Τα οφέλη της ανταγωνιστικότητας στην εθνική μας οικονομία

Τα οφέλη της ανταγωνιστικότητας στην εθνική μας οικονομία

Τα οφέλη της ανταγωνιστικότητας στην εθνική μας οικονομία

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 667 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Γιάννης Σαμαρτζής
Οικονομολόγος

Σύμφωνα με τον ορισμό που έχει υιοθετηθεί από διάφορες διαδοχικές εκθέσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης (ΕΣΑΑ), η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως «η ικανότητα διατήρησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας - αναβάθμισης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενίσχυσης της απασχόλησης και της πραγματικής συνοχής της, της περιβαλλοντικής προστασίας και αναβάθμισης, της διαρκούς βελτίωσης της παραγωγικότητας και αύξησης των μεριδίων αγοράς - υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης».


Από τον παραπάνω ορισμό διαπιστώνουμε ότι, η ανταγωνιστικότητα είναι έννοια ευρεία και πολυεπίπεδη και αποτελεί προϊόν σύνθετων διεργασιών, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στον χώρο των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί των διάφορων χωρών, αλλά επεκτείνονται, τόσο στον κοινωνικό όσο και στον περιβαλλοντικό χώρο.


Βέβαια, η ανταγωνιστικότητα, ως έννοια, δεν είναι αριθμητικά μετρήσιμο οικονομικό μέγεθος, δηλαδή δεν μπορεί να υπολογισθεί ποσοτικά σε αριθμούς, όπως π.χ. μετριέται η ποσοστιαία αύξηση ή μείωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ή η ποσοστιαία αύξηση ή μείωση της ανεργίας.


Ωστόσο, η «βελτίωση» ή, η «απώλεια» της ανταγωνιστικότητας, θεωρούνται «μεγέθη» στην οικονομία πάρα πολύ σημαντικά, τα οποία συμβάλλουν στην αναπτυξιακή ή μη πορεία μιας χώρας.


Ετσι, μια οικονομία που δεν αναπτύσσεται ανταγωνιστικά, περιορίζει τις δυνατότητές της και δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικά αυξανόμενα εισοδήματα στους εργαζομένους της. Αυτό σημαίνει για την οικονομία π.χ. της χώρας μας, χαμηλότερη αγοραστική δύναμη για τους εργαζομένους, η οποία θα μειώνεται διαρκώς μέχρι να βελτιωθεί αισθητά η κατάσταση της οικονομίας μας.


Στην ελληνική κοινωνία, με την έλευση του ευρώ, είναι διάχυτη η άποψη ότι το γενικό επίπεδο των τιμών είναι πολύ υψηλό, ξεπερνώντας σε αρκετές περιπτώσεις τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε συνδυασμό με τους μισθούς και τις συντάξεις, που τα χρόνια της οικονομικής κρίσης συρρικνώθηκαν σημαντικά, περίπου κατά 35%, και υπολείπονται αισθητά των αντίστοιχων των ευρωπαϊκών χωρών της ευρωζώνης.


Πολλοί επιχειρηματίες από τον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο, νομίζουν ότι η μείωση του εργατικού κόστους μεμονωμένα, συμβάλλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης τους και, κατά συνέπεια, στην αύξηση των κερδών τους και, γενικότερα, στην αύξηση της συνολικής οικονομίας.


Αυτό, όμως, είναι λάθος και στην οικονομική επιστήμη αποκαλείται «σφάλμα σύνθεσης», δηλαδή σφάλμα λογικής, γιατί αναφέρεται σε λανθασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων. Δηλαδή, το «σφάλμα σύνθεσης» διαπράττεται αν δεχτούμε ότι εκείνο που ισχύει για το άτομο ή τη μεμονωμένη επιχείρηση, ισχύει αναγκαστικά και για το σύνολο της οικονομίας.


Γιατί, εάν π.χ. μειωθούν οι μισθοί σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, τότε θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, με αποτέλεσμα να έχουμε μείωση της συνολικής ζήτησης της οικονομίας, μείωση των επενδύσεων, μείωση της παραγωγής και, τελικά, μείωση της οικονομικής ανάπτυξης.


Επομένως, μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε μια Οικονομία σημαίνει, διόγκωση των εισαγωγών στην εσωτερική αγορά, επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρέχουσων Συναλλαγών, μείωση της εγχώριας παραγωγής και παραγωγικότητας, μείωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων και, γενικά, αποδυνάμωση της θέσης της χώρας στις διεθνείς αγορές.


Ωστόσο, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας από μόνη της, χωρίς δηλαδή τη βελτίωση και των άλλων σημαντικών στοιχείων της οικονομίας, δεν οδηγούν αυτόματα στην ανάπτυξη και την άμεση αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών. Συμβάλλει ομως καθοριστικά στη θετική πορεία του εξωτερικού εμπορίου της χώρας μας, με την αύξηση των εξαγωγών και τη μείωση των εισαγωγών, μειώνοντας έτσι τα ελλείμματα του Ισοζυγίου Τρέχουσων Συναλλαγών, τα οποία από το 1948 είναι μονίμως αρνητικά.


Γενικά, είναι γνωστό ότι, οι περισσότερες επιχειρήσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. της Γερμανίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας κ.ά., οι οποίες παρέχουν πολύ υψηλότερες αποδοχές στους εργαζομένους τους και, επομένως, διατηρούν υψηλότερο εργατικό κόστος, έχουν αισθητά μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα από τις αντίστοιχες ελληνικές επιχειρήσεις και, γενικότερα, συνολικά, από την ελληνική οικονομία.


Οι σημαντικότεροι, ίσως, παράγοντες, που μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα και επιδρούν στη βελτίωση της, άλλοι σε υψηλότερο και άλλοι σε χαμηλότερο βαθμό, είναι:
• Οι τεχνολογικές εξελίξεις.
• Το σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
• Το σταθερό φορολογικό σύστημα.
• Το κόστος εργασίας.
• Οι αρμονικές εργασιακές σχέσεις.
• Το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον και ο βαθμός ευχέρειας της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
• Η μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας.
• Ο βαθμός εξωστρέφειας της οικονομίας
• Η καλή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και η εξάλειψη της διαφθοράς και γραφειοκρατίας.
• Η επάρκεια των υποδομών στη χώρα.
• Η ικανή επιχειρηματική διοίκηση.
• Η ύπαρξη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.
• Η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, κ.ά.


Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας μας, τόσο του πρωτογενή (αγροτικού) τομέα όσο και του δευτερογενή (μεταποιητικού) και, ιδιαίτερα, στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή σε αυτούς τους τομείς που παρουσιάζουν εξωστρέφεια.


Στους κλάδους αυτούς, συμπεριλαμβάνεται και το τουριστικό προϊόν, του τριτογενή τομέα (υπηρεσίες), που τα τελευταία χρόνια αποτελεί την «ατμομηχανή» της οικονομίας μας, και χρήζει ιδιαίτερης μνείας, δεδομένου ότι ο τουριστικός κλάδος είναι ένας ευπαθής τομέας που παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στην ανταγωνιστικότητα, γιατί εντάσσεται στα αγαθά των οποίων - συμφωνα με την οικονομική επιστήμη - η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή είναι υψηλή (θετική), δηλαδή μεγαλύτερη της μονάδος. Έτσι, μία αύξηση της τιμής του τουριστικού προϊόντος, στρέφει εύκολα τους τουρίστες προς άλλες ανταγωνιστικότερες (φθηνότερες) αγορές.


Επίσης, το τουριστικό προϊόν παρουσιάζει υψηλή (θετική) ελαστικότητα ζήτησης και ως προς το εισόδημα. Δηλαδή, μία δυσμενής οικονομική συγκυρία, όπως π.χ. η ενσκύψασα επώδυνη πανδημία του Covid-19 ή μία οικονομική ύφεση στις χώρες προέλευσης, όπως π.χ. η τρέχουσα υπερβολική αύξηση της ενέργειας, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με την συνεπακόλουθη αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, επηρεάζουν αρνητικά την τουριστική δαπάνη των επισκεπτών.


Συμπερασματικά, τα οφέλη της ανταγωνιστικότητας στην εθνική μας οικονομία, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, κρίνονται από τα αποτελέσματά της.

Τα σημαντικότερα από αυτά είναι:
— η αύξηση του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, δηλαδή η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών,
— η αύξηση της απασχόλησης, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας,
— η βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών, με τη στήριξη των ειδικών ομάδων πληθυσμού, της προστασίας του περιβάλλοντος, τη βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, κ.ά.

Κατά συνέπεια, η ανταγωνιστικότητα είναι ένα απαραίτητο «εργαλείο», το οποίο, εφόσον αντιμετωπιστεί θετικά, μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και στην άμβλυνση των ανισοτήτων, μέσω της παραγωγής, της παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας και, ιδιαίτερα, μέσω της ορθολογικής λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Το μέλλον που δεν βλέπουμε

Γιάννης Παρασκευάς: Μία βόλτα στη Λίνδο

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες