Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Άκανθα η απαλή (Acanthus mollis), κοινώς άκανθα, αγκάθι

Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Άκανθα η απαλή (Acanthus mollis), κοινώς άκανθα, αγκάθι

Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Άκανθα η απαλή (Acanthus mollis), κοινώς άκανθα, αγκάθι

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 670 ΦΟΡΕΣ

Γράφει o
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων

«Άκανθαι, αι» κατά την αρχαιότητα ονομάζοντο πολυάριθμα ακανθοφόρα φυτά, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνοντο και αυτά, τα οποία σήμερα ονομάζονται αγκάθια, τα «φυλλάκανθα» του Θεοφράστου, τα περισσότερα των οποίων υπάγονται στην τάξη των Συνθέτων (Compositae).

Ένα τέτοιου είδους φυτό είναι και η υπό του Ομήρου αναφερόμενη Άκανθα (Οδύσσεια ε, 328-329), ήτοι ο υπό του Θεοφράστου του Ερεσσίου και του Διοσκουρίδου του Πεδανίου αναφερόμενος «Χαμαιλέων ο μέλας» ή «Καρδοπάθιον», κοινώς γνωστός ως Χαμοληός. Τέτοια φυτά είναι επίσης και τα υπό του Διοσκουρίδου αναφερόμενα: Άκανθα η λευκή (Acanthus alba), Άκανθα η αραβική (Acanthus arabica), Λευκάκανθα και Ακάνθιον.

Επίσης, οι αρχαίοι ονόμαζαν «άκανθας» και πολλά ξυλώδη φυτά, τα οποία έφεραν κέντρα (αγκάθια), όπως ήσαν και τα επόμενα: Άκανθα η αιγυπτία (Acanthus aegyptiaca), Άκανθα η ινδική (Acanthus indica), Άκανθα η λευκή (Acanthus alba), Άκανθα η μέλαινα (Acanthus nigra) κ.λπ.., τα οποία είναι είδη κομμεωφόρων Ακακιών. Αλλά «άκανθαι» ονομάζοντο και διάφορα άλλα φυτά, όπως είναι η Άκανθα η κεάνωνος του Θεοφράστου (Acanthus ceanonus) και η Άκανθα η αγρία (Acanthus sylvestris) του Διοσκουρίδου. Πιθανώς πρόκειται για την Άκανθον την ακανθώδη των νεοτέρων Βοτανικών, απλά δε Άκανθαν ή Ερπάκανθαν ονομαζομένη υπό του Διοσκουρίδου ή Άκανθα την απαλήν (Acanthus mollis).

Η Άκανθα η απαλή (Acanthus mollis), κοινώς άκανθα, αγκάθι, είναι ένα ποώδες, πολυετές φυτό, το οποίο αυτοφύεται σε περιοχές των ευκράτων χωρών, μία από τις οποίες είναι και η Ελλάδα. Έχει φύλλα παράρριζα, μεγάλα και πλατιά (μήκους περίπου 0,50 και πλάτους περίπου 0,20 μ.), πριονωτά, βαθυπράσινα, στίλβωντα, αγκαθωτά και άνθη διατεταγμένα σε κατακόρυφους στάχεις (ύψους περίπου 0,30 – 0,50 μ.).

Η Άκανθα η απαλή απαντά σε άγρια κατάσταση σε ακαλλιέργητους αγρούς, στις άκρες οικοπέδων, γηπέδων, δρόμων κ.λπ.., αλλά επίσης καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα ως καλλωπιστικό φυτό, τόσο για τα πράσινα και λαμπερά φύλλα του, όσο και για τα πολύ ωραία άνθη του.

Κατά το φθινόπωρο και ύστερα από τις πρώτες βροχές φύονται αρχικά τα φύλλα του φυτού αυτού και κατά την άνοιξη ή την αρχή του θέρους το φυτό ανθίζει. Τα άνθη αυτού είναι χρώματος λευκού ή λευκοϊώδους, λαμπερά, ελαφρώς αρωματικά και πολύ εντυπωσιακά.

Στη Ρόδο και σχεδόν σε όλα τα πάρκα της πόλεως, αλλά και στους κήπους και στις αυλές ιδιωτικών οικιών, απαντά η Άκανθα η απαλή, αυτοφυής ή ως καλλιεργούμενο καλλωπιστικό φυτό και κατά τη διάρκεια της άνοιξης και κατά το θέρος χαίρεται κανείς, να βλέπει και να απολαμβάνει τα πολύ ωραία και εντυπωσιακά λευκά ή λευκοϊώδη άνθη της, τα οποία περιβάλλουν τα κάθετα υψωμένα κυλινδρικού σχήματος στελέχη (ύψους περίπου 0,50 μ.). Λέγεται, ότι «η ομορφιά είναι πρωτοθυγατέρα του Θεού, γιατί βλέποντας τα ωραία πάσης φύσεως δημιουργήματα, η σκέψη μας οδηγείται στον δημιουργό των, τον Θεόν».

Ως γνωστόν στην αρχαία Ελλάδα ανεπτύχθησαν τρεις αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ήτοι: ο δωρικός, ο ιωνικός και ο κορινθιακός, με τελευταίο και μεταγενέστερο ρυθμό τον κορινθιακό. Έτσι υπήρχαν αντίστοιχα τρεις μορφές κιόνων και κιονοκράνων.

Ειδικότερα, τα κιονόκρανα διεκρίνοντο σε δωρικά, ιωνικά και κορινθιακά.

Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από υψηλό εχίνο («κάλαθος») και τον άβακα. Ο «κάλαθος» περιβάλλεται από μία ή δύο σειρές φύλλων ακάνθου και έλικες, που φυτρώνουν μέσα από τα φύλλα. Τέσσερις από αυτούς τους έλικες, οι υψηλότεροι, καταλήγουν προς τα επάνω και ταυτόχρονα υποστηρίζουν τις τέσσερεις γωνίες του άβακα.

Ο κορινθιακός ρυθμός κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως εξέλιξη του ιωνικού, λόγω ακριβώς της υπάρξεως αυτών των ελίκων. Ο ρυθμός αυτός αποτελεί τον πλέον διακοσμητικό από τους τρεις προαναφερθέντες ρυθμούς. Εχρησιμοποιήθηκε κυρίως στους ρωμαϊκούς χρόνους σε ποικιλία μορφών.

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα, μηχανικό και συγγραφέα, τον Μάρκο Βιτρούβιο Πολλίωνα (Marcus Vitruvius Pollio, περίπου 60 π. Χ. – 20 μ. Χ.), εφευρέτης του κορινθιακού κιονοκράνου φέρεται να υπήρξε ο γλύπτης και τορευτής Καλλίμαχος (περίπου 440 - 370 π.Χ.), ο οποίος ενεπνεύσθη το κορινθιακό κιονόκρανο από το εξής περιστατικό: Σε ένα κοιμητήριο της αρχαίας Κορίνθου είχε ταφεί μία νέα και πολύ όμορφη κόρη και οι οικείοι αυτής έθεσαν επί του τάφου της ένα καλάθι, μέσα στο οποίο υπήρχαν τα παιγνίδια της και επάνω από το καλάθι ετοποθέτησαν μία τετραγώνου σχήματος πλίνθο, προκειμένου να το προστατεύει.

Με την πάροδο του χρόνου γύρω από το καλάθι αυτό εφύτρωσαν αγκάθια και βλέποντας το θέαμα αυτό ο γλύπτης Καλλίμαχος, οδηγήθηκε στην σύλληψη και εκτέλεση του κορινθιακού κιονοκράνου, το οποίο και έλαβε ακριβώς αυτό το όνομα από την αρχαία Κόρινθο.

Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο, ο οποίος περιβάλλεται από μία ή δύο σειρές σχηματοποιημένα φύλλα ακάνθου. [Vitruvius, De Architectura -Βιτρούβιος, Περί Αρχιτεκτονικής : Δέκα βιβλία, Βιβλίο τέταρτο, Κεφάλαιο Ι, 8-10, Απόδοση στα Ελληνικά, σχόλια και επιμέλεια : Στέλιος Χ. Ζερεφός, (Θεσσαλονίκη 1997), σ. 122-123].

Ο πρώτος γνωστός κορινθιακός κίονας ευρίσκετο στη νότια πλευρά του περίφημου ναού του Επικουρείου Απόλλωνος, στις Βασσές της Φιγαλείας (ΒΔ Πελοπόννησος, περίπου 420 π. Χ.), ο οποίος ναός ήταν έργο του Ικτίνου (5ος αι. π.Χ.), ενός από τους δύο αρχιτέκτονες του Παρθενώνα. (ΟΙ αρχιτέκτονες αυτοί ήσαν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης). Πιστεύεται, ότι ο ιωνικός αυτός κίονας αποτελούσε σύμβολο του θεού Απόλλωνα.

Επίσης, κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα υπήρχαν στο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους στην Αθήνα (4ος αι. π. Χ.), το μέχρι σήμερα διατηρούμενο και γνωστό ως «Φανάρι του Διογένους. Ακόμη κορινθιακού ρυθμού ήσαν τα κιονόκρανα του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, ο οποίος παρέμενε ημιτελής επί αιώνες και τον οποίον ολοκλήρωσε ο μεγάλος και φιλέλληνας Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αδριανός (117-135 μ.Χ.) κατά το έτος 130 μ. Χ. Άλλα μνημεία κορινθιακού ρυθμού στην Αθήνα ήσαν τα επόμενα : η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού και το μνημείο του Φιλοπάππου.

Ο κορινθιακός κίονας και ο κορινθιακός αρχιτεκτονικός ρυθμός αγαπήθηκαν ιδιαίτερα και εχρησιμοποιήθησαν ευρέως κατά την Αναγέννηση (Renaissance) και κατά τους νεότερους χρόνους από τους Νεοκλασσικούς αρχιτέκτονες και μηχανικούς και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα. Μία παραλλαγή του κορινθιακού κιονοκράνου αποτελεί το κορινθιάζον κιονόκρανο, το οποίο είναι μεν επηρεασμένο από το κορινθιακό, χωρίς όμως να ακολουθεί αυστηρά την όλη δομή και μορφή του.

Αρχαία Γραμματεία
Α) Όμηρος (8ος αι. π. Χ.)
«Ως δ΄ ότ΄ οπωρινός Βορέης φορέησιν ακάνθας, άμ΄ πεδίον, πυκιναί δε προς αλλήλησιν έχοντα...»
(Όμηρος, Οδύσσεια ε 328-329).
΄Ητοι:
«Πώς ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο τ΄ αγκάθια κι όλα κουβαριάζονται μαζί σφιχτά, παρόμοια…».
[Όμηρος, Οδύσσεια ε 328-329, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή (Αθήνα 1976), σ. 81].

Β) Θεόφραστος ο Ερέσσιος (371-287 π. Χ.)
«ΧΙΙΙ. Χαμαιλέων δε ο μεν λευκός, ο δε μέλας, αι δε δυνάμεις των ριζών και αυταί δε αι ρίζαι τοις είδεσι διάφοροι. Του μεν γαρ λευκή και παχεία και γλυκεία και οσμήν έχουσα βαρείαν. Χρήσιμον δε φασι προς τε τους ρους, όταν εψηθή κατατμηθείσα καθάπερ ραφανίς ονειρομένη εφ΄ ολοσχοίνου και προς την έλμινθα την πλατείαν, όταν ασταφίδα προφάγη πίνειν επιξύοντα ταύτην όσον οξύβαφον εν οίνω αυστηρώ. Αναιρεί δε και κύνα και συν. Κύνα μεν εν αλφίτοις αναφυραθείσα μετά ελαίου και ύδατος, συν δε μετά ραφάνων μεμιγμένη των ορείων. Γυναικί δε δίδοται εν τρυγί γλυκεία ή εν οίνω γλυκεί.

Και εάν βούληταί τις ασθενούντος ανθρώπου διαπειράσθαι ει βιώσιμος, λούειν κελεύουσι τρεις ημέρας καν περιενέγκη βιώσιμος. Φύεται δε ομοίως πανταχού και έχει το φύλλον όμοιον σκολύμω, μείζον δε. Αυτό δε προς τη γη τινα κεφαλήν έχει ακανοειδή μεγάλην, οι δε και άκανον καλούσιν.

Ο δε μέλας (Χαμαιλέων) τω μεν φύλλω παρόμοιος, σκολυμώδες γαρ έχει, πλην έλαττον και λειότερον, αυτός δε όλος εστιν ώσπερ σκιάδιον, η δε ρίζα παχεία και μέλαινα, διαρραγείσα δε υπόξανθος. Χωρία δε φιλεί ψυχρά και αργά. Δύναται δε λέπραν τε εξελαύνειν εν όξει τριβόμενος και ξυσθείς επαλειφόμενος και αλφόν ωσαύτως. Αναιρεί δε και τους κύνας».
(Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορία ΙΧ, ΧΙΙ, 1-2).

Γ) Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος ή Αναζαρβεύς (περίπου 10-90 μ.Χ.)
1) «1.Άκανθα λευκή, οι δε αγριοκινάραν, οι δε δονακίτις, οι δε ερυσίσκηπτρον, Ρωμαίοι σπίνα άλβα, οι δε ρήγια, οι δε κάρδους ραμπτάρια.
Φύεται εν όρεσι και υλώδεσι τόποις, φύλλα έχουσα Χαμαιλέοντι εμφερή λευκώ, στενώτερα δε και λευκότερα, υποδασέα και ακανθώδη, καυλόν υπέρ δύο πήχεις, δακτύλου του μεγάλου ή και μείζον πάχος, υπόλευκον, κενόν. Επ΄ άκρου δε αυτού κεφαλή πρόσεστιν ακανθώδης, εχίνω θαλασσίω εμφερής, πλην ελάσσων και υπομήκης, άνθη προφυρά, εν οις το σπέρμα ως κνήκος, στρογγυλώτερον δε.

2. Ταύτης η ρίζα πινομένη ποιεί προς αιμοπτυϊκούς, στομαχικούς, κοιλιακούς, ούρά τε κινεί, καταπλάσσεταί τε προς οιδήματα. Και το αφέψημα δε αυτής προς οδονταλγίας ποιεί διακλυζόμενον, το δε σπέρμα πινόμενον παιδίοις σπωμένοις βοηθεί και ερπετοδήκτοις, φασί δ΄ ότι περιάπτον εξ αυτού θηρία διώκει.
Άκανθα αραβική εοικυίας φύσεως δοκεί τη λευκή ακάνθη είναι στύφουσα και προς ρουν γυναικείον και προς αναγωγήν αίματος και προς τους άλλους ρευματισμούς η ρίζα παραπλησίως ευθετεί».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής ΙΙΙ 12, 1-2 και ΙΙΙ 13).

2) «Άκανθος, οι δε μελάμφυλλον, οι δε παιδέρωτα καλούσι. Φύεται εν παραδείσοις και εν πετρώδεσι και ενύδροις χωρίοις. Έχει δε φύλλα πολλώ πλατύτερα και μακρότερα θρίδακος, εσχισμένα ως τα του ευζώμου, λιπαρά, λεία, μέλανα, καυλόν δε δίπηχυν, λείον, πάχος δακτύλου, εκ διαστημάτων προς τη κορυφή φυλλαρίοις περιειλημμένον και τισιν οιονεί κιτταρίοις υπομήκεσιν, υακυνθώδεσιν, εξ ων το άνθος λευκόν. Σπέρμα υπόμηκες, μήλινον, θυρσοειδής δε η κεφαλή, ρίζαι δ΄ ύπεισι γλισχραίαι, μυξώδεις, έμπυρροι, μακραί, αίτινες πυρικαύστοις και στρέμμασιν αρμόζουσι καταπλασσόμεναι. Πινόμεναι δε ούρα άγουσι και κοιλίαν ιστάσι φθισικοίς τε και σπάσμασιν ωφέλιμοι και ρήγμασι.

Γίνεται δε και αγρία άκανθος, ομοία σκολύμω, ακανθώδης, βραχυτέρα της εν παραδείσοις και ημέρου. Δύναται δε και η ταύτης ρίζα, όσα και η προ αυτής».
(Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής ΙΙΙ 17, 1-2).

Ακάνθινος στέφανος Ιησού Χριστού
Ορισμένοι ιστορικοί και ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο ακάνθινος στέφανος του Ιησού Χριστού (Ματθ. 27, 29 και Μάρκ.15, 17 και Ιω. 19, 2, 5) κατεσκευάσθη πιθανώς από την Άκανθα την απαλή.

Άλλοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι ο ακάνθινος στέφανος του Χριστού κατεσκευάσθη από κλαδιά του φυτού Ζίζυφος ο εδώδιμος (Zizyphus sativa) ή Ζίζυφος η γιουγιούμπα (Zizyphus jujuba) κοινώς Ζιζυφιά ή Τζιτζυφιά ή Τζιτζιφιά και άλλοι προτείνουν διαφορετικά ακανθώδη φυτά ή ακανθώδεις θάμνους, που αφθονούν στις περιοχές της Παλαιστίνης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Π. Γ. Γεννάδιος, Λεξικόν Φυτολογικόν, Εκδοτικός Οίκος «Δαμιανός» (Αθήναι 1914).
Εγκυκλοπαιδεία ΝΕΑ ΔΟΜΗ, τ. 2 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 132.

Δ. Σ. Καββάδας, Εικονογραφημένον Βοτανικόν-Φυτολογικόν Λεξικόν, Εκδόσεις «Πήγασος», τ. 1 (Αθήνα αν. χρ. εκδ.), σ. 155.

Μυρσ. Λαμπράκη, Τα Χόρτα (Αθήνα 2000).

Ν. Εμμ. Παπαδογιαννάκης, Κρητικό Ιατροσόφιον του 19ου αιώνα (Ρέθυμνο 2001).

Ευ. Κ. Φραγκάκι, Η Δημώδης Ιατρική της Κρήτης (Αθήναι 1978).

Γ. Χριστόπουλος (Επιμέλεια), Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών (Αθήνα 1990).

Η. Baumannn, Die Griechische Pflanzenwelt (Muenchen 1999).

Koenemann, Botanica. Das Abc der Pflanzen. 10.000 Arten in Text und Bild (Koeln 1997).

R. Scheppelmann, Flora Graeca. Sibthorpiana, Volksausgabe, Edition Kentavros, (Hamburg 2017).

Fr. W. Sieber, Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817, Λειψία 1823. Μετάφραση από τα Γερμανικά στα Ελληνικά υπό Δρ. Ιω. Ηλ. Βολανάκη, Αρχαιολόγου, (Αθήναι 2022).

J. Pitton de Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700-1702, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Ηράκλειο 2003).-

Vitruvius, Περί της Αρχιτεκτονικής, Δέκα βιβλία . Απόδοση-Επιμέλεια : Στέλιος Χ. Ζερεφός, Εκδόσεις «Παρατηρητής» (Θεσσαλονίκη 1997).

Διαβάστε ακόμη

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Εχίνωψ ο ακανθότατος (Echinops spinosissimus), κοινώς σκαντζόχοιρος, κατσοχοίρι, κατσοχοιράκι

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Ελμινθία η εχινοειδής (Helminthia echinoeides), κοινώς σόγχος, τσόχος, ζοχός

Δρ. Ιωάννης Βολονάκης | Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά της Ελλάδας: Ζίζυφος ο εδώδιμος

Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κιτρέα η σινική (Citrus sinensis), κοινώς πορτοκαλιά

Ιω. Ηλ. Βολανάκης: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana), κοινώς γαζία

Πίννα: Σε μηχανική υποστήριξη ένα από τα σπανιότερα ζώα της Μεσογείου

Οι ελληνικές θάλασσες εκπέμπουν SOS

Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης: Κάππαρις η ακανθώδης (Capparis spinosa), κοινώς κάππαρη, καππαριά, το ρόδον της Μεσογείου