Προβιομηχανική καλλιέργεια και εξαγωγή ντομάτας και παραγωγή και εξαγωγή τοματοπολτού στα νησιά μας

Προβιομηχανική καλλιέργεια και εξαγωγή ντομάτας και παραγωγή και εξαγωγή τοματοπολτού στα νησιά μας

Προβιομηχανική καλλιέργεια και εξαγωγή ντομάτας και παραγωγή και εξαγωγή τοματοπολτού στα νησιά μας

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1816 ΦΟΡΕΣ

Το παράδειγμα της Βιλλανόβας


Γράφει η
Ευαγγελία Μ. Παναή
Φιλόλογος – Επιχειρηματίας

Ένας μεγάλος τομέας της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς που οπωσδήποτε είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων και ο οποίος δυστυχώς, έως σήμερα, δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής, μελέτης και ανάδειξης, είναι εκείνος των διαφόρων χειρωνακτικών αγροτικών εργασιών και διαφόρων πατροπαράδοτων διαδικασιών και μεθόδων, για την καλλιέργεια, την παραγωγή και την μεταποίηση των ποικίλων αγροτικών προϊόντων, έτσι όπως αυτές γινόταν πρακτικά και χειρωνακτικά, κατά την προβιομηχανική περίοδο, με την εμπειρική γνώση που μεταδιδόταν για αιώνες από γενεά σε γενεά, χωρίς τη βοήθεια και τη χρήση μηχανικών και χημικών μέσων ή επιστημονικής γνώσης.


Επέλεξα επίσης αυτό το θέμα, από σεβασμό προς την παρότρυνση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, ώστε το θέμα που ο κάθε συμμετέχων παρουσιάζει, να έχει κάποια σχέση με το νησί στο οποίο κάθε φορά φιλοξενείται το Συμπόσιο.
Και πράγματι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μεταπελευθερωτικά, οι δρόμοι των δύο νησιών και ειδικότερα του χωριού Βιλλανόβα – Παραδείσι Ρόδου και της Κω, κατά κάποιον τρόπο συναντιόνται, σε ό,τι αφορά την επεξεργασία της τομάτας και την παραγωγή τοματοπολτού κατά την πρώτη βιομηχανική περίοδο.

Προβιομηχανική καλλιέργεια τομάτας στη Βιλλανόβα

Οι διαδρομές της ντομάτας και της πάστας Βιλλανόβας - Παραδεισίου, κατά την οθωμανοκρατία και την ιταλοκρατία και μετά την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου
Οι διαδρομές της ντομάτας και της πάστας Βιλλανόβας - Παραδεισίου, κατά την οθωμανοκρατία και την ιταλοκρατία και μετά την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου


Επρόκειτο για μια πραγματική εποποιία, τόσον ως προς τις μεθόδους και τον απαιτούμενο μόχθο της καλλιέργειας, όσον και ως προς το μέγεθος και την εμβέλεια της παραγωγής, δεδομένου ότι η μεν παραγωγή τομάτας, έφτανε με τα ιστιοφόρα έως και τη Σμύρνη, την Κωνστάντσα της Ρουμανίας και την Οδησσό της Ρωσίας, ο δε παραγόμενος υπερσυμπυκνωμένος τοματοπολτός, η πάστα όπως την αποκαλούσαν, έφτανε πάλι με τα ιστιοφόρα, έως τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Μεταπολεμικά δε, και πριν την έλευση των θερμοκηπίων, η πρώιμη ντομάτα Παραδεισίου, έφθανε με τα καράβια, στις αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.


«Το πανηγύρι της 20ής Ιουλίου κι οι Βιλλανοβιάτες εορταστές.
...Εκεί γινόταν επίδειξη χορού, ενδυμασιών και κοσμημάτων. Τα φλουριά, οι τούμπλες, τα πεντόλιρα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι Βιλλανοβιάτες εκείνα τα χρόνια είχαν μια ευημερία με τα κηπευτικά, την ντομάτα της Οντέσσας κι εθεωρούσαν καλό να τιμήσουν τη γιορτή του μεγαλόχαρου ακολουθώντας την παράδοση. Καλλιεργούσαν ντομάτες που τις μάζευαν μισοώριμες και τις έστελλαν στην Οδησσό της Ρωσίας με καλές τιμές...»


Αυτά γράφει ο αείμνηστος Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου, στα 1986, στο πρώτο τεύχος του Περιοδικού «ΡΟΔΙΑΚΑ», στο κείμενό του με τίτλο: «Η Μονή του Προφήτη Ηλία στο ομώνυμο βουνό της Ρόδου και οι γιορτές που γίνονταν εκεί».
Αυτό το κείμενο, επιβεβαιώνει τις δεκάδες προφορικές μαρτυρίες που κατέγραψα από υπερήλικες του Παραδεισίου κατά τις παρελθούσες δεκαετίες, σχετικά με την απόλυτη πρωτοπορία της Βιλλανόβας - Παραδεισίου, στην καλλιέργεια, την παραγωγή και το εμπόριο τοπικό και εξαγωγικό, πάσης φύσεως κηπευτικών, τόσον των πρώιμων, όσον και των όψιμων κηπευτικών και ειδικά της τομάτας και στην παραγωγή και εξαγωγή τοματοπολτού.


