσόφου. Ίσταται παρά τον Ιορδάνη ποταμό και κρατεί το χέρι του Ιησού, ο Οποίος ετοιμάζεται να εξέλθει από τα νερά του ποταμού αυτού. Ο Χριστός παρίσταται νέος, αγένειος, ολόσωμος, όρθιος, γυμνός, με ωραία χαρακτηριστικά («απολλώνειος τύπος»). Επάνω από τον Ιησού υπερίπταται το Άγιον Πνεύμα «ωσεί περιστερά».

Στην κυρία όψη μαρμαρίνης σαρκοφάγου από την Via Salaria της Ρώμης (περί το έτος 270 μ. Χ.) και στο δεξιό αυτής άκρο, ως προς τον θεατή, εικονίζεται η Βάπτιση του Χριστού. Στο κέντρο της συνθέσεως παρίσταται ο Ιησούς ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός, γυμνός και αγένειος («απολλώνειος τύπος»). Δεξιά του Χριστού ίσταται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, επίσης ολόσωμος, όρθιος, φέρων βραχύ χιτώνα, μακριά κώμη και επίσης μακρύ γένειο. Ο Ιωάννης έχει επιθέσει το δεξί του χέρι επί της κεφαλής του Χριστού. Κατά τον 4ον – 5ον αι. σε περισσότερες παραστάσεις συνδέεται η Βάπτιση του Ιησού με το θαύμα του Μωυσέως, κατά το οποίο ανέβλυσε ύδωρ από την πέτρα (Αριθμοί Κ’, 1-13). Σε αυτές τις απεικονίσεις ο Ιορδάνης ποταμός φαίνεται να πηγάζει από έναν βράχο.

Από την παλαιοχριστιανική εποχή (4ος-6ος αι.) ο Ιορδάνης ποταμός προσωποποιείται, σύμφωνα με παλαιότατη συνήθεια, κατά την οποία επροσωποποιούντο διάφορες ποτάμιες θεότητες. Η μορφή του Ιορδάνου παρίσταται ως ένας άνδρας νέος ή σε ώριμη ηλικία, το μεγαλύτερο μέρος του σώματος τού οποίου καλύπτεται με τα νερά του ποταμού. Συχνά δίπλα από τον Ιορδάνη παρίσταται ένα πήλινο αγγείο ή μία αχιβάδα, από όπου ρέει νερό, καθώς επίσης καλάμια και καβούρια. Σε άλλες περιπτώσεις εντός του ρεύματος του ποταμού κολυμπούν ψάρια.

Στην εσωτερική επιφάνεια του τρούλλου του Βαπτιστηρίου των Αρειανών της Ραβέννας, τη Ιταλίας (περί το έτος 500 μ. Χ.), διατηρείται μνημειώδης ψηφιδωτή παράσταση της Βαπτίσεως του Χριστού. Στο κέντρο της συνθέσεως παρίσταται ο Ιησούς ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός, γυμνός, αγένειος (απολλώνειος τύπος) και το κεφάλι Του περιβάλλεται με ένσταυρο. Το νερό του ποταμού καλύπτει περίπου το κάτω μισό του σώματος του Χριστού. Δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ιστάμενος επί βραχώδους τοπίου.

Παρίσταται ολόσωμος, όρθιος, στραμμένος προς τον Ιησού και έχοντας επιθέσει το δεξί του χέρι επί της κεφαλής του Χριστού. Αριστερά, ως προς τον θεατή εικονίζεται ο Ιορδάνης ποταμός προσωποποιημένος. Παρίσταται ολόσωμος, καθήμενος, φέροντας με το δεξί του χέρι κλάδο φοίνικα – σύμβολο νίκης -, ενώ με το αριστερό του χέρι δείχνει προς τον Χριστό.

Σε μικρογραφία του Κώδικα του Rabbula (του έτους 586 μ. Χ.), ο Ιησούς εικονίζεται εντός του Ιορδάνου ποταμού, το ύδωρ του οποίου καλύπτει το σώμα του Χριστού μέχρι το στήθος. Αριστερά, ως προς τον θεατή, παρίσταται ο Ιωάννης ο Πρόδομος ολόσωμος, φέρων ποδήρη χιτώνα και ιμάτιο και έχοντας επιθέσει το δεξί του χέρι επάνω στην κεφαλή του Δεσπότου. Άνω και στο μέσον της συνθέσεως εικονίζεται «η χειρ του Θεού - Πατρός», ο Οποίος αποστέλλει το Άγιον Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς, η οποία υπερίπταται του βαπτιζομένου Ιησού.
Κατά την εποχή της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.) κατεστράφη υπό των Εικονομάχων μεγάλος αριθμός πάσης φύσεως εικόνων και έτσι δεν γνωρίζουμε επακριβώς την εξέλιξη της εικονογραφίας, σχετικά με την Βάπτιση το Χριστού, για μια μεγάλη χρονική περίοδο.

Ο εικονογραφικός τύπος της Βαπτίσεως του Χριστού, όπως διαμορφώθηκε και επεκράτησε στην Ανατολή, εμφανίζει επίσης δύο ή τρεις ολοσώμους, σεβίζοντες Αγγέλους, οι οποίοι παρίστανται κατά την Βάπτιση του Ιησού. Κατά κανόνα στον κάθετο άξονα της συνθέσεως εικονίζεται ο Ιησούς Χριστός ολόσωμος, όρθιος μετωπικός, ιστάμενος εντός του Ιορδάνου ποταμού.

Αριστερά, ως προς τον θεατή και επί της όχθης του ποταμού ίσταται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, στραμμένος προς το κέντρο και έχοντας επιθέσει το δεξί του χέρι επί της κεφαλής του Ιησού. Δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζονται ολόσωμοι, όρθιοι, στραμμένοι προς το κέντρο, δυο ή τρεις Άγγελοι, ιστάμενοι επί της όχθης του ποταμού, σεβίζοντες. Φέρουν ποδήρεις, χειριδωτούς χιτώνες και ιμάτια, τα δε άκρα των ενδυμάτων αυτών καλύπτουν τα άκρα των χεριών των, σε ένδειξη σεβασμού. Σε άλλες περιπτώσεις οι Άγγελοι κρατούν λεντία (Καθολικό Νέας Μονής Χίου).

Είναι αξιοσημείωτο, ότι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο Ιησούς Χριστός στην παράσταση της Βαπτίσεως εικονίζεται ολόσωμος και τελείως γυμνός.

Η γυμνότητα του Χριστού, όπως και η γυμνότητα των βαπτιζομένων Κατηχουμένων, εθεωρήθη επιβαλλόμενη, διότι κατά την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας: «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον». Έπρεπε ολόκληρο το σώμα του Κατηχουμένου να είναι γυμνό και να βαπτισθεί, προκειμένου να καθαρισθεί από το προπατορικό αμάρτημα και να σωθεί.
Όμως με την πάροδο του χρόνου και κατά τον Μεσαίωνα επεκράτησαν συντηρητικότερες απόψεις. Αρχικά το σώμα του Χριστού παρίστατο μεν κατά την Βάπτιση Αυτού γυμνό, όμως τα κάτω άκρα συχνά εικονίζοντο κατά τέτοιον αφύσικο τρόπο, ώστε να μην είναι ορατό το φύλο. Αργότερα επεκράτησε το κάτω τμήμα του σώματος του Χριστού να περιβάλλεται με βραχύ περίζωμα, προς κάλυψη της αιδούς.

Στο Καθολικό της Ιεράς Μονής του Οσίου Λουκά στην Φωκίδα (αρχών 11ου αι.), διατηρείται ψηφιδωτή παράσταση της Βαπτίσεως του Χριστού, καθώς και στο Καθολικό της Μονής του Δαφνίου (περί το 1100 μ. Χ.). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το βάθος της συνθέσεως εικονίζεται ως ένα είδος σπηλαίου. Η ίδια παράσταση του σπηλαίου εμφανίζεται επίσης από του 11ου αι. και εξής και σε παραστάσεις της Γεννήσεως του Χριστού και της Καθόδου του Χριστού στον Άδη (βυζαντινός εικονογραφικός τύπος της Αναστάσεως του Χριστού).
Στο Καθολικό της Νέας Μονής της Χίου διατηρείται λαμπρός ψηφιδωτός διάκοσμος (11ου αι.), ο οποίος σχετίζεται με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ τον Μονομάχο και την τέχνη της Κωνσταντινουπόλεως. Η παράσταση της Βαπτίσεως του Χριστού εμφανίζει ορισμένες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, για τις οποίες γίνεται σύντομη αναφορά. Ειδικότερα:

Στον κάθετο άξονα της συνθέσεως παρίσταται ολόσωμος, όρθιος, στραμμένος προς τα αριστερά, ως προς τον θεατή, ο Ιησούς. Το σώμα Του καλύπτεται μέχρι τον λαιμό από τα νάματα του Ιορδάνου. Στην αριστερή όχθη του ποταμού και σε υψηλότερο επίπεδο εικονίζεται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, στραμμένος προς τον Χριστό.

