«Στέλιος Κωτιάδης: Βουλευτής -Υπουργός 1912-1971»
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1920 ΦΟΡΕΣ
Το νέο βιβλίο του Χριστόφορου Β. Αδαμόπουλου
Γράφει ο
Κώστας Ε. Σκανδαλίδης
Ο Χριστόφορος Αδαμόπουλος πάντα με ξαφνιάζει ευχάριστα.
Όπως και πριν μερικές ημέρες, όταν ο ίδιος θέλησε να μου επιδώσει «ιδίοις χερσίν» το νέο του πνευματικό πόνημα (το όγδοο κατά σειρά) με τίτλο «Στέλιος Κωτιάδης Βουλευτής-Υπουργός 1912-1971)», Αθήνα 2024 και με τη δική του γραφή «εγκάρδια προσφορά».
Άλλωστε, μου το είχε προαναγγείλει εδώ και μερικά χρόνια πως θα αποτολμούσε να τον βιογραφήσει. Κι ας μην τον πρόλαβε εν ζωή. Του έφταναν, όμως, και του περίσσευαν όσα μπόρεσε να του αφηγηθεί, αλλά και να του αφήσει όλο το αρχειακό υλικό που χρειαζόταν, η αείμνηστη σύζυγός του Εύη Κωτιάδη, θυγατέρα του Δωδεκανήσιου πολιτικού.
Είχα την τύχη να γνωρίσω προ ετών τον Χριστ. Αδαμόπουλο με την προτροπή του αείμνηστου επιστήθιου φίλου μου Δανιήλ Σπάρταλη και στη συνέχεια να γίνω αποδέκτης όλου του συγγραφικού του έργου.

Εκ προοιμίου θα ήθελα να υπογραμμίσω, πως το καινούριο βιβλίο του Χριστ. Αδαμόμουλου, το οποίο αποτελείται από 410 σελίδες, εμπλουτισμένο με φωτογραφικό υλικό από τη ζωή και το έργο του αείμνηστου Στέλιου Κωτιάδη, συμπληρώνει ένα βιβλιογραφικό κενό και αποτελείται από τρία μέρη, που αναφέρονται:
- 1ο μέρος: στη συνολική πορεία της ζωής του με όλες τις πληροφορίες για τον άνθρωπο που ανάλωσε τον βίο του για να προσφέρει και μόνον στους Δωδεκανήσιους και την Ελλάδα, όλα όσα μπόρεσε κατά τη χρονική περίοδο που ασχολήθηκε με την πολιτική.
- 2o μέρος: σε κείμενα-μελέτες του ιδίου του Στέλιου Κωτιάδη, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (όπως η δημόσια περιουσία της Δωδεκανήσου κ.λπ.).
- 3ο μέρος: σε απόψεις φίλων και συνεργατών του Δωδεκανήσιου πολιτικού.

Άξια λόγου, αλλά και επαίνου η ομολογία του συγγραφέα στο προλογικό του σημείωμα, πως…δεν γνώρισα τον πεθερό μου Στέλιο Κωτιάδη, παρά έξι μήνες μετά το θάνατό του, γνώρισα την αγαπημένη του κόρη, το «χρυσό μου», όπως την έλεγε, και η Εύη έγινε γυναίκα μου. Ειλικρινά, είναι μια τόλμη να βιογραφήσει κανείς κάποιον χωρίς να τον έχει γνωρίσει. Και βεβαίως, εκ του αποτελέσματος να σημειώσω, πως ο Χριστ. Αδαμόπουλος διεκπεραίωσε το δύσκολο τόλμημά του κατά τον ιδανικότερο τρόπο, αγγίζοντας όλες τις πλευρές του μεγάλου Δωδεκανήσιου πολιτικού Στέλιου Κωτιάδη με τρόπο διεξοδικό.
Ενός πολιτικού, παλαιάς μεν κοπής, πλην όμως μπροστά από την εποχή του, του οποίου τόσο η επιστημοσύνη και η προσωπικότητά του, όσο και το ήθος, η πατριωσύνη και η έμφυτη ταπεινότητά του, λείπουν από τη σημερινή μίζερη εποχή μας. Ενός πολιτικού πρότυπου και άξιου προς μίμηση από τους σημερινούς πολιτευόμενους.
Ένα φτωχό χωριατόπαιδο, γεννημένο το 1912 στην ορεινή Ίστριο της Ρόδου, γιος του παπά και δασκάλου Ηλία Κωτιάδη και της Μαρίας το γένος Παπακώστα, πραγματική φωτογραφία του πατέρα του, που περπάτησε στα βήματά του με σεβασμό, με δώρα την κληρονομικότητα και τη διδαχή.

