Νομικά θέματα στις αδειοδοτήσεις υπεραγορών

Νομικά θέματα στις αδειοδοτήσεις υπεραγορών

Νομικά θέματα στις αδειοδοτήσεις υπεραγορών

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 447 ΦΟΡΕΣ

Το τελευταίο διάστημα απασχόλησε τη κοινή γνώμη η δημοσιοποίηση δικαστικής απόφασης Ανωτέρου Δικαστηρίου και επαναφέρθηκε στο προσκήνιο η πολυσυζητημένη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε αντισυνταγματική προισχύσασα διά

Το τελευταίο διάστημα απασχόλησε τη κοινή γνώμη η δημοσιοποίηση δικαστικής απόφασης Ανωτέρου Δικαστηρίου και επαναφέρθηκε στο προσκήνιο η πολυσυζητημένη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε αντισυνταγματική προισχύσασα διάταξη νόμου, πού αφορούσε αδειοδότηση ΥΠΕΡΑΓΟΡΩΝ, με απόφαση του Ν.Σ Ιδιωτική εταιρεία (υπεραγορά), της οποίας απέρριψε την αίτηση για αδειοδότηση το Ν.Σ, αρχές του προηγουμένου έτους, εξάντλησε όλα τα ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, ως είχε καθ’ όλα δικαίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους και οπωσδήποτε το ένδικο μέσο που δεν άσκησε μέχρι σήμερα η Ν.Α, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι η ιδιωτική εταιρεία θα το ασκούσε, αν δεν την ευνοούσε η τελευταία δικαστική απόφαση. Ο ισχυρισμός δε ότι παρήλθε η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου, με την επίκληση μόνο του γεγονότος ότι είχε παραληφθεί αντίγραφο της εν λόγω απόφασης στις 23-9-2010, το οποίο απέστειλε η Γραμματεία του Δικαστηρίου, αποδεικνύει τον τρόπο που λειτουργεί η διοίκηση, δηλ. να μη «τρέχει» απολύτως τίποτε, ακόμη και όταν η Νομαρχιακή Αρχή πληροφορείται πρόσφατα από τα ΜΜΕ ότι απώλεσε την άσκηση ενός ενδίκου μέσου, ενώ δε ο Πρόεδρος και τα μέλη της αρμόδιας Νομαρχιακής Επιτροπής, η οποία όφειλε να ενημερωθεί εγγράφως για να εισαχθεί το θέμα στην Επιτροπή προς λήψη απόφασης για την άσκηση ενδίκου μέσου, ως της μόνης καθ΄ύλην αρμόδιας, δεν ενημερώνονται καθόλου. Έτσι ένα πρωτοκολλημένο ενημερωτικό διαβιβαστικό έγγραφο της Γραμματείας του Δικαστηρίου με συνημμένη την απόφαση, του οποίου όμως αγνοούν την ύπαρξη τα μέλη της καθ΄ ύλην αρμόδιας Νομαρχιακής Επιτροπής και ο πρόεδρος της, θεωρείται άνευ άλλου τινός ότι επέφερε τις συνέπειες του νόμου, σ’ ότι αφορά την παρέλευση των προθεσμιών άσκησης του αρμόζοντος ενδίκου μέσου κατά της απόφασης. Θεωρώ ότι, λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού και ιδιαίτερα των κατηγοριών των επαγγελματιών και εμπόρων και για τη πληρέστερη ενημέρωση, καλό είναι να δημοσιοποιηθεί ολόκληρο το σκεπτικό της μειοψηφίας της πολυσυζητημένης απόφασης της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και η τριχοτομημένη γνώμη της πλειοψηφίας. Σημειωτέον ότι στη μειοψηφία συμπεριλαμβάνετο και ο τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολουθεί το σκεπτικό της μειοψηφίας, το οποίο έχει ως εξής: 1. Απόσπασμα από το σκεπτικό της μειοψηφίας της ως άνω απόφασης « …Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, οι Σύμβουλοι* ……….προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος.....κατά την γνώμη των οποίων: οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2323/1995 είναι, κατά πάντα, συμβατές με το Σύνταγμα και τούτο για τους εξής λόγους: Με τις επίμαχες διατάξεις, η ίδρυση μεγάλων εμπορικών μονάδων, που είναι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ιδιαίτερης σημασίας για την εθνική οικονομία και έχει σημαντικές επιπτώσεις στην περιφερειακή ανάπτυξη, τίθεται υπό καθεστώς προηγουμένης διοικητικής αδείας. Η άδεια αυτή χορηγείται, κατά τις ως άνω διατάξεις, μετά συνεκτίμηση σειράς κριτηρίων οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, καθένα από τα οποία τείνει στην εξυπηρέτηση σκοπού, ειδικώς θαλπομένου από αντίστοιχη συνταγματική διάταξη. *συνολικά μειοψήφισαν 15 μέλη του Συμβουλίου Επικρατείας και πλειοψήφισαν 19 μέλη Η, κατά το Σύνταγμα, προστασία της οικονομικής ελευθερίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ελευθερία ιδρύσεως εμπορικού καταστήματος, ουδόλως εμποδίζει, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, την θέσπιση συστήματος διοικητικών αδειών για την άσκηση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητος, αρκεί το σύστημα αυτό να ανταποκρίνεται στις γενικές προϋποθέσεις για το επιτρεπτό των περιορισμών της οικονομικής ελευθερίας και, επί πλέον, να είναι διαφανές και να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του εκάστοτε προβλεπομένου από το Σύνταγμα είδους δικαστικού ελέγχου. Οι άδειες αυτές μπορεί να χορηγούνται είτε κατά δέσμια αρμοδιότητα, μετά, βεβαίως, τον έλεγχο από την Διοίκηση της συνδρομής των τασσομένων νομίμων προϋποθέσεων, είτε και κατά διακριτική ευχέρεια, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο νομοθέτης προβλέπει, για την άσκησή της, αντικειμενικά κριτήρια, η τήρηση των οποίων να είναι δικαστικώς ελέγξιμη. Από καμμία διάταξη ή αρχή δεν απορρέει η υποχρέωση να υπάρχει προέχων σκοπός δημοσίου ενδιαφέροντος ως κριτήριο για την άσκηση της αρμοδιότητος αυτής, δεν είναι δε υποχρεωτικό να κατατείνουν όλα τα κριτήρια στο αυτό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, στο μέτρο που τα κριτήρια αυτά αντιστοιχούν στην εξυπηρέτηση σκοπών, θαλπομένων από διάφορες συνταγματικές διατάξεις, η υποχρεωτική πρόσδοση μείζονος βαρύτητος σε ένα από αυτά θα κατέλυε την αρχή της ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων, αφού θα είχε ως αποτέλεσμα η διάταξη, στην εξυπηρέτηση του σκοπού της οποία κατατείνει το θεωρούμενο ως προέχον κριτήριο, να διεκδικεί, χωρίς να είναι ειδικότερη, προέχουσα εφαρμογή έναντι των λοιπών συνταγματικών διατάξεων. Μάλιστα, το ενδεχόμενο αντιφάσεως των θεσπιζόμενων κριτηρίων είναι σύμφυτο με την πολυπλοκότητα, αλλά και την αντίθεση των σκοπών, τους οποίους εξυπηρετούν οι συνταγματικές διατάξεις, υπόκειται δε στην, κατά διακριτική ευχέρεια, δρώσα των κριτηρίων αυτών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εξ άλλου, από καμμία αρχή ή κανόνα δεν συνάγεται ότι η, κατά διακριτική ευχέρεια, απόφανση της Διοικήσεως επί θεμάτων ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητος συνιστά, καθ’ εαυτήν, περιορισμό, μάλιστα δε κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπόμενο από το Σύνταγμα, της οικονομικής ελευθερίας. Αντιθέτως, τόσο σε εθνικό, όσο και σε κοινοτικό επίπεδο (βλ. αντί πολλών ΔΕΚ C-46/93 και C-48/93, υποθ. Brasserie du Pecheur και Factortame, απόφ. της 5-3-1996, σκ. 43-45), είναι αυτονόητη η αναγνώριση στην Διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, μάλιστα δε ευρείας, σε ζητήματα, σχετιζόμενα με οικονομικού χαρακτήρα πολιτικές επιλογές, όπως είναι εν προκειμένω το εύρος αναπτύξεως εμπορικών δραστηριοτήτων στην περιφέρεια από μεγάλες εμπορικές μονάδες, οι οποίες, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, μπορεί να θέσουν σε διακινδύνευση την περιφερειακή ανάπτυξη ή τον εμπορικό ανταγωνισμό σε συγκεκριμένες περιοχές. Η υιοθετούμενη από την πρώτη βάση της κρατησάσης γνώμης εκδοχή, άγουσα σε μονοσήμαντη, υπέρμετρη προστασία της οικονομικής ελευθερίας του επιχειρούντος έναντι άλλων σκοπών δημοσίου ενδιαφέροντος, την ισόρροπη εξυπηρέτηση των οποίων επιβάλλει, εν τούτοις, το ίδιο το Σύνταγμα, ανατρέπει την σχετική συνταγματική ισορροπία, κατά την οποία, εντός του θεμελιώδους και μη αναθεωρητέου πλαισίου κατοχυρώσεως και προστασίας του πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας, επαφίεται, κατά τα λοιπά, στον εκάστοτε νομοθέτη η ευχέρεια να ρυθμίζει και να οργανώνει την άσκηση της ελευθερίας αυτής κατά τρόπο, στοιχούντα προς τις κοινωνικές του επιδιώξεις και προς τον σκοπό εξυπηρετήσεως και άλλων, θαλπομένων από το Σύνταγμα σκοπών. Ειδικότερα, η προώθηση της ισόρροπης οικονομικής αναπτύξεως όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας και της περιφερειακής αναπτύξεως, στις οποίες, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, αποβλέπει η επίμαχη διάταξη, επιβάλλει στο Κράτος, κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος, την υποχρέωση προγραμματισμού και συντονισμού της όλης οικονομικής δραστηριότητος, στον συντονισμό δε αυτόν προδήλως εντάσσεται και η θέσπιση του επιμάχου διοικητικού συστήματος αδειών. Δεν αποτελεί δε αδυναμία του συστήματος αυτού, συνεκτιμητέα κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του, το αποσπασματικό των σταθμίσεων του, διότι η αποσπασματικότητα αυτή είναι σύμφυτη με τον χαρακτήρα, ως ατομικής διοικητικής πράξεως, κάθε, κατά διακριτική ευχέρεια εκδιδομένης, διοικητικής αδείας, εν όψει, πάντως, του γεγονότος ότι το επίμαχο σύστημα βασίζεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, στην διαπίστωση της συνδρομής και στην, εν συνεχεία, στάθμιση από την Διοίκηση σειράς όλης αρκούντως σαφών και συγκεκριμένων νομοθετικών κριτηρίων, στοιχούντων σε αντίστοιχους, συνταγματικώς θαλπομένους, σκοπούς. Ως προς την βάση αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, την στηριζόμενη σε παραβίαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, τα αυτά μέλη του Δικαστηρίου διετύπωσαν την γνώμη ότι αυτή, επίσης, δεν ευσταθεί, διότι, προεχόντως, η εν λόγω διάταξη, ορθώς ερμηνευομένη, πραγματεύεται αποκλειστικώς ζητήματα αδείας ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητος και δεν διέπει χωροταξικά ζητήματα, σχετικά με το επιτρεπτό της εγκαταστάσεως εμπορικών καταστημάτων ή, πολλώ μάλλον, δημιουργίας ευρύτερης περιοχής εγκαταστάσεως ομοειδών εμπορικών μονάδων. Τα ζητήματα αυτά, αναγόμενα, λόγω του είδους και της κλίμακας τους, στην πολεοδομική οργάνωση των οικισμών, εξετάζονται, κατά την σχετική εθνική, αλλά και κοινοτική νομοθεσία, η εφαρμογή της οποίας αυτονοήτως επιφυλάσσεται, αφ’ ενός μεν στο πρώτο ή το δεύτερο επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλαδή κατά την έγκριση ή αναθεώρηση Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή Πολεοδομικής Μελέτης, αφ’ ετέρου δε, αν συντρέχει σχετική νόμιμη περίπτωση, κατά τον έλεγχο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κατασκευή και την λειτουργία της μονάδος, με την έγκριση ή όχι των οικείων περιβαλλοντικών. Η, κατά τον τρόπο δε αυτό, οργάνωση και εξέταση του επιτρεπτού εγκαταστάσεως, εμπορικής μάλιστα και όχι παραγωγικής ή μεταποιητικής, μονάδος καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 24 του Συντάγματος…». ΔΗΛΑΔΗ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ 14 ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΕΙΟΨΗΦΙΣΑΝ ΜΕ ΠΛΗΡΩΣ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΣΚΕΨΗ. ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΥΠΗΡΞΕ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΘΕΝΑΡΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ 15 ΜΕΛΩΝ. 2. Αποσπασματικές επισημάνσεις από το σκεπτικό της πλειοψηφούσας γνώμης Α. Στο σκεπτικό της απόφασης στη αρχή αναφέρεται ότι: «….Το άρθρο 10 του Ν. 2323/1995, όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, δηλαδή, μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 21 του Ν. 2741/1999 (Α΄ 199) και προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 10 του Ν. 3377/2005 (Α΄ 202/19.8.2005), όριζε τα εξής: «1. Για την ίδρυση υπεραγορών λιανικού εμπορίου απαιτείται άδεια χορηγούμενη από το νομαρχιακό συμβούλιο της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, μετά γνώμη της αντίστοιχης οικονομικής και κοινωνικής επιτροπής και του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν η επιφάνεια πωλήσεων είναι:……δ) άνω των 2000 τ.μ. στα νησιά Κρήτη, Ρόδο και …». Δηλαδή η απόφαση της Ολομελείας δεν κάμνει καμιά σκέψη για το νέο νόμο, τον οποίο ομως ανέφερε, όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, αφού κάμνει μνεία αυτού, και θα μπορούσε παρεμπιπτόντως να κάμει ιδιαίτερη σκέψη για αντισυνταγματικότητα και αυτού του τότε νέου νόμου, αν έτσι τον έκρινε και αυτόν η Ολομέλεια. Β. Είναι αξιοσημείωτον ότι η εν λόγω απόφαση εμπεριέχει στο σκεπτικό της τρείς(3) γνώμες-σκέψεις της πλειοψηφίας – γεγονός σπάνιο για δικαστική απόφαση - δηλ. να είναι τριχοτομημένη η πλειοψηφούσα σκέψη, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι μόνο τα δύο (2) μέλη με λιτή απόλυτη σκέψη και τα τέσσερα(4) μέλη με ολιγόλογη σκέψη καταλήγουν ευθέως και απόλυτα - δηλ. συνόλο μόλις έξι(6) σύμβουλοι –στη κατ΄αντίθεση με το άρθρο 24 του Συντάγματος ανάθεση της εν λόγω αρμοδιότητας στη τοπική αυτοδιοίκηση. Γ. Τα υπόλοιπα ένδεκα (11) μέλη της πλειοψηφούσας σκέψης, ενώ καταλήγουν και αυτά στην αντισυνταγματικότητα του προηγούμενου νόμου, είναι όμως διαφοροποιημένα από την απόλυτη σκέψη των προαναφερομένων έξι (6) Συμβούλων, και αυτό προκύπτει εκ του σκεπτικού των 11 μελών, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρουν ότι: «…η δια νόμου χορήγηση στη Διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, και μάλιστα κατά την άσκηση αρμοδιότητος που απολήγει στην επιβολή περιορισμού στην άσκηση ατομικού δικαιώματος, είναι ανεκτή από το Σύνταγμα, μόνον κατά το μέτρο που η χορήγηση διακριτικής ευχέρειας δικαιολογείται επαρκώς από την ειδική φύση του αντικειμένου της ρυθμίσεως.…» και παρακάτω στο ίδιο σκεπτικό αναφέρουν ότι : «…Πράγματι, ο νομοθέτης (ή, κατόπιν σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, ανταποκρινόμενης στις απαιτήσεις του άρθρου 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση) έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει, στην τοπική κλίμακα, την οποία θα κρίνει εκάστοτε κατάλληλη (περιοχή ορισμένης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, περιοχή ορισμένου Δήμου ή Κοινότητος, ορισμένο νησί ή ορισμένος οικισμός κ.λπ.) και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις επικρατούσες στη συγκεκριμένη περιοχή ειδικές συνθήκες, τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου ενδιαφέροντος (όπως, λόγου χάριν, την ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ή την ιδιαίτερη ανάγκη δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας ή την ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας παραδοσιακών οικισμών ή παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων), στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει, προεχόντως, η θέσπιση συστήματος αδειοδοτήσεως υπεραγορών στη συγκεκριμένη περιοχή και εν αναφορά προς τον οποίον θα ασκεί τη σχετική αρμοδιότητα της η Διοίκηση, χωρίς να αποκλείεται και η πλήρης από το νόμο απαγόρευση της ιδρύσεως υπεραγορών σε ορισμένη περιοχή, εάν ο λόγος δημοσίου ενδιαφέροντος, κατ’ επίκληση του οποίου επιβάλλεται η απαγόρευση, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με ηπιότερο μέσο..…» 3. Καίρια τροποποίηση στην νέα διάταξη του ισχύοντος νόμου 3377/2005 Δεδομένο όμως είναι ότι υπήρξαν τροποποιήσεις στο νόμο 3327/2005 σε σχέση με τον προηγούμενο 2323/1995 (κριθέντα ως αντισυνταγματικό), όπως π.χ αυτό πού επισημαίνει και το αμέσως παραπάνω σκεπτικό αναφορικά με την ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που δεν εμπεριέχετο στον προηγούμενο νόμο, πλην όμως συμπεριέλαβε η νέα διάταξη. Παραθέτω δε στο σημείο αυτό το σχετικό εδάφιο του παλιού και το αντίστοιχο τροποποιημένο του νέου νόμου: Ν. 2323/1995 «.. Οι επιπτώσεις στην απασχόληση, η συμβολή στη διατήρηση ή αύξηση των θέσεων εργασίας στην περιοχή, η συμβολή στη σταθερότητα και την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Ν.3377/2005 « ..α) Οι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων, στην οικονομία της περιοχής, στην απασχόληση και στην επίδραση επί της λειτουργίας των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων….» 4. Κριτικές παρατηρήσεις επί του εν λόγω θέματος. Οι προεκτιθέμενες σκέψεις έχουν την σημαντική αξία τους, στη περίπτωση που επανεξετασθεί από το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και η διάταξη του ισχύοντος νόμου 3377/2005, εφόσον οι υπεύθυνοι επιτελέσουν το στοιχειώδες καθήκον τους να ασκήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, η οποία παραπέμπει απλά στη παραπάνω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία όμως, όπως επισημαίνεται στο σκεπτικό της απόφασης της δεν εξέφρασε ιδιαίτερες σκέψεις παρεμπιπτόντως για τον νέο τότε νόμο, αν και έκαμε μνεία αυτού, αλλά έκρινε την αντισυνταγματικότητα μόνο του προηγουμένου νόμου 2323/1995, σε κάποια σημεία του, με την αφενός παραπάνω ισχυρή μειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου και του τότε Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και την αφετέρου ως άνω μικρή σε διαφορά ψήφων, τριχοτομημένη δε, σε σκέψεις, και ως εκ τούτου ισχνή πλειοψηφία, η οποία για όλους τους προεκτιθέμενους λόγους, θεωρούμε ότι σε επανεξέταση του θέματος μπορεί να αναθεωρηθεί και να κριθεί ότι η σχετική διάταξη του νέου νόμου που ισχύει σήμερα, δηλαδή το άρθρο 10 του νόμου 3377/2005, συνάδει, με το Σύνταγμα. Σε γνωμοδοτικό του σημείωμα ο Νομικός Σύμβουλος της Ν.Α.Δ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο ίδιος εισηγήθηκε διαφορετικά απ’ ότι αποφάσισε το Ν.Σ, το οποίο ως γνωστόν απέρριψε στις αρχές του 2009 το αίτημα μεγάλης εταιρείας για ίδρυση Υπεραγοράς. Ο ίδιος όμως παρέστη σε Ανώτερο Δικαστήριο εκπροσωπώντας την Ν.Α,ως αντίδικη της ιδιωτικής εταιρείας στο Δικαστήριο, η οποία (εταιρεία) εξάντλησε όλα τα ένδικα βοηθήματα και ένδικά μέσα, ως είχε καθ’ όλα δικαίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους και οπωσδήποτε το ένδικο μέσο που δεν άσκησε μέχρι σήμερα η Ν.Α, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι η ιδιωτική εταιρεία θα το ασκούσε, αν δεν την ευνοούσε η τελευταία δικαστική απόφαση. Ο ισχυρισμός δε ότι παρήλθε η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου, με την επίκληση του γεγονότος ότι είχε παραληφθεί αντίγραφο της εν λόγω απόφασης στις 23-9-2010 και μέχρι την σύνταξη σχετικού εγγράφου του -βεβαίωσης πού συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος στις 25-11-2010 με το οποίο βεβαιώνει ότι δεν ασκήθηκε ουδέν ένδικο μέσο,αποδεικνύει τον τρόπο που λειτουργεί η διοίκηση , δηλ. να μη «τρέχει» απολύτως τίποτε, ακόμη και όταν η Νομαρχιακή Αρχή πληροφορείται πρόσφατα από τα ΜΜΕ ότι απώλεσε την άσκηση ενός ενδίκου μέσου, διότι δεν είχε υπεύθυνη έγγραφη ενημέρωση, από την Νομική Υπηρεσία,στην οποία η Νομαρχιακή Αρχή χρέωσε το παραληφθέν έγγραφο. Προφανώς λοιπόν η τελευταία με τα δεδομένα αυτά προσεπάθησε να δικαιολογήσει την φερόμενη ως απολεσθείσα προθεσμία μη άσκησης του αρμόζοντος ενδίκου μέσου, για το κύρος της Ν.Α. * Γράφει ο Ιωάννης Κουμπιάδης Δικηγόρος

Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους