Βιαίως 1982: Μια προσέγγιση στο βιβλίο του Τσαμπίκου Πατσάη

Βιαίως 1982: Μια προσέγγιση στο βιβλίο του Τσαμπίκου Πατσάη

Βιαίως 1982: Μια προσέγγιση στο βιβλίο του Τσαμπίκου Πατσάη

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 323 ΦΟΡΕΣ

Γράφει η
Μίκα Ντάκα*

Το Βιαίως 1982 αποτελεί το δεύτερο δημοσιευμένο συγγραφικό πόνηματου Τσαμπίκου Πατσάη στις εκδόσεις Βερέττα. Ο τίτλος του βιβλίου είναι λιτός, με ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο (1982: ημερομ. γέννησης) και με ένα τροπικό επίρρημα που μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως.

Η επιλογή των χρωμάτων στο εξώφυλλο ίσως δεν είναι τυχαία. Φόντο λευκό, σύμβολο της αγνότητας, όπου αναγράφεται ο τίτλος με κόκκινο, σαν πινελιά κινδύνου ή σπαραγμού.

Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί και ο πρόλογος του συγγραφέα που απευθύνεται στον αναγνώστη ή την αναγνώστριά του, εξοικειώνοντας τη μεταξύ τους σχέση, παραθέτοντας με πηγαία ειλικρίνεια και αυτοσαρκασμό την περιπέτεια της συγγραφικής πορείας του.

Το βιβλίο αποτελείται από 83 κείμενα μιας ιδιαίτερης τεχνικής. Ο συγγραφέας πραγματώνει μια ρήξη με τη φόρμα και το περιεχόμενο, αποκόπτεται από τις κοινοτοπίες και τον παλμό της σύγχρονης συγγραφικής (όχι πάντα ποιοτικής) παραγωγής. Η γραφή του μας παραπέμπει στον Ντανταϊσμό που εμφανίζεται στη Ζυρίχη το 1916 και στον καθαρό υπερρεαλισμό, στο Παρίσι το 1924, με πρωτοπόρους τους Andre Breton, Philippe Soupault κ.ά.

Πολύ συνοπτικά, και τα δύο κινήματα εντάσσονται στην πρωτοπορία (Avant-garde), μια τάση του μοντερνισμού ο οποίος αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, εκφράζοντας το αντιφατικό κλίμα της εποχής, με την ανάπτυξη και την κρίση, την αισιοδοξία και τον πεσιμισμό να συμβαδίζουν.

Κοινά χαρακτηριστικά και των δύο κινημάτων είναι τα γλωσσικά παιχνίδια και η αποδέσμευση από κάθε λογική, η εναντίωση σε ηθικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές συμβάσεις.

Ο Ντανταϊσμός έδωσε έμφαση στο «τυχαίο» ως πηγή δημιουργίας και ο υπερρεαλισμός επιπλέον στο ασυνείδητο, το οποίο φανερώνει μια πολυπρισματική πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, στην αξιοποίηση τωνονείρων, της αυτόματης γραφής, της λεκτικό-ακουστικής παραίσθησης, στο μαύρο χιούμορ, στο θαυμαστό. [1]

Ο Πατσάης καλεί τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του να διεισδύσουν σε κείμενα πολυφωνικά και πολυμορφικά: κείμενα μικρής κι εκτενέστερης φόρμας με εναλλαγές προσωπείων, οπτικής γωνίας κι εστίασης, παράδοξες αγγελίες, κείμενα εξομολογητικού χαρακτήρα -συχνά με σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό ύφος.

Δημιουργεί ένα παιχνίδι με τις λέξεις, από όπου αναδύονται έντονες εικόνες, αποσπασματικές, παράλογες, που εγείρουν τις αισθήσεις και το συναίσθημα. Συνδέει το οικείο με το ανοίκειο στοιχείο και δημιουργεί εκφράσεις που ξαφνιάζουν γοητευτικά το αναγνωστικό κοινό.

Για παράδειγμα: «ένα κατάστημα εμπορίου ρυτίδων και αποτυχημένων οργασμών», «εργοστάσιο παραγωγής κολπικών υγρών» (ΙΧ, σελ. 19), «τα αστέρια γκαστρώνονται και γεννούν νύχτες» «ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 43), «ο ντανταϊστής αναμαλλιάρης, κουτσός σκυλάκος πούλησε το πίσω αριστερό του πόδι στο σύμπαν» (LXVI, σελ.76). Σκηνές ονείρου ή και εφιάλτη εσωκλείουν ανθρώπινα υποκείμενα, ζώα, έντομα, πουλιά, που παραμορφώνονται και ακροβατούν ανάμεσα στον κόσμο τον πραγματικό και της ψυχεδέλειας.