Ένα Ροδιτάκι που στ’ αφτιά του ηχούσαν πάντα τα λόγια του πατέρα:
«Στέλιο, όπως σκαλί-σκαλί θ’ ανεβούμε κάποια μέρα στον Αττάβυρο, έτσι και στη ζωή σου μπορείς να προχωρήσεις. Κάθε σκαλί που θ’ ανεβαίνεις, θα είναι και μία κατάκτηση. Θα σου προσφέρει σιγουριά και δύναμη για το επόμενο. Θα αισθάνεσαι ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση ότι για τα πάντα είσαι ικανός. Την κορυφή θα την βλέπεις όλο και πιο κοντά. Κι αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται με δύο απλές προϋποθέσεις: Να κάνεις όνειρα και να ‘χεις πρόγραμμα... Να θυμάσαι, όμως, ότι πάντα θα πατάς πάνω στη γη...»
Τα έξι χρόνια του ιστορικού Βενετόκλειου Γυμνασίου και τα τρία του Διδασκαλείου της Ρόδου θα τα περάσει ως οικότροφος στο σπίτι του θείου του Δημήτρη Κωτιάδη με χρήματα που έστελνε ο πατέρας του από τη μακρινή Αυστραλία, όπου ξενιτεύτηκε για να κρατήσει όρθια την πολυμελή οικογένεια. Η συνέχεια θα τον βρει υπότροφο στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου (1933-1937), αλλά και στο London School of Economics, καθώς και στο Παρίσι, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες.
Στη Ρόδο θα επιστρέψει το 1939, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται εξοστρακισμένος στη Χάλκη από τον Ντε Βέκκι. Το 1941 θα αναλάβει τη διεύθυνση της ΚΑΪΡ και παράλληλα θα διδάσκει τις γλώσσες της Αγγλικής και της Γαλλικής στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Τον ενδιέφερε, απόλυτα, η αγροτιά.

Γι’ αυτό και από το 1946 πρότεινε την ίδρυση του Γεωργικού Συνεταιρισμού Δωδεκανήσου, του οποίου υπήρξε και πρόεδρος, αλλά και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας στη Δωδεκάνησο. Το 1949 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Ε.Β.Ε. Δωδεκανήσου. Κι ακόμα η ένδεια των συμπατριωτών του ήταν στις προτεραιότητές του, γι’ αυτό και πρότεινε την ίδρυση του Δωδεκανησιακού Οργανισμού Κοινωνικής Πρόνοιας, στον οποίο και διετέλεσε αντιπρόεδρος. Ο αθλητισμός διόλου δεν τον άφησε αδιάφορο, αφού το 1948 ανέλαβε τον «Διαγόρα» ως πρόεδρος.
Η ενασχόληση με τα κοινά θα τον βρει το 1945 με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς υποδήμαρχο Ρόδου, με Δήμαρχο τον Αθανάσιο Καζούλλη, ενώ στις 24.9.1947 θα παντρευτεί την Ευαγγελία Παντελάκη, με την οποία θα αποκτήσουν την Ευδοκία (Εύη) και τον Ηλία, που θα σπουδάσουν στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.

Ο Στέλιος Κωτιάδης, βαθύς γνώστης των δωδεκανησιακών θεμάτων με περίλαμπρες σπουδές στην περιφερειακή ανάπτυξη και τις πολιτικές επιστήμες, ξεκίνησε να υποστηρίζει τα τοπικά συμφέροντα και τη μεγάλη δημόσια περιουσία της Δωδεκανήσου με δημοσιεύματά του στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε με τον πρώτο Διοικητή της Δωδεκανήσου, Νικόλαο Μαυρή (1948-1950), παρά το γεγονός ότι ο μεν Κωτιάδης είχε ενταχθεί στο κόμμα των Φιλελευθέρων ο δε Μαυρής στο κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού και η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε ακόμα και όταν οι δύο τους εξελέγησαν βουλευτές το 1950. Το 1956 θα αποχωρήσει από το κόμμα των Φιλελευθέρων, θα ενταχθεί στο κόμμα της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θα εκλεγεί βουλευτής και θα του ανατεθεί το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
Συνεργάζεται με τους εφοπλιστές, ιδρύει επαγγελματικές σχολές πλοιάρχων και μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού, μειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές, δίνει το δικαίωμα σε όλους τους Έλληνες ναυτικούς να ασφαλιστούν στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο. Αυτές είναι μερικές και μόνον ενέργειες που θα χαρακτηρίσουν την υπουργική του θητεία επιτυχή, γι’ αυτό και ο Κ. Καραμανλής θα του εμπιστευθεί το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας δύο φορές. Κι όταν το 1961 ο πρωθυπουργός τον κάλεσε να του αναθέσει για δεύτερη φορά το υπουργείο, ο Στ. Κωτιάδης τόλμησε να του πει πως μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του και σε άλλο τομέα, για να του απαντήσει εκείνος ορθά-κοφτά:
«Όχι Στέλιο, θέλω να έχω το κεφάλι μου ήσυχο!»
Να σημειωθεί ότι, ο Στ. Κωτιάδης εκλέχτηκε βουλευτής σε οκτώ εκλογικές αναμετρήσεις από το 1950 μέχρι το 1967. Ήταν τότε, ακριβώς, όταν η χούντα των Αθηνών τού απαγόρευσε να ασχολείται πλέον με τα κοινά. Όμως, οι Ροδίτες και οι Δωδεκανήσιοι του το αναγνώρισαν και τον θεώρησαν ένα άνθρωπο δικό τους που νοιαζόταν γι’ αυτούς. Το 1950 εκλέχτηκε πρώτος των πρώτων. Κι εκείνος δεν ξέχασε ποτέ τα λόγια του πατέρα του με τη σκάλα του Αττάβυρου. Άλλωστε, γεννημένος στη σκλαβιά και τη φτώχεια, γνώριζε καλά τις ανηφόρες της ζωής και πως ο Δωδεκανήσιος έπρεπε να βιοποριστεί και να μορφωθεί και να αποκτήσει ποιότητα η ζωή του. Και θεωρούσε χρέος και τιμή του να υπηρετήσει έναν λαό που για πρώτη φορά έβλεπε την ελευθερία του και πάσχιζε για την επιβίωσή του. Και το έκανε πράξη. Πώς; Παντρεύτηκε την πολιτική!

Η περίοδος της χούντας υπήρξε η χειρότερη περίοδος της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του αείμνηστου πολιτικού. Του στέρησαν τις αμοιβές του, δεν του επέτρεπαν να εργαστεί, δεν του έδιναν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, δεν του αναγνώριζαν το πτυχίο του και αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να μετατρέψει ένα μέρος του σπιτιού του σε επαγγελματική στέγη, να το ενοικιάσει, για να εξασφαλίσει την στοιχειώδη επιβίωση της οικογένειάς του.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του γιου του, Ηλία Κωτιάδη, ο οποίος σε ένα κείμενό του που δημοσιεύεται στη βιογραφία του πατέρα του με τον τίτλο «Τι κάνουμε τώρα πατέρα;» θα γράψει με βαθιά οδύνη:
«...Δυο τρεις φίλοι αλλά και η οικογένεια της μητέρας μου συνδράμουν οικονομικά από την Αυστραλία». Στη Ρόδο μετά από πολλές περιπέτειες ανοίγει το λογιστικό του γραφείο και προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του. Πολλοί συμπολίτες του, του γυρίζουν την πλάτη, κάτω από τον τρόμο της χούντας. Τα οικονομικά του άθλια, αφού αναγκαζόταν ακόμα και να δανείζεται και τις εφημερίδες από τον διανομέα τότε της γειτονιάς κ. Σάκη Δαμβέτα. Κάποιοι συμπολίτες μας, όπως οι αδελφοί Φώκιαλη του BELVEDENTE, ο Αντώνης Δεσποτάκης, ο Ανδρέας Χαραλαμπίδης και ο Μιχάλης Αναστασιάδης, του ανέθεσαν τη λογιστική παρακολούθηση των επιχειρήσεών τους. Δουλειά σπίτι και σπίτι δουλειά...
Έτσι, λοιπόν, τον ανάγκασε η χούντα, ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια προσφοράς του στα κοινά της πατρίδας, να ανοίξει λογιστικό γραφείο για να μπορέσει να ζήσει. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι ο Στέλιος Κωτιάδης κάτω από αυτό το ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς, μπόρεσε να εκτονώνεται, ανώνυμα και υπό τον τίτλο «Ροδιακά», αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Ροδιακή» και ακροβατώντας μέσα στα πλαίσια της λογοκρισίας των συνταγματαρχών.

Το 1969, εν μέσω δικτατορίας, καλεσμένος του Ναυτικού Ομίλου Ρόδου, τόλμησε να παρευρεθεί και να καθίσει στην τελευταία καρέκλα της πρώτης σειράς. Κι όταν ένας στρατιώτης του υπέδειξε να σηκωθεί και να σταθεί όρθιος, ο Στ. Κωτιάδης έφυγε σιωπηρός για το σπίτι του, ενώ σε λίγες ημέρες και κάτω από αυτό το γεγονός που τον πλήγωσε αφάνταστα, έπαθε εγκεφαλικό.
Τον θυμάμαι μετά από καιρό με μια τσάντα στο χέρι και κουτσαίνοντας με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού να πηγαίνει σε διάφορα καταστήματα, όπου κρατούσε τα λογιστικά τους κατάστιχα. Έφυγε για πάντα από τη ζωή στις 14 Ιουλίου του 1971, χωρίς να προλάβει να ζήσει και να χαρεί την αποπεράτωση των σπουδών των παιδιών του, της Εύης και του Ηλία. Κι ήταν η ώρα του απογεύματος, σαν πήγε για τον καθημερινό μεσημεριάτικο ύπνο και δεν ξύπνησε.
Περαίνοντας το σημείωμα αυτό, θα ήθελα να προσθέσω πως ο Χριστόφορος Αδαμόπουλος με την περιγραφική του δεινότητα, την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, τη γλαφυρή πένα και τον αυθεντικό και δωρικό λόγο του (πτυχιούχος, γαρ, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Τριπόλεως), κατάφερε να βιογραφήσει κατά τον ιδανικότερο τρόπο τον δικό μας Στέλιο Κωτιάδη, έναν Δωδεκανήσιο πολιτικό με πλούσια προσφορά στον τόπο του, με ήθος απαράμιλλο και έμφυτη ταπεινότητα, έναν γνήσιο πατριώτη, αγωνιστή και οραματιστή που ξεκίνησε από τη μακρινή ορεινή Ίστριο, χωρίς να λησμονήσει ποτέ το πρώτο σκαλί απ’ όπου και ξεκίνησε.
Αγαπητέ κ. Χριστόφορε Αδαμόπουλε, σου είμαστε ευγνώμονες ως Δωδεκανήσιοι για το ταπεινό, αλλά πλούσιο προσκύνημά σου στον σεμνό πολιτικό άνδρα της Δωδεκανήσου, Στέλιο Κωτιάδη. Εμείς, θα τον θυμόμαστε όσο υπάρχουμε.