Θεόδωρος Μ. Παπαγεωργίου: Η Δωδεκάνησος κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η «δια πυρός και σιδήρου» πορεία μέχρι την Ενσωμάτωση

Θεόδωρος Μ. Παπαγεωργίου: Η Δωδεκάνησος κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η «δια πυρός και σιδήρου» πορεία μέχρι την Ενσωμάτωση

Θεόδωρος Μ. Παπαγεωργίου: Η Δωδεκάνησος κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η «δια πυρός και σιδήρου» πορεία μέχρι την Ενσωμάτωση

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1477 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο
Θεόδωρος Μ. Παπαγεωργίου*

Λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Δωδεκάνησος πλήρωνε τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και μοιραία το Δωδεκανησιακό ζήτημα βρισκόταν στο εθνικό περιθώριο. Φτάνοντας δυστυχώς η περιθωριοποίησή της να εκφρασθεί επίσημα, δια στόματος του Ελευθέριου Βενιζέλου ως νέου από το 1929 πρωθυπουργού της Ελλάδος, που δήλωνε προς την Ιταλία ευθέως πως: «Δεν δύναται και δεν πρέπει η Δωδεκάνησος να εμποδίση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν των σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας».

Στις συνθήκες αυτές, τα πράγματα είχαν ακόμη πιο δραματική συνέχεια για τη Δωδεκάνησο, καθώς απαξιώθηκαν πλέον και από τον διεθνή παράγοντα ως ελληνικό έδαφος που δικαίως επιζητούσε την απελευθέρωση από τη σκλαβιά. Και αυτό εξ αιτίας πια και της αδύναμης διεθνώς Ελλάδας, υπό το καθεστώς της δικτατορικής κυβέρνησης Μεταξά που παραμονές του Β’ Παγκοσμίουυ Πολέμου βρέθηκε να την κυβερνά.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πανεπιστημιακή καθηγήτρια της Ιστορίας Λένα Διβάνη, στη Συνθήκη που υπογράφηκε στις 19-1-1939 μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και Τουρκίας για αμοιβαία βοήθεια μεσούντος πλέον του Β’ Παγκοσμίουυ Πόλεμου, οι δύο συμμαχικές δυνάμεις, η Γαλλία και η Αγγλία, χωρίς ποσώς να τους ενδιαφέρει η Ελλάδα, έφτασαν στο εξής απαράδεκτο σημείο: Προκειμένου να δελεάσουν την ουδέτερη-ευτυχώς μέχρι το τέλος- Τουρκία, να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, δεσμεύτηκαν και ως δόλωμα της πρότειναν τη Δωδεκάνησο. Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ, η Γαλλία και η Αγγλία χωρίς να έχουν λόγο και δικαιοδοσία, θρασύτατα πρότειναν στη Τουρκία ότι αν εισερχόταν στον πόλεμο υπέρ των Συμμάχων, θα της πρόσφεραν αν χρειαζόταν ως «επιχειρηματική στρατιωτική βοήθεια» τη Δωδεκάνησο.

Όπως σημειώνει και σε πρόσφατη δημοσίευσή του και ο καθηγητής Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης Αντώνης Κλάψης, παραπέμποντας συγκεκριμένα και αυτός στη Συνθήκη Αμοιβαίας Βοήθειας μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Τουρκίας της 19-10-1939, «το άρθρο 3 της οποίας προέβλεπε ότι σε ενδεχόμενη επιχείρηση κατάληψης των Δωδεκανήσων θα χρησιμοποιούνταν κυρίως τουρκικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες απ’όσες βρετανικές θα ήταν διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή. Στη πραγματικότητα δηλαδή, τα νησιά χρησιμοποιούνταν από τη Βρετανία και τη Γαλλία ως ενός είδους δόλωμα για την εξασφάλιση της τουρκικής υποστήριξης στον πόλεμο».

Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Ακολούθησε και η ‘Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Σ.Δ.), καθώς ο ηγέτης της, ο Ιωσήφ Στάλιν σε μυστική συνάντηση που είχε με τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών ‘Ηντεν για να προσελκύσει και αυτός την Τουρκία υπέρ των Συμμάχων και κατά του Άξονα, δήλωνε ομοίως θρασύτατα χωρίς να έχει λόγο και δικαιοδοσία, ότι μπορούν να της προσφερθούν όχι μόνο τα Δωδεκάνησα αλλά και τμήμα της νότιας Βουλγαρίας, επεκτείνοντας την εκφρασμένη βούληση του Τσώρτσιλ, σε τηλεγράφημά του της 4ης Απριλίου 1943 να ζητήσουν από τους Τούρκους βοήθεια με αντάλλαγμα τη Ρόδο. Αλλά και από την άλλη πλευρά, η Γερμανία μέσω του πρεσβευτή της στην Τουρκία Φραντς φον Πάπεν όπως σημειώνει ο καθηγητής Α.Κλάψης «είχε ήδη πριν από την έναρξη του πολέμου, υπογραμμίσει τη σημασία των νησιών ως διαπραγματευτικό ατού, συνηγορώντας στην επιστροφή ορισμένων εξ αυτών από την Ιταλία στην Τουρκία».

Στο μεταξύ, στα ευρισκόμενα στο παζάρι της διπλωματίας Δωδεκάνησα, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθησαν στο σύνολό τους σχεδόν 500 στον αριθμό πατριώτες, όλοι άνδρες που είχαν την ελληνική υπηκοότητα. Στη Ρόδο, οι συλληφθέντες στην αρχή κλείστηκαν στην τάφρο του Κάστρου, στις φυλακές της Μέγγαβλης και στο περίκλειστο ιπποτροφείο πίσω από το Δημαρχείο.

Ακολούθησε ο εγκλεισμός τους ή και η απέλασή τους στην Ιταλία. Σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε χώρους απομόνωσης στις πιο άθλιες συνθήκες. Από τις κακουχίες πολλοί πέθαναν, ή όσοι επέζησαν στο τέλος του πολέμου γύρισαν βαριά άρρωστοι...

Και πάλι όμως, οι Δωδεκανήσιοι με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν λιγοψύχησαν για τη Μητέρα Ελλάδα, αν και γνώριζαν πολύ καλά την παθητική στάση της για τη Δωδεκάνησο όλα αυτά χρόνια. Αντίθετα λοιπόν επιδεικνύοντας την θερμά πατριωτική ελληνική ψυχή τους, βρέθηκαν παρόντες στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Ο πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός του πολέμου ήταν ο Αλέξανδρος Διάκος από τη Χάλκη. Πολεμώντας και πέφτοντας ηρωικά στις 3-11-1940 στο μέτωπο της Αλβανίας, στα υψώματα της Τσούκας.