Για παράδειγμα: «Πήγε και παρέλαβε το Όσκαρ με μια προβιά στην πλάτη. Μαύρο ταγέρ και λευκή, λερή προβιά στην πλάτη» (Ι, σελ. 11), «Δυο σαύρες μπλε-λευκό συνομιλούν στην ακτή της ανισόρροπης ανάμνησης ενός άστρου του Κενταύρου» (ΙΙΙ, σελ.13), «Για ξεναγό είχα έναν μπλεμικρό δεινόσαυρο, ξεχασμένο απ’ τη μητέρα του» (ΙΧ, σελ.19), «Μια κουκουβάγια γκρι στον πλανήτη μεγέθους ενός μήλου φορά ποδιά κουζίνας» (ΧΧΧΙΙΙ, σελ. 43), «Κάτι μέρμηγκες πίνουν σούμα 80 βαθμών μες στο στομάχι μου» (ΧΙΧ, σελ. 29).

Ο συγγραφέας είναι πρωτίστως αναγνώστης. Η περιπέτεια της γραφής ξεκινά μέσα από την αγάπη για το βιβλίο και τις λέξεις.

Το βιβλίο ως λεκτικό μοτίβο, η διαδικασία της ανάγνωσης, αλλά και διακειμενικές αναφορές σε προπάτορες ποιητές που επηρέασαν τον Πατσάη βρίσκουν τη θέση τους μέσα σε εκφράσεις του, όπως: «Μόλις πιάσετε στα χέρια το βιβλίο, πηγαίνετε στις τελευταίες σελίδες[…] στις τελευταίες θέσεις ενός λεωφορείου κάθονται οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι» (XXVI, σελ. 36), «Διαβάστε καλύτερα βιβλία κι ερωτευτείτε. Εγώ κάποτε αγάπησα σφόδρα ένα μυθιστόρημα μόνο και μόνο επειδή μ’ άρεσε έτσι όπως ήταν τυπωμένο στις σελίδες του το γράμμα ‘Ψ’» (ΧΧΧ, σελ. 40), «[…] να διαβάζω Μπουκόβσκι όποια κι αν είναι η μετάφραση. Σ’ ευχαριστώ, ρε μπεκρούλιακα, για ό,τι μου προσφέρεις όταν σβήνω» (LXII, σελ. 72), «γιατί το μεγάλο αφεντικό της παλινωδίας δεν γίνεται να σβήσει από τον τιμοκατάλογο το κοκτέιλ Kerouac» (LXVII, σελ. 77), «Η σελίδα του κάθε βιβλίου είναι επιφάνεια αξιών» (ΧΧΧΙΙ, σελ 42).

Με στοιχεία αυτοαναφορικότητας αναδεικνύει και την ποιητική δημιουργία ως διεργασία μέσα στο σκοτάδι: «πολύ φωτίζετε τη νύχτα, αφήστε λίγο σκοτάδι και για τους ποιητές» (LXXXII, σελ. 92).

Ακόμα, αναφέρεται στο προσωπικό του συγγραφικό εργαστήρι και στην τεχνική της τέχνης του, με μια αίσθηση λεπτού χιούμορ: «Αναπνέω κατά λάθος για ένα πρωινό μόνο καθώς ξυπνώ και βλέπω σελίδες με χειρόγραφα πάνω στο κομοδίνο, στο πάτωμα ή έστω στο καζανάκι της τουαλέτας με περιγραφές των ονείρων της περασμένης νυκτός» (LII, σελ.62).

Το προσωπικό αδιέξοδο του ανθρώπου μέσα στην εκφυλισμένη εποχή, η φθορά, τα όρια των ψυχικών αντοχών, η οδύνη, η κατάθλιψη, ο αλκοολισμός διεισδύουν στον ποιητικό κόσμο του Πατσάη, φιλτραρισμένα από το φαντασιακό του και με μια ενδόμυχη αίσθηση σαρκασμού και πικρίας.

Παραθέτω ορισμένα παραδείγματα: «μικρά μπουκαλάκια από ορούς γεμάτα δάκρυα μαζί και αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας» (ΙΧ, σελ.19), «πασχίζει μπας και αλλάξει τη ζωή της με μια σύριγγα» (Χ, σελ. 20), «Το πρόβλημα είναι όταν ζεις ανάμεσα σε δύο κόσμους./Κι αν δεν έχεις βύσμα, άντε να μπεις σε κάνα κέντρο περίθαλψης καταθλιπτικών» (LI, σελ. 61) «Αν ο ουρανός ρέπει προς τον αλκοολισμό, τότε η συγγενική του σχέση με την ευτυχία παύει να υπάρχει» (ΧΙ, σελ. 21), «Φέρε μου το ποτήρι της μπύρας σου γεμάτο, το χρειάζομαι για φωτοσημαντήρα στη γειτονιά μου» (ΧΧΙV, σελ. 34), «Τα πάντα με φθείρουν, περπατώ και κονιορτοποιούμαι, αγαπώ και αιμορραγώ» (ΧΙΙΙ, σελ. 23), «Ξεφτιλισμένοι περιμένουν μες σε διαδρόμους φαρμακείων […] Ξεπεσμός. Ανθρώπινη αξιοπρέπεια μηδέν. Ζητιανεύουν λίγη ζωή, πλειοδοτούν σε διαγωνισμό» (ΧΧΙΧ, σελ.39), «η ευτυχία μας σε υγρή μορφή/βρίσκεται μέσα σ’ ένα βάζο/διαστάσεων 21χ14» (XLIV, σελ 54), «εσύ εξευτελίζεις τ’ αστέρια» (LXXV, σελ. 85).

Κι όμως μέσα στη φρενίτιδα και τον ορυμαγδό του κόσμου, υπάρχει ακόμα ένα είδος ανθρώπου που διατρανώνει την πίστη στο όνειρο, αποζητά το άυλο και το φανταστικό, τις αξίες τις αυθεντικές. Γράφει σχετικά: «Κυνηγάμε με τον πιο παρανοϊκό τρόπο μια ανάγκη για ζωή απομακρυσμένη από το νωθρό, το φτηνό και το βίαιο[…] Άραγε είμαστε από τους λίγους που αν και βουτηγμένοι έως τον λαιμό στον βούρκο, κοιτάνε τ’ αστέρια;» (LXXII, σελ. 82). Είναι οι ρομαντικές ψυχές, που στέκονται ακόμα όρθιες, βρίσκοντας λίγη αισιοδοξία σε ό,τι δεν φθείρεται: «γιατί το χώμα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, μυρίζει το ίδιο όταν βραχεί» (VII, σελ. 17).

Και μέσα στην οδύνη του ανθρώπου, έρχεται ο θεραπευτικός ρόλος της ποίησης, που μπορεί να τον αναγεννήσει από τις στάχτες του, αλλά και να κρατήσει το πνεύμα του κόντρα στον εκπεσμό: «Όποια κορίτσια σκάλισαν την τέφρα της καρδιάς τους και διάβασαν ποίηση, σίγουρα δεν θα μείνουν ποτές απροστάτευτα. Και το κυριότερο: δεν θα φτάσει η μήτρα στο κεφάλι τους» (ΧΧΙ, σελ. 31).

Καταλήγοντας, θα πω ότι το Βιαίως 1982 αποτελεί μια σύγκρουση ανάμεσα στην αθωότητα του ατόμου και τη βία του κόσμου, που αναδεικνύεται με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, χωρίς επιτηδεύσεις.

Το αναγνωστικό κοινό καλείται να αφεθεί στον παλμό και τη μουσική των λέξεών του, να αποκρούσει κάθε απόπειρα λογικής επεξήγησης, να απελευθερώσει το πνεύμα του, σπάζοντας, έτσι, τον κομφορμισμό του.

Όπως έγραφε ο Μπρετόν στο Πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού (1924), «ο σουρεαλισμός […] διακηρύσσει αρκετά τον απόλυτο μη-κομφορμισμό μας, ώστε να μην υπάρξει θέμα μετάφρασής του στον πραγματικό κόσμο» [2].

Πηγές:
[1]Βογιατζάκη, Ε. (2016).Τα αισθητικά ρεύματα στην ευρωπαϊκή και τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα: από τον νεοκλασικισμό έως και τον μοντερνισμό.Αθήνα: Gutenberg, σσ. 200-253.
[2]Breton, A. (1983). Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού. Μτφρ. Ε. Μοσχονά. Αθήνα: Δωδώνη, σ.51.

* Η Μίκα Ντάκα είναι δρ. Παιδικής Λογοτεχνίας και ποιήτρια.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες