Ο Γιάννης Ζίγδης και η προσφορά του στη Δωδ/σο και στην Ελλάδα γενικότερα

Ο Γιάννης Ζίγδης και η προσφορά του  στη Δωδ/σο και στην Ελλάδα γενικότερα

Ο Γιάννης Ζίγδης και η προσφορά του στη Δωδ/σο και στην Ελλάδα γενικότερα

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 240 ΦΟΡΕΣ

18 χρόνια από το θάνατό του

Την 21η Οκτωβρίου 1997, πριν από 18 χρόνια άφησε τα εγκόμια ο συμπατριώτης μας Δωδεκανήσιος Πολιτικός Γιάννης Ζίγδης.

Γενική, σχεδόν, είναι η τάση, όπως για κάθε ιστορικό γεγονός, ή για την αξιολόγηση των δημιουργών του, να παραπέμπεται η εμβάθυνση από τους σύγχρονους μελετητές στο μέλλον, στην Ιστορία, ως αμερόληπτη για να κρίνει πρόσωπα και πράγματα.

Ωστόσο, είναι αληθές, ότι η ακριβοδίκαιη τοποθέτηση μιας προσωπικότητας μέσα στα ιστορικά πλαίσια, δεν θα είναι αρκούντως, εφικτή η αντικειμενική παρουσίαση από το μέλλοντα κριτή που θα ασχοληθεί με αυτή, χωρίς τη βοήθεια, το πρωτογενές υλικό θα μπορούσαμε να πούμε, των σύγχρονων του.

Οι οποίοι, κατά τεκμήριο από τα πράγματα, και άμεση συνείδηση έχουν, αλλά, επιπλέον, και τον παλμό, καθώς και την προσφορά του κρινόμενου προσώπου έζησαν.

Συγκεράζοντας τις προαναφερθείσες αντιλήψεις θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε, σε γενικές γραμμές, τοθ μακαρίτη συμπατριώτη μας Γιάννη Ζίγδη, πιστεύοντας, ότι η προσωπικότητά του, είναι γεγονός, θα κριθεί στο μέλλον ακόμη καλύτερα, καθόσον θα έχουν καταλαγιάσει και εν πολλοίς εξαφανιστεί τυχόν προκαταλήψεις των μεν, ή περιπάθεια των δε.

Γνωρίσαμε και παρακολουθήσαμε τον πολιτικό άνδρα από τα πρώτα πολιτικά του βήματα και είμαστε σε θέση να διακηρύξουμε προς πάσα κατεύθυνση, ότι, πράγματι, ο Ζίγδης αξίζει της υστεροφημίας, καθόσον από πατριωτική και μόνο έπαρση υποβαλλόταν σε κόπους, μόχθους και θυσίες για την προαγωγή των προβλημάτων της χώρας. Είναι επιβεβλημένη η αναγνώριση και από γενικότερη, ακόμη άποψη, καθόσον η τιμή θερμαίνει και αυξάνει τα καλά, η αδιαφορία τα παγώνει, τα ζαρώνει και τέλος τ’ απονεκρώνει, κατά τον Κοραή.

Ο Γιάννης Ζίγδης γεννήθηκε στη Λίνδο το 1913, στη σκλαβωμένη τότε Δωδεκάνησο, όπου, κατά τον ποιητή, «έτυχε νά’ ναι τα χρόνια δίσεκτα, πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί». Και έφυγε από τα εγκόσμια, τον Οκτώβριο του 1997. Ετσι, η μοίρα του επεφύλαξε να νοιώσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις, που σηματοδοτούν και το στίγμα της δραστηριότητάς του.

Έζησε και τα τελευταία 31 χρόνια της δωδεκανησιακής σκλαβιάς, αξιώθηκε, όμως, συγκροτημένος, πλέον, Οικονομολόγος, να προσφέρει και ως πολιτικός, επί 47 συνεχή χρόνια, πολύτιμες υπηρεσίες στη Δωδεκάνησο, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα. Άφησε τα ίχνη του επί της εποχής του. Προετοιμασμένος, ώστε η μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, εκ των πληγών που άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς και αυτή της Δωδεκανήσου, από την πολύχρονη σκλαβιά των 6,5 περίπου αιώνων, να βρει και αυτόν εκ των πρώτων ενεργό συντελεστή των οικονομικο-κοινωνικών μεταπελευθερωτικών επιτευγμάτων.

Μαζί με τον Κιτσίκη, το Μπάτση, τον Καλιτσουνάκη, το Γουναράκη και άλλους Οικονομολόγους της δεκαετίας του ‘40 μόχθησαν για να αποδείξουν, ότι η Ελλάδα είναι προικισμένη με ορυκτό πλούτο και άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ώστε να καταστεί δυνατή η εκβιομηχάνιση της Χώρας.

Γνωστή είναι η εθνική προσφορά της οικογένειας Ζίγδη κατά την ιταλική και ειδικότερα τη φασιστική χρονική περίοδο, όταν στη Δωδεκάνησο τα πάντα τα “σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά”. Ο πατέρας του, ο μακαρίτης δάσκαλος και φλογερός πατριώτης Γεώργιος Παπαϊωάννου-Ζίγδης, με τον ανυστερόβουλο, αυθόρμητο κι όταν επρόκειτο για εθνικά θέματα, εκρηκτικό του χαρακτήρα, με κείνο το θυμό, που χαρακτηρίζει τη θερμόαιμη ράτσα μας, έδινε το παρόν σε κάθε εκδήλωση, που σκόπευε να περισωθεί στο μαρτυρικό αυτό τόπο η Εθνικο-Θρησκευτική συνείδηση.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο πατριωτικό περιβάλλον, ως και με τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση της Μητέρας του Χρυσάνθης, το γένος Γανωτάκη, προι-κισμένος δε και με τη σφραγίδα της δωρεάς, ο Γιάννης Ζίγδης από έφηβος έδειχνε τις διαθέσεις του για προσφορά στα κοινά.

Ο Γιάννης Ζίγδης είχε την ατυχία να στερηθεί σε πολύ μικρή ηλικία τις στοργικές μητρικές φροντίδες, τις οποίες προσπάθησαν να αναπληρώσουν οι συγγενείς, αν είναι δυνατόν να ειπωθεί ότι αντικαθίσταται η μητρική αγάπη και στοργή. Χάρις, όμως, στη γενναιοδωρία των συγγενών εκ της Μητέρας του και ιδιαιτέρως του θείου του μακαρίτη Μανώλη Γανωτάκη, συνέχισε απρόσκοπτα τις μεταγυμνασιακές σπουδές: Αρχικά στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών και ακολούθως στα Πανεπιστήμια Λωζάννης, Γενεύης και Λονδίνου, όπου παρακολούθησε παραδόσεις υψηλού Επιστημονικού επιπέδου των κορυφαίων Οικονομολόγων και Πολιτειολόγων του Μεσοπολέμου. Παντού, από το Βενετόκλειο Γυμνάσιο μέχρι τη διδακτορική του διατριβή επί της Φιλοσοφίας του κλάδου της Οικονομικής, ανελλιπώς αριστούχος.

Επαρκώς καταρτισμένος οικονομολογικά, όσο ολίγοι στην Ελλάδα προς τέλος της δεκαετίας του ‘30 και λόγω της φασιστικής κατοχής της Δωδεκανήσου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, για να προσφέρει τις γνώσεις του.

Το Φεβρουάριο του 1940, σε ηλικία μόλις 27 ετών, δίνει στον Παρνασό εμπεριστατωμένη διάλεξη με το επίκαιρο, τότε, θέμα: “Πόλεμος και Οικονομία”, την οποία ο Καθηγητής Δημήτριος Καλιτσουνάκης δημοσίευσε στο Επισητμονικό του Αρχείο Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών. Και έκτοτε, ο ίδιος Καθηγητής δεν παρέλειπε να την υπογραφμμίζει, ως πηγή αναφοράς και βιβλιογραφίας σε πολλά συγγράμματά του.

Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, η άνανδρη και ύπουλη επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδας βρίσκει το Γιάννη Ζίγδη στην πρωτεύουσα του Ελληνισμού. Υπήρξε ο πρώτος εξ όλων των Δωδεκανησίων της διασποράς, που την μεθεπομένη ημέρα, στις 30 Οκτωβρίου, δημοσίευσε επώνυμα άρθρο στη μεγάλη κυκλοφορίας εφημερίδα των Αθηνών “ΤΟ ΒΗΜΑ”, στο οποίο τόνιζε ότι στον άνισο, αλλά υπέρτατο αγώνα κατά των δυνάμεων του σκότους, ήταν παρούσα και η Δωδεκάνησος.

Ενώ, ταυτόχρονα, με τη διακήρυξή του εκείνη ο Γιάννης Ζίγδης καταχωρούσε και την πρώτη υποθήκη, πως μετά τον πόλεμο τα δώδεκα νησιά του Αιγαίου, ύστερα από τόσων αιώνων σκλαβιά, θα έπρεπε, δικαιωματικά, να αποδοθούν στην αγκαλιά της Μητέρας-Πατρίδας.

Και προχωρώντας με πλέον θαρραλέα και πατριωτικά βήματα, πρωτοστάτησε, μαζί με το Γιάννη Καζούλλη, το Μάρκο Κλαδάκη κι άλλους Δωδεκανήσιους της Ελεύθερης Ελλάδας, στην ίδρυση του “Εθελοντικού Δωδεκανησιακού Συντάγματος”, το οποίο εντάχθηκε στη δύναμη των Ένοπλων Δυνάμεων του Έθνους και έγραψε κι αυτό, αναλογικά, σελίδες δόξας κατά το Αλβανικό έπος.

Η εθελοντική αυτή των Δωδεκανησίων ένταξη στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, που σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, φέρονταν ως Ιταλοί υπήκοοοι, αποτελούσε, κατά το ιταλικό δίκαιο, πράξη εσχάτης προδοσίας. Και, ως εκ τούτου, αν συλλαμβάνονταν ως αιχμάλωτοι, κινδύνευαν να εκτελεστούν. Εξάλλου, οι οικογένειες των περισσότερων κατοικούσαν στη Δωδεκάνησο και ήταν στη διάθεση των Ιταλικών Αρχών για κάθε είδους δίωξη.

Πρέπει δε να υπογραμμιστεί, επί του προκειμένου, ότι οργανωτής και πρώτος Διοικητής του “Συντάγματος Εθελοντών Δωδεκανησίων” ήταν ο Ταξίαρχος Μάρκος Κλαδάκης, γέννημα και θρέμμα της Σύμης. Στο νησί αυτό της Δωδεκανήσου όπου, καθώς θα γράψει ο Ζίγδης, προλογίζοντας το βιβλίο “Ιστορία του Συντάγματος Δωδεκανησίων Εθελοντών”, κατά “θείαν επιείκειαν”, παραδόθηκαν οι γερμανικές δυνάμεις της Μεσογείου στους Συμμάχους, στις 8 Μαΐου 1945, κι έτσι έληξεν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για την Ευρώπη.

Με την κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, ο στρατιώτης Γιάννης Ζίγδης ακολούθησε τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία στην Κρήτη και αργότερα στη Μέση Ανατολή. Εκεί εντοπίστηκε από τον διεθνούς φήμης Οικονομολόγο Κυριάκο Βαρβαρέσο, Υπουργό του Συντονισμού της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης, μετακλήθηκε στο Λονδίνο και συμμετείχε στο Επιστημονικό Επιτελείο, το οποίο ασχολούνταν με τα μεταπολεμικά οικονομικά προβλήματα, που θα αντιμετώπιζε η Χώρα.

Από τη θέση αυτή δεν παρέλειπε ευκαιρία, που να μην προωθεί κάθε τι, που σχετιζόταν με τη Δωδεκάνησο. Είτε για τον επισιτισμό της, εξαιτίας του πολεμικού αποκλεισμού, είτε για την παραχώρησή της, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στην Ελλάδα. Η Θεία Πρόνοια το θέλησε έτσι, ώστε ο Δωδεκανήσιος πολιτικός και πολέμιος του φασισμού, να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα, ως Υπουργός, όταν το 1952 διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις για το ύψος και το είδος των πολεμικών αποζημιώσεων, που θα κατέβαλλε η Ιταλία στη χώρα μας.

1944: Με την Απελευθέρωση της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1944, ο Γιάννης Ζίγδης επέστρεψε κι αυτός στη χώρα και ανέλαβε Οικονομικός Σύμβουλος της UNRRA. Κια με την ιδιότητα αυτή, νεαρός για τέτοιες υπεύθυνες θέσεις, τέθηκε επικεφαλής ομάδας κορυφαίων Επιστημόνων, Τεχνικών και Οικονομολόγων, για τη σύνταξη προγράμματος “εξηλεκτρισμού και εκβιομηχάνισης” της χώρας. Και υπό την εποπτεία του συντάχθηκε η επτάτομη Μελέτη για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της. Επίσης, μπήκαν οι βάσεις και για τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας.

1950: Οταν τον Ιανουάριο του 1950 προκηρύχθηκαν οι βουλευτικές εκλογές για το Μάρτιο του ίδιου έτους, στις οποίες για πρώτη φορά μεταπελευθερωτικά θα συμμετείχε και η περιφέρειά μας, όλων των τοπικών παραγόντων τα βλέμματα αυθόρμητα και από διαίσθηση στράφηκαν προς το πρόσωπο του Γιάννη Ζίγδη. Ενταγμένος στο ιστορικό κόμμα των Φιλελευθέρων-ο ιδρυτής του οποίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε στενούς δεσμούς με τα νησιά μας, καθόσον επί μία εικοσαετία και πλέον, από το 1912 μέχρι το 1933, τον απασχολούσε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, συμμετέχοντας στο δημόσιο βίο, με την άλφα ή βήτα Πολιτειακή του ιδιότητα, ο Γιάννης Ζϊγδης εκλέχτηκε μεταξύ των τεσσάρων βουλευτών, τους οποίους η Ελεύθερη, πλέον, Δωδεκάνησος έστειλε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Από το Μάρτιο του έτους αυτού, του 1950, είναι, πλέον, εκπρόσωπος της Δωδεκανήσου στη Βουλή των Ελλήνων. Αρχίζει ο Γολγοθάς του, αλλά και η πολυσύνθετη προσφορά του. Είναι η εποχή, που ακόμη ήταν νωπός ο απόηχος οτυ τρισκατάρατου εμφύλιου σπαραγμού. Στον παρθενικό του λόγο ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας μετέφερε το μήνυμα, την αξίωση θα έλεγα, της ειρήνευσης και καθησύχασης των παθών.

Οι Εθνοκτόνες έντονες πολιτικές διαφορές έπρεπε να παραμεριστούν, ανεξάρτητα ποιά πλευρά και υπό ποίαν ιδιότητα είχε το δίκαιο ή το άδικο με το μέρος της. Προείχε η ανασυγκρότηση των ηθικών, πνευματικών και υλικών δυνάμεων του Έθνους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και η Δωδεκάνησος, η από το 1947 νέα Ελληνική Επαρχία, όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται, ύστερα από τον τίτλο ενός άρθρου του του χρόνου εκείνου στο “ΒΗΜΑ”, το οποίο αναδημοσίευσε η μηνιαία έκδοση “Νέα Οικονομία”, του Καθηγητή και Ακαδημαϊκού Άγγελου Αγγελόπουλου, είχε τη θέση της και το λόγο της.

Με κάποια δόση υπερβολής θα μπορούσε να πει κανείς, εάν βέβαια, ταιριάζει η ορολογία αυτή στην πολιτική, ότι Βουλευτής Δωδεκανήσου τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια, εφόσον ο κατέχων το αξίωμα, θα εξασκούσε συνειδητά τα καθήκοντά του, ισοδυναμούσε με “μάρτυρα”, ορκωμοσία του δε σε Υπουργό, με “πρωτομάρτυρα”. Και τούτο, λόγω των συσσωρευμένων τοπικών προβλημάτων, που υπήρχαν, εξαιτίας του πολέμου και της μακρόχρονης ξενικής κατοχής, ως και των ατομικών εκάστου ψηφοφόρου απαιτήσεων, αλλά ταυτόχρονα και της αδήριτης Εθνικής ανάγκης, η οποία επέβαλλε την άμεση και σωστή αντιμετώπισή τους.

Τα προβλήματα αυτά, εξάλλου, γίνονταν δυσκολότερα, σε συνδυασμό και με τα πολύ περιορισμένα οικονομικά μέσα, που είχε στη διάθεσή του το Ελληνικό Κράτος, το οποίο, τουλάχιστον μέχρι το 1953, εξαρτούσε την επιβίωσή του από τα κονδύλια της Αμερικανικής Βοήθειας, δηλαδή, Το “Δόγμα Τρούμαν” και το περίφημο “Σχέδιο Μάρσαλ”, που επακολούθησε, των οποίων, δυστυχώς, δεν έγινε και τόσο επωφελής χρήση για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση.

Αναντίρρητα, η Δωδεκάνησος στο πρόσωπο του Ζίγδη βρήκε, εκτός των άλλων, το γνήσιο, ανυποχώρητο και γιατί να μην αναφερθεί και τον ασυμβίβαστο, εν πολλοίς, εκφραστή των δίκαιων αιτημάτων της. Πρόκειται για μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.

Τα βασικά νομοθετήματα, που αναγκαστικά θα έπρεπε να τεθούν σε ισχύ ή να συμπληρωθούν, γιατί είχαν προηγηθεί, τόσο η Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση υπό το Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη (Μάρτιος 1947-Μάιος 1948), όσο και η Γενική Διοίκηση (Μάιος 1948-Μάρτιος 1950), υπό το συμπατριώτη μας, εκ των Δωδεκανησίων της διασποράς από την Κάσο Νικόλαο Μαυρή, για τα σταθερά θεμέλια του μεταπολεμικού δωδεκανησιακού οικονομικού θαύματος, φέρουν τη σφραγίδα του, καθώς και των συναδέλφων του της εποχής εκείνης.

Του ανήκει δε ανεπιφύλακτα η πατρότητα δημιουργίας του Οργανισμού Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο (Νόμος 2100/1952). Για την οποία ακίνητη περιουσία, ως καθαρά Δωδεκανησιακή, πίστευα και με περισσότερη πεποίθηση εξακολουθώ να πιστεύω πως, εάν γινόταν ορθολογική αξιοποίηση από τους διατελέσαντες κατά καιρό Νομάρχες ή Γενικούς Διοικητές της τελευταίας 50ετίας, αυτή θα ήταν μοχλός μεγαλύτερης και επωφελέστερης περιφερειακής ανάπτυξης του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Εχω τη βεβαιότητα, ότι ακόμη υπάρχουν περιθώρια προς την κατεύθυνση αυτή. Αρκεί να γίνει κάποια μελετημένη καλή αρχή με καρτεσιανό πνεύμα.

Υπήρξε, επίσης, ανένδοτος υποστηρικτής του ειδικού δημοσιονομικού (φορολογικού και δασμολογικού) καθεστώτος της Δωδεκανήσου. Κι όταν η γραφειοκρατία της κεντρικής εξουσίας αποπειρόταν να το αποδυναμώσιε, κατά διαστήματα, ύψωνε έγκαιρα και αποτελεσματικά, το ανάστημά του και αποσοβούσε το “ανοσιούργημα”. Και διατηρήθηκε, σε πείσμα πολλών, έστω και κάπως “κουτσουρεμένο”, μέχρι την 31.12.1986.

Προτού αρχίσει να λειτουργεί ο φόρος προστιθέμενης αξίας, σε εφαρμογή της Έκτης Κατευθυντήριας Οδηγίας της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και της τότε ΕΟΚ, ως και των λοιπών όρων Ένταξης της Ελλάδας, πρωτοστάτησε ξανά, έχοντας στο πλευρό του όλους, Τοπική Αυτοδιοίκηση και παραγωγικές τάξεις, για να καθιερωθούν από 1.1.1987 στη Δωδεκάνησο μειωμένοι συντελεστές του παραπάνω έμμεσου φόρου, ο οποίος αντικατέστησε όλους, σχεδόν, τους προϋπάρχοντες.

Εκ πεποιθήσεως, θιασώτης της περιφερειακής ανάπτυξης, ως και της εξασφάλισης πόρων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, υποστήριζε επίμονα και με πάθος, με νομικά και οικονομικά επιχειρήματα, τη διατήρηση οτυ ειδικού τοπικού φόρου κατανάλωσης, του 4%, όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται.

Σταθερός στις θέσεις του και ανυποχώρητος, όπως ο αξέχαστος Δήμαρχος Ρόδου Σταύρος Αυγουστάκης. Ήταν και ο μόνος τομέας, για τον οποίο και οι δυό τους δεν δέχονταν αντίλογο: με το Λινδιακό “πείσμα” ο ένας, με το Μπονιάτικο ο δεύτερος... Αιωνία τους η μνήμη.

Γράφει ο Κυριάκος Ι. Φίνας

Διαβάστε ακόμη

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους

Φίλιππος Ζάχαρης: Εσωτερικός κόσμος, εικόνες και ορισμός του χρόνου