Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana), κοινώς γαζία
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 1296 ΦΟΡΕΣ
Γράφει o
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων
Ακακία (Acacia)
Πρόκειται για γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογενείας των Χεδρωπών (Fabaceae). Περιλαμβάνει περίπου πεντακόσια (500) είδη ιθαγενή των τροπικών και παρατροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι ακακίες είναι μετρίου μεγέθους δένδρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια, λίγο ή πολύ λυγισμένα και ως επί το πλείστο με αγκάθια. Αυτά με την εμφάνισή των δίδουν την χαρακτηριστική όψη στις σαβάνες, όπου φυτρώνουν σε ομάδες.
Τα φύλλα των είναι πτεροειδή και σύνθετα και σε ορισμένες περιπτώσεις μειώνονται σε φυλλώδια, δηλαδή πράσινους μίσχους με φυλλοειδή διαπλάτυνση. Τα άνθη των είναι μικρού μεγέθους και σχηματίζουν συχνά εντυπωσιακές ταξιανθίες. Στο γένος Ακακία (Acacia) ανήκουν διάφορα είδη, που γενικά ονομάζονται μιμόζες ή γαζίες, τα οποία έχουν άνθη διατεταγμένα κατά στάχεις ή κατά σφαιρικά κεφάλια χρώματος κιτρίνου.
Ένα από τα γνωστότερα είδη, που απαντά στις παρά τη Μεσόγειο Θάλασσα χώρες, είναι η Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana), η κοινώς γνωστή γαζία, γατζία, αμπεριά - έτσι ελέγετο στην Σμύρνη και λέγεται σήμερα στην Κρήτη - και σκουροπαθιά (Κύπρος).
Μάλιστα στην Κρήτη ακούγεται δίστιχο, σχετικό με τη γαζία ή αμπεριά, το οποίο έχει ως εξής:
«Μιάν αμπεριά εφύτεψα και βγήκε έν΄ αμπέρι
κι η αμπεριά με κάρφωσε, μου πλήγωσε το χέρι».
Η γαζία πιθανώς κατάγεται από την Αμερική (ΝΔ Ηνωμένες Πολιτείες) ή την Αϊτή (Δομινικανή Δημοκρατία), αλλά έχει εγκλιματισθεί σε όλες σχεδόν τις θερμές χώρες, ώστε έχει γίνει σχεδόν αυτοφυής σε αυτές. Μάλιστα σε ορισμένες από τις περιοχές αυτές έχει γνωρίσει τέτοια διάδοση, ώστε από καλλωπιστικό φυτό, να έχει αποβεί ενοχλητικό και δυσεξόντωτο ζιζάνιο.
Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana)
Η Ακακία ή Βαχελλία, πρώην Μιμόζα, η φαρνεζιανή, κοινώς γαζία, είναι ένας θάμνος ή μικρό δένδρο, που υπάγεται στην συνομοταξία Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta), στην ομοταξία Δικοτυλήδονα (Μagnoliopsida), στην τάξη Κυαμώδη (Fabales), στην οικογένεια Χεδρωπά (Fabaceae), στο γένος Βαχελλία (Vachellia) και στο είδος φαρνεζιανή (farnesiana).
Το όνομα φαρνεζιανή (farnesiana) έλαβε προς τιμήν του Οδοάκρο Φαρνέζε (Odoacro Farneze, 1573-1626), μέλους της επιφανούς Ιταλικής Οικογενείας Φαρνέζε (Farneze), η οποία διετήρει ένα από τους πρώτους ιδιωτικούς Βοτανικούς Κήπους στη Ρώμη, ήδη από το έτος 155 μ. Χ. και όπου εφυτεύθηκε η γαζία και ακολούθως περιεγράφη επιστημονικά.

Ως προς την ονομασία «γαζία», αυτή αποτελεί αντιδάνειο από τη βενετική λέξη “gazie”, η οποία προέρχεται από την ιταλική “gaggia”, από την υστερολατινική “acacia” και από την ελληνική «ακακία», η οποία έχει αιγυπτιακή προέλευση.
Η Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana) είναι δένδρο μικρού μεγέθους (ύψους περίπου 3,00-4,00 μ.), φυλλοβόλο, αγκαθωτό. Τα φύλλα αυτού είναι σύνθετα, δισπτεροειδή, με 3-8 ζεύγη αρχικών διαιρέσεων, εκάστη των οποίων έχει 10-30 ζεύγη από στενά, μικρά φυλλάρια.
Τα άνθη του δένδρου αυτού είναι μικρά, κίτρινα, έντονα αρωματικά και σχηματίζουν σφαιρικά κεφάλια (ταξιανθία). Ο καρπός είναι χέδρωπας (λοβός), σχεδόν κυλινδρικός, σαρκώδης και φέρει 4-5 σπέρματα χρώματος μέλανος. Ο καρπός περιέχει σημαντικές ποσότητες δεψικών ουσιών. Οι ακακίες πολλαπλασιάζονται, είτε με σπόρους, είτε με μοσχεύματα.
Η Ακακία η φαρνεζιανή καλλιεργείται στα ανατολικά μεσογειακά παράλια της Γαλλίας, για την παρασκευή αιθερίου ελαίου (Essence de cassie), το οποίο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Επίσης, ο φλοιός της ακακίας χρησιμεύει στη βυρσοδεψία. Η ακακία στη χώρα μας καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό, για τα πολύ ωραία και αρωματικά άνθη του.
Παλαιότερα, σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας και ειδικότερα στην Κρήτη, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να τοποθετούν άνθη γαζίας στις κασέλες και στις ντουλάπες, όπου εφύλαγαν τα ρούχα και αυτά έπαιρναν το άρωμα της γαζίας (πρβλ. Ν. Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης).
Είδη ακακίας
Στην Ελλάδα ευδοκιμούν πολλά είδη ακακίας, σπουδαιότερα των οποίων είναι τα επόμενα:
1) Ακακία η κυανόφυλλος (Acacia cyanophylla)
Πρόκειται για δένδρο αειθαλές, το οποίο εισήχθη στην Ελλάδα κατά το έτος 1883 υπό του Έλληνα γεωπόνου και φυσιοδίφου Παναγιώτου Γενναδίου (1847-1917). Είναι δένδρο ιθαγενές της Αυστραλίας και φθάνει μέχρι ύψους περίπου 6,00 μ. Τα φύλλα του (φυλλώδια) είναι μήκους περίπου 0,15-0,30 μ. και έχουν χρώμα υποκύανο. Ανθίζει κατά την άνοιξη (Μάρτιο), τα δε άνθη αυτού είναι άφθονα, σφαιρικά, κίτρινα, ομοιάζοντα προς εκείνα της γαζίας, αλλά άοσμα. Δεν αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες. Δύναται να ευδοκιμήσει και να καταστεί χρήσιμο δένδρο, αν φυτευθεί σε αμμώδεις, παραθαλάσσιους τόπους, όπου δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει κανενός άλλου είδους δένδρο.
Συνήθως, φυτεύεται στο άκρες δρόμων, πλατειών, αυλών οικιών, οικοπέδων κ.λπ. Το φύλλωμα της Ακακίας της κυανοφύλλου είναι άριστο ως κτηνοτροφή. Ο φλοιός του δένδρου αυτού περιέχει 25-30 % δεψική ουσία, χρήσιμη στη βυρσοδεψία. Το ξύλο της χρησιμεύει ως καύσιμη ύλη.
2) Ακακία η σαλικίνα (Acacia salicina)
Πρόκειται για άλλο είδος ακακίας, το οποίο είναι συγγενές προς την Ακακία την κυανόφυλλον, όμως τα φύλλα αυτής είναι βραχύτερα και στενότερα των φύλλων εκείνης.
3)Ακακία η πολυανθής (Acacia floribunda).
4) Ακακία η λευκάζουσα (Acacia dealbata).
5) Ακακία η μπαϊλεγιάνα (Acacia Bailleyana).
Οι ακακίες τη σειράς αυτής δεν ευδοκιμούν σε αργιλλώδη και ασβεστώδη ή αλατούχα εδάφη, όπως η Ακακία η κυανόφυλλος αλλά σε εδάφη αμμώδη, γρανιτικά, πλούσια σε κάλιον (ποτάσα).
Αρχαία Γραμματεία
Α) Παλαιά Διαθήκη
Η ακακία στα Εβραϊκά ονομάζετο «σιττείμ», πιθανώς από την αιγυπτιακή λέξη «σεντ». Στη Μετάφραση του Εβδομήκοντα ( Ο’) αυτή απεδόθη διά του «ξύλον άσηπτον», ένεκα της σκληρότητας και της αντοχής του ξύλου αυτής (΄Εξοδος 25, 5). ΄Οπου δε, στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος περί της ακακίας, πρόκειται περί της Ακακίας της γνησίας (Acacia vera), που φύεται στη χερσόνησο του Σινά και στην κοιλάδα του Ιορδάνου ποταμού και η οποία υπάρχει και σήμερα και ονομάζεται «σεγιάλ».
Ο Μωυσής, ύστερα από την ΄Εξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, όπου εγίνετο μεγάλη χρήση του ξύλου αυτού, για την κατασκευή διαφόρων επίπλων και πλοιαρίων και ενώ διήρχετο διά της χερσονήσου του Σινά, όπου εφύετο η ακακία, έλαβε από τον Θεό εντολή, να κατασκευάζονται από το ξύλο της ακακίας όλα τα ξυλουργικά αντικείμενα της λατρείας. Έτσι από το ξύλο αυτό ήταν κατασκευασμένη η Κιβωτός της Διαθήκης (΄Εξοδ. 25, 13 και 26, 26 και 37, 4 και 38, 6), η Τράπεζα της Προθέσεως των άρτων (Έξοδ. 25, 23, 37, 10), το Θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων (΄Εξοδ. 27, 1, 38, 1) και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος (΄Εξοδ. 30, 2, 37, 25).
Ειδικότερα αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
1) «Και ελάλησεν Κύριος προς Μωυσήν λέγων... και λάβετε ξύλα άσηπτα.. και ποιήσαι μοι αγίασμα... ». (΄Εξοδ. 25, 1-7).
2)« Και ποιήσεις Κιβωτόν Μαρτυρίου εξ ξύλων ασήπτων…». (΄Εξοδ. 25, 9).
Β) Καινή Διαθήκη
Επειδή η έννοια της σήψεως συνεδέθη από πολύ ενωρίς υπό του ανθρώπου στενά προς την έννοια του θανάτου, έτσι και η έννοια της αφθαρσίας συνεδέθη προς την ζωή. Ένεκα τούτου και η μεν αιώνιος ζωή εχρησιμοποιήθη ως συνώνυμος της αφθαρσίας ( Β ΄ Τιμ. 1, 10), ο δε άφθαρτος και αμάραντος στέφανος, ως στέφανος της ζωής (Α΄Κορινθ. 9, 25).
Γ) Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς (* 484 – + 425 π. Χ.)
«Ος δ΄ αν ή αυτών Αιγυπτίων ή ξείνων ομοίως υπό κροκοδείλου αρπασθείς ή υπ΄ αυτού του ποταμού φαίνηται τεθνεώς, κατ΄ ην αν πόλιν εξενειχθή, τούτους πάσα ανάγκη εστί ταριχεύσαντας αυτόν και περιστείλαντες ως κάλλιστα θάψαι εν ιρήσι θήκησι». (Ηρόδοτος, Ιστοριών Β, 90).
Οι υπό του Ηροδότου αναφερόμενες «ιερές θήκες», ήτοι τα φέρετρα, εντός των οποίων ετοποθετούνται τα μουμιοποιημένα σώματα των νεκρών και στην συνέχεια εθάπτοντο, κατεσκευάζοντο από άσηπτα ξύλα, δηλ. από ξύλα ακακίας.
Δ) Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή ο Αναζαρβεύς (* περίπου 10 μ. Χ. - + 90 μ. Χ.)
«Ακακία φύεται εν Αιγύπτω, άκανθα δέ εστι δενδρώδης, θαμνώδης, ουκ ορθοφυής, άνθος έχουσα λευκόν, καρπόν δε ώσπερ θέρμον, λευκόν, εν λοβοίς κείμενον, εξ ου και εκθλίβεται το χύλισμα ξηραινόμενον εν ηλίω, μέλαν μεν εκ του πεπείρου καρπού, υπόκιρρον δε εκ του ωμού. Εκλέγου δε το ηρέμα έγκιρρον, ευώδες ως εν ακακία. Χειλίζουσι δέ τινες και τα φύλλα συν τω καρπώ και το κόμμι δε εκ της αυτής ακάνθης γεννάται.
Δύναμιν δε έχει στυπτικήν, ψυκτικήν. Αρμόζει δε ο χυλός προς τα οφθαλμικά και ερυσιπέλατα, έρπητας, χιμέτλας, πτερύγια, τα εν τω στόματι έλκη και προπτώσεις δε οφθαλμών καθίστησιν. Επέχει δε και ρουν γυναικείον και τας προπτώσεις και εγκλυζόμενος. Μελαίνει δε τρίχας…
Φύεται δε και ετέρα ακακία εν Καππαδοκία και εν Πόντω, περεμφέρουσα τη Αιγυπτία, ελάττων μέντοι παρά πολύ και χαμαίζηλος, φύλλα έχουσα όμοια πηγάνω. Τω δε φθινοπώρω φέρει σπέρμα εν θυλακίοις συνεζευγμένοις, τριχώροις ή τετραχώροις, έλαττον φακού. Στύφει δε και αυτή χυλιζομένη σύμπασα, πλην ήττων τη δυνάμει καθέστηκεν, εις τα οφθαλμικά ανεπιτήδειος ούσα».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής Ι, 101).
Ε) Πλίνιος ο πρεσβύτερος (Gaius Plinius Secundus, * 23 μ. Χ. – + 79 μ. Χ.)
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει, ότι το ξύλο του φυτού αυτού είναι μεγάλης αντοχής και διαρκείας και ότι δεν σήπεται στο νερό. Διά τούτο και ονομάσθη υπό των Ελλήνων ερμηνευτών «ξύλον άσηπτον». (Πλίνιος Πρεσβύτερος, Φυσική Ιστορία ΧΙΙΙ 9, 19).-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :
• Παν. Θ. Αναγνωστόπουλος, Ακακία, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, τ. Γ ΄(Αθήναι αν. χρ. εκδ.), σ. 36-37.
• Εγκυκλοπαιδεία ΝΕΑ ΔΟΜΗ, τ. 2 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 136.
• Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον Βοτανικόν-Φυτολογικόν Λεξικόν (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), Εκδόσεις ΠΗΓΑΣΟΣ.
• Μυρσ. Λαμπράκη, Τα Χόρτα (Αθήνα 2000).
• Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).
• Ευ. Κ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).
• Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990), σ. 80.
• Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).
• Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).
• R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).
• Fr. W. Sieber, Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817, Λειψία 1823. Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ελληνικά υπό Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκη, Αρχαιολόγου, (Αθήναι 2022).
• J. Pitton de Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700-1702, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Ηράκλειο 2003).