Οι προφορικές μαρτυρίες, καλύπτουν χρονικά την ύστερη περίοδο της τουρκοκρατίας, δηλαδή, από τα τέλη του 19ου αιώνος έως και το 1972, αποφράδα χρονολογία για το Παραδείσι και όλο τον αγροτικό του Κόσμο και Πολιτισμό, με δεδομένο ότι τότε, απαλλοτριώθηκε δια της βίας από τη Χούντα και καταστράφηκε ο κάμπος του Παραδεισίου, ο ευφορότερος και παραγωγικότερος – κατά κοινή ομολογία προφορικών και γραπτών πηγών - όλου του νησιού της Ρόδου.


Υπήρχε η παραγωγή πρώιμης ντομάτας η οποία προοριζόταν εξ ολοκλήρου για το εμπόριο – εσωτερικό και εξαγωγικό - ως νωπή ντομάτα και η παραγωγή όψιμης ντομάτας, ένα μέρος της οποίας προοριζόταν για το εμπόριο ως νωπή και ένα μέρος της οποίας προοριζόταν για το εμπόριο, αφού πρώτα μετατρεπόταν σε υπερσυμπυκνωμένο τοματοπολτό από τους ίδιους τους παραγωγούς.

Η εποποιία των «πρώμων» στα «μαντάλλια»

Μαντάλλια με πρώιμα στους Άμμους, στο Παραδείσι, δεκαετία 1950
Μαντάλλια με πρώιμα στους Άμμους, στο Παραδείσι, δεκαετία 1950


Τα «μαντάλλgια»
Το μαντάλι είναι ένα μικρό τετραγωνισμένο και καλά περιφραγμένο κομμάτι γης. Πιο συγκεκριμένα, για τους προγόνους μας, τα κατ’ εξοχήν μαντάλλgια ήταν τα μικρά τετράγωνα κομμάτια γης στα οποία χώριζαν όλη την παραθαλάσσια έκταση των Άμμων μήκους 7 χιλιομέτρων, από την περιοχή Βαγιές (Βάρη) κοντά στην Κρεμαστή, έως και την περιοχή Νέυπας, στη Θολό, με ψηλούς και πυκνούς καλοφτιαγμένους αντιανεμικούς φράχτες από καλάμια και σάζια (είδος λεπτού καλαμιού που φύεται σε υγρότοπους), αλλά και κλαδιά διαφόρων φυτών (ροδοδάφνες, βάγια, κουμαριές, χαρουπιές, ασκινούς κλπ.).

Οι φράχτες αυτοί στην κυριολεξία υφαίνονταν με ειδική πρακτική στην κατασκευή τους, γι αυτό και στην ορολογία τους, βρίσκουμε τις λέξεις από την ορολογία της υφαντικής τέχνης: στεμοννιάζω, στεμόννια, υφαίνω κλπ. Κάθε μαντάλι είχε μία μόνο στενή πόρτα για είσοδο, τη μακκέλλα. Τα μαντάλλgια ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του αγροτικού πολιτισμού της Βιλλανόβας, έτσι που έφτασε να είναι κάτι σαν μονάδα μέτρησης επιφανείας, π.χ. όταν έλεγαν «ένα μαντάλι μέρος», δεν εννοούσαν απαραίτητα, ούτε παραθαλάσσιο, ούτε περιφραγμένο μέρος, απλά έδειχνε ένα κομμάτι γης, μικρό σε έκταση.


Μέσα στα μαντάλλgια, πέρα από τις ασθένειες των φυτών, ο μεγάλος φόβος και τρόμος όλων των γεωργών που καλλιεργούσαν τα πρώιμα στους Άμμους, ήταν φυσικά οι αντίξοες καιρικές συνθήκες του χειμώνα και της άνοιξης: η δραμουντάνα, ο βόρειος παγωμένος άνεμος από τη θάλασσα και το κράϊ, δηλαδή, ο παγετός που καίει τα φυτά, αλλά κυρίως η νοτιά, που ειδικά τους ανοιξιάτικους μήνες, όταν πια τα φυτά είχαν μακρύνει κι έτσι ήταν και πιο ευάλωτα, φυσούσε τόσο δυνατά που τα έκλωθε και τα σπούσε από τη ρίζα καταστρέφοντας ολοκληρωτικά την παραγωγή.

Τότε βλέπετε, όλα αυτά τα πρώιμα καλλιεργούνταν στην ύπαιθρο, διότι, ούτε τα θερμοκήπια υπήρχαν ακόμη, ούτε τίποτα από όλες αυτές τις σύγχρονες τεχνικές της καλλιέργειας των πρώιμων. Έτσι λοιπόν, πέρα από τις διάφορες δοξασίες (που θα δούμε σε άλλη εργασία), επινόησαν ολόκληρα συστήματα για τη φυσική προστασία των φυτών από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.

Οι σποριές για τα «πρώμα»
Οι καλαμωτές και ο μεταφύτης

Τις σπορίες για την ντομάτα και τα άλλα φυτά, τις έφτιαχνε ο κόσμος σε μέρος προσήλιο. Ήταν τετραγωνισμένα μέρη που τα προφύλασσαν με πυκνό, χαμηλό φραχτάκι από σάζι. Μέσα έβαζαν κοπριά και έσπερναν το σπόρο γύρω στις 18 Οκτώβρη. Τη σπορία τη σκέπαζαν από πάνω πριν το βασίλεμα του ήλιου, με τα σκεπάσματα για να προφυλάσσονται τα τρυφερά φυτουδάκια από το κρύο της νύχτας, με πυκνή καλαμωτή που έφτιαχναν από σάζι. Τις καλαμωτές τις αφαιρούσαν ξανά κάθε πρωί, για να ευεργετηθούν τα φυτά από το φως και τη ζεστασιά του ήλιου...


Με το πιο παλιό σύστημα που υπήρχε και εφαρμοζόταν μέχρι και αμέσως μετά την Ενσωμάτωση, τα φυτά τα έβγαζαν από τις καλαμωτές όταν ήταν περίπου δέκα εκατοστά και τα μεταφύτευαν κατευθείαν μέσα στο χωράφι, ένα σε κάθε λακκούδι
Τα μαντάλλgια έπρεπε να είναι όσο πιο μικρά γίνεται σε έκταση ώστε μαζί με τους πυκνούς τους φράχτες, να δημιουργούν συνθήκες ζεστασιάς για τη γρήγορη ανάπτυξη των φυτών. Χωρούσαν το καθένα γύρω στα διακόσια με διακόσια είκοσι φυτά.

Το λισgάρισμα των μανταλλgιών και το όργο

Λισγάρια στο Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Λισγάρια στο Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής


Λόγω της μικρής έκτασης του κάθε μανταλλιού, συνήθως δεν μπορούσε να μπεί μέσα το ζευγάρι των βοδιών με το ξύλινο άλετρο. Κι έτσι, όλο το σκάψιμο στα μαντάλλgια γινόταν με το λισgάρι. Εργαλείο σαν φτυάρι, πιο στενό, τετραγωνισμένο και με πατήτρα, όπου χτυπούσε με δύναμη το πόδι για να σκαφτεί η γη. Το λισgάρισμα ήταν σκληρή και επίπονη δουλειά. Ήθελε άντρες που δούλευαν ο ένας δίπλα στον άλλο, παραταγμένοι σε μία γραμμή.

Ο βρακάς Νικόλας Σκαμπίλης που λισγαρίζει, Παραδείσι 1950
Ο βρακάς Νικόλας Σκαμπίλης που λισγαρίζει, Παραδείσι 1950


Έκοβαν το όργο, δηλαδή χώριζαν με νοητές γραμμές, σε λωρίδες του ενός μέτρου το μαντάλι και προχωρούσαν όλοι μαζί, διατηρώντας το ίδιο πλάτος του όργου από την αρχή έως το τέλος του χωραφιού. Δίπλα-δίπλα, όλοι μαζί ξεκινούσαν να λισgαρίζουν, όλοι μαζί σταματούσαν για να ξεκουραστούν και όλοι μαζί πάλι ξανάρχιζαν το λισgάρισμα μετά την ξεκούραση.

Μόνο που εδώ, στο λισgάρισμα δεν προχωρούσαν προς τα εμπρός, αλλά η αποσκαβή όπως ονόμαζαν το μέρος που έπρεπε να σκάψουν, ήταν πάντα πίσω τους, δηλαδή πήγαιναν με την πλάτη, ώστε να πατούν στο άσκαφτο χώμα και το σκαμμένο να μένει μπροστά τους απάτητο και αφράτο στην εντέλεια. Μάλιστα, είχαν ιστορίες που διηγούνταν πώς αυτή η εξαιρετικά σκληρή δουλειά των λισγαριστών ήταν ταυτόχρονα και τόσο τέλεια, που τη φοβήθηκε και ο ίδιος ο διάβολος, όταν κάποτε επιχείρησε να τους τη χαλάσει και δεν τα κατάφερε! Το λισγάρισμα όλων αυτών των χιλιομέτρων των μανταλιών, διαρκούσε εβδομάδες αδιάκοπης, ολοήμερης σκληρής δουλειάς.


Ο βρακάς που λισγαρίζει και το Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής.

Έμβλημα του Μουσείου Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Έμβλημα του Μουσείου Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής


Ως απότιση φόρου τιμής στον μόχθο των λισγαριστών, το έμβλημα του Μουσείου Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής που δημιούργησα εντός του Ξενοδοχείου Filoxenia, είναι ακριβώς, «ο βρακάς που λισγαρίζει».

Το λακκούδgιασμα και τα λακκούδgια
Μετά το λισgάρισμα, όταν ερχόταν η ώρα για το φύτεμα, έπρεπε πρώτα να γίνει το λακκούδgιασμα. Δηλαδή, πάλι χρησιμοποιώντας το λισgάρι να ανοίξουν τα λακκούδgια απόλυτα ευθυγραμμισμένα μεταξύ τους, οριζοντίως και καθέτως, διότι όταν πια τα φυτά θα μεγάλωναν αρκετά, τότε θα σκάβgουνταν τα ράμματα και οι καταπότες, (ορολογία από το πρωτόγονο σύστημα άρδευσης με το τρεχάμενο νερό) κι έτσι έπρεπε να είναι στην ίδια σειρά. Τότε το λακκούδι το άνοιγαν μέσα στον άμμο βαθύ. Μέσα σε κάθε λακκούδι για τα πρώμα, έριχναν κοπριά καλά χωνεμένη και εντελώς ανόθευτη. Μέσα σ’ αυτή τη δυνατή κοπριά φύτευαν τα τρυφερά φυτουδάκια της ντομάτας, ώστε από τη μια με τις θρεπτικές ουσίες της να δυναμώσει γρήγορα το μικρό φυτό κι από την άλλη να το κρατά ζεστό μέσα στο κρύο του χειμώνα.

Το πότισμα στα μαντάλλgια, το χερεπέττι
και η αχελόλασπη.

Όλο το πότισμα των φυτών της ντομάτας, από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο λακκούδι, από τη στιγμή που φυτευόταν μέχρι και την ώρα που το φυτό είχε δέσει τους αθθούς, γινόταν με τους καζοτενεκκέδες¹ και με τα καπράτσια² δηλαδή τους κουβάδες.


Αντλούσαν το νερό από τα φλετρά³ με τους τενεκκέδες και μ’ αυτούς πότιζαν και το πιο απομακρυσμένο μαντάλι. Αν πότιζαν με τρεχάμενο νερό πριν να δέσει ο αθθός4, κινδύνευαν να αρρωστήσουν τα φυτά ή να ρίξουν, να χάσουν τον ανθό.
Για να δυναμώσουν πιο πολύ ακόμα τα φυτά στα πρώμα, έκαμναν το χερεπέττι. Ένα μίγμα από αχώνευτη κοπριά των πουλλdών με νερό και ύστερα με ένα τενεκκεδί, έριχναν από αυτό το μίγμα σε κάθε λακκούδι. Πότιζαν λακκούδι-λακκούδι μ’ αυτό τον κοπιαστικό τρόπο, χιλιάδες φυτά, περιμένοντας να μεγαλώσουν πρώτα τα φυτά αρκετά, να δέσουν τον αθθό, να τα ξεχορταρίσουν, να τα σκαλίσουν, να φτιάξουν τα ράμματα και τους καταπότες και μόνο τότε να ποτίσουν με τρεχάμενο νερό, που αντλούσαν με τα γεράνια.

Ο ακραίος μόχθος των γερανιστών. Πότισμα με το γεράνι

Γεράνι, από Ιταλικό γεωπονικό περιοδικό του Μεσοπολέμου
Γεράνι, από Ιταλικό γεωπονικό περιοδικό του Μεσοπολέμου
Κάβγιοι από την Βιλλανόβα, από γεράνια του Μεσοπολέμου,    στο Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Κάβγιοι από την Βιλλανόβα, από γεράνια του Μεσοπολέμου, στο Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Κάβγιοι από την Βιλλανόβα, από γεράνια του Μεσοπολέμου,    στο Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Κάβγιοι από την Βιλλανόβα, από γεράνια του Μεσοπολέμου, στο Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής

Τι ήταν το γεράνι;
Το γεράνι ήταν η αρχαιότερος χειροκίνητος μηχανισμός, για την άντληση νερού από τα πηγάδια.
Στη Βιλλανόβα με τον πλουσιότατο υδροφόρο ορίζοντα, με τα χιλιάδες φλετρά, δηλαδή πηγάδια, το γεράνι υπήρχε πολύ πριν τη χρήση των ανεμόμυλων και χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τη δεκαετία του 1950.


Το γεράνι αποτελείτο από έναν όρθιο δίχαλλο στύλλο, μία οριζόντια εξάμετρη γερανόβεργα, μία αποξηραμένη κληματόβεργα, από την οποίαν κρεμόταν ο κάβγιος, ο ορθογώνιος κουβάς, με τον οποίον ο γερανιστής, ο άνθρωπος που στεκόταν όρθιος πάνω από το πηγάδι και δούλευε το γεράνι, αντλούσε όλη μέρα κάβγιο τον κάβγιο το νερό, για να ποτίσει στρέμματα ολόκληρα καλλιεργειών, σε αμμώδες έδαφος.


Το πότισμα με τα γεράνια πάνω στην πιο κοντινή προς τη θάλασσα ζώνη, ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνει, λόγω της μεγάλης απορροφητικότητας του άμμου, όσο γρήγορα και να γεράνιζε κάποιος. Γι αυτό, κουβαλούσαν με τους ντενεκέδες αχελόλασπη, μια γλοιώδη λάσπη που δημιουργούνταν στις εκβολές των αρgακιών, που την μάζευαν και την άδειαζαν πάνω στην πίλα, δηλαδή στο σημείο όπου άδειαζε το νερό από τον κάβgιο5 του γερανιού. Έτσι, καθώς αυτός που γεράνιζε άδειαζε το νερό, αυτό παρέσυρε σιγά-σιγά μαζί του στο αυλάκι την αχελόλασπη, η οποία κολλούσε στον πυθμένα του αυλακιού και εμπόδιζε το νερό να απορροφηθεί από τον άμμο.

Τα σκεπάσματα
Η προστασία των φυτών από τον αέρα και το αγιάζι ποτέ δεν ήταν αρκετή. Γι αυτό επινόησαν το σύστημα με τα σκεπάσματα, για να ποσκεύgουν6 καλύτερα. Σκέπασμα έλεγαν τα κλαδιά που έμπηγαν στο χώμα, δίπλα από το καθένα φυτό, από το βόρειο μέρος, όπου φυσούσε ο παγωμένος αέρας.


Ήταν κλαδιά από μυρτιές, κουμμαρgιές, αροδάφνες7, ασκινούς, ακερατιές δηλαδή, χαρουππιές, αρτακλιές που τα έκοβαν από τα βουνά, τα έδεναν σε δύο μεγάλα δεμάτια και τα κουβαλούσαν στους Άμμους, στα μαντάλλια, με τα γαϊδουράκια. και ελλείψει όλων αυτών λόγω της μεγάλης ζήτησης, έκοβαν κλαδιά μέχρι ακόμα και από κυπαρίσσια.

Τα πρώιμα ή πρώμα
Τα πρώιμα κηπευτικά (τα πρώμα κηππουρικά) ήταν ο τομέας όπου η Βιλλανόβα υπήρξε και χρονικά και ποσοτικά πρωτοπόρος απ’ όλα τα χωριά της Ρόδου.
Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη, οι πρόγονοί μας εκμεταλλεύτηκαν κάθε εκατοστό γης που μπορούσε να καλλιεργηθεί και ειδικά τη μακριά λωρίδα των Άμμων δηλαδή των παραθαλάσσιων κτημάτων, που με το αμμουδερό ελαφρύ και ζεστό τους χώμα, βοηθούσαν στην καλλιέργεια των πρώιμων.


Εξάλλου η μεγάλη πληθώρα από λέξεις που περιγράφουν το αμμώδες χωράφι: άμμος, αμμούδα, αμμοχώραφο, αμμουδερό, αμμουδgιάρικο, αμμουδgιάρης ή τοπωνύμια που να προέρχονται από τη λέξη άμμος: το Αμμοχώραφο, οι Άμμοι, ο Άμμουρας, το Αμμούδι, οι Αμμούδες, φανερώνουν τη μεγάλη σημασία που είχαν τα αμμοχώραφα στην αγροτική ζωή της Βιλλανόβας. Οι Άμμοι δεν καλλιεργήθηκαν, μόνο στην περίοδο 1941-1944, διότι τότε οι κατακτητές εμινάραν8 όλη την παραθαλάσσια περιοχή για τον φόβο της απόβασης των συμμάχων.


Παρ’ όλα τα πρωτόγονα μέσα καλλιέργειας, εντούτοις, με το σύστημα των μανταλλgιών και των σκεπασμάτων, κατόρθωναν να τροφοδοτούν με πρώιμα όχι μόνο τη Ρόδο και άλλα νησιά της Δωδεκανήσου αλλά, επί Τουρκίας να στέλλουν ντομάτα με τα καΐκια, ακόμη και στη Σμύρνη, στην Κωστάντζα, μέχρι και στην Οδησσό. Ήταν ντομάτα που κοβόταν πολύ άγουρη για να μπορεί να αντέξει το μακρύ ταξίδι και γι αυτό οι ντόπιοι την έλεγαν μαλλgιαρή ντομάτα, ότι δηλαδή ήταν ακόμα με το μαλλdό (το χνούδι). Ο κόσμος όλος την ήξερε σαν ντομάτα της Οντέσσας ή Αντέσσας. Μάλιστα, αν κανένας παραγωγός έστελλε στη χοντρική λαχαναγορά της Ρόδου ντομάτα πολύ άγουρη, ο χανοττάρης, δηλαδή ο μεσιτέμπορος, του ‘κανε αμέσως την παρατήρηση: «Ε! για την Οδησσό είν’ αυτή η ντομάτα!;

Πρώιμα – Εμπόριο

Σε συσκευαστήριο του Παραδεισίου, δεκαετία 1950
Σε συσκευαστήριο του Παραδεισίου, δεκαετία 1950


Μετά την απελευθέρωση και τον ερχομό των Ελλήνων εμπόρων, αναπτύχθηκε το εμπόριο της ντομάτας προς την Αθήνα.
Υπήρχαν μέσα στο χωριό συγκεκριμένα σημεία όπου οι αγρότες συγκέντρωναν το γουμάρι, δηλαδή το φορτίο, με τα καρότσια ή τα κάρα και το παρέδιδαν στους εμπόρους. Υπήρχαν ξύλενοι πάγκοι, πάνω στους οποίους άδειαζαν το γουμάρι, κι εκεί δούλευαν πολλές κοπέλες του χωριού για λογαριασμό των εμπόρων, για το λεγόμενο τελάρgιασμα.

Το γουμάρι έπρεπε να τελαρgιαστεί τόσο όμορφα, τα προϊόντα να τοποθετηθούν τόσο γραμμικά και σφικτά μεταξύ τους, που το τελάρο θύμιζε κέντημα.
Εκεί φορτωνόταν στα φορτηγά που το μετέφεραν στο λιμάνι για να φορτωθεί στα καράβια για τον Πειραιά. Αυτά συνέβαιναν αμέσως μετά την απελευθέρωση και στη δεκαετία του 1950 και 1960 και μια μέση ημερήσια παραγωγή έτσι όπως την θυμούνται οι παλιότεροι, μιλά για 36 φορτηγά αυτοκίνητα που γέμιζαν και μάλιστα ορισμένα από αυτά τα φορτηγά έκαναν και δύο δρομολόγια Παραδείσι – λιμάνι κάθε μέρα.


Όλος ο κάμπος του χωριού ήταν ένα ατελείωτο μελίσσι, με τις εκατοντάδες τρούμπες με τα άσπρα πανιά ανοιγμένα να γυρίζουν για να ποτίζουν τα χωράφια, τις οικογένειες να γουμαρgιάζουν, τους αραπάδες και τα καρότσια φορτωμένα να πηγαινοέρχονται για να παραδώσουν το γουμάρι.

Η πάστα
Η Βιλλανόβα έκανε ανέκαθεν μεγάλη παραγωγή ντομάτας, που ήταν μαζί με το κρεμμύδι οι κυρίαρχες καλλιέργειες. Όση ντομάτα δεν πουλιόταν για βρώσιμη, την άφηναν να κνάσει, δηλαδή να ωριμάσει καλά για να κάμουν την πάστα όπως ονόμαζαν τον υπερσυμπυκνωμένο πολτό ντομάτας. Υπήρχε μεγάλη παραγωγή, σχεδόν από όλες τις οικογένειες.

Οι παλιοί, μέχρι σχεδόν την Απελευθέρωση, την τομάτα την έλεγαν φραγκοβάζανο, δηλαδή φράγκικη μελιτζάνα, λόγω της δυτικής προέλευσής της.

Οι ληνοί

Ξύλινος ληνός του Σάββα Αντωνά από την Βιλλανόβα, για το πάτημα της ντομάτας, δεκαετίες 1930-1940,  Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Ξύλινος ληνός του Σάββα Αντωνά από την Βιλλανόβα, για το πάτημα της ντομάτας, δεκαετίες 1930-1940, Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής


Κάθε οικογένεια είχε το δικό της ληνό, δηλαδή το πατητήρι, όπου πατούσαν τη ντομάτα με τα πόδια. Οι ληνοί ήταν δύο ειδών: οι πέτρινοι, που ήταν κατασκευές σταθερές και μόνιμες μέσα στα χωράφια και οι ξύλινοι ληνοί, οι οποίοι ήταν φορητοί, ορθογώνιοι στο σχήμα, στο μέγεθος περίπου ενός κάρου με ποδαράκια, με ξύλινα στηρίγματα γύρω-γύρω για να κρατιούνται οι άνθρωποι και να μη γλιστρούν καθώς πατούσαν τη ντομάτα.

Οι ξύλινοι ληνοί, είχαν το πλεονέκτημα ότι μπορούσαν να μεταφερθούν από το ένα χωράφι στο άλλο, όπου υπήρχαν οι ντομάτες. Να αναφέρουμε ότι, σε αυτούς τους ίδιους ληνούς, πατούσαν και τα σταφύλια, για την παραγωγή του κρασιού.

Τα σύνεργα και η διαδικασία για την παρασκευή της πάστας

Το λαμαρινένιο σουρωτήρι της οικογένειας Μιχάλη Παπαγρηγορίου, για το πρώτο σούρωμα «των τσίππουρων». Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Το λαμαρινένιο σουρωτήρι της οικογένειας Μιχάλη Παπαγρηγορίου, για το πρώτο σούρωμα «των τσίππουρων». Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής


Κάθε οικογένεια είχε τον ληνό της, καθώς επίσης και όλα τα απαραίτητα σύνεργα για την παρασκευή της πάστας, τα οποία ήσαν τα εξής: τα δύο τρυπητά της, όπως ονόμαζαν τα ειδικά για την περίσταση σουρωτήρια, δηλαδή το ένα για τα τσίππουρα, όπως ονόμαζαν τον φλοιό, και το άλλο για τις κούννες δηλαδή τους σπόρους. Επίσης κάθε οικογένεια είχε τα παστόπαννά της για το σούρωμα της πάστας.


Ένας μέσος παραγωγός έκαμνε κάθε καλοκαίρι, περίπου σαράντα τενεκκέδες της πάστας, όπως ονόμαζαν τότε τα τετράγωνα μεταλλικά δοχεία, μέσα στα οποία διατηρούσαν όλη την παραγόμενη πάστα. Ο καθένας απ’ αυτούς τους τενεκκέδες χωρούσε είκοσι κιλά πάστα. Η ποικιλία της ντομάτας που καλλιεργούσαν τότε και για βρώσιμη και για την παραγωγή πάστας, ήταν στρογγυλή και την ονόμαζαν κατσουρή, διότι η επιφάνειά της είχε πολλές κάθετες εγκοπές. Πρόκειται για μια ποικιλία που πλέον δεν απαντάται στο εμπόριο.

Ατσέρφα, ή Τσέρφα ή Σπαθόχορτο, για το λιάσιμο της ντομάτας
Ατσέρφα, ή Τσέρφα ή Σπαθόχορτο, για το λιάσιμο της ντομάτας


H τομάτα που προοριζόταν για την παραγωγή τοματοπολτού, έπρεπε να μαζευτεί καλά κναστή δηλαδή πάρα πολύ ώριμη και να απλωθεί στον ήλιο, πάνω στις ατσέρφες ή τσέρφες. Η ατσέρφα είναι ένας θάμνος, που φυτρώνει στους αγρούς, το γνωστό μας σπαθόχορτο. Τοποθετούσαν στο χώμα τις ατσέρφες κι εκεί πάνω άπλωναν τις κναστές τομάτες σχεδόν επί μια βδομάδα, ενίοτε και περισσότερο, ώσπου σχεδόν να λιώσουν ενώ τα υγρά τους στράγγιζαν στο χώμα. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ο φλοιός της τομάτας ξεκολλούσε εύκολα από το ψαχνό κατά το πάτημα στον ληνό. Στη συνέχεια μάζευαν τις ντομάτες από τις ατσέρφες και τις τοποθετούσαν στον ληνό. Εκεί ανέβαιναν ξυπόλυτοι όσα άτομα μπορούσαν και πατούσαν τις τομάτες με τα γυμνά τους πόδια.


Αφού πατιόταν η ντομάτα, ο πολτός έρρεε από το σουλούνι, δηλαδή την οπή απορροής που υπήρχε στη μία πλευρά του ληνού. Κάτω από το σουλούνι, υπήρχε μια ξύλινη σκάφη ή μια βατσέλλα όπως ονόμαζαν τη λαμαρινένια σκάφη και πάνω από αυτήν το λεγόμενο πρώτο τρυπητό δηλαδή, ένα λαμαρινένιο σουρωτήρι με τρύπες σχετικά μεγάλες, ώστε να επιτρέπει στον πολτό να περάσει, αλλά να συγκρατεί τα τσίπουρα, όπως ονόμαζαν τον φλοιό. Στη συνέχεια περνούσαν τον πολτό από το δεύτερο τρυπητό (κόσκινο), πιο ψιλό αυτή τη φορά, για να αφαιρέσουν την κούννα δηλαδή τον σπόρο.

Αναπαράσταση λάκκου με παστόπαννο, κουτάλες, καζοτενεκκέ. Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Αναπαράσταση λάκκου με παστόπαννο, κουτάλες, καζοτενεκκέ. Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής


Εντωμεταξύ, είχαν ήδη ανοίξει μέσα στο χωράφι τετράγωνους λάκκους βάθους σχεδόν δέκα έως δεκαπέντε εκατοστών και με διαστάσεις δύο επί δύο ή δύο επί τρία μέτρα, ανάλογα με το μέγεθος που είχαν τα παστόπαννα της κάθε οικογένειας. Τα παστόπαννα ήταν μεγάλα τετράγωνα άσπρα υφάσματα. Άπλωναν τα παστόπαννα και μέσα εκεί, έριχναν τον πολτό για να στραγγίσει.


Τον άφηναν συνήθως γύρω στις δώδεκα ώρες ή και περισσότερες ώστε να στραγγίσει εντελώς και την επομένη μέρα με μιά μεγάλη κουτάλα μάζευαν τη σάρσα και την έβαζαν μέσα στους καζοτενεκκέδες μαζί με άφθονο χοντρό άλας. Εκουσουμέρναν, δηλαδή χρησιμοποιούσαν μεγάλες ποσότητες χοντρού αλατιού, τσουβάλια ολόκληρα, που το προμηθευόταν ο κάθε αγρότης για την περίσταση.


Τους καζοτενεκκέδες αυτούς με την πάστα, τους αράδιαζαν ύστερα για μέρες στον ήλιο, πάνω στις σκεπές των σπιτιών ή στα χείλη των χαουζών, δηλαδή των πέτρινων δεξαμενών νερού, έως ότου να έρθουν οι άνθρωποι που θα αγόραζαν όλη την παραγωγή.


Αυτοί ήταν οι Καλύμνιοι καπετάνιοι, ιδιοκτήτες των σφουγγαράδικων καϊκιών που πήγαιναν για την αλιεία σφουγγαριών προς τις Αραβικές χώρες και τη Βόρειο Αφρική και ταυτόχρονα εμπορεύονταν την πάστα. Έρχονταν λοιπόν οι Καλύμνιοι στη Ρόδο, αγόραζαν την πάστα από τους παραγωγούς και την μεταπουλούσαν στις χώρες όπου πήγαιναν για σφουγγάρια. Έτσι, η προβιομηχανική πάστα της Βιλλανόβας, έφτανε σε αυτές τiς χώρες του εξωτερικού.

Ροδιακή κονσερβοποιία Α.Ε., το εργοστάσιο του Παραδεισίου

Κοφίνια και καφάσια με ντομάτες για τοματοπολτό, στην αυλή του Εργοστασίου Παραδεισίου, 1950
Κοφίνια και καφάσια με ντομάτες για τοματοπολτό, στην αυλή του Εργοστασίου Παραδεισίου, 1950


Αυτό το σύστημα της παραγωγής της πάστας, κράτησε ακριβώς μέχρι και το 1950. Τότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί η ΡΟΔΙΑΚΗ ΚΟΝΣΕΡΒΟΠΟΙΙΑ Α.Ε., κάτω από την κεντρική πλατεία του Παραδεισίου, μέσα στο κέντρο του πιο εύφορου κάμπου του νησιού, το πρώτο εργοστάσιο επεξεργασίας ντομάτας της Ρόδου και της Δωδεκανήσου, όπου οι παραγωγοί παρέδιδαν τη ντομάτα τους αλλά και άλλα προϊόντα τους. Το εργοστάσιο ήταν ιδιωτικό, ανήκε σε τρεις και στην συνέχεια σε τέσσερις συνεταίρους, τον Παραδεισιώτη Σάββα Σπάρταλη, δύο αδελφούς Παυλίδη εξ Αθηνών και τον Παπαμανώλη Γιώργο από το Παραδείσι.

Μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού του Εργοστασίου Κονσερβοποιίας Παραδεισίου, 1950
Μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού του Εργοστασίου Κονσερβοποιίας Παραδεισίου, 1950
Μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού του Εργοστασίου Κονσερβοποιίας Παραδεισίου, 1950
Μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού του Εργοστασίου Κονσερβοποιίας Παραδεισίου, 1950


Τόσον οι μηχανολογικές του μελέτες, όσον και ολόκληρος ο μηχανολογικός του εξοπλισμός έγιναν στην Ιταλία.
Παρήγαγε κονσερβοποιημένη ντομάτα, τοματοπολτό διπλής συμπυκνώσεως, αλλά και μαρμελάδα βερίκοκο και σύκο.
Βλέπουμε μάλιστα, ήδη το έτος 1951, να βραβεύεται με το χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για αυτά τα προϊόντα που παρήγαγε. Στη συνέχεια οι ιδιοκτήτες του πτωχεύουν, ενώ το εργοστάσιο συνεχίζει να λειτουργεί με άλλο σχήμα και με τη χρηματοδότηση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Δωδεκανήσου, όπως μας πληροφορεί ο τοπικός τύπος της εποχής. Μάλιστα, και εδώ διασταυρώνονται οι δρόμοι του Παραδεισίου και της Κω, άρθρο της εφημερίδας «ΡΟΔΙΑΚΗ», με ημερομηνία 17 Αυγούστου 1961, μας ενημερώνει ότι, «ποσότητες τομάτας από την Κω, προωθούνται εις το Κονσερβοποιείον Παραδεισίου, προς αποσυμφόρησιν της προσφοράς εις τα εργοστάσια τοματοπολτού της Κω», που αδυνατούσαν να επεξεργαστούν όλη την τοματοπαραγωγή της Κω, φέρνοντας τους παραγωγούς σε δεινή θέση.

Πρώτο Βραβείο Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης 1951, στην Κονσερβοποιία Παραδεισίου, για τον Τοματοπολτό Διπλής Συμπυκνώσεως και για την Μαρμελάδα Βερίκοκου. Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής
Πρώτο Βραβείο Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης 1951, στην Κονσερβοποιία Παραδεισίου, για τον Τοματοπολτό Διπλής Συμπυκνώσεως και για την Μαρμελάδα Βερίκοκου. Μουσείο Παράδοσης και Αγροτικής Ζωής


Στην συνέχεια, τη διεύθυνση της Κονσερβοποιίας Παραδεισίου αναλαμβάνει ο επιχειρηματίας Κανακάρης και το εργοστάσιο εκτός από τοματοπολτό, παράγει και γλυκό του κουταλιού «τοματάκι», δεδομένου ότι, η ντομάτα που πλέον καλλιεργείται για βιομηχανική επεξεργασία δεν είναι πια η παλιά εκείνη στρογγυλή ποικιλία, αλλά η στενόμακρη τομάτα που στο Παραδείσι και στη Ρόδο, ονομάστηκε Κώτικη τομάτα, αφού πρώτα καλλιεργήθηκε στην Κω και ύστερα στη Ρόδο. Η Κονσερβοποιία Παραδεισίου έκλεισε οριστικά το 1972-3, έτος αρπαγής από τη Χούντα, του κάμπου του Παραδεισίου και έναρξης της κατασκευής του Αεροδρομίου Διαγόρας, γεγονός βαθύτατα τραυματικό και τραγικό για τον αγροτικό κόσμο και τον αγροτικό πολιτισμό του, δεδομένου ότι εν μια νυκτί, μετέτρεψε ένα χωριό έμπειρων νοικοκυραίων αγροτών με πλούσια μακραίωνη αγροτική παραγωγή και παράδοση, σε ακτήμονες ανειδίκευτους εργάτες, που αναζητούσαν μεροκάματο στους τότε ανερχόμενους τομείς των κατασκευών και των ξενοδοχείων.


Η μελέτη της άυλης γεωργικής πολιτιστικής κληρονομιάς μας, αποτελεί όχι απλά ένα επιβεβλημένο καθήκον μας από σεβασμό προς το παρελθόν του τόπου μας και τον απέραντο χειρωνακτικό μόχθο των προγόνων μας που σίγουρα μόνο υπερήφανους μπορεί να μας κάνει, αλλά ταυτόχρονα στους σημερινούς καιρούς, με την απόλυτη απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση και τον φυσικό τρόπο ζωής, η οποία συνδυάζεται με την τραγική επιβάρυνση του περιβάλλοντος και την καταστροφή των φυσικών πόρων, η μελέτη της άυλης γεωργικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς, μας προσφέρει την ευκαιρία, να αντλήσουμε μαθήματα και διδάγματα, για μεθόδους παραγωγής της τροφής των ανθρώπων, φιλικές προς το περιβάλλον και τέτοιες που να εξασφαλίζουν την αειφόρο ανάπτυξη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 τενεκέδες
2 κουβάδες
3 πηγάδια
4 το άνθος
5 ο στενόμακρος κουβάς του γερανιού με τον οποίο αντλούσαν το νερό
6 να προστατεύονται από τον αέρα
7 ροδοδάφνες
8 ναρκοθέτησαν

Διαβάστε ακόμη

Θάνος Ζέλκας: Μέτρα. Όχι ημίμετρα

Αγαπητός Ξάνθης: Ο κος Ζαχαριάδης, ένας ακάματος εργάτης της Δημοσιογραφίας και εκπομπής ήθους

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;