Επίσης, χίλιοι οκτακόσιοι πενήντα (1850) στον αριθμό Δωδεκανήσιοι, φοιτητές και εργαζόμενοι στην ελεύθερη Ελλάδα, με επιμονή ζήτησαν και πέτυχαν να εκδοθεί και να ισχύσει το από 9-11-1940 Βασιλικό Διάταγμα περί κατάταξης εθελοντών, ηλικίας 18 έως 45 ετών. Με το διάταγμα αυτό κατάφεραν να συγκροτηθούν τρία τάγματα που αποτέλεσαν το ηρωικό Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών.

‘Οπως ωστόσο κατέγραψαν σε βιβλία τους, ευθέως και απόλυτα ο αξιωματικός Μάρκος Κλαδάκης που ήταν επικεφαλής διοικητής ενός από τα Τάγματα, και πιο διακριτικά και διπλωματικά ο δικηγόρος Ευάγγελος Ψιμόριφος που νεαρός φοιτητής ήταν από τους εθελοντές οπλίτες, τα πράγματα για το ηρωικό Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών δεν ξεκίνησαν καθόλου καλά:

Στην αρχή η Ελληνική Πολιτεία τους αντιμετώπισε με επιφύλαξη και από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου που στρατολογήθηκαν, βρέθηκαν εργαζόμενοι σκληρά ως σκαπανείς να κατασκευάζουν πολυβολεία, χαρακώματα, και αντιαρματικά ορύγματα σε ζώνη 15 χιλιομέτρων ανατολικά από το αλβανικό μέτωπο.

Χαρακώματα και ορύγματα από τα βουνά του Καϊμακσαλάν μέχρι τη λίμνη της Βεγορίτιδας. Στη συνέχεια ωστόσο όταν άρχισε και στο σημείο εκείνο η γερμανική επίθεση στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, το Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών βρέθηκε από μόνο του πλέον να πολεμά τον εχθρό στην πρώτη γραμμή.

Χωρίς καμιά υποστήριξη από τον ταλαιπωρημένο και αποδιοργανωμένο Ελληνικό Στρατό, ύστερα από τις απανωτές μάχες με τους Ιταλούς και την αδυναμία πια να αντιμετωπίσει σε νέο μέτωπο και τους Γερμανούς, οι άκαπνοι Δωδεκανήσιοι εθελοντές προέταξαν τα στήθη τους και μέχρι να πάρουν την εντολή εγκατάλειψης, πρόλαβαν και έκαναν το θαύμα τους. Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών πολέμησε στα ίσα τους υπέρτερους σε στράτευμα και σε πολεμικά μέσα Γερμανούς στα βουνά του Καϊμακσαλάν. Σαν τους 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, αγωνίσθηκαν και αυτοί με αυτοθυσία και έγραψαν ιστορία αφήνοντας στο πεδίο της μάχης δέκα (10) ήρωες νεκρούς Δωδεκανήσιους εθελοντές.

Αλλά και στη συνέχεια, στη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, οι Δωδεκανήσιοι δεν έμειναν στα μετόπισθεν. ‘Εδωσαν και πάλι το «παρών» με την εθελοντική επίσης συμμετοχή τους στην τρίτη ομάδα του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής.

Στην ομάδα αυτή συγκαταλέχθηκαν Δωδεκανήσιοι πρόσφυγες που βρέθηκαν στην Αίγυπτο ύστερα από μεγάλες περιπέτειες. Ταξιδεύοντας μέσω Τουρκίας και Κύπρου και περνώντας ένα διάστημα και αυτοί έγκλειστοι σε στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή για διάφορους λόγους καχυποψίας που είχαν απέναντί τους οι Σύμμαχοι για τον λόγο, μόνο και μόνο ότι προέρχονταν από τα ιταλικά Δωδεκάνησα.

Καθώς όμως ουσιαστικά στη Μέση Ανατολή δεν υπήρχε αυτεξούσιο και ισχυρό εθνικό κέντρο, τα πάντα ακόμη και τον Ελληνικό Στρατό τον έλεγχαν τα κέντρα των συμμαχικών δυνάμεων. Η τρίτη λοιπόν αυτή ομάδα του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, εξαιτίας της αθρόας κατάταξης Δωδεκανησίων από Δωδεκανησιακή Φάλαγγα όπως αρχικά ονομάσθηκε, σύντομα έγινε και σε αυτή την περίπτωση Σύνταγμα και ονομάσθηκε Πρώτο Δωδεκανησιακό Σύνταγμα.

Το Πρώτο Δωδεκανησιακό Σύνταγμα συμμετείχε και διακρίθηκε όπου το Συμμαχικό στρατηγείο επέλεξε να το στείλει για να πολεμήσει, όπως στις μάχες του Τομπρούκ, του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι, αποκλεισμένο δηλαδή από αποστολές στην Ελλάδα και τη Δωδεκάνησο από το στρατηγείο των συμμαχικών δυνάμεων.

Οι εδρεύουσες σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίουυ Πόλεμου στην Αίγυπτο ελληνικές κυβερνήσεις, τελείως ανίσχυρες και ουσιαστικά ανδρείκελα των ξένων δυνάμεων, είχαν εκχωρήσει πλήρως τη στρατιωτική ευθύνη και τον έλεγχο των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο στρατηγείο των συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.

Ειδικότερα μάλιστα, στη Δωδεκάνησο η ελληνική Διοίκηση ήταν καθόλα απούσα. ‘Ολο το δίκτυο της κατασκοπείας και της αντίστασης στη Δωδεκάνησο, ανήκε στην ολοκληρωτική δικαιοδοσία των Βρετανών.

Με συνέπεια ουκ ολίγες φορές να εξελιχθούν δυστυχώς διάφορα τραγικά γεγονότα από λανθασμένες εντολές. Όπως η καταβύθιση του ιταλικού επιβατικού πλοίου Fume στις 24 Σεπτεμβρίου του 1942 λίγο πριν τη Σύμη, κοντά στο απέναντι της Ρόδου μικρασιατικό ακρωτήριο του Αλωπού αδιαφορώντας αν στους επιβάτες ήταν και πολλοί Δωδεκανήσιοι. Το Fume τορπιλίσθηκε από ελληνικό υποβρύχιο εκτελώντας διαταγές των Εγγλέζων επειδή μετέφερε Ιταλούς στρατιώτες από τους οποίους διακόσιοι (200) πνίγηκαν. Μαζί όμως πνίγηκαν και εβδομήντα (70) αθώοι Έλληνες επιβάτες, κυρίως γυναικόπαιδα τελείως άδικα. Κατά τον Μανώλη Μακρή το υποβρύχιο δεν ήταν ελληνικό αλλά εγγλέζικο.

Και άλλα όμως ακόμη τέτοια θλιβερά γεγονότα μεσολάβησαν και στιγμάτισαν την αποκαλούμενη εκείνη τη περίοδο «Μάχη της Δωδεκανήσου». ‘Οπως της άδικης συκοφάντησης και άγριας εκτέλεσης ως τάχα προδοτών αθώων πατριωτών αντιστασιακών από χωριά της δυτικής πλευράς της Ρόδου. Το δραματικό αυτό γεγονός έγινε από ακραία στοιχεία που βρέθηκαν ωστόσο σε ηγετικές θέσεις στο δίκτυο της πλήρως ελεγχόμενης από τους Εγγλέζους ελληνικής κατασκοπείας.

Ενός δικτύου βέβαια που με επίκεντρο το Λημέρι της Μονολίθου, κατά τα άλλα βεβαίως προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες τόσο στον κατασκοπευτικό τομέα δίνοντας πληροφορίες για τις εχθρικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο νησί, όσο και με εκτεταμένες πράξεις δολιοφθορών και σαμποτάζ.

Με στυλοβάτες των πυρήνων του δικτύου Δωδεκανήσιους πατριώτες, απλούς κατοίκους και της πόλης και της υπαίθρου του νησιού, άντρες και γυναίκες. Πολλές φορές ακόμη και ολόκληρες οικογένειες, γονιοί και παιδιά, όπως ήταν η οικογένεια του δασκάλου Φιλήμονα Γιαμαλή από το χωριό Γεννάδι της Νότιας Ρόδου.

Χαρακτηριστική τέτοια μεγάλη πράξη δολιοφθοράς και σαμποτάζ ήταν αυτή που έμεινε γνωστή στην Ιστορία σαν επιχείρηση Anglo. Στην επιχείρηση αυτή που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1942, υπήρξαν εκτεταμένες καταστροφές σε δύο στρατιωτικά αεροδρόμια της Ρόδου.

Όπως όμως προαναφέρθηκε, εξ αιτίας λανθασμένων εντολών των Εγγλέζων συμμάχων πλήρωσαν με τη ζωή της και πολλοί αθώοι Δωδεκανήσιοι. Ανάμεσα στους λανθασμένους βομβαρδισμούς υπήρξαν τέτοιοι και κατά κατοικιών αθώων ελληνικών οικογενειών που επλήγησαν αντί ιταλογερμανικών στρατοπέδων και άλλων στόχων του εχθρού. Σε έναν μάλιστα από αυτούς τους βομβαρδισμούς, το 1943, ύστερα από πολλές καταστροφές και νεκρούς στη πόλη της Ρόδου, τα εγγλέζικα συμμαχικά αεροπλάνα συνέχισαν και έφτασαν μέχρι το χωριό της καταγωγής μου, το Βάτι στη Νότια Ρόδο. Εδώ και πάλι από τραγικό λάθος έστρεψαν τα πυρά τους στα σπίτια του χωριού, αντί στους λίγο έξω από το χωριό ιταλικούς στρατώνες που ήταν εμφανέστατο αυτοτελές συγκρότημα και αυτό έπρεπε να είναι ο στόχος τους. Από τον βομβαρδισμό αυτό στο Βάτι το 1943, πολλά σπίτια ισοπεδώθηκαν και δυστυχώς υπήρξαν και θύματα, ανάμεσα τους μιας μάνας με τα δύο μικρά παιδιά της, που σκεπασμένα από τη μητρική αγκάλη, ξεθάφτηκαν στα ερείπια.

Στον κοινωνικοοικονομικό επίσης ιστό της Δωδεκανήσου, ο Β’ Παγκοσμίους Πόλεμος του 1940- 1944 έδωσε τη χαριστική βολή. Αρχικά στην εναπομένουσα γεωργία και κτηνοτροφία, με τα μέτρα δημεύσεων και ελέγχου κάθε παραγωγής, παίρνοντας το βιός και τον κόπο των ανθρώπων της υπαίθρου από τα χέρια τους. Στη συνέχεια, με εκτεταμένες επιτάξεις και με εμπορικό αποκλεισμό των νησιών, με συνέπεια τον περιορισμό της διακίνησης και τις κατασχέσεις των τροφίμων, ακόμη και των αλιευμάτων πάνω στις βάρκες.

Για να έλθει στο τέλος και η φοβερή πείνα της Ρόδου του 1944-1945. Όταν εξ αιτίας ενός ακόμη αποκλεισμού των νησιών, με εντολή αυτή τη φορά και πάλι των Βρετανών, ο λαός περιήλθε σε τέτοιο οριακό σημείο επιβίωσης, που ακόμη και οι τηλεπικοινωνίες των γερμανικών στρατευμάτων μετέφεραν στον έξω κόσμο τη δραματική έκκληση του Μητροπολίτη Ρόδου «Πεθαίνουμε».

Το καρότσι του δήμου Ρόδου μάζευε καθημερινά τους νεκρούς με τα εξής ενδεικτικά στατιστικά στοιχεία από τα επίσημα δημοτικά αρχεία: Ενώ τον Φεβρουάριο του 1939, πριν τον αποκλεισμό, οι θάνατοι ήταν 35 στον αριθμό, τον ίδιο μήνα του 1945 έφτασαν τους 189 και ο ίδιος αριθμός προσέγγιζε και για τον Μάρτιο και για τον Απρίλιο του 1945.

Ταυτόχρονα, οι συλλήψεις και τα εκτελεστικά αποσπάσματα για όσους εργάζονταν για την Αντίσταση, ήταν χωρίς τέλος και κανένα έλεος, καθώς δεν άλλαξε τίποτα για τη Δωδεκάνησο μετά το Armistizio. Την ανακωχή δηλαδή που έγινε στις 8-9-1943 μεταξύ Συμμάχων και Ιταλίας υπό τον στρατηγό Πέτρο Μπαντόλιο, μόλις αυτός έριξε τον Μουσολλίνι.

Οι Γερμανοί που τους διαδέχθηκαν, ακόμη και λίγο καιρό πριν την αποχώρησή τους, δείχνουν το πιο σκληρό τους πρόσωπο. Συλλαμβάνονται για αντιστασιακή και κατασκοπευτική δράση, δικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες και οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα πέντε νεαροί ‘Δωδεκανήσιοι πατριώτες. Οι ήρωες Μιχάλης Βρούχος, Στέφανος Γέροντας, Γιάννης Δενδρινός, Γεώργιος Κωσταρίδης, Κλεόβουλος Χατζηγεωργίου.

Αμέσως μετά την μπότα των Γερμανών κατακτητών το 1943-45, με το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε για τα Δωδεκάνησα μια νέα δυστυχώς επικυριαρχία. Η βρετανική επικυριαρχία του 1945-1947, που έδειχνε δυστυχώς και πάλι να μην διαφαίνεται στον ορίζοντα ότι το Δωδεκανησιακό ζήτημα σύντομα τουλάχιστον θα είχε στον ήλιο τα ελευθερίας μοίρα.

Και πώς να έχει. Η Μεγάλη Βρετανία, το Ηνωμένο Βασίλειο ήδη από τέλη του προηγούμενου αιώνα εποφθαλμιούσε τα νησιά της Δωδεκανήσου και περισσότερο τη Ρόδο. Εμφανής σκοπός, η δημιουργία ενός ακόμη βρετανικού προτεκτοράτου που αλυσίδα με την Κύπρο θα εντασσόταν και αυτό στην ακμάζουσα τότε Βρετανική Κοινοπολιτεία. Τις προθέσεις τους αυτές οι Βρετανοί τις έδειξαν ήδη στις σκληρές συγκρούσεις που προηγήθηκαν ιδιαίτερα στο νησί της Λέρου, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τα νησιά αμέσως που τα εγκατέλειψαν οι Ιταλοί.

Αμέσως λοιπόν μετά την ανακωχή του Armistizio στις 8-9-1943 μετά Συμμάχων και Ιταλών και ενώ με την από 24-7-1943 απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία είχε ανοιχθεί το Μέτωπο της Ιταλίας κατά των Γερμανών πλέον, στη Δωδεκάνησο και πάλι τα πράγματα είχαν πάρει έναν άλλο δικό τους δρόμο.

Όπως ιστορεί η Βρετανίδα συγγραφέας J. Peakman από το βιβλίο της «Η Μάχη της Λέρου. Πολεμώντας τον Χίτλερ στα Δωδεκάνησα», την επομένη κιόλας ημέρα του Armistizio, στις 9-9-1943 οι Βρετανοί μόνοι τους επιδίωξαν να ελέγξουν στρατιωτικά τη Ρόδο πλην όμως δεν τα κατάφεραν βρίσκοντας μεγάλη αντίσταση από τους Γερμανούς. Οι οποίοι Γερμανοί ήδη από τον Ιούνιο του 1943 είχαν προνοήσει να εγκαταστήσουν στο νησί της Ρόδου μια μεραρχία 7.000 ανδρών. ‘Ετσι, στις βρετανικές επιχειρήσεις της επόμενης κιόλας ημέρας από το Armistizio, υπήρχε αποφασιστική αντίσταση με συνέπεια μετά δύο μόλις ημέρες, στις 11-9-1943, όλο το νησί να ελέγχεται απόλυτα όχι από τους Βρετανούς αλλά από τους Γερμανούς.

Οι Βρετανοί όμως και πάλι δεν υποχώρησαν στη διεκδίκηση της Δωδεκανήσου. Με τις προσωπικές οδηγίες του πρωθυπουργού Τσώρτσιλ στις 12-9-1943 «απελευθέρωσαν» το Καστελλόριζο και στις 13-9-1943 και τη Κω, όμως και τα δύο νησιά δεν κατάφεραν τελικά να τα κρατήσουν και πολύ γρήγορα το Καστελλόριζο και αργότερα και η Κως, έπεσαν και πάλι στα χέρια των Γερμανών ύστερα από σύντομες πολεμικές επιχειρήσεις.

Ο Τσώρτσιλ όμως δεν το έβαζε κάτω. Οι βρετανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν παρά τις σημαντικές απώλειες. Όπως στις 26-9-1943, με τη βύθιση δύο υπό τον έλεγχο των Βρετανών συμμαχικών πολεμικών πλοίων. Των αντιτορπιλικών Interpio και Βασίλισσα ‘Ολγα που επιχειρούσαν στην περιοχή της Λέρου, όπου υπήρχε τεράστιο επίσης ενδιαφέρον των Βρετανών για τη μεγάλη στρατιωτική βάση του Porto Lago που είχαν ιδρύσει στο νησί οι Ιταλοί.

Ακολούθησε μάλιστα η λεγόμενη «Μάχη της Λέρου» από τις 8 Σεπτεμβρίου έως τις 16 Νοεμβρίου1943, με επικράτηση και πάλι των Γερμανών κατά των Βρετανών. Παρά την έγκαιρη αποβίβαση στο νησί σημαντικών βρετανικών δυνάμεων που κατάφεραν να φτάσουν από τον Λίβανο, και παρά τη στήριξη που είχαν από δυνάμεις του ιταλικού στρατού που είχαν παραμείνει, οργανωμένες κυρίως αεροπορικές γερμανικές επιδρομές με τα περίφημα ευκίνητα γερμανικά αεροπλάνα Stuka έκαμψαν και πάλι τους Βρετανούς μετρώντας σοβαρότατες απώλειες. Μάλιστα πριν την ήττα, ο Τσώρτσιλ βλέποντας τις δυσκολίες, επανειλημμένα απευθύνθηκε στις Η.Π.Α. για συνδρομή, βρίσκοντας όμως την άρνηση τόσο από τον Αμερικανό πρόεδρο Ρούσβελτ όσο και από τον Αμερικανό πλέον αρχιστράτηγο των Συμμάχων Αϊζενχάουερ που του πρόβαλαν ότι προείχε το μέτωπο της Ιταλίας.

Η δικαιολογία αυτή προφανώς βέβαια και να ήταν προσχηματική, διαβλέποντας οι Αμερικανοί τις ιδιοτελείς προθέσεις της Βρετανίας να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα για τη Δωδεκάνησο. Το μοίρασμα άλλωστε της Ευρώπης και μαζί και της τύχης της Ελλάδας, που ακολούθησε με τη Συμφωνία της Γιάλτας ( 4-2-1945) μεταξύ Ρούσβελτ, Στάλιν και Τσώρσιλ δεν είχε αποφασισθεί ακόμη.

Στο μεταξύ, σε όλα αυτά τα πολεμικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στη Δωδεκάνησο μετά το Armistizio, ο ελληνικός παράγοντας δυστυχώς και πάλι βρέθηκε απ’ έξω από το ελεγχόμενο από τους Βρετανούς Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Παρά τις μεγάλες ανάγκες συνδρομής των Βρετανών, και πάλι η Ελλάδα αποκλείστηκε κάθε συμμετοχής και ας ήταν ολοφάνερο ότι τα ελληνικά στρατεύματα πολεμώντας για πάτρια εδάφη θα μεγαλουργούσαν φέρνοντας μια «ανάσα» πλέον κοντά την ελευθερία και τη πολυποθούμενη ενσωμάτωση των νησιών με τη Μητέρα τους.

Χαρακτηριστικά, παρά την τεράστια ανάγκη ενίσχυσης των βρετανικών δυνάμεων που στις Μάχη της Λέρου έχασαν τουλάχιστον 2.000 επίλεκτους από ειδικές βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, και ενώ ο Τσώρτσιλ μάταια ζητούσε επειγόντως από τους Αμερικανούς ενισχύσεις, παρά ταύτα με προσωπική εντολή του ίδιου οι Βρετανοί περιορίσθηκαν στη συνδρομή μόνο των υπέρ των συμμάχων πλέον ιταλικών δυνάμεων, που χωρίς διάθεση να πολεμήσουν, έμειναν στο νησί.

Και όλα αυτά, όταν στη Σάμο, ακριβώς απέναντι από τη Λέρο, βρισκόταν ετοιμοπόλεμη ολόκληρη η δύναμη του Ελληνικού Ιερού Λόχου, η οποία δεν της επιτράπηκε να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις και ελάχιστα μόνο μέλη της μεμονωμένα χρησιμοποιήθηκαν.

Και όταν ακόμη, επίσης πολύ κοντά στις επιχειρήσεις της Λέρου, οι ελληνικές δυνάμεις και η ελληνική ψυχή είχαν δείξει, όσο επιτράπηκε να εμπλακούν στα γεγονότα εκείνα, ανεξίτηλα δείγματα γραφής πόσο ξέρουν οι ‘Ελληνες να πολεμούν ηρωικά και τίποτα να μη τους σταματά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα λοιπόν η περίπτωση του ελληνικού αντιτορπιλικού Αδριάς που βρέθηκε εκείνη τη περίοδο, υπό τον έλεγχο βέβαια των Βρετανών και αυτό, γύρω από τη Λέρο.

Συγκεκριμένα, στις 22-10-1943 το Αδριάς, πλέοντας στα νερά της Καλύμνου, έπεσε σε νάρκες. Και παρόλο που κόπηκε στη μέση, έγραψε ιστορία στα παγκόσμια πολεμικά ναυτικά χρονικά, αφού χωρίς πλώρη και με απώλειες του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού πληρώματος του, κατόρθωσε να διαπλεύσει τη Μεσόγειο και να καταπλεύσει με ασφάλεια στην Αλεξάνδρεια.

Και με αυτά και αυτά να μαίνονται γύρω από τα νησιά, με ακαθόριστη τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων για το μέλλον τους, οι περιπέτειες της Δωδεκανήσου δεν είχαν τέλος.

Ενώ από τις 14-10-1944 είχε απελευθερωθεί η Αθήνα και ο ναζισμός είχε ουσιαστικά καταρρεύσει με τη παράδοση του Γερμανικού Στρατού στην Ιταλία στις 29-4-1945. Ενώ πλέον και ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει στα τέλη τα Απριλίου του 1945. Ενώ ακόμη στις 7-5-1945 είχαν παραδοθεί επίσημα οι Γερμανικές Δυνάμεις και η 8-5-1945 ονομάσθηκε η ημέρα Νίκης των Συμμάχων στην Ευρώπη, η Δωδεκάνησος μαζί με τη Κρήτη, συνέχισε να παραμένει υπό τον έλεγχο των Γερμανών με μια φανερή όπως τα πράγματα έδειχναν εξήγηση. Να μεθοδευτεί η αμέσως μετά τη συντριβή του Άξονα, συνέχεια της ιδιότυπης κατοχής της Δωδεκανήσου από τους Βρετανούς, όπως ακριβώς και επακολούθησε μέχρι τον Οκτώβρη του 1947.

Γιατί πράγματι, όπως τα ιστορικά γεγονότα κατέδειξαν, οι σύμμαχοι Βρετανοί, ξενίζοντας και απογοητεύοντας με τη σειρά τους και αυτοί τους νησιώτες, διαδεχόμενοι τους Γερμανούς ανέλαβαν πλέον αυτοί την κατοχή της Δωδεκανήσου συμπεριφερόμενοι όμως το ίδιο όπως και οι Ιταλοί το 1912. Δείχνοντας δηλαδή και αυτοί ότι δεν ήλθαν στα Δωδεκάνησα ως απελευθερωτές αλλά αντίθετα ότι συνεχίζουν τη κατοχή με σκληρότητα κατακτητή, εφαρμόζοντας μάλιστα στα νησιά το ίδιο ακριβώς διοικητικό και στρατοκρατούμενο σύστημα της φασιστικής Ιταλίας.

Και το κυριότερο. Οι Βρετανοί δυστυχώς κράτησαν ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, χωρίς να δίνουν οποιαδήποτε σημασία στο γεγονός ότι η Τουρκία με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 είχε αποξενωθεί πλήρως και άνευ όρων από τα Δωδεκάνησα και είχε παραχωρήσει στην Ιταλία όλα τα δικαιώματά της.

Ενδεικτικά ήδη από την πρώτη Προκήρυξη της Βρετανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Δωδεκανήσου, που την υπέγραψε ο Βρετανός αρχιστράτηγος Δυνάμεων Μέσης Ανατολής Β. Paget, σημειώθηκε εμφαντικά ότι «τα εδάφη της Δωδεκάνησου άτινα κατελήφθησαν ή μέλλουσι μετ’ ολίγον να καταληφθώσι υπό Συμμαχικών Δυνάμεων διατελουσών υπό τας διαταγάς ημών».

Χαρακτηριστικά ο Μανώλης Μακρής στο έργο του «Ιστορία της Ρόδου», αναφορικά με τις προθέσεις και τη στάση των Βρετανών, είναι απόλυτα ξεκάθαρος και περιγράφει κατά λέξη τα εξής: «Προσπάθεια των Άγγλων ήταν να δημιουργηθεί αυτονομιστική κίνηση στη Δωδεκάνησο με στόχο να παραμείνουν τα νησιά υπό συμμαχική εντολή, άρα υπό αγγλική διοίκηση, πλην όμως αυτό δεν βρήκε ανταπόκριση στον πληθυσμό των νησιών».

Μόνη και έρημη ηλιαχτίδα σε όλα αυτά, για τους Δωδεκανησίους μια νέα στο πολιτικό σκηνικό φωνή «εξ Ελλάδος». Η φωνή του Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, που τον Μάιο του 1945, στην επίσημη τελετή εγκατάστασης των Βρετανών στη Δωδεκάνησο, ήλθε στη πρωτεύουσα Ρόδο ως προσκεκλημένος Αντιβασιλέας της Ελλάδας και ο οποίος πριν ακόμη εκδηλωθούν οι προθέσεις και αποφάσεις των νικητών του πολέμου για τη Δωδεκάνησο, έπραξε το εθνικά επιβαλλόμενο.

Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός λοιπόν, θαρραλέα, αναχωρώντας από την Αθήνα για να πατήσει τα ελληνικά χώματα της Δωδεκανήσου κατά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και την άφιξη των βρετανικών στρατευμάτων, πρώτος και αιφνιδιάζοντας τους πάντες, ανοικτά και αποφασιστικά, αφυπνίζοντας συνειδήσεις, κήρυξε με στεντόρεια φωνή τον «Αρραβώνα» όπως τον αποκάλεσε των νησιών με την Ελλάδα. Σπεύδοντας μάλιστα ακόμη περισσότερο να διευκρινήσει ότι «δεν πρόκειται μόνο περί Αρραβώνος, αλλά περί Γάμου εις τον οποίον δεν χωρεί διαζύγιον» και συμπληρώνοντας ότι «δύναται να αναμένη με ακλόνητον εμπιστοσύνην και την τυπική πλέον διακήρυξίν των Μεγάλων Συμμάχων μας δια την επάνοδον της εις την αγκάλην της Μητρός της. Διότι η επίσημος αύτη αναγνώρισις... θα έλθη ασφαλώς.»

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός μάλιστα, ήταν επίσης αυτός που όπως κατέγραψε η Ιστορία, συνόδεψε και περαιτέρω το όνομά τους με τη Δωδεκάνησο δύο φορές. Τόσο κατά την άφιξη όσο και κατά την επιστροφή του από τη Ρόδο.

Κατά μεν την άφιξη του λίγο πριν να αποβιβασθεί από το θωρηκτό «Αβέρωφ» είχε την αγωνία και στράφηκε στον πολιτικό σύμβουλό του, τον Ιωάννη Γεωργάκη να τον ρωτήσει, μετά τόσους αιώνες σκλαβιάς και χωρίς φυσικά μέριμνα των κατακτητών για ελληνική εκπαίδευση του πληθυσμού των νησιών, ποια γλώσσα άραγε μιλούν «και πώς θα συνεννοηθούμε με τους κατοίκους της Ρόδου». Για να λάβει τη απόλυτα ξεκάθαρη απάντηση από τον Γεωργάκη, όπως άλλωστε σε λίγο τη βίωσε από τους ίδιους τους κατοίκους που στις 8-5-1945 τον υποδέχονταν «με ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς και αλλόφρονας εκδηλώσεις», πως:

-«Παναγιότατε αυτοί στα νησιά μιλούν και γράφουν τα ελληνικά καλύτερα από εμάς».
Κατά δε την επιστροφή του στην Αθήνα, ύστερα από όλα αυτά που βίωσε, είπε δημόσια για τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε με τον ξεσηκωμό των κατοίκων και τις αυθόρμητες παρελάσεις στη Ρόδο, στο Μαντράκι, κατά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και την άφιξη των βρετανικών στρατευμάτων τον Μάη του 1945, τα εξής:

«Δεν ξεχώριζα πια τη γη από τη θάλασσα, τόσες οι ελληνικές στρωμένες στη στεριά. Αλήθεια, που τις είχαν κρυμμένες όλες αυτές τις γαλανόλευκες.»

Και όλα αυτά σε μια περίοδο που δυστυχώς και πάλι για τα νησιά μας, το Ελληνικό Κράτος συνέχισε να παρακολουθεί το Δωδεκανησιακό Ζήτημα με αποδυναμωμένη και πάλι, εξ αντικειμένου, εθνική πολιτική.

Και πώς να μην συμβαίνει αυτό, καθώς εκείνο τον καιρό ήταν οξυμένα άλλα κορυφαία ζητήματα, με πρώτα τον Εμφύλιο Πόλεμο και τις τεράστιες καταστροφές του πολέμου που είχαν γεμίσει δυστυχία τον πληθυσμό της χώρας.

Γιατί δυστυχώς, κακή μοίρα, όταν από το 1944 στην Ευρώπη, η μια μετά την άλλη, οι χώρες απελευθερώνονταν και ενωμένοι οι λαοί τους έβλεπαν μπροστά και χάρασσαν βήματα προόδου, δυστυχώς στην Ελλάδα συνέβαιναν άλλα τραγικά πράγματα.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει με απίστευτη ένταση, στο πλαίσιο του περίφημου Ψυχρού Πολέμου, που είχε όμως μόνο δύο όλα και όλα τότε μέτωπα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Την τεράστια Κίνα όπου επικράτησαν οι κομμουνιστές και τη μικρή Ελλάδα, όπου έγινε το αντίθετο.

Και όλα τούτα για την πατρίδα μας, σύμφωνα με το μοίρασμα της Γης που έκαναν οι Μεγάλοι με τη Συμφωνία της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945. Τι και αν στην Ελλάδα προηγήθηκαν τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 1944 οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας με τη συμμετοχή στη κυβέρνηση του ΕΑΜ και στα συμμαχικά στρατεύματα του ΕΛΑΣ, αντίστοιχα. Η εθνική μοίρα και πάλι ήταν ο Διχασμός. Ξεκινώντας με την αιματοχυσία των Δεκεμβριανών στη πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, ακολουθώντας η Μάχη των Αθηνών με 5.500 νεκρούς τον Γενάρη του 1945 για να φτάσουμε τον Φεβρουάριο του 1945 στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Με την οποία, αντί η παράδοση των όπλων να κλείσει την εμφύλια αιματοχυσία, ήταν απλώς ο σταθμός για να συνεχισθεί ο Εμφύλιος ακόμη τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1949.

Και όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα, πάντοτε κάτω από την ουσιαστική διακυβέρνηση της χώρας από τους Βρετανούς κατά την πρώτη περίοδο. Από τον Οκτώβριο του 1944 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1947. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ο ίδιος Βρετανός πρεσβευτής R.Leeper ξεδιάντροπα να δηλώνει την ανάγκη η Ελλάδα να γίνει μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και να τελεί υπό διεθνή κηδεμονία.

Με αυτές τις συνθήκες λοιπόν στην σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο Ελλάδα και με τους Βρετανούς να κυριαρχούν και στην ελεύθερη ακόμη Ελλάδα, στα σκλαβωμένα ακόμη Δωδεκάνησα έμενε τελείως μετέωρη και άγνωστη η τύχη τους. 

Κανένας απολύτως δεν έθετε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Διάσκεψη των Παρισίων που με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ξεκινήσει μεταξύ των νικητριών του πολέμου Συμμαχικών χωρών και των ηττημένων χωρών του Άξονα, αν και η Ελλάδα το είχε συμπεριλάβει μεταξύ των αιτημάτων της.

Μέχρι που, όπως η Ιστορία κατέγραψε, ανέλπιστα ήλθε η ώρα να κλείσει και αυτή η εκκρεμότητα, κατόπιν μιας αιφνίδιας πρότασης που έπεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων στις 27 Ιουνίου του 1946 και συγκεκριμένα στο τραπέζι των εργασιών του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων. Των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σοβιετικής ‘Ενωσης, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλίας. Η πρόταση ήταν του υπουργού Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Μολότωφ, που ήταν το δεξί χέρι του Στάλιν, μέχρι τότε εχθρού κάθε ιδέας συνένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Η πρόταση αυτή πραγματικά τάραξε τα νερά γιατί μέχρι τότε το διεθνές πλαίσιο ήταν ως εξής: Η Τουρκία δεν έκρυβε τις διαθέσεις της για τα Δωδεκάνησα και χαρακτηριστικά όπως σημειώνει ο πανεπιστημιακός ιστορικός Α. Λιάκος, το 1945, ο τουρκικός Τύπος ζητούσε την επιστροφή των Δωδεκανήσων στην Τουρκία αφού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τα είχαν καταλάβει οι Ιταλοί...

Εξ άλλου απ’ όταν έγινε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 και μέχρι τον Μάιο του 1945 που είχαν καταλάβει τα νησιά οι Γερμανοί, η Τουρκία είχε προτείνει στη Γερμανία να καταλάβει αυτή τα Δωδεκάνησα μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα ίδια άλλωστε η Τουρκία είχε επίσης ζητήσει και πριν για τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο, όταν το 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Οι Τούρκοι γενικότερα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου δεν έπαψαν να διεκδικούν τα νησιά που γειτνίαζαν με τις μικρασιατικές ακτές και–κατά τη συνήθη τακτική τους- να τα διαπραγματεύονται ως αντάλλαγμα της προσχώρησης της χώρας τους στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο. Στο τέλος μόνο του πολέμου το 1946, η Τουρκία περιόρισε τις απαιτήσεις της σε Κω, Σύμη και Μεγίστη, καθώς η Σοβιετική ‘Ενωση ήδη έθετε ταυτόχρονα και αυτή ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης των Δαρδανελίων.

Στις διαπραγματεύσεις όμως της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, οι συνθήκες είχαν πλέον αλλάξει πλήρως. Η Τουρκία μη αποτελώντας άλλωστε μέρος των συμβαλλόμενων μερών και υπό το κράτος της σοβιετικής απειλής, με την ανασφάλεια της ουδετερότητας που είχε στον πόλεμο, κάτι που όπως σημειώνουν οι ιστορικοί οι Σοβιετικοί δεν έπαψαν ποτέ να της θυμίζουν, η Τουρκία δεν είχε το δικαίωμα και δεν μπορούσε να προβάλλει αντιρρήσεις για τη παραχώρηση των Δωδεκανήσων προς την Ελλάδα.

Και πώς επίσης να τολμούσε να προβάλλει τέτοιο δικαίωμα μέσω τρίτων, καθώς ήταν προ του διλήμματος ότι κάθε υπέρ αυτής εδαφική τροποποίηση, αυτόματα θα διευκόλυνε και την Σοβιετική Ένωση να ζητήσει και αυτή στρατιωτική βάση είτε στα Δωδεκάνησα είτε στα Δαρδανέλια.

Συγκεκριμένα λοιπόν και σύμφωνα με την Ιστορία, η πρόταση του Μολότωφ, καθόλου τυχαία, πήρε σάρκα και οστά όταν άλλαξε ο «προστάτης» της Ελλάδας. Όταν από τον Φεβρουάριο του 1947 η Ελλάδα πέρασε από τη Μεγάλη Βρετανία στις Η.Π.Α.

Οι Η.Π.Α. με το Δόγμα Τρούμαν στην αρχή και το Σχέδιο Μάρσαλ στη συνέχεια, αντικειμενικά είναι γεγονός ότι έδωσαν ισχυρές οικονομικές «ανάσες» στη χώρα. Με την «ομπρέλα» λοιπόν των Η.Π.Α και την εκ μέρους της αποδοχή ότι όλα τα νησιά του Αιγαίου δικαιωματικά ανήκουν στην Ελλάδα, όλος ο πλανήτης και η Τουρκία μαζί βέβαια, αποδέχθηκαν την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.

Με αυτά και αυτά λοιπόν, στις 27 Ιουνίου 1946 φέρνοντας στο τραπέζι Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών τους, έγινε δεκτή η πρόταση της Σοβιετικής ‘Ενωσης για την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα με την αποδοχή και υποστήριξη των Η.Π.Α., της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας. Έτσι, τρεις μήνες αργότερα, η Επιτροπή Πολιτικών και Εδαφικών Ζητημάτων, βγάζοντας από το συρτάρι και υιοθετώντας ομόφωνα τότε πλέον το ελληνικό αίτημα, συμπεριέλαβε την παραχώρηση στο κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, με την ευτυχή κατάληξη, ώστε η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα να συμπεριληφθεί στα παραρτήματα και να επικυρωθεί με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων που υπογράφηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1947.

