Λεξιστορείν: Mε μούρλανες!
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 174 ΦΟΡΕΣ
Το ρήμα μουρλαίνω έχει τη σημασία του εκνευρίζω, τρελαίνω κάποιον με τα λόγια ή με τη συμπεριφορά μου.
Παράγεται από τη λέξη μουρλός, η οποία με τη σειρά της κατάγεται από την αρχαία λέξη μωρολόγος, σύνθετη από το μωρός = ο ανόητος και το ρήμα λέγω.
Άρα μωρολόγος είναι αυτός που λέει ανοησίες, «τρέλες». Η λέξη εξελίχθηκε στον τύπο μουρλός με τροπή του «ω» σε «ου» (μωρολόγος – μουρολόγος - μουρλός) έχοντας τη σημασία του ασύνετου, του ανισόρροπου, του τρελού.