Το σώμα του Ιωάννου του Προδρόμου είναι μεγαλύτερο από εκείνο του Χριστού και τούτο για να τονισθεί η σημασία του έργου αυτού ως Βαπτιστού και συνακόλουθα η σπουσαιότητα του γεγονότος της βαπτίσεως του Ιησού. Ο Ιωάννης Πρόδρομος έχει επιθέσει το δεξί του χέρι επί της κεφαλής του Χριστού, ενώ έχει υψώσει το αριστερό, δείχνοντας προς δέσμη φωτεινών ακτίνων, που έρχονται από τον ουρανό και περιβάλλουν το Άγιον Πνεύμα, που παρίσταται ως περιστερά. Στην δεξιά όχθη του Ιορδάνου ίστανται δύο Άγγελοι ολόσωμοι, στραμμένοι προς το κέντρο, φέροντες πολύτιμα λεντία. Μεταξύ Ιησού και Ιωάννου Βαπτιστού και εντός του ποταμού εικονίζεται προσωποποιημένος ο Ιορδάνης.

Στην ίδια παράσταση της Βαπτίσεως του Χριστού, αριστερά, ως προς τον θεατή και σε πρώτο επίπεδο εικονίζονται δύο άνδρες όρθιοι, ένας νέος γυμνός, έτοιμος να εισέλθει στον Ιορδάνη και ένα παιδί γυμνό, το οποίο βρίσκεται ήδη εντός του ύδατος του ποταμού. Πίσω από αυτούς και σε δεύτερο επίπεδο εικονίζονται δύο άνδρες ολόσωμοι, όρθιοι, οι οποίοι έχουν υψωμένα τα χέρια, δεικνύοντας προς τα επάνω και θαυμάζοντας για τα τελούμενα. Σύμφωνα με υπάρχουσα παλαιά χειρόγραφη παράδοση ο Χριστός εβαπτίσθηκε συγχρόνους με άλλους Ιουδαίους και από αυτήν φαίνεται να έχει επηρεασθεί ο ψηφοθέτης της Νέας Μονής της Χίου.

Στις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου Βάρδα στην Αρνίθα της Ρόδου (του έτους 1291 μ. Χ.), οι οποίες είναι οι αρχαιότερες ακριβώς χρονολογημένες τοιχογραφίες της Δωδεκανήσου και έργα καλής ποιότητας, παρουσιάζεται η γνωστή και από άλλα, αλλά ολίγα παραδείγματα, εικονογραφική ιδιορρυθμία: Και από τις δύο όχθες του Ιορδάνου ποταμού προβάλλουν απειλητικά τις κεφαλές των Δράκοντες, έχοντας ανοικτά τα στόματά των, τα οποία γέμουν από σουβλερά δόντια. Πρόκειται για επίδραση και εικονιστική παράσταση του σχετικού εκκλησιαστικού κειμένου από την Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, το οποίο αναγινώσκεται κατά την εορτή των Θεοφανίων (6η Ιανουαρίου) και κατά την τελετή του Μυστηρίου του Βαπτίσματος και το οποίον έχει ως εξής:

«Συ και τα Ιορδάνεια ρείθρα ηγίασας… και τας κεφαλάς των εκείσε (εντός των υδάτων) εμφωλευόντων συνέτριψας Δρακόντων». (Ευχολόγιον το Μέγα, Αθήναι 1980, σ. 358). Οι Δράκοντες αυτοί αποτελούν σύμβολα του κακού και της αμαρτίας γενικότερα, την δύναμη των οποίων συνέτριψε ο Ιησούς Χριστός.

Ο εικονογραφικός τύπος της Βαπτίσεως του Χριστού, όπως αυτός διαμορφώθηκε και διαδόθηκε μετά το πέρας της Εικονομαχίας (843 μ. Χ.) και στηριζόμενος σε προεικονομαχικές παραστάσεις και συνθέσεις, καθιερώθηκε και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνεχίζεται ο ίδιος με μικρές παραλλαγές μέχρι σήμερα.

Διαβάστε ακόμη

Θάνος Ζέλκας: Μέτρα. Όχι ημίμετρα

Αγαπητός Ξάνθης: Ο κος Ζαχαριάδης, ένας ακάματος εργάτης της Δημοσιογραφίας και εκπομπής ήθους

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;