Επιτέλους, το ανεκπλήρωτο όνειρο, το εθνικό όραμα έγινε πραγματικότητα. Τα 13 μεγάλα νησιά και αόριστα οι παρακείμενες αυτών νησίδες της Δωδεκανήσου, περιήλθαν από την ηττημένη Ιταλία στην Ελλάδα, χωρίς όμως χάρτη και υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησής τους.

Ευτυχώς ωστόσο, όμως, όσον αφορά την έλλειψη χάρτη, που όπως προαναφέρθηκε, είχε προηγηθεί η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 με την οποία η Τουρκία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία (άρθρο 15) με συνημμένο χάρτη που τα οριοθέτησε απόλυτα και που κατά συνέπεια ίσχυε απόλυτα και στην επόμενη πράξη της διαδοχής της Ιταλίας από την Ελλάδα.

Και αναφορικά επίσης με τον παραπάνω όρο αποστρατικοποίησης της Δωδεκανήσου, ότι αυτός και πάλι δεν ισχύει στην περίπτωση που τίθενται σε κίνδυνο τα νησιά, δηλαδή στη περίπτωση που αμφισβητείται η ελληνική επικυριαρχία και μάλιστα όταν έμπρακτα απειλείται η ασφάλεια της Δωδεκανήσου, κατά το στοιχειώδες δικαίωμα κάθε κράτους να υπερασπίζεται τη κυριαρχία του απέναντι σε απειλές, σύμφωνα και όπως με κάθε σαφήνεια προβλέπεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε.

Και όμως, τέλος, που και πάλι η Μητέρα Ελλάδα ολιγωρούσε να ολοκληρώσει με τα απαραίτητα βήματα λειτουργικής ένταξης της Δωδεκανήσου στην ελληνική πολιτεία. Βάζοντας προτεραιότητα τα μεγάλα κρίσιμα εσωτερικά άλλα προβλήματα της εκείνη τη περίοδο, χρειάσθηκε άλλους δέκα ολόκληρους μήνες ακόμη, για να ψηφίσει και να θέσει σε ισχύ τον Νόμο 518/1948 «περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα».

Κατά την εθνική της μοίρα δηλαδή, ακόμη και σε τούτη την ύστατη ώρα, η Δωδεκάνησος για το Κέντρο θα έπρεπε και πάλι να περιμένει. Οι Δωδεκανήσιοι άλλωστε είχαν αποδείξει σε όλες τις περιστάσεις ότι έχουν ανεξάντλητη ψυχή, αντοχή, ανοχή και υπομονή απέναντι στη Μητέρα Ελλάδα, κατανοώντας ότι μετά το μεγάλο πόλεμο και από έναν τραγικό Εμφύλιο, έπρεπε να ξεκινήσει να μαζεύει ένα-ένα τα αποκαΐδια της...

Και τι να πρωτο-περιμαζέψει η χώρα από τα συντρίμμια του Β’Παγκοσμίουυ Πολέμου και του Εμφυλίου: Ούτε λίγο ούτε πολύ 500.000 νεκρούς, το 7% του πληθυσμού της. Επίσης 1.000 χωριά καμένα. Χιλιάδες επίσης οι ανάπηροι και απορφανισμένες οικογένειες. Κατεστραμμένο το συγκοινωνιακό δίκτυο. Εκμηδενισμένες όλες οι καλλιεργητικές εξαγωγές. Το 70 % του πλούτου της χώρας είχε απολεσθεί. Η οικονομία βρισκόταν σε χαώδη κατάσταση. Ο πληθωρισμός εκτός κάθε ελέγχου. Οι συναλλαγές γινόντουσαν με ανταλλαγές ειδών και με χρυσές λίρες. Αυτά είναι τα στατιστικά στοιχεία του Μελετητικού Γραφείου του καθηγητή Κ. Δοξιάδη που συγκεντρώθηκαν μετά τον πόλεμο, με στόχο τη διεθνή προβολή τους για καταβολή αποζημιώσεων που δεν ήλθαν ποτέ...

Κλείνοντας, ο επίλογος έχει αναφορά σε έναν μη Δωδεκανήσιο, υπόδειγμα όμως και πρότυπο ‘Ελληνα πολίτη. Τον Μιχαήλ Στασινόπουλο, πρώην πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, πρώην Πρόεδρο και Δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρώην Πολιτικό και Νομικό Σύμβουλο του πρώτου Έλληνα στρατιωτικού Διοικητή της Δωδεκανήσου Αντιναυάρχου Περικλή Ιωαννίδη.

Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος περιγράφοντας έναν χρόνο μετά, πώς με την αμέσως παραπάνω ιδιότητά του, βίωσε την ημέρα της απελευθέρωσης της Δωδεκανήσου, στις 31 Μαρτίου 1947 έγραψε τα εξής:

«...Η τελετή της έπαρσης της ελληνικής σημαίας τελείωσε, αλλά πολλοί έμειναν να κοιτούν, αχόρταγα, τη σημαία μας να κυματίζει, ποιος ξέρει, πόσες φορές ξαναγύρισαν για να την καμαρώσουν και πάλι. Ο κόσμος δεν εννοούσε να διαλυθεί, αλλά σαν ένας άνθρωπος βάδιζαν σε μια κατεύθυνση. Πού να πηγαίνουν άραγε; Ε, λοιπόν, μετά την πρώτη χαρά, μετά τη δοξολογία, μετά το πρώτο ξέσπασμα του ενθουσιασμού τους, τι σκέφτηκαν να κάμουν οι αγνοί αυτοί νησιώτες, οι καθαροί αυτοί Έλληνες της Δωδεκανήσου.

-Πήγαιναν στο νεκροταφείο για να πούνε στους νεκρούς τους ότι η Δωδεκάνησος ελευθερώθηκε... κάτι σαν τήρηση μιας υπόσχεσης, σε όσους δεν ευτύχησαν να είναι παρόντες... Ήταν μια σκηνή συνταρακτική...».

* O Θεόδωρος Μ. Παπαγεωργίου είναι τέως Νομικός Σύμβουλος του δήμου Ρόδου - Άρχοντας Δικαιοφύλακας της Μ.τ.Χ.Ε.

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου